Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω δει live τους Primal Scream.
Δεν θυμάμαι όχι επειδή με απατάει η μνήμη μου, αλλά επειδή όσες φορές τους έχω δει, ήμουν μεθυσμένος πέραν πάσης αναγνώρισης.
Γιατί αυτό σού κάνουν εδώ και 30 χρόνια οι Primal Scream: σε παίρνουν μουλωχτά μουλωχτά στην «φωλιά» τους, που δεν είναι άλλη από το οποιοδήποτε σανίδι ή η οιαδήποτε σκηνή συναυλιακού χώρου και μετά, ως γνήσιοι XTRMNTRs (Exterminators, δηλαδή «Εξολοθρευτές»), σε αναγκάζουν να πιείς και να πιείς, προκειμένου να μπορείς να (τους) ακολουθήσεις στα «γκάζια» τους.
Αυτό συνέβη όλες τις φορές που τους είδα ζωντανά, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι (την τελευταία φορά) προ δεκαετίας, με προεξάρχοντα τα δυο καταιγιστικά live τους στην Αθήνα, το ένα τον Απρίλιο του 2004 και το άλλο την 1η Ιουλίου του 2009 μαζί με τους Bloc Party.
Στη συναυλία του 2004 (η οποία αρχικά ήταν να λάβει χώρα στις 14 Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς, αλλά ακυρώθηκε επειδή η Αθήνα θάφτηκε τότε κάτω από 40 πόντους πυκνου χιονιού) ήρθαν στο «Ρόδον» για την προώθηση του best album τους «Dirty Hits» παίζοντας, φυσικά, ένα απόλυτο greatest hits σετ σχεδόν δυο ωρών, με τον τραγουδιστή Μπόμπι Γκιλέσπι να εμφανίζεται επί σκηνής σε ημι-άθλια κατάσταση και να αποσύρεται συχνά πυκνά στα παρασκήνια ή πίσω από τα ηχεία για τα… γνωστά που ακολουθούν την φήμη του συγκροτήματος από το 1987 μέχρι σήμερα.
Παρόλ’ αυτά, η συναυλία ήταν αυτό που λέμε… «πήραν κεφάλια». Άρχισαν το set με το “Accelerator”, ακολούθησε το “Miss Lucifer” με τον Gillespie να χάνει για λίγο επαφή με τον έξω κόσμο, αλλά να μην απογοητεύει στιγμή, με την μπάντα να συνεχίζει με τα “Rocks”, “Kill All Hippies”, “Movin On Up”, “Swastika Eyes” και “Loaded”, όπου και… χάθηκε η μπάλα με το κοινό να τραγουδάει πάνω από την φωνη του Γκιλέσπι και τον μπασίστα (και ex- Stone Roses) Mani να φτάνει στο σημείο και να κάνει τον σταυρό του βλέποντας τις αντιδράσεις του κοινού.
Εργα και ημέρες των Primal Scream
Το παρθενικό άλμπουμ των Primal Scream κυκλοφόρησε το 1987 και είχε τίτλο «Sonic Flower Groove». Ήταν ένα νεοψυχεδελικό που αντλούσε επιρροές τόσο απά τα βρετανικά και αμερικανικά ’60s, όσο και από το περιρρέον κλίμα της εποχής, δηλαδή οι αντηχήσεις από Jesus And Mary Chain, της προηγούμενης μπάντας του Γκιλέσπι, στην οποία έπαιζε ντραμς.
Ακολούθησε το άλμπουμ «Primal Scream» (1989), που είναι ένα πολύ μέτριο δεύτερο άλμπουμ, σχεδόν δίχως λόγο ύπαρξης. Η αποτυχία του, ωστόσο, πείσμωσε το συγκρότημα που, βασιζόμενο στο τραγούδι «I’m Losing More Than I’ll Ever Have» από το άλμπουμ αυτό, μετά από δυο χρόνια θα παρέδιδε ένα από τα απόλυτα αριστουργήματα της δεκαετίας του ’90.
To «I’m Losing More Than I’ll Ever Have» ξαναδουλεύτηκε από την μπάντα και έγινε το «Loaded» και αυτό το τραγούδι υπήρξε η αφετηρία για το «Screamadelica», το τρίτο στούντιο άλμπουμ της σκωτσέζικης μπάντας, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 23 Σεπτεμβρίου 1991 στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Creation Records.
O ήχος του άλμπουμ απομακρύνεται από την νεοψυχεδέλεια και πλέον μπαίνει για τα καλά μέσ στα χωράφια της house μουσικής, με τα singles του άλμπουμ, «Loaded» και «Come Together», όπως και το εναρκτήριο «Movin’ On Up» να ανεβαίνουν στα βρετανικά charts και το άλμπουμ να σημειώνει τεράστιες πωλήσεις (πάνω από τρία εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως).
Αυτή η ευφυής επιμειξία από rock, dance, dub και gospel είναι που καθιστούν το Screamadelica ένα album τόσο της εποχής του, όσο και έναν διαχρονικό δίσκο που ακούγεται το ίδιο «στρωτά» τόσο από ροκάδες οπαδούς των κιθάρων, όσο και από «καρεκλάδες» φαν της acid house.
