«Ένα σχολείο πολύ ροκ» ήταν ο ελληνικός τίτλος της «σχολικής κωμωδίας» με τον τίτλο School Of Rock που κυκλοφόρησε μια τέτοια ημέρα, πριν ακριβώς 20 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου του 2003.
Η πλοκή της ταινίας ακολουθεί τον πρωταγωνιστή της, τον Φιν (ένας μεγαλειώδης Τζακ Μπλακ) που απολύεται από την μπάντα του, αντιμετωπίζει ένα… βουνό από χρέη και φυσικά έρχεται κατάφατσα με την κατάθλιψη.
Όμως εκεί είναι που συμβαίνει το εξής καταπληκτικό.
Εντελώς… κατά λάθος και μετά από μια παρεξήγηση, ο Φιν αναλαμβάνει χρέη αναπληρωματικού δασκάλου στην τετάρτη τάξη ενός πρότυπου σχολείου και αποφασίζει να διδάξει στα 9χρονα παιδιά τόσο την θεωρητική ιστορία της Ποπ και Ροκ Κουλτούρας (με το… γενεαλογικό δέντρο των μουσικών ειδών και υπο-ειδών γραμμένα με κιμωλία στον μαυροπίνακα της τάξης), όσο και τη μουσική σε καθαρά πρακτικό επίπεδο: δίνοντάς τους μουσικά όργανα και μαθαίνοντάς τους πώς να τα παίζουν, έστω και σε εμβρυακό και πρωτόλειο επίπεδο.
Η μπάντα «δένεται» μεταξύ της, μαθαίνει πολλά γνωστά ροκ τραγούδια και στο τέλος έρχεται η νίκη της σχολικής μπάντας του Φιν στον σχετικό διαγωνισμό ροκ συγκροτημάτων, που του χαρίζει τη λύση στα οικονομικά προβλήματά του και τον ξαναφέρνει στο δρόμο της… ψυχοσωματικής ισορροπίας.
(Το ευρύτερο μήνυμα της ταινίας είναι σαφές: ότι η μουσική μπορεί να θεραπεύσει ακόμη και τις πιο βαριές και ανίατες περιπτώσεις ασθενειών και παθήσεων).
Το πραγματικό School Of Rock του Langley στο Βανκούβερ
Η ταινία βασίζεται σε ένα συγκλονιστικό και αληθινό γεγονός.
To 1976 ο καναδός καθηγητής μουσικής Χανς Φένγκερ στο Λάνγκλεϊ του Βανκούβερ του Καναδά είπε σε ένα τσούρμο παιδιά 10-11 ετών ότι «ήρθε η ώρα να μάθουν μουσική».
Μέσα σε έξι μήνες τα παιδιά αυτά, που μέχρι τότε δεν είχαν αγγίξει μουσικό όργανο, έμαθαν το καθένα από κάτι, από κιθάρα και ντραμς μέχρι ξυλόφωνο και πιάνο.
Κατόπιν, ο Φένγκερ τους έμαθε να παίζουν, έστω και με πρωτόλειο τρόπο, τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής εκείνης, από το συγκλονιστικά συγκλονιστικό Rhiannon (ακούστε το «ανέβασμα» των παιδικών φωνών στο ρεφρέν του τραγουδιού και ανατριχιάστε ελεύθερα) μέχρι το «Space Oddity», και από το «Band On The Run» μέχρι τα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ των Klaatu.
Ο Hans Fenger βασικά τι έκανε; Ένα κοινωνικό «πείραμα» σχολικής φύσεως με προφανή του στόχο να αποπειραθεί να «ξεκλειδώσει» το ταλέντο για τη μουσική από τον κάθε μαθητή.
Αλλοι είχαν περισσότερο, άλλοι λιγότερο ταλέντο. Αλλοι «πήραν» τα μουσικά όργανα που τους ανατέθηκαν με μεγάλη αγάπη εξαρχής.
Άλλα παιδιά, το έκαναν όλο αυτό βαρυγκομώντας ελαφρώς. Στην πορεία όμως, τα αγάπησαν εξίσου, που λέμε, σαν επέκταση του ίδιου τους του χεριού.
Τα παιδιά εκτός από τα μουσικά τους όργανα, εξασκήθηκαν και στα χορωδιακά μέρη ερμηνεύοντας (με μικρά λαθάκια και παραλείψεις, προφανώς, αλλά ποιος ασχολείται με αυτά, στο κάτω κάτω;) κομμάτια των Beatles, του David Bowie, των Beach Boys, των Bay City Rollers και των Fleetwood Mac (μεταξύ πολλών άλλων).
Οι διασκευές – κινούμενες κάπου μεταξύ προεφηβικού πειραματισμού και παιδικής συγκίνησης – ηχογραφήθηκαν και καταχωνιάστηκαν μέχρι το 2001, οπότε και ανακαλύφθηκαν από έναν μουσικό ειδήμονα και συλλέκτη, αποκτώντας cult status.
Κατόπιν κυκλοφόρησαν σε cd και βινύλιο με τον τίτλο «Innocence and Despair»: «Αθωότητα και απελπισία».
Το καταχωνιασμένο επί 25 χρόνια πρότζεκτ με το που βγήκε στην επιφάνεια, έτυχε τεράστιας αποδοχής από μουσικόφιλους, κριτικούς μουσικής, αλλά και τους ίδιους τους σπουδαίους μουσικούς.
