Το Τέξας – ο τόπος καταγωγής των ΖΖ Τοp – είναι μια μυστήρια πολιτεία. Ούσα η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση αμερικανική πολιτεία, είναι, ταυτόχρονα, αχανής και μυστηριώδης και μάλιστα υπάρχει και μια σχετική παροιμία που συνοδεύει τον κάθε κάτοικο του Τέξας από τα γεννοφάσκια του κιόλας: «κανείς Τεξανός δεν έχει δει ποτέ του όλο το Τέξας». Που σημαίνει ότι αυτό το μυστηριακό που κουβαλάει από τις ρίζες της αυτή η πολιτεία, έχει εμποτίσει, έστω και σε ένα μικρό βαθμό, τους ίδιους τους κατοίκους της.
Ο κιθαρίστας Billy Gibbons, ο μπασίστας Dusty Hill και ο ντράμερ Frank Beard [το επώνυμο του οποίου σημαίνει «γενειάδα», παρόλο που είναι ο μοναδικός εκ των τριών… χωρίς γενειάδα] είναι εξίσου μυστήριοι ως χαρακτήρες. Και κατ’ επέκταση μουσικοί. Αρχικά, με τον σχηματισμό των ΖΖ Τοp, κρύβονταν πίσω από μαύρα γυαλιά και τα πρώτα χρόνια πολλοί ήταν εκείνοι οι οπαδοί της μπάντας που δεν είχαν δει ποτέ τα μάτια των τριών μελών του συγκροτήματος.
Στην πορεία, προέκυψαν και άλλα μυστηριακά πράγματα πάνω τους: «Ο ήχος της κιθάρας του Gibbons δεν είναι αυτός που είναι επειδή χρησιμοποιεί ως πένα ένα κέρμα – είναι επειδή έχει επαφή με έναν διαφορετικό τομέα του σύμπαντος για τον οποίο εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα», έλεγε προ 20ετίας ο αμερικανός μουσικός του πειραματικού θορύβου Kevin Drumm.
Όταν λοιπόν μιλάμε για τους ZZ Top, μιλάμε για μια μπάντα που από την αρχή κατέκτησε ένα μεγάλο μέρος του κοινού (της) χρησιμοποιώντας ως εργαλεία και όπλα της την ίδια της την εικόνα -και τη μυσταγωγία που προέκυπτε από την εικόνα αυτή. Ακόμη και η πληροφορία για την προέλευση για το ίδιο το όνομα της μπάντας παραμένει αδιευκρίνιστη και συγκεχυμένη: το όνομα ΖΖ Τοp είτε αποτίει φόρο τιμής στη μπλουζ κληρονομιά του αμερικανικού Bible Belt (συνδυάζοντας τα ονόματα από τους ντόπιους μπλουζίστες B.B. King και τον Z.Z. Hill), είτε αναφέρεται σε μια, πλέον εκτός κυκλοφορίας, αμερικανική μάρκα για χαρτάκια για να τυλίγουν τους μπάφους τους.
Αυτή η… δημιουργική ασάφεια εξυπηρέτησε καλά το συγκρότημα, ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν έπρεπε να δημιουργήσει την σταθερή βάση των οπαδών του. Οι Τεξανοί μουσικόφιλοι γούσταραν να βλέπουν επί σκηνής… τους εαυτούς τους, δηλαδή τρεις τύπους που έμοιαζαν φυσιογνωμικά στο μέσο μέλος της εργατικής τάξης της πολιτείας: σκούρα γυαλιά, ατημέλητη γενειάδα και ντύσιμο τυπικού νταλικέρη του Νότου που οδηγάει TIR και φεύγει, αργά το βράδυ, για το νυχτοκάματο του τρόμου.
Ωστόσο, εξίσου μυστηριώδες παραμένει και το καίριο ερώτημα: πώς διάολο συνέβη, τι στο καλό έγινε και αυτοί οι τρεις περίεργοι τύποι κατάφεραν και επέζησαν και από τα «δεινοσαυρικά» ‘70s, αλλά και από την λαίλαπα του MTV την δεκαετία του ’80, φτιάχνοντας μάλιστα τόσο προσεκτικά και μελετημένα το μουσικό τους όνομα;
Η απάντηση είναι δυο λέξεις: «Tres Hombres». Ένα άλμπουμ τόσο διαχρονικό, που οι ZZ Top καβάλησαν πάνω στο «κύμα» του για δέκα συναπτά έτη. Και το ίδιο αυτό κύμα, τούς ξέβρασε στα ροκ απόνερα των μουσικά και ηχητικά ετερόκλητων ‘80s, εκεί που το συνθεσάιζερ βάδιζε δίπλα δίπλα με τις διπλές φαζαρισμένες κιθάρες.
