Μια «Γαλάζια Ραψωδία», μια Rhapsody In Blue, γράφτηκε και παρουσιάστηκε πριν από ακριβώς 100 χρόνια στη Νέα Υόρκη.
Στη Νέα Υόρκη έκανε τσουχτερό κρύο και το πυκνό χιόνι που έπεφτε εκείνο τον Φεβρουάριο του 1924 στην αμερικανική μεγαλούπολη, καθιστούσε σχεδόν απροσπέλαστη την πρόσβαση στο Aeolian Hall, την «Αιολική Αίθουσα μουσικής» απέναντι από το Bryant Park.
Σε… πείσμα των καιρών και του ίδιου του καιρού ωστόσο, η αίθουσα ήταν πακτωμένη. Οι συνθέτες Σεργκέι Ραχμάνινοφ και Τζον Φίλιπ Σούσα βρίσκονταν μέσα στο ακροατήριο, μαζί με τον μαέστρο Leopold Stokowski και τον διάσημο βιολονίστα Τζάχα Χάιφετζ: όλοι τους είχαν έρθει, ντυμένοι ζεστά σαν… κρεμμύδια, προκειμένου να παρακολουθήσουν το “An Experiment in Modern Music”, μια συναυλία που διοργάνωσε ο δημοφιλής μαέστρος και «πατέρας» των Big Bands, ο Paul Whiteman.
Αυτό το «Πείραμα στη Μοντέρνα Μουσική» ήθελε να απαντήσει σε μερικά βασικά ερωτήματα με κυριότερο το εξής: «Τι εστί Αμερικανική Μουσική σήμερα;».
Το πομπώδες (μεν, τόσο ανατριχιαστικό που θέλω να πάρω την βρετανική υπηκόοτητα δε) «Pomp and Circumstance» του Αγγλου συνθέτη Εντγκαρ Ελγκαρ ήταν αυτό που έκλεισε την παράσταση, η οποία ωστόσο είχε ένα ξεκάθαρο highlight: την πρώτη παρουσίαση, την επίσημη πρεμιέρα της «Γαλάζιας Ραψωδίας» του, τότε μόλις 25χρονου συνθέτη, Τζορτζ Γκέρσουιν (1898-1937).
«Η ιδέα μου για τη συναυλία αυτή», έγραψε ο Whiteman στην αυτοβιογραφία του, «ήταν να δείξω σε αυτούς τους σκεπτικιστές την πρόοδο που είχε σημειωθεί στη λαϊκή μουσική από την ημέρα της πρώιμης τζαζ μέχρι τη μελωδική μορφή του παρόντος».
Όντως, την δεκαετία του ’20 η τζαζ δεν θεωρούταν αυτό που είναι σήμερα. Θεωρούταν από τους οπαδούς της κλασικής μουσικής και των κονσερβατορίων ως μια «λαϊκή μουσική» με ξεκάθαρη λούμπεν σημασία, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ένα σχετικό άρθρο του Ladies’ Home Journal του 1921, του οποίου ο τίτλος έγραφε «Does Jazz Put the Sin in Syncopation?», υπονοώντας την κακή επιρροή της τζαζ στη μουσική του καιρού εκείνου.
Όλα αυτά καταρρίφθηκαν μονομιάς με τον ήχο του κλαρινέτου που σήκωνε την αυλαία για την εμβληματική «Γαλάζια Ραψωδία».
«Ο Γκέρσουιν γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει, και πραγματικά δεν δίνει δεκάρα για το τι σκέφτεται ο κόσμος», λέει ο Τζόζεφ Χόροβιτς, συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «Classical Music in America: A History of its Rise and Fall».
Γεφύρωσε, με την τέχνη και την έμπνευσή του, κάποιους μουσικούς κόσμους που μέχρι τότε ήταν ασύνδετοι. Διαφορετικοί.
