Όταν ο Stevie Ray Vaughan εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, απέσπασε τα εύσημα πολλών μουσικών για το απίστευτο ταλέντο στην κιθάρα και στον τρόπο που υπηρετούσε τα blues του Νότου. Όταν ο David Bowie είδε τον Vaughan να παίζει στο Montreux Jazz Festival το 1982, τον έκλεισε για να παίξει στο άλμπουμ του “Let’s Dance” που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Ωστόσο, ο Bowie δεν ήταν ο μόνος μεγάλος σταρ που έμεινε έκπληκτος από το ταλέντο του Τεξανού.
Στη βιογραφία “Caught in the Crossfire” των Joe Nick Patosky και Bill Crawford, διαβάζουμε την ιστορία πριν ο Vaughan γίνει διάσημος, παίζοντας σε μπαρ στο Τέξας στην προσπάθεια του να κλείσει κάποιο δισκογραφικό συμβόλαιο. Μια μέρα, o Vaughan είχε πάει σε έναν ιππόδρομο στο Όστιν, όταν ήρθε ο Mick Jagger και σχολίασε την έλλειψη ικανών μουσικών να παίξουν blues. Ο μάνατζερ του Vaughan, εκμεταλλεύτηκε την άποψη του Jagger και του έδωσε μια βιντεοκασέτα με τον Vaughan να παίζει σε ένα φεστιβάλ.
Την κασέτα αυτή, ο Jagger την παρακολούθησε με τον Charlie Watts (ντράμερ των Rolling Stone). Το βιβλίο αναφέρει το εξής: «Ο Watts έμεινε άναυδος από αυτό που είδε: ντυμένος με ένα λευκό κιμονό διακοσμημένο με φύλλα μπαμπού, φορώντας δύο ζώνες, μια ασημένια ζώνη concho και μια μαύρη, ο Stevie Ray Vaughan περιπλανιόταν στα βασίλεια του βρώμικου και χαμηλού [σ.σ. εννοεί βρώμικου και χαμηλού ήχου], όπως κανένας άλλος που είχε ακούσει ο Watts εδώ και 20 χρόνια. Ο τρόπος του Vaughan δεν ήταν καθόλου μιμητικός ή δουλοπρεπής [σ.σ. εννοεί επηρετώντας πιστά blues μοτίβα], αλλά φρέσκος και αυθεντικός. Ακουγόταν σαν να είχε γράψει ο ίδιος τα τραγούδια, ασκώντας τέτοια λάμψη και δύναμη που η κιθάρα του ακουγόταν σαν να είχε πάρει φωτιά».
«Το πρόσωπο του Vaughan είχε μια πλήρως παραμορφωμένη γκριμάτσα, καθώς λύγιζε τις χορδές σε μια καινούργια Stratocaster, της οποίας τα καλώδια κρέμονταν σαν έντερα», συνεχίζει το απόσπασμα. «Σέρνοντας την κιθάρα πίσω από το κεφάλι του, χοροπηδώντας προς τα πίσω και κουνώντας τους γοφούς του, ο τρόπος με τον οποίο έσκισε το “Tell Me” του Howlin’ Wolf ήταν σαν να ήταν ο χαμένος αδελφός του Hubert Sumlin. Είχε το θράσος να το συνδέσει στο τέλος με το “Manic Depression”. Καθώς ο Watts παρακολουθούσε την κασέτα με τον Stevie να «λύνει» την κιθάρα του και να τη χτυπάει σε έναν ενισχυτή Marshall, πηγαίνωντας το ηχητικό feedback σε ένα βίαιο κρεσέντο, πήγε προς το τηλέφωνο για να καλέσει τον μάνατζερ του Vaughan».
Η βιντεοκασέτα του Vaughan είχε ξετρελάνει τον Watts και μετά από εκείνο το τηλεφώνημα, κανόνισε να παίξει με τους Stones στη Νέα Υόρκη μόλις τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ενώ ταυτόχρονα ήθελαν να υπογράψει στην εταιρεία τους. Η ακρόαση θα γινόταν στο κλαμπ “Danceteria” στο Μανχάταν.
Το βιβλίο συνεχίζει: «Στην αρχή, η συναυλία είχε όλα τα χαρακτηριστικά ενός σκληρού κακότυχου ταξιδιού. Ενισχυτές ανατινάχτηκαν, χορδές κιθάρας έσπασαν σαν να υπήρχε κάποιου είδους κατάρα στην μπάντα, αλλά όταν ο διευθυντής της σκηνής προσπάθησε να τους διακόψει μετά τα 35 λεπτά που τους αναλογούσαν – ένα τυπικό σετ της Νέας Υόρκης, αλλά ελάχιστος χρόνος για να τελειώσουν για τα δεδομένα του Τέξας – ο Ronnie Wood (κιθαρίστας των Rolling Stones) τράβηξε την αυλαία ενώ ο Mick Jagger φώναζε «Αφήστε τους να παίξουν, γαμώτο!». Ο Vaughan και η μπάντα τον ευχαρίστησαν. Αν κάποιος επρόκειτο να τους υπερασπιστεί σε ένα λάκκο με οχιές όπως ήταν το “Danceteria”, μόνο οι Rolling Stones θα μπορούσαν να το κάνουν».
«Ήταν η πρώτη φορά που τον συνάντησα», είπε ο Vaughan για τον Jagger. «Ένιωθα πως ήταν κάποιος που γνώριζα καλά απ΄ το Τέξας. Αυτός ο τύπος λοιπόν, χοροπηδούσε πάνω κάτω σαν να έπαιζε μαζί μας. Περίπου μια ώρα αργότερα, ανακάλυψα ότι ήταν ο Jagger. Κάθε φορά που σταματούσαμε, ο Jagger φώναζε «Συνεχίστε να παίζετε! Στο διάολο με αυτό, θα αγοράσω αυτό το μέρος!».