«Βρήκα εισιτήρια για τον αγώνα της ομάδας στο Λίβερπουλ. Πάμε;»

«Και δεν πάμε;»

Αυτή ακριβώς ήταν η απάντησή μου στο ερώτημα ενός φίλου, έλληνα συμφοιτητή τότε στην Οξφόρδη, την περίοδο που έκανα εκεί το μάστερ μου.

Φυσικά, στο νου μου ουδέποτε έπαιξε ως προτεραιότητα η ρεβάνς του Ολυμπιακού με την Λίβερπουλ για τον γ’ γύρο του Κυπέλλου UEFA, στις 7 Δεκεμβρίου του 2000.

Δηλαδή, ωραίος και ο αγώνας, θα ζούσα και την θρυλική ατμόσφαιρα του «Ανφιλντ», θα έβλεπα ταυτόχρονα και την αγαπημένη μου ομάδα στην Αγγλία, αλλά τι να κλάσει και ο Ολυμπιακός μπροστά στην βασική προτεραιότητα: την ανακοίνωση ότι η πόλη θα τιμούσε, έργω και λόγω που λέμε, την επέτειο των 20 ετών από τον θάνατο / δολοφονία ενός εκ των μεγαλύτερων καλλιτεχνικών της εκπροσώπων (και πολιτιστικών «εξαγώγιμων προϊόντων» της), του Τζον Λένον.

Στο αντίστοιχο «μνημόσυνο» των 10 ετών, τον Δεκέμβριο του 1990, η πόλη δεν είχε διοργανώσει κάτι τόσο grande και μεγαλεπήβολο όπως σχεδίαζε να κάνει τώρα. Απ΄την μία, ίσως να ήταν και πολύ νωπό ακόμη ως γεγονός, από την άλλη είχε και βαρύ Θατσερισμό η χώρα τότε (η Μάργκαρετ παραιτήθηκε λίγες ημέρες πριν την 10η επέτειο της δολοφονίας του Λένον, στα τέλη του Νοέμβρη του 1990).

Η 20η επέτειος της δολοφονίας του Λένον (που συνέβη στη Νέα Υόρκη στις 8 Δεκεμβρίου του 1980) ήταν λοιπόν η πρώτη φορά που η πόλη τίμησε με τον πλέον δέοντα και πρέποντα τρόπο έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές και μουσικούς της.

Ούτε καν με ενδιέφερε που το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου χάσαμε από την Λίβερπουλ. Ούτε καν με πείραξαν τα τέρματα του Χέσκεϊ και του Μπάρμπι με τα οποία μας κέρδισαν με 2-0, ούτε καν που έβλεπα απέναντί μου, στο «πέταλο» των οπαδών της, στο γνωστό The Kop, πάνω από 50.000 υπέροχους Liverpudlians να τραγουδάνε «and you’ll neeeeeveeeeer waaaaaaaalk aloooooone» (ίσα ίσα, συγκινιόμουν γιατί μου θύμιζε και το τραγούδι «Fearless» των Pink Floyd, με τους οποίους τότε ασχολιόμουν εκτενώς, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, για τις ανάγκες της διπλωματικής μου εργασίας).

Το επόμενο πρωί που ξύπνησα, ξημέρωσε και επισήμως η 8η Δεκεμβρίου.

Όταν, κάπου εκεί γύρω στις 9 το πρωί, βγήκα στους κεντρικούς δρόμους γύρω από το Albert Dock προκειμένου να πάω να τσιμπήσω τον πρώτο καφέ της ημέρας, είδα μια άλλη πόλη σε σχέση σε αυτή που είχα συναντήσει 24 ώρες πριν: οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης είχαν σχεδόν σημαιοστολιστεί με φωτογραφίες του Λένον και της Γιόκο, ενώ στις κεντρικές αρτηρίες και τις λεωφόρους είχαν μπει ενδεικτικά σκοινιά και κόκκινες ταινίες, σαν να επρόκειτο να λάβει χώρα μια μεγάλη και γιορτινή παρέλαση.

Eκείνη την ημέρα, το επίσημο μουσείο των Beatles, το «The Beatles Story» που βρίσκεται σε μια από τις αποβάθρες της πόλης-λιμάνι, στο Royal Albert Dock, είχε, τιμητικά, δωρεάν είσοδο για όλους τους επισκέπτες. Φυσικά και μπήκα, πρώτος πρώτος στο μουσείο και θαύμασα όλα τα προσωπικά αντικείμενα του Πολ, του Τζον, του Τζορτζ και του Ρίνγκο που είναι εκτεθειμένα στις προθήκες του.

Από τα τεράστια δωμάτια του μουσείου, έλειπε μόνο ένα αντικείμενο, το οποίο οι υπεύθυνοι του μουσείου μάς πληροφόρησαν ότι «δεν θα ήταν διαθέσιμο για σήμερα»: το τεράστιο λευκό πιάνο του Τζον Λένον, αυτό που απεικονίζεται στο βιντεοκλίπ του «Imagine».

Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο τμήμα με τα σουβενίρ του μουσείου (ακόμη και σήμερα φυλάω ως κόρη οφθαλμού την μια και μοναδική γραβάτα που έχω αγοράσει ποτέ στην ζωή μου, μια σκούρα μπλε, σε χρώμα royal blue, με τους τέσσερις Beatles επάνω της), βγήκα από το «The Beatles Story» και περπάτησα χαλαρά και μιμούμενος το γνωστό αργόσυρτο, νεοϋορκέζικο βηματισμό του Λένον, νιώθωντας κάπως σαν «εξόριστος στην κεντρική λεωφόρο».

Ρώτησα ένα-δυο άτομα για την ώρα που προβλεπόταν να αρχίσουν οι εορταστικές εκδηλώσεις, οι οποίοι σε άψογα scouse – η ντόπια και εντελώς ακαταλαβίστικη διάλεκτος, καθώς οι κάτοικοι του Λίβερπουλ (αυτο)χαρακτηρίζονται ως scousers – μού απάντησαν κάτι που ουδέποτε κατάλαβα, αλλά το εξέλαβα κάπως ως «m’dai» («midday», δηλαδή 12 το μεσημέρι).

Στήθηκα έξω από το Cavern Club και περίμενα να πάει «m’dai». Ούτε καν ήξερα ότι θα ξεκινούσε από εκεί όλο το νταβαντούρι, απλώς έβλεπα τον κόσμο, άνδρες, γυναίκες, μεσήλικες, γέρους και παιδιά να συγκεντρώνονται σε αυτό το σημείο, οπότε και εγώ, που είμαι μεν βλάχος από την Ελλάδα, άλλα έξυπνος βλάχος, έκλεισα τα μάτια μου, έπινα κοφτές γουλιές από τον καφέ μου, με διάφορες animated σκηνές από την ταινία «Yellow Submarine» να περνάνε, μια μια και σαν viewmaster, κάτω από τα βλέφαρά μου.

Ξαφνικά, και κατά την προσφιλή συνήθεια την Βρετανών («talkin’ about foockin’ punctuality», όπως θυμάμαι να λέει γελώντας και μια ηλικιωμένη δίπλα μου), βλέπουμε από μακριά μια αργόσυρτη πομπή να μας πλησιάζει. Κάτι λευκό διακρίνεται στον ορίζοντα: οι ντόπιοι το έχουν καταλάβει, εγώ το υποψιάζομαι, αλλά δεν είμαι και 100% σίγουρος μέχρι να το δω μπροστά στα μάτια μου σε απόσταση 10 μέτρων.

Είναι το λευκό πιάνο του Λένον, πάνω σε έναν τύπου κιλίβαντα. Από τα γύρω μεγάφωνα και την μεγαφωνική εγκατάσταση που είναι εγκατεστημένη στους δρόμους, ακούγονται μόνο τραγούδια των Beatles, αλλά και σχεδόν όλη η δισκογραφία του Λένον: (Just Like) Starting Over, #9 Dream, Cold Turkey, Gimme Some Truth, Give Peace A Chance, Happy Xmas (War Is Over), Imagine, Instant Karma, Mind Games, Mother, Power To The People και Woman Is The Nigger Of The World (προς τιμήν όλων, δεν ακούστηκε το αγριεμένο «How Do You Sleep?», που ο Λένον είχε, τρόπον τινά, «αφιερώσει» στον Πολ Μακάρτνεϊ, αμέσως μετά την διάλυση της μπάντας).

Το λευκό πιάνο συνέχισε να κινείται με κατεύθυνση την οδό Α561, ένας ολόκληρος κόσμος από πίσω του να το ακολουθεί, σαν πομπή επιταφιού (που, βασικά, κάτι τέτοιο ήταν…) και να περνάει από το Sefton Park με στόχο το Penny Lane στην Mather Avenue.

Eγώ ακολουθώ την πορεία μέχρι εκεί, περιμένω να δω όλα τα προσφιλή landmarks, το μπαρμπέρικο, τον «πυροσβέστη που κουβαλάει πάντα στην τσέπη του μια φωτογραφία της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’», τη «νοσοκόμα που πουλάει μπουκέτα με παπαρούνες», ο κόσμος μετά πιάνει και τραγουδάει όλους τους στίχους του «Working Class Hero» και κατόπιν κάνουμε τον γύρο του roundabout που αναφέρεται στο «Penny Lane», αφήνουμε το Mossley Hill και οδεύουμε προς το Woolton, την περιοχή όπου βρίσκεται το σπίτι που γεννήθηκε ο Λένον.

Καταλήγουμε έξω από το πρώην ορφανοτροφείο του Strawberry Field να τραγουδάμε όλοι μαζί «Nothing is real / And nothing to get hung about», κατόπιν παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής και βλέπουμε κάποιες ντόπιες μπάντες να διασκευάζουν όλη την δισκογραφία της Σημαντικότερης Ποπ Μπάντας όλων των Εποχών.

Παρά το χειμωνιάτικο, παγωμένο πρωινό και τους μείον 3 βαθμούς δίπλα στις γεμάτες υγρασία αποβάθρες του Albert Dock, κανείς δεν νιώθει κρύο, κανείς δεν νιώθει ότι η υγρασία τού τρυπάει το κορμί.

Και όταν τα τυπικά βρετανικά σύννεφα υποχωρούν για να δώσουν, κάπου εκεί γύρω στις 3 το μεσημέρι, την θέση τους σε έναν φωτεινό ήλιο, είναι σχεδόν σημειολογικά ξεκάθαρο ότι «here comes the sun» και ο Λένον, όπου και αν βρίσκεται αυτή την στιγμή, καθαρίζει με ένα κομμάτι πανί τα σπασμένα και ματωμένα του γυαλιά και συνθέτει ένα ακόμη τραγούδι στο λευκό πιάνο του.