Τον Στέλιο Λαλούση τον πρωτοακούσαμε το 2017, αλλά για τον πιο «κουλό» λόγο του σύμπαντος κόσμου. Ο κοινωνιολόγος, ποιητής, συγγραφέας και μουσικός είχε κάνει από το 2008 μια εγγραφή στην ιστοσελίδα stixoi.info για να ανεβάζει ποιήματά του και ως τύπου «avatar» χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Ρεμπώ», ο οποίος μαζί με τον Αλμπέρ Καμί είναι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές.
Μέχρις εδώ όλα καλά. Ο Στέλιος ανέβαζε στίχους και η ζωή κυλούσε ήρεμα (ειδικά για τον ίδιο).
Η συνέχεια, ωστόσο, ήταν αστεία και, εν μέρει, σύμφυτη με το περιρρέον κλίμα του μπουρδέλου που ονομάζεται «ελληνικό ίντερνετ»: ο Λαλούσης σιγά σιγά, προϊόντος του χρόνου, ανακάλυπτε ότι κάποια δικά του ποιήματα ή στίχοι από ποιήματά του αναδημοσιεύονταν κατά καιρούς σε διάφορα websites ως ποιήματα του… ίδιου του Αρθούρου Ρεμπώ. Δηλαδή, τα έπαιρναν οι χρήστες, έγραφαν έναν στίχο του Στέλιου και από κάτω κότσαραν «τι είπε ο Ρεμπώ, πωωω».
Η άγνοια, της άγνοιας, ω άγνοια. Ή βλακεία. Ή τσαπατσουλιά. Όπως το πάρει κανείς.
Τι έκανε ο ίδιος; Ξεκίνησε να αποδελτιώνει όλον αυτό τον συρφετό των faux δημοσιεύσεων μέσα από screenshots, δημιουργώντας μια συλλογή φωτογραφιών από Ιnstagram ή το Facebook. Άρχισε να κάνει print screen και ψάχνοντας βρήκε περισσότερα από 20 site με αφιερώματα στον Ρεμπώ που είχαν δικά του ποιήματα. Μιλάμε για μια κατάσταση που αποτελεί ένα πραγματικό case study ως προς το πόσο αμάσητα και άκριτα δέχονται κάποιοι κάτι πλέον στο Διαδίκτυο – ειδικά δε, σε μια εποχή όπου ένα απλό Google search μπορεί να σε βγάλει στο ξέφωτο της αλήθειας και, κυρίως, να σε αποτρέψει από το να εκτεθείς εσύ ο ίδιος ανεπανόρθωτα και δημοσίως.
Ενας συγκεκριμένος στίχος του Στέλιου, το «Και σκέφτομαι πάλι / πως / ταξίδι / είναι οι άνθρωποι / μα πιο πολύ ταξίδι / είναι το πάθος / να μοιραστείς το δρόμο» έκανε μάλιστα τόσο μεγάλη εντύπωση, τότε, στη Τζένη Μπαλατσινού, η οποία είχε κάτσει να γράψει ένα ολόκληρο εντιτόριαλ στην ιστοσελίδα της με τον τίτλο «Ταξίδι είναι οι άνθρωποι», κλείνοντας το κείμενό της με τη φράση «και μην ξεχνάτε, ταξίδι είναι οι άνθρωποι, όπως είπε και ο Ρεμπώ». Του Στέλιου δηλαδή!
Μιλάμε για μια τρέλα.
Ενδιάμεσα, ωστόσο, ο Στέλιος δεν έμενε, καλλιτεχνικά, άπραγος: Κυκλοφόρησε αρχικά το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Ξωμερίτης» και σαφείς επιρροές από τον «Ξένο» του Καμί και εδώ και ένα μήνα κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ του, ένα εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης ελληνικής electronica, με τον τίτλο «Ατλαντικοί».
Ο Στέλιος μίλησε στο Olafaq για το νέο του άλμπουμ, αλλά και για την… κρυφή του ζωή ως υποτιθέμενος «Ρεμπώ».
– Με εξώφυλλο που θυμίζει κάτι μεταξύ Portishead και Wire και τραγούδια όπως το «Ατλαντικοί 2» που θυμίζουν πρώιμους Human League εποχής «Reproduction», Cabaret Voltaire και Στέρεο Νόβα, το μόνο σίγουρο είναι ότι οι επιρροές σου είναι σωστές και σε οδηγούν κάπου. Νιώθεις και εσύ έτσι; Ότι έχεις αφομοιώσει κάποιες αισθητικά άρτιες επιρροές που μπορούν, μαζί με την δική σου έμπνευση, να σε οδηγήσουν κάπου;
Δύσκολη ερώτηση. Νομίζω είναι δύσκολο για κάποιον συνθέτη να διακρίνει τις επιρροές του ειδικά κατά τη στιγμή που παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη του δουλειά. Θα συμφωνήσω μαζί σου πως χωρίς την απαραίτητη βρετανική δοσολογία καθώς και τις μπάντες που ανέφερες δεν μπορεί κάποιος να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη συγκεκριμένη μουσική σκηνή. Από την άλλη σκέφτομαι ότι μια επιρροή δεν είναι ποτέ σωστή ή λάθος. Και συνακόλουθα η δημιουργία δε μπορεί παρά να είναι αυτονομημένη από την επιρροή. Νομίζω οι επιρροές είναι αυτές που θα πρέπει να οδηγούν το δημιουργό σε ένα ξέφωτο. Αυτό το ξέφωτο ίσως είναι το μόνο κριτήριο για να απαντήσω στην ερωτησή σου: Θα ήταν υπεροψία να πω ότι έχω αφομοιώσει άρτιες αισθητικά επιρροές αλλά ναι νιώθω ότι υπάρχει ένα ξέφωτο που είμαι κοντά, το βλέπω.
– Όλος ο δίσκος μου άρεσε, αλλά έφαγα κόλλημα με το «Μετροπόλιταν», πρέπει να το άκουσα καμιά 20αριά φορές σερί. Έχεις να μου πεις κάτι ξεχωριστό ως προς το κομμάτι αυτό, π.χ. το τι ή ποιος σε οδήγησε εκεί;
Η αρχική version του «Μετροπόλιταν» υπάρχει ως bonus track του άλμπουμ στο bandcamp και παρότι διατηρεί όλα τα ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία του τελικού είναι τελείως διαφορετικό κομμάτι. Η μετατροπή που υπέστη λοιπόν με παρακίνηση του φίλου και κατά κάποιο τρόπο executive manager των μισών περίπου κομματιών του δίσκου, του Voltnoi Brege, ήταν σωστή γιατί το μετέτρεψε σε ένα κομμάτι που επανεισήλθε στην επικράτεια των «Ατλαντικών» απεκδύοντας ένα παλιοφορεμένο ρούχο. Το σαντούρι ήρθε ως κερασάκι την τελευταία στιγμή και εκεί έκλεισε το κομμάτι. Και ήταν το πρώτο του δίσκου που έκλεισε.
– Ποια είναι η επίγευση που σου άφησε η ηχογράφηση του άλμπουμ σου, γενικά;
Κλείνοντας το άλμπουμ μετά από ουσιαστικά δύο χρονιά δικιάς μου ενασχόλησης με την παραγωγή, τη μείξη, την ηχογράφηση και ενώ είχε προηγηθεί η πρώτη στουντιακή επεξεργασία, νιώθω ικανοποιημένος που βρίσκω ισορροπία ανάμεσα στον πυκνό ελληνικό στίχο και τη μουσική.
– Όταν το άκουσες ολοκληρωμένο, υπήρξαν πράγματα που θα ήθελες πιθανώς να αλλάξεις ή να επανηχογραφήσεις με άλλη μορφή;
Επί δυο χρόνια άλλαζα συνεχώς τα κομμάτια, όταν πήρα την απόφαση να τα κυκλοφορήσω ήξερα ότι είχε ελαχιστοποιηθεί η επιθυμία να τα αλλάξω και μαζί είχε κλείσει κι ένας κύκλος του ευατού μου. Επομένως η απόφαση αυτή ήταν και μια αναγγελία στον εαυτό μου πως εφεξής τίποτα δε θα αλλάξει.
