Είναι πολύ εύκολο να κάτσεις και να μιλήσεις με τον Prins Obi – εκτός από εξαιρετικός χαρακτήρας, είναι και ένα πραγματικός χείμαρρος συζήτησης, ένας βαθύς γνώστης της μουσικής που όχι απλά μπορεί να σου μιλήσει για τα πάντα που αφορούν στις επτά γνωστές νότες, αλλά ταυτόχρονα διαθέτει και την – σημαντική για έναν μουσικό – αυτεπίγνωση ότι ούτε αυθεντία είναι, ούτε κατέχει την μια και απόλυτη αλήθεια.
Η δύναμη του είναι η ειλικρίνεια του και η συνειδητοποίηση ότι αυτά που μας πηγαίνουν μπροστά ως ανθρώπους και καλλιτέχνες είναι οι όποιες μουσικές μας ελλείψεις, η γκρίζα εκείνη ζώνη της αγνωσίας που πρέπει επειγόντως να καλυφτεί προκειμένου να ανέβουμε «πίστα».
Και ο Prins Obi ανεβαίνει όντως σιγά σιγά τις «πίστες» με το ένα του μάτι στραμμένο στο παρελθόν και το άλλο πεισματικά επικεντρωμένο όχι στο μέλλον, αλλά αποκλειστικά στο παρόν. Βήμα βήμα. Λάου λάου γιατί κρύβονται και παγίδες στο δρόμο του. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο που έχει πάντα έναν (μόνιμο) ώμο συμπαράστασης στους μουσικούς του ήρωες.
«Οι μουσικοί μου ήρωες για μένα δεν αποτελούν απλά πηγή έμπνευσης, αλλά και μέτρο σύγκρισης για το ό,τι δημιουργώ μουσικά. Λέω από μέσα μου, ας πούμε, “ο τάδε στην ηλικία μου έβγαλε αυτό το δίσκο”. Λόγου χάρη, εγώ γουστάρω που στα μέσα των ‘70s τον Brian Eno οι υπόλοιποι τον πέταξαν από τους Roxy Music και αυτός δεν μάσησε και αυτονομήθηκε μουσικά και πήγε και έκανε τους δίσκους του και έβγαλε όλες αυτές τις αλμπουμάρες και δεν ξανάμπλεξε μαζί τους, με περιοδείες, με ναρκωτικά και αηδίες και κράτησε την δική του πορεία και έπαιζε πάντα με τους δικούς του όρους. Οκ, δεν τον χωνεύω που πήγε και έκανε παραγωγή στους U2, αλλά αν μου έδιναν και μένα τρία εκατ. ευρώ, θα το έκανα και εγώ», μου λέει.
Παραδόξως, σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται και ο ίδιος ο Prins Obi, κατά κόσμον Γιώργος Δημάκης, που στον ελεύθερό του χρόνο είναι φαρμακοποιός (διατηρεί το δικό του φαρμακείο στα Βόρεια προάστια).
Ο Γιώργος άφησε το προηγούμενο συγκρότημα του («την άλλη μου οικογένεια», όπως την αποκάλεσε), τους εξαιρετικούς Baby Guru να βρίσκονται σε ημι-μόνιμη χειμερία νάρκη και ντύθηκε… Brian Eno: αυτονομήθηκε μουσικά, έμαθε τα πάντα περί παραγωγής, ηχοληψίας και ηχογραφήσεων και έφτιαξε το άλμπουμ «The Grasshopper Lies Heavy» που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021.
Στο «Grasshopper» ο Prins Obi καταφέρνει (διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να κρύψει επιμελώς όλες τις καταφανώς ‘70s επιρροές του πίσω από μια εξαιρετική και άκρως σύγχρονη (και, ας μην το ξεχνάμε ή το παραβλέπουμε, μια εντελώς DIY και «χειροποίητη») παραγωγή που θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες του σπουδαίου Dave Fridmann, βετεράνου παραγωγού των Mercury Rev, των Flaming Lips και των MGMT –διόλου τυχαία, τρία εξαιρετικά συγκροτήματα με έντονο το στοιχείο της αναβίωσης των ψυχεδελικών ‘70s στην μουσική τους.
