Είναι κυρίως γνωστός για την παρουσία του στα σκοτεινά μαγαζιά της πόλης και του εναλλακτικού clubbing μέσω της πολύχρονης θητείας του ως dj στο Dark Sun και τα τελευταία χρόνια στο Death Disco. Επίσης από τη δεκαετία του 90’ έχει διοργανώσει μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες συναυλίες της εναλλακτικής σκηνής. Πέρα όμως από όλα αυτά που λίγο πολύ είναι γνωστά σε όποιον έτυχε να βρεθεί έστω και ως περαστικός στη σκοτεινή πλευρά της πόλης, ο Λεωνίδας Σκιαδάς σε έναν πιο δικό του, εσωτερικό χρόνο, δημιούργησε τους Cinemascope, ένα προσωπικό του project που άρχισε να μορφοποιείται όταν ένιωσε την ανάγκη να βγάλει προς τα έξω τις μουσικές που έφτιαχνε στο σπίτι του. Mετά από οκτώ χρόνια απουσίας oι Cinemascope επέστρεψαν με οκτώ νέα τραγούδια στον δίσκο «A Crack On The Wall» που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα και θυμίζει ένα χαρμόλυπο ταξίδι πάνω από την πόλη.
– Από ποιο σημείο θα θέλατε να ξεκινήσουμε; Ίσως με την ιστορία της μπάντας;
Ήταν ένα project που ήθελα να φτιάξω για να εκφράσω διάφορα πράγματα που είχα στο μυαλό μου, τις επιρροές μου, και να αξιοποιήσω πιο δημιουργικά όλα αυτά τα βιώματα που είχα πιο μικρός κτλ. Μπάντα ουσιαστικά δεν υπήρχε ποτέ, αλλά το project πήρε μορφή όταν αποφάσισα ότι αυτά τα πράγματα που έκανα σπίτι μου, ήθελα να περάσουν λίγο προς τα έξω και να υπάρξει ένα ακροατήριο. Δεν μου αρκούσε πια να γράφω μουσική που να την ακούω μόνος μου, αλλά να γράψω μια μουσική που να απευθυνθεί σε κάποιους ανθρώπους. Οπότε μάλλον η αρχή των Cinemascope ορίζεται όταν έκλεισα το συμβόλαιο με την πρώτη μου εταιρία την Wave Records στη Βραζιλία και οριοθετήθηκε ότι αυτό το πράγμα θα βγει προς τα έξω. Αυτό συνέβη κάπου το 2012, και ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε το 2014. Παρόλο που έγραφα τραγούδια πριν από αυτό, τότε ήταν που άρχισε να γίνεται πιο εξωστρεφές το όλο πράγμα.
– Μια δισκογραφική στη Βραζιλία. Πώς προέκυψε;
Η Βραζιλία και γενικά η Λατινική Αμερική είναι η πιο δυνατή αγορά εδώ και πολλά χρόνια της darkwave σκηνής. Δηλαδή και οι περισσότεροι fans των Cinemascope, είναι από εκεί. Γιατί η εταιρία το έχει δουλέψει πάρα πολύ καλά σε αυτή την αγορά.
– Με ποιο μουσικό είδος ήρθατε αρχικά σε επαφή και πώς εξελιχτήκατε μουσικά;
Με το είδος που ήρθα αρχικά σε επαφή από πού μικρός, είναι αυτό που λέμε new wave, dark wave και gothic.
– Πόσο μικρός δηλαδή;
Πάρα πολύ μικρός. Πέρα από την πρώτη συναυλία που πήγα τους Iron Maiden που πήγα και δεν ήξερα τίποτα το 88′, που ουσιαστικά πήγα λόγω παρέας, η πρώτη μου συναυλία που πήγα συνειδητοποιημένος για το που πάω και τι κάνω, ήταν οι Cure то 89′.
– Ποια υπήρξε η αφορμή να στραφείτε προς αυτό το είδος;
Κάποιος γνωστός έφερε κάποιους δίσκους, και λέει «άκου αυτό!», και κάπως έτσι προέκυψε και κολλήσαμε με αυτό το πράγμα. Στην πορεία ξέρεις βρέθηκε ένας άλλος γνωστός που μου έδωσε μια κασέτα που μέσα είχε Christian Death, X-Mal Deutschland, Chameleons, τέτοια πράγματα. Οπότε πήγαμε στο επόμενο στάδιο, και νομίζω από τότε δεν άλλαξε, αυτά είναι τα πράγματα που μου αρέσουν κατά κύριο λόγο. Ήμουν πολύ fan της future pop σκηνής η οποία άνθισε στα τέλη των 90s όπως οι Apoptygma Berzerk, VNV Nation, Covenant, όλα αυτά μου άρεσαν πάρα πολύ τότε και θεωρώ ότι είχε και νόημα, ότι είχε λόγο ύπαρξης.
– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική που δημιουργείτε, και τι επιρροές έχετε;
Η μουσική που παίζω νομίζω ότι είναι ένα new wave, dark wave κράμα που έχει όμως και κάποιες επιρροές κι από άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα από indie pop που ανέκαθεν ήμουνα fan της. Όπως σου είχα αναφέρει και πιο πάνω για τις 3 μπάντες του new wave που με καθόρισαν σαν άνθρωπο και σαν ακροατή, που είναι οι Cure, οι Depeche Mode και οι Smiths, που από τους τελευταίους βγήκε η indie pop την οποία εκτιμώ πάρα πολύ και στον τελευταίο μου δίσκο μπορεί κάποιος να το εντοπίσει. Υπάρχουν λιγότερα στοιχεία από τους Depeche Mode, αλλά οι Cure είναι αυτοί που νομίζω ότι είναι οι πιο έντονοι στο δίσκο, και όχι τυχαία, γιατί είναι όντως το αγαπημένο μου συγκρότημα.
– Πώς προέκυψε το όνομα της μπάντας «Cinemascope» και τι συμβολίζει;
Διάλεξα αυτό το όνομα γιατί ανέκαθεν πίστευα και ήταν μια πολύ έντονη αίσθηση που την είχα τότε και την έχω ακόμα, ότι γενικά σε αυτή τη ζωή είμαστε κάπως παρατηρητές. Όπως βλέπουμε μια ταινία, κάπως έτσι είναι και η ζωή μας, και για διάφορους λόγους, είτε πολιτικούς, είτε προσωπικούς, παραμένουμε παρατηρητές, χωρίς να μας επιτρέπεται να είμαστε πιο ενεργοί σε αυτό που διαδραματίζεται γύρω μας. Βέβαια, αν το προσωπικό μας στοιχείο ήταν διαφορετικό και μπορούσαμε να λειτουργήσουμε διαφορετικά, ίσως σε μια συλλογική φάση να μπορούσε να αλλάξει στο πολιτικό πλαίσιο γενικότερα, αλλά επειδή έχουμε διάφορα προσωπικά θέματα ο καθένας και δυσκολίες, όλο αυτό είναι λίγο τροχοπέδη. Βασικά αυτό. Ήθελα κάτι κινηματογραφικό στον τίτλο ότι απλά είμαστε παρατηρητές μιας κατάστασης που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας.