– Πώς γνωρίζεις ότι ένα τραγούδι είναι τελειωμένο και δεν χρειάζεται να το δουλέψεις και άλλο;
Συνήθως δεν το γνωρίζω. Νομίζω ο χρόνος και μια συσσωρευμένη εμπειρία δημιουργούν αυτοματισμούς που ουσιαστικά σε «κλωτσάνε» από το να συνεχίσεις να πειράζεις ένα κομμάτι και σου λένε να το αφήσεις ήσυχο.
– Πόσο πολύ επηρεάζουν το δημιουργικό σου φίλτρο οι νέες μουσικές που ακούς, οι ταινίες και οι σειρές που βλέπεις ή τα βιβλία που διαβάζεις; Μπορείς να μου δώσεις μερικά παραδείγματα;
Πάρα πολύ. Βρισκόμαστε στο κατώφλι μια εποχής που η ίδια η ζωή καθρεφτίζεται σε χρόνους σκρολαρίσματος στα social media. Το διάβασμα ένος βιβλίου όπως και η ακρόαση ενός δίσκου καθίσταται μια σχεδόν πολυτελής ενασχόληση, πολυτελής με την έννοια της δαπάνης του χρόνου, και οι σειρές μοιάζουν σαν το απαραίτητο συμπλήρωμα μιας ζωής που τρέχει. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη που με τρομάζει, αρχικά αποφεύγω τις σειρές (αν και όχι πάντα), διαβάζω αρκετά κυρίως πολιτική φιλοσοφία και πολιτική θεωρία αλλά και λογοτεχνία, βλέπω όσες ταινίες μου έρχεται όρεξη να δω, και ακούω σχεδόν όλη μέρα μουσική. Μου είναι δύσκολο να υποδείξω τον τρόπο με τον οποίο φιλτράρονται όλα αυτά αλλά μπορώ να πω με σιγουριά ότι με τροφοδοτούν με νέες ιδέες, όπως πχ. το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα του Ζορζ Μπατάιγ – «Το καταραμένο απόθεμα» – μου έδωσε ιδέες για τον τίτλο αλλά και το ύφος μιας επόμενης δισκογραφικής μου δουλειάς.
– Πως και πόσο έχει αλλάξει το μουσικό σου γούστο μέσα στα χρόνια;
Νομίζω τα τελευταία πέντε χρόνια μετατοπίστηκε ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον μου προς την ηλεκτρονική μουσική. Αυτό δεν σημαίνει πως λείπουν τα άλλα είδη απο την καθημερινότητά μου, ούτε πως δεν υπάρχουν ιδέες που περιλαμβάνουν μια κιθάρα, ένα πιάνο, μια φωνή. Σημαίνει απλά πως βρήκα στην ηλεκτρονική μουσική έναν πυρήνα έκφρασης που δένει με την προσωπικότητα μου, ένα άρμα ελευθερίας.
– Μετά την «υπόθεση Ρεμπώ», και με το πέρας των 5-6 ετών που έχουν πλέον περάσει, ποια είναι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξες, με πιο ψύχραιμη πλέον ματιά;
Είναι αποθαρρυντικό να βλέπεις ακόμα και σήμερα να συνεχίζεται το ίδιο πράγμα. Ποιήματα που ποτέ δε θα μπορούσε να έχει γράψει ο Ρεμπώ ποστάρονται σε έγκριτα sites, χρησιμοποιούνται ακόμα και σε επιστημονικές ημερίδες και παίρνουν εκατοντάδες likes χωρίς να υπάρχει έστω μια φωνή, ένα σχόλιο που να λέει «όχι, δεν είναι αυτό ποίημα του Ρεμπώ, δε θα μπορούσε να είναι του Ρεμπώ». Έχω εντοπίσει κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις που διορθώνουν στα σχόλια το λάθος. Ωστόσο σκέφτομαι ότι κάτι παρόμοιο δε θα μπορούσε να συμβεί π.χ. στη Γαλλία, γιατί δε θα το επέτρεπαν οι ίδιοι οι χρήστες.