Αυτοί οι κόσμοι ήταν η τζαζ [δηλαδή η λαϊκή / ποπ μουσική της εποχής] και η κλασική μουσική.
Και τους γεφύρωσε. Παρόλο που δεν δικαιώθηκε ποτέ όσο ήταν εν ζωή.
Γιατί μπορεί μεν η «Ραψωδία» του Gershwin να χειροκροτήθηκε βροντερά εκείνη την ημέρα, ωστόσο οι συνάδελφοι του Γκέρσουιν δεν είδαν με καλό μάτι την συνθετική αυτή απόπειρα του «εβραίου πιτσιρικά».
Ο 25χρονος Γκέρσουιν βρέθηκε τότε στο μάτι του κυκλώνα: σπουδαίοι αμερικανοί συνθέτες όπως ο Aaron Copland, ο Virgil Thomson και ο Leonard Bernstein, ποτέ τους δεν τον πήραν στα σοβαρά – ειδικά ο Bernstein, έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να αναθεωρήσει τις απόψεις του γι’ αυτόν, τον Γκέρσουιν που «βρώμισε την κλασσική μουσική με τζαζ νότες».
«Γνωρίζετε φυσικά ότι το “Rhapsody In Blue” δεν είναι μια μουσική σύνθεση per se», έγραψε ο Bernstein σε ένα δοκίμιο του 1955 για τον Gershwin, «αλλά μια σειρά από ξεχωριστές μουσικές “παραγράφους” κολλημένες μεταξύ τους».
Μιλάμε για την πλήρη συναδελφική απαξίωση -μια απαξίωση που συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες μετά το «θάψιμο» που έφαγε ο Γκέρσουιν από τους μουσικοκριτικούς της εποχής του Μεσοπολέμου.
Την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα New York Tribune, ο Lawrence Gilman έγραψε για το «πόσο τετριμμένες, αδύναμες και συμβατικές είναι οι μελωδίες του Γκέρσουιν» [σ.σ: εκτός τόπου και χρόνου ο Γκίλμαν], ενώ ακόμη και το 1933, ο Paul Rosenfeld, στην εφημερίδα The New Republic, ισχυρίστηκε ότι «το “Rhapsody In Blue” ακούγεται σαν μουσική για τσίρκο».
Το ανεδαφικό του όλου ισχυρισμού δικαιολογείται κάπως αν σκεφτούμε και αναλογιστούμε τα μουσικά «αντιδάνεια» του Γκέρσουιν από την τζαζ κουλτούρα της εποχής εκείνης -που ήταν, ασφαλώς, εντελώς Αφροαμερικανική. Μαύρη.
Και ο φυλετικός ρατσισμός την «ανώτερης κάστας» των Αμερικανών είχε προχωρήσει και σε μουσικό επίπεδο: οποιοδήποτε «δάνειο» από την μουσική των «απολίτιστων μαύρων» θεωρούταν προσβλητική για την μουσική.
Αυτά τα κοινωνικά και φυλετικά στεγανά ήταν – μεταξύ πολλών άλλων – που έσπασε ο Γκέρσουιν με το “Rhapsody In Blue”
«Η κλασική μουσική στις ΗΠΑ δεν απέκτησε ποτέ πραγματικά τη δική της εγχώρια ταυτότητα, γι’ αυτό και η κλασική μουσική παραμένει ακόμη και σήμερα περιθωριοποιημένη», σημειώνει εμφατικά ο Τζόζεφ Χόροβιτς.
Rhapsody In Blue, ένα βαθιά πολιτικό κομμάτι μουσικής
Κάπου εδώ υπάρχει το ζήτημα της «πολιτιστικής οικειοποίησης» του Rhapsody In Blue.