Γιατί και ο ίδιος δεν το κρύβει: έχει «λιώσει» στο πικάπ και την σιντιέρα του σχεδόν οτιδήποτε κυκλοφόρησε κατά την δεκαετία 1965-1975 [σ.σ: η συγκεκριμένη και αυστηρή αυτή χρονική οριοθέτηση ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο].
Και αυτό είναι ξεκάθαρο σε πολλά από τα τραγούδια του άλμπουμ του, ειδικά η αγάπη του για την kraut σκηνή. Τα παιξίματα στις κιθάρες και τα ντραμς, τα περίεργα gimmicks που χρησιμοποιεί στα πλήκτρα, όλα θυμίζουν την σημαντική παρακαταθήκη που μας άφησαν γερμανικά συγκροτήματα της εποχής εκείνης όπως οι Neu!, οι Can, οι La Dusseldorf και οι Harmonia.
Ο δίσκος ξεκίνησε να φτιάχνεται εν μέσω πανδημίας και πρώτου lockdown, τον Μάρτιο του 2020, αλλά σταμάτησε απότομα εξαιτίας μιας προσωπικής απώλειας αλλά και μιας περιπέτειας ψυχικής υγείας, με τον Prins Obi να παλεύει με τις κρίσεις άγχους και τις πάσης φύσεως αγχώδεις διαταραχές, ως ψυχολογικό «μπουγαδόνερο» της καραντίνας.
Από αυτή την δύσκολη προσωπική συγκυρία τον έβγαλε η πρώτη του μουσική αγάπη, η Fiona Apple («όταν ήμουν έφηβος και είχα ακούσει το άλμπουμ «When the Pawn» [σ.σ: του 1999], την είχα ερωτευτεί. Καθόμουν και σκεπτόμουν πώς θα ήταν αν η Fiona γινόταν ποτέ η κοπέλα μου», μου λέει σε ένα άλλο σημείο της κουβέντας μας).
Όταν η Apple κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2020 το πέμπτο προσωπικό της άλμπουμ με τίτλο «Fetch the Bolt Cutters», ο Prins Obi ήταν εκεί και… κρατούσε σημειώσεις.
«Μπήκε στο σπίτι της, πήρε απλώς μαζί της κάποιους μουσικούς και όλοι μαζί έστησαν ένα πράγμα ανοχύρωτο, ειλικρινές, ωμό και μου έδωσε τρομερή έμπνευση να κλειστώ και εγώ στο στούντιο και να κάνω κάτι δικό μου. Ο δίσκος αυτός της Fiona, βασικά, με έσωσε», μου λέει, παραδεχόμενος πως όντως η καραντίνα τον έμαθε να είναι αυτόνομος. «Έκατσα και έμαθα τα πάντα γύρω από το τεχνικό μέρος μιας ηχογράφησης».
Ίσως, εντέλει, ο Prins Obi να διδάχτηκε περισσότερα όχι από «καθαρόαιμους» μουσικούς αλλά από μουσικούς-παραγωγούς, ανθρώπους με διπλό ρόλο, τόσο δημιουργού, όσο και μουσικού «μεταφραστή» με όρους κονσόλας και ηχογράφησης.
Όπως, π.χ. ο Paul McCartney που από το 1966 και μετά, σχεδόν ανέλαβε… carte blanche τις παραγωγές των τραγουδιών των Beatles σε αγαστή συνεργασία, ασφαλώς, με τον George Martin. Ή τους Walter Becker και Donald Fagen, το δημιουργικό δίδυμο πίσω από τους Steely Dan, στους οποίους δηλώνει… αιώνια πίστη ο Prins Obi. Ή ακόμη, όπως το ακούω εγώ στο «Grasshopper», στους Kevin Godley και Lol Creme, τα δυο δημιουργικά μυαλά πίσω από το βρετανικό συγκρότημα των 10cc. Και, φυσικά, την πρωταρχική, την τεράστια επιρροή που ονομάζεται Stevie Wonder, ένα πραγματικά σπουδαίο κεφάλαιο της μουσικής του 20ου αιώνα, που μας άφησε παρακαταθήκη άλμπουμ όπως το «Innervisions».