– Ποιο ήταν το πρωταρχικό συναίσθημα όταν έπεσες πάνω σε αυτή την γελοιότητα που συνέβη; Γέλασες; Απογοητεύτηκες; Θύμωσες; Ξενέρωσες;
Η αρχική αντίδραση προφανώς ήταν το γέλιο, μια αμηχανία και – δεν το κρύβω – και μια κολακεία που προέκυπτε από την αυτόματη σύνδεση του Ρεμπώ με στίχους που έχω γράψει εγώ. Ωστόσο, το συνολικό φαινόμενο άπτεται μιας θεμελιώδους προσέγγισης: Έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου η δημιουργία, η τέχνη, ο ανθρωπισμός πνίγονται στην απροσδιοριστία του posting. Κάπου εκεί δημιουργούνται διάφοροι χώροι ή ας το πούμε «νησίδες έκφρασης» όπου συμβαίνουν παρερμηνείες, λάθη, ανακρίβειες, fake news, ανθρωποφαγικοί διάλογοι. Η ευκολία με την οποία συμβαίνουν όλα αυτά είναι απογοητευτική, ναι.
– Είχε δίκιο τελικά ο Αρθούρος; Είχε προφητεύσει μέχρι και την εποχή των socialmedia, γράφοντας ότι «Το εγώ είναι ένας άλλος»; Είμαστε κάτι άλλο μέσα εκεί;
Από το «Το εγώ είναι ένας άλλος» του Ρεμπώ μέχρι το Πεσσοϊκό «Ζω είναι ένας άλλος», μας υποδεικνύεται ενας ανθρωπολογικός τύπος που είναι ταυτόχρονα παλιός όσο ο αρχαϊκός άνθρωπος και καινούριος όσο το απαιτεί η συχρονία των social media: Ο εαυτός ως πολλαπλότητα, οι εαυτοί ως διαρκείς ρήξεις με την πραγματικότητα. Αυτό που εγκυμονεί τους κινδύνους είναι οι ταυτίσεις. Αν ταυτιστώ με την περσόνα μου στο Instagram, αν επιθυμώ διαρκώς χιλιάδες likes στα posts μου, όλο και περισσότερους followers και εξαρτιέμαι σε μόνιμη βάση από αυτό, τότε το εγώ δε γίνεται απλά ένας άλλος, γίνεται ένας συγκεκριμένος άλλος, αρτηριοσκληρυμένος και αμετακίνητος. Νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται το νόημα του «εγώ ως ένας άλλος» που εξυπονοεί ο Ρεμπώ.
– Τέλος, θέλω τα σχόλια και τις σκέψεις σου πάνω σε τέσσερις πολύ ωραίες ατάκες του Ρεμπώ:
«Η ζωή είναι μια φάρσα που πρέπει να την υπομείνουν όλοι»: Μοιάζει κοινότοπο σήμερα να πείς πως η ζωή είναι μια φάρσα, ωστόσο φάρσα παραμένει, ακόμα και ως φάρσα της φάρσας.
«Η ιδιοφυΐα είναι η κατά βούληση ανάκτηση της παιδικής ηλικίας»: Μοιάζει και αυτό κοινότοπο, αλλά η παιδική ηλικία φυλάει καλά κρυμμένη τη σπίθα του καθενός μας. «Πως να κρυφτείς από τα παιδιά», που λέει κι ο Σαββόπουλος.
«Μετέτρεψα τις σιωπές και τις νύχτες σε λέξεις. Ό,τι ήταν ανείπωτο, το έγραψα. Έκανα τον κόσμο που στροβιλιζόταν να σταθεί ακίνητος»: Πρόλαβε να γράψει ότι ήταν ανείπωτο μέχρι τα 20 του χρόνια κι έφυγε μετά στην Αιθιοπία να βρει τον ήλιο και ίσως να ζήσει το ανείπωτο(;).
«Έλα από το παντοτινό και θα πας παντού»: Απειροστικός λογισμός και ακόμα παραπέρα.