Σαν ένας πραγματικός κεραυνός εν αιθρία, το ντεμπούτο άλμπουμ των Stone Roses, ο δίσκος με τα λεμόνια στο εξώφυλλο, αποτύπωσε, με την κυκλοφορία του στις 2 Μάη του 1989, όλην εκείνη τη μουσική ενέργεια ενός αναδυόμενου νεολαιίστικου κινήματος που θα επηρέαζε τη βρετανική ποπ σκηνή για το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης δεκαετίας, από το 1991 μέχρι τουλάχιστον το 1996.
Οι Stone Roses έλαβαν τα εύσημα των κριτικών για την ποιότητα της τραγουδοποιίας τους και την τέλεια απεικόνιση του κινήματος του «Madchester» – ένα κίνημα της εναλλακτικής ροκ / indie (εκ του indiependent, δηλαδή ανεξάρτητης, απο πλευράς δισκογραφικής στέγης) μουσικής που συνδύαζε την κιθαριστική ποπ με την κουλτούρα του rave και της χορευτικής κουλτούρας που τροφοδοτούνταν από τα ναρκωτικά στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Το ντεμπούτο των Stone Roses [το οποίο κυκλοφόρησε ίδια ακριβώς ημέρα με το άλμπουμ «Disintegration» των The Cure] παραμένει, φυσικά, ένα άγέραστο άλμπουμ, ένα «δεκάρι» από τα λίγα, ένα άλμπουμ που (θα) ακούγεται με την ίδια όρεξη και μετά από 100-200 χρόνια.
Ο τραγουδιστής Ian Brown και ο κιθαρίστας John Squire δημιούργησαν την πρώτη τους μπάντα μαζί, ένα γκρουπ εμπνευσμένο από το punk με την ονομασία The Patrol το 1980. Τρία χρόνια αργότερα, ο μπασίστας Gary «Mani Mounfield» και το συγκρότημα άρχισε σιγά σιγά να μπολιάζει τον ήχο του με την ψυχεδελική ποπ της δεκαετία του ’60. Περίπου την εποχή που το συγκρότημα υιοθέτησε το όνομα Stone Roses, προστέθηκε ο ντράμερ Alan «Reni» Wren, συμπληρώνοντας την τετράδα που θα ηχογραφούσε το ντεμπούτο άλμπουμ τους.
Το γκρουπ άρχισε τις ηχογραφήσεις του άλμπουμ το 1988 στην Ουαλία με παραγωγό τον John Leckie, ο οποίος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τους Pink Floyd. Το lead single «Elephant Stone», έμεινε εκτός του αρχικού άλμπουμ αλλά συμπεριλήφθηκε σε μεταγενέστερες εκδόσεις. Ένα άλλο single εκτός άλμπουμ, το «Fool’s Gold», έγινε επιτυχία στη Βρετανία.
Το άλμπουμ είναι, ασφαλώς, ξεχωριστό, γιατί πλην της πιασάρικης κιθάρας και των άπειρων κιθαριστικών hooks του Squire, η rhythm section των Mani και Reni συνομιλούσε… με κλειστά μάτια, Γκάλης-Γιαννάκης φάση, συνδυάζοντας με αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχεδελική ποπ της δεκαετίας του ’60 και τα χορευτικά grooves της δεκαετίας του ’80.
Τα δε τραγούδια του άλμπουμ είναι ιστορικά και… ένα προς ένα: από το εναρκτήριο “I Wanna Be Adored” μέχρι το “She Bangs the Drums” με τους πονηρούς σεξουαλικούς ή μη υπαινιγμούς από τον Brown και απο το “Waterfall” (με τα στακάτα κιθαριστικά riffs του Squire να εναρμονίζονται άψογα με τα υπέροχα φωνητικά) μέχρι το “Don’t Stop” (μια ελαφρώς πιο ψυχεδελική εκδοχή του “Waterfall”), ο ακροατής βυθίζεται απευθείας στο ψυχεδελικό σύμπαν της μπάντας απο το Μάντσεστερ.
Η ποπ τεχνικολόρ παρέλαση ή γαϊτανάκι διαφορετικών ειδών γύρω από το κεντρικό, αυτό της ψυχεδέλειας, συνεχίζεται με το “Bye Bye Badman”, ενώ οι μελωδικές κιθαριστικές συγχορδίες του Squire οδηγούν την εισαγωγή του “Sugar Spun Sister” και του φανταστικού “Made of Stone”, το οποίο και αποδεικνύει (μαζί με το τελευταίο τραγούδι του δίσκου) ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ντεμπούτο άλμπουμ χαραγμένο… σε πέτρα.
Το άλμπουμ κλείνει θριαμβευτικά με το οκτάλεπτο “I Am The Resurrection”, έναν indie ύμνο που χτίζεται σιγά-σιγά και σταδιακά, σχεδόν βραδύκαυστα, φτάνοντας σε ένα ηχητικό αποκορύφωμα ψυχεδελίζουσας φανκιάς.
Το άλμπουμ έφτασε αρχικά στο #19 των βρετανικών charts, αλλά με απίστευτο τρόπο ξαναμπήκε τέσσερις φορές στα charts μέσα στα επόμενα 20 χρόνια (το 1995, το 2004, το 2005 και το 2009), φτάνοντας δύο φορές στο Top Ten.
Φυσικά, ο τίτλος του τελευταίου κομματιού (Εγώ είμαι η Ανάσταση) ήταν μια ντε φάκτο προεπισκόπηση του τίτλου του επόμενου άλμπουμ τους, «Second Coming» (Δευτέρα Παρουσία), το οποίο δεν θα κυκλοφορούσε πέντε χρόνια αργότερα. Ενδιάμεσα, οι Stone Roses καβάλησαν ένα… τρενάκι του τρόμου με πολλά σκαμπανεβάσματα, από το ζενίθ της θρυλικής συναυλίας τους στο Spike Island το 1990, μέχρι το ναδίρ της αγωγής και μήνυσης που ακολούθησε όταν προσπάθησαν να λύσουν το συμβόλαιό τους με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Silvertone Records.
Τελικά, το συγκρότημα διαλύθηκε επίσημα το 1996, αφήνοντάς μας ωστόσο ως παρακαταθήκη αυτό το ντεμπούτο-διαμάντι.