Έχετε δει τον Ryan Gosling να τραγουδάει στην ταινία Barbie, αλλά η ταινία μόλις που «αγγίζει» την επιφάνεια του μουσικού (και όχι μόνο υποκριτικού) του ταλέντου. Το μουσικό βάθος του Gosling πηγαίνει πολύ πίσω στο χρόνο: πολύ πριν πρωταγωνιστήσει ως Ken και ακόμη και πριν από τον χορό και το τραγούδι του στο La La Land με την πρωταγωνίστρια Emma Stone.
Aς πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, σχεδόν 17-18 χρόνια. Λίγο μετά την κυκλοφορία του The Notebook, ο ηθοποιός ήταν επικεφαλής σε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Dead Man’s Bones και η ιστορία της προέλευσής του μπορεί να σας εκπλήξει.
Οι Dead Man’s Bones είναι ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε από τον Ryan Gosling και τον Zach Shields. Το δίδυμο γνωρίστηκε στο Τορόντο το 2005, όταν ο Ryan έβγαινε με την Rachel McAdams και ο Shields με την αδελφή της Kayleen. Οι δυο τους δέθηκαν με την κοινή τους αγάπη για τη μουσική και τη γενική τους γοητεία για το θάνατο, την οποία αποφάσισαν να αξιοποιήσουν σε ένα δημιουργικό μουσικό project.
Το αρχικό σχέδιο που σκαρφίστηκαν ο Gosling και η Shields ήταν να μετατρέψουν το ενδιαφέρον τους για το μακάβριο σε μια ερωτική ιστορία φαντασμάτων για τη σκηνή. Η θεατρική παράσταση θα συνοδευόταν από πρωτότυπη μουσική που έγραφαν. Με μερικά τραγούδια στο ενεργητικό τους, ωστόσο, συνειδητοποίησαν πόσο ακριβό θα ήταν να ανεβάσουν τη θεατρική παραγωγή και κατέληξαν να απορρίψουν αυτή την πτυχή του σχεδίου. Παρόλα αυτά, συνέχισαν να ασχολούνται με το εν λόγω πρότζεκτ.
O Ryan Gosling ως Dead Man’s Bones
Kάπως έτσι προέκυψαν, το 2009, οι Dead Man’s Bones. Ή, αν ο Tim Burton αποφάσιζε να γυρίσει σε κόμικ μια συναυλία των Arcade Fire.
Γάμα τον «τέλειο ήχο», το «άρτιο παίξιμο των μουσικών» και τη «φοβερή Godrich-ική παραγωγή»: στο άλμπουμ αυτό τίποτα δεν είναι τέλειο.
Τίποτα δεν παίζεται άρτια. Και τίποτα μέσα σε αυτό δεν θυμίζει μια λουστραρισμένη indie παραγωγή τύπου MGMT.
Κι εδώ ακριβώς έγκειται η στοιχειωμένη του γοητεία, μακριά από καλοστημένες και άψυχες μουσικά φαρσοκωμωδίες τύπου Timbaland. Οι δυο μουσικοί, ο Gosling («Half Nelson») και ο Shields, πριν την ηχογράφηση του εν λόγω άλμπουμ, δεν είχαν πιάσει ποτέ μουσικό όργανο στα χέρια τους (ή αν είχαν πιάσει, το βασάνιζαν μέχρι να βγάλει αίμα).
Στην πορεία όμως, λόγω έλλειψης ρευστού, αναγκάστηκαν να τα κάνουν όλα από μόνοι τους. Κι έτσι, μέσα σε λίγο καιρό όχι μόνο έμαθαν να γρατζουνάνε, έστω αξιοπρεπώς, πάνω από 12 διαφορετικά μουσικά όργανα, αλλά επιπλέον έκαναν κίνηση ματ, αναθέτοντας στην παιδική χορωδία του Silverlake Conservatory (της οποίας συν-ιδρυτής είναι ο… Flea των Red Hot Chili Peppers!) να τους συνοδεύσει στα φωνητικά μέρη.
«Δεν υπάρχει τρόπος να βγάλεις χρήματα αλλιώς, οπότε πρέπει να μηχανεύεσαι διαρκώς τρόπους να κάνεις την υπέρβαση, με όποιον τρόπο μπορείς», ισχυριζόταν τότε ο ίδιος ο Gosling. Το αποτέλεσμα είναι κάτι που υπερβαίνει κάθε προηγούμενη DIY απόπειρα και εξυψώνει τους δυο μουσικούς σε επίπεδα μουσικής ποιότητας ανάλογης των Arcade Fire, αν το λιμπρέτο τους το έγραφε ο Tim Burton.
Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας μαζί με τον «Μελαγχολικό Θάνατο του Στρειδάκη» και τα αργόσυρτα βαλσάκια του Tom Waits έσονται εις σάρκαν μιαν. Έστω και πεθαμένη.
Oι Dead Man’s Bones και το Langley Schools Music Project
Το αποτέλεσμα των ηχογραφήσεων των Gosling και Shield ήταν το ολοκληρωμένο ομώνυμο άλμπουμ Dead Man’s Bones, το οποίο κυκλοφόρησε από την Anti Records στις 6 Οκτωβρίου 2009. Ήταν το μοναδικό άλμπουμ που δημιούργησε το συγκρότημα.
Το ίδιο το άλμπουμ και η επιλογή της χορωδίας βασίστηκε και σε μια πολύ όμορφη μουσική ιστορία.
To 1976 ο καναδός καθηγητής μουσικής Χανς Φένγκερ στο Λάνγκλεϊ του Βανκούβερ του Καναδά είπε σε ένα τσούρμο παιδιά 10-11 ετών ότι «ήρθε η ώρα να μάθουν μουσική».
Μέσα σε έξι μήνες τα παιδιά αυτά, που μέχρι τότε δεν είχαν αγγίξει μουσικό όργανο, έμαθαν το καθένα από κάτι, από κιθάρα και ντραμς μέχρι ξυλόφωνο και πιάνο.
Κατόπιν, ο Φένγκερ τους έμαθε να παίζουν, έστω και με πρωτόλειο τρόπο, τις μεγάλες επιτυχίες της εποχής εκείνης, από το συγκλονιστικά συγκλονιστικό Rhiannon (ακούστε το «ανέβασμα» των παιδικών φωνών στο ρεφρέν του τραγουδιού και ανατριχιάστε ελεύθερα) μέχρι το «Space Oddity», και από το «Band On The Run» μέχρι τα τραγούδια του πρώτου άλμπουμ των Klaatu.
Ο Hans Fenger βασικά τι έκανε; Ένα κοινωνικό «πείραμα» σχολικής φύσεως με προφανή του στόχο να αποπειραθεί να «ξεκλειδώσει» το ταλέντο για τη μουσική από τον κάθε μαθητή.
Αλλοι είχαν περισσότερο, άλλοι λιγότερο ταλέντο. Αλλοι «πήραν» τα μουσικά όργανα που τους ανατέθηκαν με μεγάλη αγάπη εξαρχής.
Άλλα παιδιά, το έκαναν όλο αυτό βαρυγκομώντας ελαφρώς. Στην πορεία όμως, τα αγάπησαν εξίσου, που λέμε, σαν επέκταση του ίδιου τους του χεριού.
Τα παιδιά εκτός από τα μουσικά τους όργανα, εξασκήθηκαν και στα χορωδιακά μέρη ερμηνεύοντας (με μικρά λαθάκια και παραλείψεις, προφανώς, αλλά ποιος ασχολείται με αυτά, στο κάτω κάτω;) κομμάτια των Beatles, του David Bowie, των Beach Boys, των Bay City Rollers και των Fleetwood Mac (μεταξύ πολλών άλλων).
Οι διασκευές – κινούμενες κάπου μεταξύ προεφηβικού πειραματισμού και παιδικής συγκίνησης – ηχογραφήθηκαν και καταχωνιάστηκαν μέχρι το 2001, οπότε και ανακαλύφθηκαν από έναν μουσικό ειδήμονα και συλλέκτη, αποκτώντας cult status.
Κατόπιν κυκλοφόρησαν σε cd και βινύλιο με τον τίτλο «Innocence and Despair»: «Αθωότητα και απελπισία».
Το καταχωνιασμένο επί 25 χρόνια πρότζεκτ με το που βγήκε στην επιφάνεια, έτυχε τεράστιας αποδοχής από μουσικόφιλους, κριτικούς μουσικής, αλλά και τους ίδιους τους σπουδαίους μουσικούς.
Ο ίδιος ο David Bowie, ακούγοντας το άλμπουμ το 2002, είπε ότι η παιδική βερσιόν του δικού του «Space Oddity» ήταν «ένα έργο τέχνης που δεν θα μπορούσα καν να έχω φανταστεί», περιγράφοντας την ενορχήστρωση ως «απολύτως εκπληκτική».