Και εκεί που οι «δεινόσαυροι» ZZ Top αναφέρονταν και εμφανίζονταν συχνά πυκνά σε συνεντεύξεις… όχι και τόσο συνηθισμένων μουσικών. Από τον μουσικό και παραγωγό Steve Albini [των Big Black] και τους Black Flag μέχρι τους πειραματικούς Tortoise, πολλοί ήταν εκείνοι που, δίχως ίχνος πρότερης υποψίας, είχαν να πουν ένα καλό λόγο για το συγκρότημα. Και το «Tres Hombres». Ασφαλώς. Αν μη τι άλλο.
Το οποίο αν είναι αυτό που είναι, το οφείλει πρωτίστως στα τρία μουσικά μυαλά της μπάντας και δευτερευόντως στο στούντιο μέσα στο οποίο ηχογραφήθηκε. Γιατί αν το συγκρότημα είχε απλά επιστρέψει σε ένα απλό στούντιο στο Tyler του Τέξας, εκεί όπου ηχογράφησαν τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, το «Tres Hombre» δεν θα ακουγόταν έτσι όπως ακούγεται σήμερα.
Αλλά χάρη στις ολοένα και μεγαλύτερες και μαζικότερες συναυλίες των ZZ Top, ο διαβόητος μάνατζερ τους, ο Bill Ham, τους έδωσε την οικονομική δυνατότητα να ταξιδέψουν μέχρι το Μέμφις για να ηχογραφήσουν σε ένα πραγματικά σπουδαίο στούντιο, το θρυλικό Ardent, εκεί όπου ο Isaac Hayes ηχογράφησε το «Hot Buttered Soul», οι Led Zeppelin έκαναν μίξη του άλμπουμ «III» και οι τεράστιοι Big Star ηχογράφησαν όλα τους τα άλμπουμ.
Το «Tres Hombres» περιέχει 10 lo-fi fuzzed out blues τραγούδια που διαρκούν λίγο πάνω από 33 λεπτά. Είναι, ταυτόχρονα, μαξιμαλιστικό (σε μουσικές προθέσεις και διαθέσεις) και μινιμαλιστικό (σε όλα τα υπόλοιπα).
Συνδυάζει τόσο τα μπλουζ του Τέξας όσο και τη hard-rocking βρετανική παραλλαγή τους, με τον Gibbons να δανείζεται αβέρτα κουβέρτα πολλά κιθαριστικά παιξίματα και στοιχεία από τον Peter Green των Fleetwood Mac. Ωστόσο, το άλμπουμ, είναι σπουδαίο γιατί υπερπηδά είδη και υπο-είδη μουσικής και προτιμήσεις. Κάπως έτσι, το «Tres Hombres» αποδείχτηκε ότι χτύπησε το ακουστικό «νεύρο» τόσο των ακραιφνών οπαδών των μπλουζ, όσο και των απανταχού metalheads, των πάνκηδων και των prog-rockάδων. Όλοι τους το αγάπησαν εξίσου πολύ.
Και πώς να μη συνέβαινε αυτό, άλλωστε, όταν ξεκινάς το άλμπουμ με το κιθαριστικό ριφ του “Waitin’ for the Bus” και κατόπιν «καπάκι» πέφτει το “Jesus Just Left Chicago”; Ο, ακούραστος εργάτης της εξάχορδης, Gibbons μεγαλουργεί τόσο στη φυσαρμόνικα όσο και στην wah-wah κιθάρα του, παίζοντας, κατά βάση, πάνω σε boogie μουσικά θέματα. Το εναρκτήριο τραγούδι αφηγείται την ιστορία ενός τύπου, περιστασιακού τυχοδιώκτη βασικά, που τραγουδάει με μια χάρτινη σακούλα στο χέρι την ίδια στιγμή που ονειρεύεται να μετακινείται με μια αστραφτερή Cadillac αντί για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το δε επόμενο τραγούδι, αυτό με τον Ιησού, στηρίζεται πάνω σε 12μετρες μπλουζ φόρμες παιγμένες με καθαρότητα – και ταυτόχρονα «βρωμιά – από την κλασική του κιθάρα Les Paul του 1959 (την οποία αποκαλούσε από τότε «Mistress Pearly Gates»), με τον Gibbons να δοκιμάζει να γυρίσει ξαφνικά το ρυθμό από 4/4 σε 6/8.