Έκλεψε ο Γκέρσουιν από τη μαύρη τζαζ της εποχής εκείνης; Και αν ναι, πώς γίνεται οι μεταγενέστερες γενιές μαύρων μουσικών να δανείζονται με την σειρά τους τις ακολουθίες συγχορδιών του «Rhapsody in Blue»;
«Είναι ένα θέμα για το οποίο δεν μιλάμε πολύ», λέει ο τρομπετίστας και συνθέτης Terence Blanchard, ο οποίος το 2021 έγινε ο πρώτος μαύρος συνθέτης που ανέβασε έργο του στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.
«Όταν λέτε “οικειοποίηση”, είναι σαν κάποιος που έχει πάρει μουσική χωρίς να αποδώσει τα εύσημα στους δημιουργούς και τους εμπνευστές της. Και δεν νομίζω ότι ο Γκέρσουιν ήταν έτσι», συνεχίζει και έχει απόλυτο δίκιο, καθώς είναι γνωστό και αποδεδειγμένο ότι ο Γκέρσουιν έκανε παρέα με μαύρους μουσικούς και έβγαινε τα βράδια στο Χάρλεμ, ακούγοντας ragtime, blues και τζαζ μουσική σε υποφωτισμένα νεοϋορκέζικα speakeasy καταγώγια.
Γι’ αυτό και το «Rhapsody in Blue» δεν επαναπροσδιόρισε μόνο και αποκλειστικά την αμερικανική μουσική, αλλά και την αμερικανική κοινωνία εν γένει, καθώς εδώ δεν μιλάμε για ένα απλό μουσικό κομμάτι λίγων λεπτών, αλλά για μια ξεκάθαρη (πρώτη και παρθενική) υιοθέτηση της μουσικής των μαύρων στην ευρύτερη και ανώτερη αμερικανική κουλτούρα.
«Μόλις τρεις μήνες μετά την παρουσίαση του “Rhapsody in Blue”, ψηφίστηκε ο νόμος Johnson-Reed, μια απίστευτα ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική νομοθεσία που ουσιαστικά έκλεισε το Ellis Island και περιόρισε δραστικά τη μετανάστευση από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη», τονίζει με νόημα η πιανίστρια Λάρα Ντάουνς.
Εχοντας ως δεδομένο το ότι ο ίδιος ο Γκέρσουιν ήταν ένας Ρώσος μετανάστης δεύτερης γενιάς, είναι εύκολο να κάνουμε τον συλλογισμό και εντέλει τον χαρακτηρισμό του “Rhapsody in Blue” ως ενός βαθύτατα πολιτικού (και όχι μόνο και αποκλειστικά μουσικού) έργου, κάτι σαν «μια επαναστατική πράξη ή τουλάχιστον ως μια δήλωση για το τι πρέπει να είναι η Αμερική και πώς πρέπει να ακούγεται αυτό», όπως καταλήγει η Ντάουνς.
«Το “Rhapsody in Blue” είναι εμποτισμένο με τον μουσικό ιστό όλης της αμερικανικής κουλτούρας. Νομίζω ότι το συγκεκριμένο έργο είναι ένα από εκείνα τα κομμάτια που πραγματικά άνοιξαν την πόρτα για πολλούς ανθρώπους ώστε να δουν την μουσική “αλλιώς”», λέει ο Blanchard και έχει φυσικά απόλυτο δίκιο, αν αναλογιστούμε τις προσμείξεις τζαζ και κλασικής που ακολούθησαν στις επόμενες δεκαετίες.
Τζαζίστες όπως οι Duke Ellington, Charles Mingus, Ornette Coleman, Anthony Braxton, Wynton Marsalis, όπως και Αφροαμερικανοί συνθέτες του διαμετρήματος των William Grant Still, Florence Price, William Levi Dawson, επηρεάστηκαν από τον Γκέρσουιν και δανείστηκαν, έκλεψαν και υιοθέτησαν ιδέες από την “Ραψωδία” του.
Το ίδιο και κινηματογραφιστές όπως ο Γούντι Άλεν, όπως φαίνεται από την εκπληκτική εισαγωγική σεκάνς του «Μανχάταν» του…