Ο ίδιος ο David Bowie, ακούγοντας το άλμπουμ το 2002, είπε ότι η παιδική βερσιόν του δικού του «Space Oddity» ήταν «ένα έργο τέχνης που δεν θα μπορούσα καν να έχω φανταστεί», περιγράφοντας την ενορχήστρωση ως «απολύτως εκπληκτική».
Ο σκηνοθέτης Richard Linklater δυο χρόνια μετά, το 2003, γύρισε το «School Of Rock» βασισμένο πάνω στην υπόθεση του Langley Schools Music Project, ενώ εξίσου μεγάλος φαν ήταν και ο Ράιαν Γκόσλινγκ παίρνοντας έμπνευση για το άλμπουμ των Dead Man’s Bones το 2009.
Ως άκουσμα, το «Innocence & Despair» είναι ώρες ώρες… μπερδεμένο και μερικές φορές μέχρι και αστείο – σαν ένα μάθημα μουσικής που λοξοδρομεί.
Ο Fenger παρέχει στα παιδιά την απαιτούμενη συνοδεία σε πιάνο και κιθάρα. Οι μαθητές με την σειρά τους τον συνοδεύουν με ένα μονόχορδο μπάσο, ένα… γυμνό και σχεδόν πρωτόλειο σετ ντραμς, ένα ζευγάρι κύμβαλα, μια κιθάρα και μερικά ξυλόφωνα.
Και, φυσικά, η παιδική χορωδία.
Ο 10χρονος μπασίστας μερικές φορές δυσκολεύεται να ακολουθήσει το ρυθμό, οι δυο ντράμερ συχνά δεν συμβαδίζουν με τα υπόλοιπα παιδιά, και τα (ελαφρώς υπερβολικά) χτυπήματα των κυμβάλων «μπαίνουν» ελάχιστα πιο αργά πριν τις φωνές της χορωδίας, αλλά η αγνή, ανόθευτη νεανική ενέργεια που αποπνέουν και εκπέμπουν τα παιδιά στο τραγούδι και το παίξιμό τους αποδεικνύεται αρχικά παράξενα συγκινητική, στη συνέχεια συναισθηματικά συγκλονιστική και, εντέλει, απρόσμενα εθιστική για τον επίδοξο ακροατή.
Το Innocence & Despair είναι πολύ, πολύ περισσότερο από μια… οποιαδήποτε παλιά ηχογράφηση μιας συναυλίας δημοτικού σχολείου. Αυτό που κάνει το άλμπουμ τόσο ξεχωριστό και μοναδικό είναι η lo-fi ηχογράφηση, η απόκοσμη ηχώ των «σπηλαιωδών» γυμναστηρίων μέσα στα οποία ηχογραφήθηκαν τα τραγούδια και οι χορωδίες και οι παράξενες μουσικές ενορχηστρώσεις -και όλα τα εύσημα ανήκουν στον Fenger.
Ως, τότε νεαρός, μουσικός, ο Φένγκερ ήξερε καλά και καταλάβαινε απόλυτα ότι οι μαθητές του δεν θα συνδέονταν συναισθηματικά ποτέ τους με τα βαρετά τραγούδια που τα περισσότερα παιδιά αναγκάζονταν να τραγουδήσουν στο μάθημα μουσικής του δημοτικού.
Τραγουδώντας όμως τραγούδια που ήταν σχετικά καινούργια στην «ποπ καθομιλουμένη» της εποχής εκείνης, στα ραδιόφωνα των γονιών τους και στα ερτζιανά των ΗΠΑ και του Καναδά, τα παιδιά τραγουδούσαν τραγούδια που είχαν προηγουμένως ακούσει τα ίδια στα ραδιόφωνα και τα είχαν δει στην τηλεόραση και τραγούδια – και που ήταν, πάνω απ’ όλα, πρωτίστως και κυρίως, διασκεδαστικά από μόνα τους.
Ακούστε, π.χ. τα παιδιά να φωνάζουν τον στίχο «I hope you’re having fun» από το «Band on the Run» των Wings: είναι σαφές ότι όντως διασκεδάζουν με την ψυχή τους.
Και όλα αυτά είναι σημαντικά, εξαιρετικά σημαντικά αν αναλογιστούμε το ότι ο Fenger και οι μαθητές του γνώριζαν μεν όλα τα τραγούδια, αλλά δεν είχαν παρτιτούρες για να δουλέψουν με αυτά.
Αντ’ αυτού, ο Fenger ακολούθησε το ένστικτό του – και μαζί με αυτό, ακολούθησε και εκείνο των μαθητών του. Και το τελικό αποτέλεσμα είναι απλώς μεγαλειώδες μέσα στην απλότητά του.
Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά, που σήμερα πλησιάζουν τα 60 τους χρόνια, έγιναν ερασιτέχνες ή επαγγελματίες μουσικοί.
Και όλα αυτά τα οφείλουν στον καθηγητή τους, τον Hans Fenger.
«Δεν το έκανα για χρήματα, δεν το έκανα για την τέχνη. Το έκανα απλά για την πλάκα», δήλωσε ο ίδιος ο συλλέκτης δίσκων, Brian Linds, ο ιθύνων νους του project, αυτός που ουσιαστικά ανακάλυψε το Langley Schools Music Project, το έστειλε στον ειδήμονα Irwin Chusid, o οποίος με τη σειρά του κατάφερε να κυκλοφορήσει το 2001-02 το «Innocence And Despair» στη δισκογραφική εταιρεία Bar/None Records.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε πριν αρκετά χρόνια για ένα από τα σπουδαιότερα κρυμμένα «διαμάντια» της σύγχρονης δισκογραφίας.