Αδιαφιλονίκητα σημαντική υπήρξε, ασφαλώς, και η συνεισφορά του Andrew Weatherall στην παραγωγή κάποιων τραγουδιών, σε συνεργασία με τον μηχανικό ήχου Hugo Nicolson. Η συγκεκριμένη επιλογή είχε, εν πολλοίς, να κάνει με το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Primal Scream είχαν αντλήσει έμπνευση από την acid house σκηνή που άκμαζε εκείνη την εποχή, ενώ επιπρόσθετα τους γοήτευε το γεγονός ότι ο Weatherall ήταν ένας DJ που δεν είχε αναλάβει προηγουμένως κάποιο ανάλογο έργο.
Ο Weatherall ήταν αυτός που μετέτρεψε τo «I’m Losing More Than I’ll Ever Have» στο οριακό «Loaded», ενώ το “Higher than the Sun” δεν θα ήταν αυτό που είναι αν δεν το είχαν «πειράξει» οι Orb, ενώ τα κιθαριστικά ξεσπάσματα του άλμπουμ είναι αποκύημα των τεχνικών δεξιοτήτων του Jimmy Miller, πρώην παραγωγού των Rolling Stones.
Το «Screamadelica» έφτασε στο Νο8 των βρετανικών charts ενώ κέρδισε και το πρώτο βραβείο Mercury Music Prize το 1992, ενώ το N.M.E. κατέταξε το Screamadelica ως to τρίτο καλύτερο album της χρονιάς μετά από το Nevermind των Nirvana και το Bandwagonesque των Teenage Fanclub.
Ακολούθησε, το 1994, το άλμπουμ «Give Out But Don’t Give Up» που μετά από μια 20ετία επαναφέρει, εν είδη νοσταλγίας, το bluesy μουσικό ύφος του άλμπουμ «Exile On Main Street», με τον George Clinton να συνεισφέρει και αυτός στο άλμπουμ, ενώ τρία χρόνια μετά ήρθε το «Vanishing Point», ένας δίσκος που, ουσιαστικά, προλειαίνει το electro-rock μουσικό έδαφος γι’ αυτό που θα ακολουθούσε με την αυγή της νέας χιλιετίας. Τότε είναι που μπαίνει στη σύνθεση του γκρουπ και ο Gary Mounfield ή Mani, από τους διαλυμένους Stone Roses. Και το «Kowalski» είναι κομματάρα.
Ο ηχητικός «οδοστρωτήρας» των Primal Scream ήταν θέμα χρόνου να σκάσει στα ηχεία μας.
Το «XTRMNTR» του 2000 θεωρείται πλέον, μετά από 23 χρόνια, ως το «πρώτο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ του 21ου αιώνα». Εδώ οι Primal Scream είναι πραγματικά στα χωράφια τους, πάνω σε αμιγώς electro-rock μονοπάτια, ανοίγοντας δρόμους για πολλά μουσικά σύνολα που τους ακολούθησαν. Το Big Beat συμπλέκεται με το kraut και κάπως έτσι γράφονται κομματάρες όπως το «Kill All Hippies», το «Swastika Eyes» και φυσικά το απόλυτο αριστούργημά τους, το «Shoot Speed / Kill Light».
Μετά από τον «Εξολοθρευτή» τους, δεν ξέρω τι άλλο μπορούσε να περιμένει από τους Primal Scream – και παρόλ’ αυτά η μπάντα κινήθηκε μια χαρά μέσα στα επόμενα 20 χρόνια παραδίδοντας άλλοτε εξαιρετικούς και άλλοτε άνισους δίσκους, με αρκετά σπουδαία τραγούδια (“Skull X”, “Space Blues #2”, «A Scanner Darkly», «Country Girl», «Suicide Sally And Johnny Guitar», «I Love To Hurt (You Love To Be Hurt)»), αλλά και μερικές εξαιρετικές διασκευές, όπως το «Some Velvet Morning».
Η ιστορία θα γράψει ότι με τουλάχιστον δυο κλασικά άλμπουμ στο μουσικό τους οπλοστάσιο, οι Primal Scream έχουν κάθε λόγο να θέλουν να έρθουν ακόμη μια φορά στη χώρα μας και να μας «πάρουν τα κεφάλια».
*Οι Primal Scream εμφανίζονται μαζί με τους The Prodigy στις 21/7/23 στην Πλατεία Νερού στα πλαίσια του Release Festival.
Follow Primal Scream:
Η προπώληση συνεχίζεται.
Επίσης, διατίθενται περιορισμένα VIP εισιτήρια. Στη συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνονται οι εξής προνομιακές παροχές: Ξεχωριστή υπερυψωμένη περιοχή διαμορφωμένη με stands & stools για όλους, οpen-bar, προτεραιότητα πρόσβασης στο χώρο, ιδιωτικό parking, ξεχωριστές τουαλέτες, αναμνηστικό δώρο.
Ταυτόχρονα, είναι διαθέσιμο ένα διήμερο εισιτήριο, για όσους και όσες επιθυμούν να παρακολουθήσουν περισσότερες ημέρες του φεστιβάλ επωφελούμενοι από μια σημαντική έκπτωση:
The Prodigy, Primal Scream & more tba (21/7/23, Πλατεία Νερού) + Röyksopp, M83, OMD, Tash Sultana, DubInc, Groundation (21/6/23, Πλατεία Νερού + Ξέφωτο ΚΠΙΣΝ)
Διάθεση εισιτηρίων:
Τηλεφωνικά στο 11876
Online στα www.releaseathens.gr / www.viva.gr
Φυσικά σημεία: Καταστήματα Nova, Public, Media Markt, Ευριπίδης, Yoleni’s και Viva Spot Τεχνόπολης
Όλες οι πληροφορίες (τιμές, πρόγραμμα, πρόσβαση) στο releaseathens.gr
Follow Release Athens: