«Ο κόσμος θα τελειώσει σε έναν ή δύο μήνες. Τι θέλετε να κάνετε με τον χρόνο που σας απομένει;», τραγουδάει ο Josh Homme των Queens Of The Stone Age σε ένα από τα τραγούδια του ολοκαίνουργιου άλμπουμ τους, «In Times New Roman…», αλλά οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να (μεθ)ερμηνευτούν ως μια άτυπη παραίνεση του ιδρυτή και ηγέτη της αμερικανικής μπάντας.
Μια έμμεση παραίνεση, στους μουσικούς του συνοδοιπόρους, του στυλ «παίξτε μουσική σαν να επρόκειτο για την τελευταία σας ημέρα πάνω στη Γη».
Και όντως έτσι ακριβώς ακούγονται, τόσο ο Homme, όσο και οι Troy Van Leeuwen, Dean Fertita, Michael Shuman και Jon Theodore.
Περισσότερο έτσι νιώθει, σχεδόν νομοτελειακά, ο ίδιος ο 50χρονος Homme.
Δεν είναι μόνο ότι ο frontman και κιθαρίστας, μιλώντας στο Revolver, αποκάλυψε ότι διαγνώστηκε με καρκίνο πέρυσι και ότι έκτοτε έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Όπως είπε, πλέον είναι σε διαδικασία ανάρρωσης.
«Ποτέ δεν λέω ότι δεν μπορεί να γίνει χειρότερο. Δεν το λέω ποτέ αυτό και δεν θα το συμβούλευα. Λέω όμως ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Ο καρκίνος είναι απλώς το κερασάκι στην κορυφή μιας ενδιαφέρουσας χρονικής περιόδου, ξέρετε; Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων που θα το ξεπεράσω αυτό και θα το αφήσω μου ως κάτι που είναι τρελό – αλλά θα με έχει κάνει καλύτερο. Είμαι ok με αυτό. Υπάρχουν πολλά πράγματα που θέλω να κάνω. Και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι με τους οποίους θέλω να τα κάνω», είπε ο Homme.
«Μιας ενδιαφέρουσας χρονικής περιόδου»; Τι εννοείς, Josh;
Τι να εννοεί ο άνθρωπος. Ενα απλό, τυπικό… understatement κάνει ως προς αυτά που πέρασε, στην προσωπική και φιλική του ζωή, από το 2015 μέχρι σήμερα.
Τα επτά τελευταία χρόνια ήταν πραγματική κόλαση για τον Homme, καθώς πέρασε δια πυρός και σιδήρου, σε ψυχοσωματικό επίπεδο: ένα καθόλου βελούδινο διαζύγιο με την, επί 13 χρόνια, σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του, Brody Dalle των Distillers και κατόπιν μια επίπονη δικαστική διαμάχη – η οποία μαίνεται ακόμη – με αντικείμενο και «έπαθλο» την επιμέλεια των παιδιών τους.
Μετά, οι ανθρώπινες απώλειες που βίωσε, σε φιλικό επίπεδο. Ο Ηomme έχασε μέσα σε λίγα χρόνια τους τρεις καλύτερούς του φίλους: τον Μαρκ Λάνεγκαν των Screaming Trees, τον σεφ Αντονι Μπουρντέν και έναν ακόμη κολλητό του.
Για να μην αναφέρουμε και το σκηνικό στο παρισινό Bataclan το Νοέμβριο του 2015, όταν τρομοκράτες σκότωσαν 90 άτομα κατά την διάρκεια μιας συναυλίας του έτερου σχήματος του Homme, Eagles of Death Metal, με τον 50χρονο κιθαρίστα να μην έχει προλάβει καν να βγει στη σκηνή την στιγμή που εισέβαλλαν στον συναυλιακό χώρο οι τρομοκράτες με τα καλάσνικοφ. Πόσα ψυχολογικά τραύματα να «μάζεψε» και εκεί.
Και φυσικά, ήρθε μετά «καπάκι» η περιπέτεια της υγείας του.
Κάπου είναι λογικό ο Τζος να τραγουδάει σαν να ζει την τελευταία του ημέρα πάνω στον πλανήτη, καθώς αυτή η αίσθηση ματαιότητας και νιχιλισμού (που ενυπήρχε ήδη στους επτά προηγούμενους δίσκους της μπάντας) είναι ακόμη πιο (επ)αυξημένος.
Τα τραγούδια του «In Times New Roman…» είναι ωμά, χωρίς να είναι κυνικά.
Είναι τραχειά, χωρίς να σε «τραυματίζουν» με τις αιχμές και τα αγκάθια τους.
Είναι σκληρά, χωρίς να αρνούνται την πασίδηλη τρυφερότητά τους.
Γιατί για να γίνεις πρώτα σκληρός και κυνικός απέναντι σε όλους και όλα, πρέπει πρώτα – και αυτό το γνωρίζει καλά ο Homme – να έχεις υπάρξει τρυφερός και ρομαντικός.
Απέναντι στον εαυτό σου, πρωτίστως και κατόπιν απέναντι στην ίδια τη μουσική δημιουργία, την οποία, όπως φανερώνεται από το πρώτο κιόλας άκουσμα του όγδοου κατά σειρά στουντιακού άλμπουμ των QOTSA, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει με την ρομαντική καύλα του 18χρονου εκείνου που πήγε να παίξει, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στους μνημειώδεις Kyuss.
Η πίκρα του Homme για τις ενδοοικογενειακές διαμάχες με την Dalle φαίνονται στο τραγούδι «Negative Space».
Κατηγορεί την πρώην σύζυγό του για μια faux-«θυματοποίηση» εφάμιλλη της Ιωάννας της Λωραίνης («I don’t care what you think anymore / Doesn’t matter anyway / Joan of Αrc, victim, perpetrator») και ταυτόχρονα για μια σειρά από πισώπλατα χτυπήματα (δικαστικά ή άλλα) εναντίον του («You sculpt, you change, you hide, then you erase / You think you’re brave? / All the plans you made / Behind my back and from far away?»), ενώ στην πραγματικότητα η Dalle είναι απλά μια δειλή («Truth is, face to face, you’re a coward»).
Ο τελευταίος στίχος κάνει λόγο, σε ύφος λογοπαιγνίου, για ένα «emotion sickness» [«συναισθηματική αναγούλα», κάνει λογοπαίγνιο με την έκφραση «motion sickness», που είναι αυτό που παθαίνουμε όταν ζαλιζόμαστε μέσα σε οχήματα που βρίσκονται εν κινήσει], που είναι, διόλου παραδόξως καθώς είναι υπέροχο ως λογοπαίγνιο, ο τίτλος του ένατου τραγουδιού του άλμπουμ.
Πάλι εδώ, είναι εμφανής ο πόνος του Homme για τη διάλυση του γάμου του («Don’t care for me / Baby don’t care for me / Had to let her go, oh»), ένας πόνος η εκδήλωση του οποίου γίνεται ακόμη πιο αποπνικτική μέσα από τους στίχους του «Carnavoyeur», όπου τραγουδάει με κυνισμό κάτι που μοιάζει με το προσωπικό του credo: «We live, we die, we fail, we rise / I’m a vulture so I hear goodbyes», σε μια έμμεση παραδοχή ότι είναι ένας «γύπας» που πολύ λανθασμένα θα προσκολληθεί συναισθηματικά πάνω σε οτιδήποτε είναι νεκρό μέσα του, όπως κάνουν τα όρνεα.
Η έννοια και η μορφή του γύπα και του όρνεου είναι, ούτως ή άλλως, πολύ αγαπημένη στον Τζος, καθώς στο παρελθόν διατηρούσε το σχήμα των Them Crooked Vultures μαζί με τον βετεράνο μπασίστα και ενορχηστρωτή John Paul Jones των πάλαι ποτέ Led Zeppelin και τον ντράμερ / κιθαρίστα Dave Grohl των Nirvana / Foo Fighters.
Και μετά έχουμε και το «Made To Parade», με ένα εξαιρετικό σόλο κιθάρας στο τέλος του, να μάς υπενθυμίζει, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στην επαγγελματική ματαιοδοξία του καθενός από εμάς, ότι είναι μάταιο όλο αυτό το κυνήγι της εργασιακής επιτυχίας πάση θυσία και με κάθε τρόπο, με επώδυνους προσωπικούς συμβιβασμούς ή πατείς με πατώ σε επί πτωμάτων («Climb that ladder? / You gotta hold your tongue / You better turn a blind eye ‘fore they take your other one / Kneel and bow / Take your licks / You gotta swallow your pride, hope success comes»).
Το «In Times New Roman…» χωρίς να διεκδικεί (και ούτε, ασφαλώς, να το καταφέρνει) να γίνει ένα δεύτερο «Songs for the Deaf» (2002) ή «Rated R» (2000), εννοείται πως στριμώχνει μέσα στα τραγούδια του τόσες καινούργιες μουσικές ιδέες και, την ίδια στιγμή, τόσους «παλιούς», όσο και «νέους» Queens of the Stone Age, ώστε να δικαιούμαστε να μιλάμε για το καλύτερο άλμπουμ της αμερικανικής μπάντας από την εποχή του «Era Vulgaris» (2007).
Και αυτό, από μόνο του, είναι κάτι σημαντικό – ειδικά μετά από επτά χρόνια ανήκεστα επώδυνης ψυχοσωματικής φαγούρας.
*To «In Times New Roman…» των Queens of The Stone Age κυκλοφορεί από σήμερα από τη Matador / Hubsters.