«Κρύβομαι, γιατί ξαφνικά πολλοί άνθρωποι μπλέχτηκαν στα πόδια μου».
Syd Barrett, 1972

Τα είχε όλα: φήμη, γυναίκες, χρήματα, δόξα, τον σεβασμό των συναδέλφων του και κυρίως ένα συγκρότημα… ερωτευμένο μαζί του, να τον κοιτάει στα μάτια και να περιμένει την επόμενη σύνθεση, το επόμενο τραγούδι του. Και ξαφνικά, ο Roger «Syd» Barrett, φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Κάμπεργουελ του Λονδίνου που εγκατέλειψε τη ζωγραφική για να φτιάξει τη δική του ψυχεδελική μπάντα, αποφάσισε να κατεβάσει το ρελέ του εγκεφάλου του και να αποτραβηχτεί από το προσκήνιο.

Ο ψυχισμός του δεν ήταν απλά εύθραυστος, ήταν θρυμματισμένος, αποτέλεσμα της χρόνιας κι εντατικής χρήσης παραισθησιογόνων ουσιών. Έτσι, ο ταλαντούχος κιθαρίστας που διώχθηκε σιωπηλά από την μπάντα που ο ίδιος έφτιαξε επειδή αρνήθηκε να συμμετάσχει στο εμπορικό πανηγύρι που στήθηκε πάνω από το κεφάλι του, εγκατέλειψε τη μουσική και βυθίστηκε σε μια παρατεταμένη σιωπή 35 ετών που κράτησε μέχρι το θάνατο του.

Αγοραφοβικός; Ίσως. Πάντως η θανάσιμη μοναξιά (όχι του Αλέξη Ασλάνη, αλλά) του Syd Barrett δεν είχε εκδηλωθεί όσο αυτός ήταν πιτσιρικάς: αντιθέτως, το τρίτο από τα πέντε παιδιά του διακεκριμένου γιατρού Arthur Barrett και της γυναίκας του Winifred, μεγάλωσε σε ένα σχεδόν εύπορο οικογενειακό περιβάλλον, με τους γονείς του να τον ωθούν στην ενασχόληση με τη μουσική.

Ο μικρός Roger έπαιζε πιάνο, μπάντζο, γιουκελέλε και κιθάρα, ζωγράφιζε καταπληκτικά σχέδια και ήταν από τα πιο κοινωνικά κι αγαπητά παιδιά στο δημοτικό σχολείο Morley Memorial του Κέιμπριτζ. Tον Δεκέμβριο του 1961, ένα μήνα πριν κλείσει τα δεκαέξι του χρόνια, έχασε αναπάντεχα τον πατέρα του, γεγονός που τον έκανε πιο εσωστρεφή και κλειστό σαν χαρακτήρα.

Το 1964 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Κάμπεργουελ του Λονδίνου. Και μετά ήρθαν οι Pink Floyd και η διάθεση για πειραματισμό με τα ναρκωτικά… Μετά την αποχώρηση από το συγκρότημα του, τον ακολούθησε προς την έξοδο και ο τότε μάνατζερ των Floyd, Peter Jenner, ο οποίος διέβλεπε πως δίχως τον ηγέτη και βασικό συνθέτη τους, οι υπόλοιποι τρεις Floyd δύσκολα θα έκαναν καριέρα. Κι αποφάσισε να βάλει όλα του τα χρήματα στο μαύρο -μόνο που στην πορεία κέρδισε το κόκκινο.

Η ΕΜΙ αποφάσισε να επενδύσει επάνω στο Syd και να χρηματοδοτήσει τις πρώτες σόλο ηχογραφήσεις του, αλλά αυτές αποδείχθηκαν χαοτικές, με κανέναν από τους υπεύθυνους να μην μπορεί να βγάλει άκρη με τον Barrett, ενώ ακόμη κι αν κατάφερνε να συνεννοηθεί μαζί του, ήταν εξαιρετικά επισφαλές, αφού ο Syd άλλαζε γνώμη με ταχύτητα υαλοκαθαριστήρα.