Όλοι οι προαναφερθέντες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πήραν τον Prins Obi από το χέρι και τον οδήγησαν στα… απέραντα χωράφια της μουσικής, εκεί όπου οι ακρίδες κάθονται και λιάζονται.
Καλά όμως όλα αυτά, αλλά το σημερινό τοπίο της μουσικής τι περιθώρια αισιοδοξίας αφήνει στον Prins Obi; Όχι και πολλά, όπως προκύπτει.
«Που είναι το ροκ σήμερα; Που είναι οι δίσκοι που μας ενώνουν όλους, άλμπουμ για τα οποία εκφράζουμε όλοι μας ομόφωνα μια θετική γνώμη;», αναρωτιέται προς το τέλος της συζήτησής μας, παραδεχόμενος πως «η τελευταία φορά που θυμάμαι να ακούω ένα δίσκο που τυγχάνει πλήρους αποδοχής από ροκάδες, ηλεκτρονικάδες, πανκάδες και μεταλλάδες είναι πριν 20 χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Songs for the Deaf» των Queens of the Stone Age».
Oπότε τι μέλλει γενέσθαι τώρα, σε μουσικό επίπεδο, για τον Prins Obi;
«Έχω χάσει εντελώς επαφή με το τι έχει συμβεί στην hip hop σκηνή των ΗΠΑ τα τελευταία 7-8 χρόνια και θέλω να ακούσω καινούργια πράγματα, π.χ. τις παραγωγές που κάνει στους δίσκους του ο Kendrick Lamar. Ίσως κάποια από αυτά καταλήξουν στο επόμενο άλμπουμ μου».
Θυμάστε τι λέγαμε στην αρχή περί αυτεπίγνωσης και μουσικών ελλείψεων; Ε, οκ, this guy walks the walk and talks the talk, που θα έλεγε και ο Stevie Wonder.
*Το «The Grasshopper Lies Heavy» κυκλοφορεί σε LP και Digital από την Inner Ear
Είναι πολύ εύκολο να κάτσεις και να μιλήσεις με τον Prins Obi – εκτός από εξαιρετικός χαρακτήρας, είναι και ένα πραγματικός χείμαρρος συζήτησης, ένας βαθύς γνώστης της μουσικής που όχι απλά μπορεί να σου μιλήσει για τα πάντα που αφορούν στις επτά γνωστές νότες, αλλά ταυτόχρονα διαθέτει και την – σημαντική για έναν μουσικό – αυτεπίγνωση ότι ούτε αυθεντία είναι, ούτε κατέχει την μια και απόλυτη αλήθεια.
Η δύναμη του είναι η ειλικρίνεια του και η συνειδητοποίηση ότι αυτά που μας πηγαίνουν μπροστά ως ανθρώπους και καλλιτέχνες είναι οι όποιες μουσικές μας ελλείψεις, η γκρίζα εκείνη ζώνη της αγνωσίας που πρέπει επειγόντως να καλυφτεί προκειμένου να ανέβουμε «πίστα».
Και ο Prins Obi ανεβαίνει όντως σιγά σιγά τις «πίστες» με το ένα του μάτι στραμμένο στο παρελθόν και το άλλο πεισματικά επικεντρωμένο όχι στο μέλλον, αλλά αποκλειστικά στο παρόν. Βήμα βήμα. Λάου λάου γιατί κρύβονται και παγίδες στο δρόμο του. Ευτυχώς όμως για τον ίδιο που έχει πάντα έναν (μόνιμο) ώμο συμπαράστασης στους μουσικούς του ήρωες.
«Οι μουσικοί μου ήρωες για μένα δεν αποτελούν απλά πηγή έμπνευσης, αλλά και μέτρο σύγκρισης για το ό,τι δημιουργώ μουσικά. Λέω από μέσα μου, ας πούμε, “ο τάδε στην ηλικία μου έβγαλε αυτό το δίσκο”. Λόγου χάρη, εγώ γουστάρω που στα μέσα των ‘70s τον Brian Eno οι υπόλοιποι τον πέταξαν από τους Roxy Music και αυτός δεν μάσησε και αυτονομήθηκε μουσικά και πήγε και έκανε τους δίσκους του και έβγαλε όλες αυτές τις αλμπουμάρες και δεν ξανάμπλεξε μαζί τους, με περιοδείες, με ναρκωτικά και αηδίες και κράτησε την δική του πορεία και έπαιζε πάντα με τους δικούς του όρους. Οκ, δεν τον χωνεύω που πήγε και έκανε παραγωγή στους U2, αλλά αν μου έδιναν και μένα τρία εκατ. ευρώ, θα το έκανα και εγώ», μου λέει.
Παραδόξως, σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται και ο ίδιος ο Prins Obi, κατά κόσμον Γιώργος Δημάκης, που στον ελεύθερό του χρόνο είναι φαρμακοποιός (διατηρεί το δικό του φαρμακείο στα Βόρεια προάστια).
Ο Γιώργος άφησε το προηγούμενο συγκρότημα του («την άλλη μου οικογένεια», όπως την αποκάλεσε), τους εξαιρετικούς Baby Guru να βρίσκονται σε ημι-μόνιμη χειμερία νάρκη και ντύθηκε… Brian Eno: αυτονομήθηκε μουσικά, έμαθε τα πάντα περί παραγωγής, ηχοληψίας και ηχογραφήσεων και έφτιαξε το άλμπουμ «The Grasshopper Lies Heavy» που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021.
Στο «Grasshopper» ο Prins Obi καταφέρνει (διότι περί κατορθώματος πρόκειται) να κρύψει επιμελώς όλες τις καταφανώς ‘70s επιρροές του πίσω από μια εξαιρετική και άκρως σύγχρονη (και, ας μην το ξεχνάμε ή το παραβλέπουμε, μια εντελώς DIY και «χειροποίητη») παραγωγή που θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες του σπουδαίου Dave Fridmann, βετεράνου παραγωγού των Mercury Rev, των Flaming Lips και των MGMT –διόλου τυχαία, τρία εξαιρετικά συγκροτήματα με έντονο το στοιχείο της αναβίωσης των ψυχεδελικών ‘70s στην μουσική τους.
Γιατί και ο ίδιος δεν το κρύβει: έχει «λιώσει» στο πικάπ και την σιντιέρα του σχεδόν οτιδήποτε κυκλοφόρησε κατά την δεκαετία 1965-1975 [σ.σ: η συγκεκριμένη και αυστηρή αυτή χρονική οριοθέτηση ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο].
Και αυτό είναι ξεκάθαρο σε πολλά από τα τραγούδια του άλμπουμ του, ειδικά η αγάπη του για την kraut σκηνή. Τα παιξίματα στις κιθάρες και τα ντραμς, τα περίεργα gimmicks που χρησιμοποιεί στα πλήκτρα, όλα θυμίζουν την σημαντική παρακαταθήκη που μας άφησαν γερμανικά συγκροτήματα της εποχής εκείνης όπως οι Neu!, οι Can, οι La Dusseldorf και οι Harmonia.
Ο δίσκος ξεκίνησε να φτιάχνεται εν μέσω πανδημίας και πρώτου lockdown, τον Μάρτιο του 2020, αλλά σταμάτησε απότομα εξαιτίας μιας προσωπικής απώλειας αλλά και μιας περιπέτειας ψυχικής υγείας, με τον Prins Obi να παλεύει με τις κρίσεις άγχους και τις πάσης φύσεως αγχώδεις διαταραχές, ως ψυχολογικό «μπουγαδόνερο» της καραντίνας.
Από αυτή την δύσκολη προσωπική συγκυρία τον έβγαλε η πρώτη του μουσική αγάπη, η Fiona Apple («όταν ήμουν έφηβος και είχα ακούσει το άλμπουμ «When the Pawn» [σ.σ: του 1999], την είχα ερωτευτεί. Καθόμουν και σκεπτόμουν πώς θα ήταν αν η Fiona γινόταν ποτέ η κοπέλα μου», μου λέει σε ένα άλλο σημείο της κουβέντας μας).