Το υπέροχα τιτλοφορημένο “Beer Drinkers & Hell Raisers” που ακολουθεί είναι το κομμάτι της μπάντας που έχει διασκευαστεί από μια σειρά συγκροτημάτων, από τους Motörhead μέχρι τους Van Halen. Ένα τραγούδι που άνετα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 4-5 σημαντικότερα όλης της δισκογραφίας τους.
Μια παράξενη περσόνα που ονομάζεται R&B Junior αποτελεί την έμπνευση για το επόμενο τραγούδι του άλμπουμ, το “Master of Sparks”. Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος ο Gibbons στην εφημερίδα Houston Chronicle: «[Η οικογένεια του R&B Junior] είχε ένα κτήμα έξω από την πόλη με υπάλληλο έναν εργάτη ράντσου που ήταν ταλαντούχος συγκολλητής. Μαζευτήκαμε μια μέρα εκεί μερικοί από εμάς για να φτιάξουμε μια κατασκευή, μια ατσάλινη μπάλα. Σκεφτήκαμε μετά να αλυσοδέσουμε αυτή τη μπάλα στο πίσω μέρος ενός φορτηγού και μετά να το κάνουμε να πάει με 60 μίλια την ώρα [100 χλμ./ώρα] για να δούμε τι θα γίνει».
Και μετά έχουμε και το αργόσυρτο μπλουζ μοιρολόι του “Precious And Grace”, με Sabbath-ικό ρυθμό και στακάτα ντραμς που θυμίζουν Ian Paice από Deep Purple ή το στομφώδες ροκαμπίλι του “Move Me On Down The Line”, που προλειαίνει το έδαφος για την έλευση, περίπου μια δεκαετία μετά, του “Here I Go Again” των Whitesnake.
Και φυσικά, το άλμπουμ περιέχει το πιο… διαβόητα διαβόητο κομμάτι του συγκροτήματος, το εκπληκτικό boogie / hard rock του “La Grange”. Το τραγούδι πήρε το όνομά του από μια μικρή πόλη του Τέξας που καυχιόταν για έναν μπουρδέλο που ονομαζόταν «Chicken Ranch» και αποτελούσε κάτι σαν… τοπικό θεσμό για τους ντόπιους από τον 19ο αιώνα κιόλας. Το “La Grange” αποτίνει φόρο τιμής σε αυτό, το επονομαζόμενο και «το καλύτερο μικρό πορνείο στο Τέξας» – και αυτό παρόλο που ο ίδιος ο οίκος ανοχής, εντελώς συμπτωματικά, έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το «Tres Hombres».
Έκτοτε, το τραγούδι είναι πανταχού παρόν στην αμερικανική κουλτούρα, από τα μπαρ και τα κλαμπ του αμερικανικού νότου, μέχρι τα αντίστοιχα στην Αλάσκα. Το “La Grange” έχει ακουστεί σε διαφημίσεις για ασφάλειες ΙΧ και μοτοσικλετών, τζιπ Wrangler και αγώνες στο πρωτάθλημα NASCAR.
Το τελικό αποτέλεσμα και ο δίσκος «Tres Hombres» άλλαξε την τύχη των ZZ Top για πάντα, ακόμη και αν η αρχική ανταπόκριση των κριτικών ήταν υποτονική. Το NME βρήκε τα τραγούδια «σχεδόν δυσδιάκριτα μεταξύ τους και τους στίχους μη αξιομνημόνευτους», χωρίς φυσικά ο άνθρωπος που έγραψε την κριτική αυτή να γνωρίζει ότι σχεδόν 30 χρόνια μετά, τον δίσκο αυτό θα τον μνημόνευαν σχεδόν όλοι όσοι παίζουν stoner/blues, όπως π.χ. οι Queens Of The Stone Age, που άκουγαν το συγκεκριμένο άλμπουμ συνέχεια όσο ηχογραφούσαν το ντεμπούτο τους, το «Rated R», στα τέλη του 1999 και στις αρχές του 2000.
Παρ’ όλα αυτά, το «Tres Hombres» μπήκε στο Top 10 των αμερικανικών charts, παρέμεινε εκεί για 81 εβδομάδες και χάρισε στην τριμελή μπάντα τον πρώτο της χρυσό δίσκο, παρόλο που το μοναδικό single του άλμπουμ, το “La Grange”, έμεινε λίγο έξω από το Top 40.
Οι ZZ Top ήξεραν ότι με το «Tres Hombres», η τύχη τους είχε αλλάξει άπαξ και δια παντός: πλέον, το μικρό αυτό μπλουζ συγκρότημα από το Τέξας, θα προοριζόταν στο να γεμίζει ολόκληρα στάδια.