Η ΕΜΙ ζήτησε από τους Gilmour και Waters να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, μπας και τελικά κυκλοφορήσει το (ή τα) άλμπουμ: αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων αυτών, μεταξύ 1969-1970 ήταν δυο άλμπουμ, τα The Madcap Laughs και Barrett, που αμφότερα κυκλοφόρησαν το 1970. Περιττό να πούμε πως η έλλειψη επικοινωνίας του Syd με την ΕΜΙ (ή με οποιονδήποτε γύρω του) λειτούργησε απαγορευτικά στην κατάρτιση μιας υποτυπώδους βρετανικής περιοδείας, έστω στο πανεπιστημιακό κύκλωμα που διψούσε για μουσικές περσόνες όπως ο Barrett.

Η τελευταία του εμφάνιση, ως μουσικού, ήταν στις 24 Φεβρουαρίου 1972, όταν ήταν κιθαρίστας ενός βραχύβιου τρίο με το όνομα Stars (μαζί με τον Twink των Pink Fairies στα ντραμς) που έκανε δυο-τρεις μικρές συναυλίες στο Κέιμπριτζ. Λίγους μήνες μετά, στην τελευταία επίσημη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό Rolling Stone, όταν ρωτήθηκε γιατί τα παράτησε, ο Syd απάντησε πως «το μόνο που ήθελα από μικρός ήταν να παίζω κιθάρα και να χοροπηδάω. Αλλά από τους Pink Floyd και μετά, πολύς κόσμος μπλέχτηκε στα πόδια μου».

Μετά τη διάσημη εμφάνιση του τον Ιούνιο του 1975 στα στούντιο όπου οι Pink Floyd ηχογραφούσαν το Wish You Were Here, ο Barrett επέστρεψε στο πατρικό του κι έμενε με τη μητέρα του απαντώντας μόνο στο όνομα Roger. Τα υπόλοιπα τέσσερα αδέλφια του είχαν παντρευτεί κι είχαν οικογένειες και μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Syd ήταν ο μόνος που μπορούσε να τη φροντίζει.

syd barrett
Syd Barrett

O Syd Barrett και η πλυμένη του μπουγάδα

Θα ξανακούσουμε γι’ αυτόν το 1982, όταν το γαλλικό περιοδικό Actuel, με αφορμή την κυκλοφορία του The Wall, αποπειράθηκε να εντοπίσει τον πραγματικό ήρωα της ταινίας του Alan Parker. Σε άρθρο τιτλοφορημένο «Πίσω από τον Τοίχο των Pink Floyd, το Φάντασμα του Syd Barrett», το γαλλικό περιοδικό αναρωτιέται που είναι και τι κάνει ένα από τα λαμπρότερα καλλιτεχνικά μυαλά του Swinging London της δεκαετίας του ’60.

Το Αctuel επιστράτευσε δυο ρεπόρτερ του που με δαιμόνιο τρόπο και μετά από πολλές εβδομάδες ερευνών, κατάφεραν, το καλοκαίρι του 1982, να βρουν που μένει, να συνομιλήσουν μαζί του και να φωτογραφήσουν τον, τότε 36χρονο, μουσικό.

Οι δυο δημοσιογράφοι είχαν ξεκινήσει την αναζήτηση τους από το Λονδίνο, όπου βρήκαν τον θυρωρό του διαμερίσματος που νοίκιαζε ο Syd τα τελευταία χρόνια στο Τσέλσι. Ο θυρωρός τους είπε πως ο Barrett είχε εγκαταλείψει το σπίτι πριν από αρκετό καιρό και πιθανότατα είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του.