Όταν η Apple κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2020 το πέμπτο προσωπικό της άλμπουμ με τίτλο «Fetch the Bolt Cutters», ο Prins Obi ήταν εκεί και… κρατούσε σημειώσεις.
«Μπήκε στο σπίτι της, πήρε απλώς μαζί της κάποιους μουσικούς και όλοι μαζί έστησαν ένα πράγμα ανοχύρωτο, ειλικρινές, ωμό και μου έδωσε τρομερή έμπνευση να κλειστώ και εγώ στο στούντιο και να κάνω κάτι δικό μου. Ο δίσκος αυτός της Fiona, βασικά, με έσωσε», μου λέει, παραδεχόμενος πως όντως η καραντίνα τον έμαθε να είναι αυτόνομος. «Έκατσα και έμαθα τα πάντα γύρω από το τεχνικό μέρος μιας ηχογράφησης».
Ίσως, εντέλει, ο Prins Obi να διδάχτηκε περισσότερα όχι από «καθαρόαιμους» μουσικούς αλλά από μουσικούς-παραγωγούς, ανθρώπους με διπλό ρόλο, τόσο δημιουργού, όσο και μουσικού «μεταφραστή» με όρους κονσόλας και ηχογράφησης.
Όπως, π.χ. ο Paul McCartney που από το 1966 και μετά, σχεδόν ανέλαβε… carte blanche τις παραγωγές των τραγουδιών των Beatles σε αγαστή συνεργασία, ασφαλώς, με τον George Martin. Ή τους Walter Becker και Donald Fagen, το δημιουργικό δίδυμο πίσω από τους Steely Dan, στους οποίους δηλώνει… αιώνια πίστη ο Prins Obi. Ή ακόμη, όπως το ακούω εγώ στο «Grasshopper», στους Kevin Godley και Lol Creme, τα δυο δημιουργικά μυαλά πίσω από το βρετανικό συγκρότημα των 10cc. Και, φυσικά, την πρωταρχική, την τεράστια επιρροή που ονομάζεται Stevie Wonder, ένα πραγματικά σπουδαίο κεφάλαιο της μουσικής του 20ου αιώνα, που μας άφησε παρακαταθήκη άλμπουμ όπως το «Innervisions».
Όλοι οι προαναφερθέντες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πήραν τον Prins Obi από το χέρι και τον οδήγησαν στα… απέραντα χωράφια της μουσικής, εκεί όπου οι ακρίδες κάθονται και λιάζονται.
Καλά όμως όλα αυτά, αλλά το σημερινό τοπίο της μουσικής τι περιθώρια αισιοδοξίας αφήνει στον Prins Obi; Όχι και πολλά, όπως προκύπτει.
«Που είναι το ροκ σήμερα; Που είναι οι δίσκοι που μας ενώνουν όλους, άλμπουμ για τα οποία εκφράζουμε όλοι μας ομόφωνα μια θετική γνώμη;», αναρωτιέται προς το τέλος της συζήτησής μας, παραδεχόμενος πως «η τελευταία φορά που θυμάμαι να ακούω ένα δίσκο που τυγχάνει πλήρους αποδοχής από ροκάδες, ηλεκτρονικάδες, πανκάδες και μεταλλάδες είναι πριν 20 χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Songs for the Deaf» των Queens of the Stone Age».
Oπότε τι μέλλει γενέσθαι τώρα, σε μουσικό επίπεδο, για τον Prins Obi;
«Έχω χάσει εντελώς επαφή με το τι έχει συμβεί στην hip hop σκηνή των ΗΠΑ τα τελευταία 7-8 χρόνια και θέλω να ακούσω καινούργια πράγματα, π.χ. τις παραγωγές που κάνει στους δίσκους του ο Kendrick Lamar. Ίσως κάποια από αυτά καταλήξουν στο επόμενο άλμπουμ μου».
Θυμάστε τι λέγαμε στην αρχή περί αυτεπίγνωσης και μουσικών ελλείψεων; Ε, οκ, this guy walks the walk and talks the talk, που θα έλεγε και ο Stevie Wonder.
*Το «The Grasshopper Lies Heavy» κυκλοφορεί σε LP και Digital από την Inner Ear