Ωστόσο είχε αφήσει πίσω του ένα σακ-βουαγιάζ με πλυμένα ρούχα και θα τους ήταν υποχρεωμένος αν του το παρέδιδαν. Με την τύχη να τους χαμογελάει, οι δυο ρεπόρτερ ανέλαβαν αυτοί να επιστρέψουν το σακ-βουαγιάζ με την μπουγάδα στον Syd.

Με τα πολλά κι αφού πρώτα χτύπησαν το κουδούνι διάφορων σπιτιών, όπου διέμεναν κάποιοι άλλοι Roger Barrett, που ήταν απλή συνωνυμία, τελικά έφτασαν στον προορισμό τους. Χτύπησαν το κουδούνι και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε την πόρτα ένας σχεδόν μεσήλικας άντρας, με υποψία καράφλας και κοιλίτσα.

Και τότε διημείφθη ο εξής διάλογος:

-Ρεπόρτερ: Σας φέραμε την… μπουγάδα σας.
-Barrett: Α, από το Τσέλσι… Ευχαριστώ.
– Ρεπόρτερ: Θέλαμε να σας βρούμε.
– Barrett: Ευχαριστώ πολύ. Τα θεωρούσα χαμένα. Σας οφείλω τίποτε;
– Ρεπόρτερ: Όχι, βέβαια. Αλήθεια τι κάνετε; Ζωγραφίζετε;
– Barrett: Όχι, δεν κάνω τίποτε. Υποβλήθηκα πρόσφατα σε μια μικρό-επέμβαση και δεν είμαι σε θέση… Όχι κάτι σοβαρό πάντως.
– Ρεπόρτερ: Πηγαίνετε καθόλου στο διαμέρισμα σας στο Τσέλσι; Παίζετε καθόλου κιθάρα;
– Barrett: Όχι. Βλέπω συνέχεια τηλεόραση. Δεν κάνω τίποτε άλλο. Και ευχαριστώ για τα ρούχα.
– Ρεπόρτερ: Να σας βγάλω μια φωτογραφία;
– Barrett: Ασφαλώς.

Όπως γράφει το άρθρο, «ο Barrett έψαχνε διαρκώς τη στιγμή να βάλει ένα τέλος στη κουβέντα και να αποτραβηχτεί στο εσωτερικό του σπιτιού του». Πάντως, ήταν ευγενικός, χαμογέλασε, πήρε το σακ-βουαγιάζ και γύρισε προς το σπίτι, ενώ από μέσα ακούστηκε η φωνή την μητέρας του να τον φωνάζει «Roger;».

Όπως λένε τα βρετανικά μουσικά ΜΜΕ, έκτοτε και για τα επόμενα 25 χρόνια, τον Βarrett φροντίζουν τα αδέλφια του, που διαχειρίζονται τα μεγάλα ποσά που ακόμη και σήμερα εισπράττει από τα πνευματικά δικαιώματα. Η διαγνωσμένα σχιζοειδής συμπεριφορά του και το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπαν τιποτ’ άλλο παρά μόνο να αφοσιωθεί στο αγαπημένο του χόμπι, να ζωγραφίζει πεταλούδες στο υπόγειο του σπιτιού του, με μόνη συντροφιά τις γάτες του.

Κι όταν δυο-τρεις φορές, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάποιοι τολμηροί δημοσιογράφοι ανακάλυψαν τον τόπο κατοικίας του και του χτύπησαν το κουδούνι και τον ρώτησαν αν ηταν αυτός ο πάλαι ποτέ ηγέτης των Pink Floyd, εκείνος τους έδιωξε λέγοντας τους… «δεν τους ξέρω αυτούς τους ράπερ που μου λέτε!».

Ο Roger συνέχισε μέχρι το 2006 να ποτίζει τα ζαρζαβατικά στον κήπο του, μέχρι που το σάκχαρο που τον ταλαιπωρούσε για πολλά χρόνια, του στοίχισε την ζωή: πέθανε στις 7 Ιουλίου 2006. Αιτία θανάτου, ο καρκίνος στο πάγκρεας, λόγω χρόνιου διαβήτη.