– Λεωνίδας Σκιαδάς, Γιάννης Παπαϊωάννου. Πως συναντήθηκαν οι δρόμοι σας και πως διατηρείτε μια επιτυχημένη και δημιουργική συνεργασία;
Με τον Γιάννη έχουμε το εξής κοινό χαρακτηριστικό. Είμαστε Cure fans. Πολύ κιουράδες και οι δύο. Οπότε κάπως έτσι προέκυψε η γνωριμία μας, και ο Γιάννης έπαιξε τις κιθάρες, αλλά και ένα άλλο όργανο, που ονομάζεται base 6, που είναι ουσιαστικά ένα εξάχορδο μπάσο, το οποίο χρησιμοποιούν και πολύ συχνά οι Cure. Και αποδέχτηκα την δική του προσθήκη με πολλή χαρά. Δυστυχώς όμως ο Γιάννης δεν συμμετέχει στη μπάντα που έχουμε φτιάξει τώρα, λόγω του ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, και η απόσταση είναι ένα πρόβλημα. Η συνεισφορά του βέβαια είναι πάρα πολύ σημαντική.
– Η καινούργια μπάντα; Είναι full band; Θες να μας πείτε λίγες πληροφορίες για αυτήν;
Όσο full band παίζει στα πλαίσια τα δικά μας. Εν πάση περιπτώσει, το full band αποτελείται από ένα drum machine, πλήκτρα ηχογραφημένα, ένα μπάσο και μια κιθάρα. Όπου στο μπάσο είναι ο Νίκος Δρίβας πλέον, ο οποίος ήταν στους Distorted Image, ένα παλιό ωραίο dark wave γκρουπ, όπως επίσης και στους Soho Six μια indie μπάντα, ενώ τώρα έχει τους Das Noir, ένα project δικό του. Το άλλο μέλος είναι ο Πάνος Αγγελοθανάσης ο οποίος έχει τους One Man Drop, και ήταν και για πολλά χρόνια ηχολήπτης στο death disco, οπότε πλέον με αυτούς κάνουμε πρόβες, και θεωρώ ότι είμαστε σε ένα καλό επίπεδο και σύντομα πιστεύω θα μπορέσουμε να κάνουμε και κάποιο live, αρκεί να μάθω να θυμάμαι τους στίχους.
– Παίρνω ένα τραγούδι από τον τελευταίο σας δίσκο «Α Crack On the Wall» που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα, το «Ocean», ένα track όπου πρωταγωνιστούν τα μελαγχολικά μα και ρομαντικά synths, που θυμίζει ένα χαρμόλυπο ταξίδι που αγναντεύει τον κόσμο από ένα ύψωμα και κλείνει με τον στίχο «Watching the days go by I see my life is disappeared». Ποια είναι η ιστορία του κομματιού;
Σίγουρα συνδέεται με την προηγούμενη κουβέντα που κάναμε, και θεωρώ ότι αυτή είναι και η γενικότερη αίσθηση του δίσκου, ότι είμαστε λίγο αμέτοχοι σε αυτά που συμβαίνουν. Ότι απλά είμαστε κάπου και τα παρατηρούμε καθώς οι μέρες μας περνάνε, και η ζωή η ίδια περνάει, και τελικά δεν κάναμε τίποτα. Πράγματα που μας κάναν δυστυχισμένους, δεν κάναμε τίποτα για να τα αλλάξουμε, πράγματα που μας κάναν ευτυχισμένους δεν κάναμε τίποτα για να τα κρατήσουμε, και τελικά απλά ζούσαμε κάποιες καταστάσεις χωρίς να επεμβαίνουμε. Αυτή η αίσθηση διατρέχει όλο τον δίσκο.
– Συμβαδίζει δηλαδή με την κλασική dark wave αντίληψη.
Ναι, σίγουρα δεν μπορείς να παίζεις dark wave και να είσαι και πολύ χαρούμενος. Αλλά δεν είναι κι όλα μαύρα, υπάρχει και μια χαραμάδα φωτός, όπως προκύπτει κι από τον τίτλο του δίσκου «A crack on the wall» που υπαινίσσεται ότι μπορεί να είναι όλα μαύρα, αλλά υπάρχει και μια χαραμάδα απ’όπου μπορεί και να μπει λίγο φως.
– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθετε εσωτερικά μέσα σας κάθε φορά που κυκλοφορείτε έναν καινούργιο δίσκο ή τραγούδια;
Για μένα αυτά τα 8 χρόνια που πέρασαν από τον προηγούμενο δίσκο, ήταν ας το πούμε δύσκολα, και βγήκε στιχουργικά κάτι αυθόρμητο, που προέκυψε μέσα από αυτές τις δύσκολες καταστάσεις που συνέβησαν μέσα σε αυτή την οκταετία. Οι πωλήσεις δεν είναι κάτι που με απασχολεί, αλλά το να εξωτερικεύσω και να σπρώξω παραπέρα αυτά τα κομμάτια με ενδιαφέρει, γι’αυτό και δεν είμαι πλέον μόνος μου, αλλά δημιουργήθηκε και μια μπάντα.
– Με μια πολύχρονη παρουσία στη dark Αθηναϊκή νύχτα και στο Death Disco όπου διοργανώνονται πολλές συναυλίες, σίγουρα θα έχετε γνωρίσει πολλούς μουσικούς της dark wave / post–punk σκηνής. Θα ήθελα να μας πείτε ποιος ή ποια σας έκανε εντύπωση, και να αναφερθείτε σε κάποιο περιστατικό που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη σας.
Γενικά είμαι λίγο αποστασιοποιημένος με αυτά. Ενώ έχουν περάσει πάρα πολλές μπάντες από εδώ, συνήθως οι σχέσεις μας μένουν στο τυπικό. Αυτός που μου έχει κάνει εντύπωση και τον θεωρώ και φίλο μου κατά κάποιο τρόπο, είναι ο Ronan Harris των VNV Νation, με τον οποίο μπορούμε να κάτσουμε και να μιλήσουμε. Δηλαδή μετά από μερικά ποτά, μπορώ να του πω τον πόνο μου, να κάτσω και να του τα πω όλα. Έχουμε μια σχέση λίγο πιο ιδιαίτερη θα έλεγα. Ή θυμάμαι ήταν φοβερός ο Alexander Hacke από τους Neubauten, ο οποίος είχε παίξει εδώ πέρα με ένα project που έχει, τους Hackedepicciotto και είχε έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ο οποίος ήταν τόσο άνετος, τόσο κουλ, που ήταν ευχαριστημένος με τα πάντα, και τα έβρισκε όλα ωραία. Είχαμε πάει κάπου εδώ κοντά να φάμε, και τον έβλεπες, ότι ενώ τα έχει ζήσει όλα, ότι έχει κατασταλάξει και φαινόταν ευτυχισμένος με πολύ απλά πράγματα, από τη σαλάτα που έτρωγε, μέχρι το οτιδήποτε. Όλα του φαίνονταν υπέροχα.
– Είστε σε έναν θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο τραγούδι επιλέγετε να ακούσετε λίγο πριν το τέλος;
Καταρχήν δηλώνω πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί είμαι πολύ εξοικειωμένος με την ιδέα του θανάτου, είναι κάτι το οποίο δεν με φοβίζει καθόλου, και ίσως μερικές στιγμές θα το αποδεχόμουν και με χαρά ίσως. Τώρα ποιο θα ήταν το τελευταίο τραγούδι θα άκουγα; Δίχως δεύτερη σκέψη, είναι το «Faith» των Cure. Σίγουρα για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, αυτό θα επέλεγα λίγο πριν το τέλος. Όπου λέει, “I walked away alone with nothing left than faith». Faith σε τίποτα ίσως, αλλά ότι μόνοι μας ερχόμαστε, μόνοι μας φεύγουμε, με λίγα πράγματα τελοσπάντων.
– Πιστεύετε ότι οι μουσικοί στην Ελλάδα είναι λιγότερο προνομιούχοι σε σχέση με όσους βρίσκονται στο εξωτερικό;
Νομίζω πως όχι, και συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια, από την οικονομική κρίση κι έπειτα, η ελληνική σκηνή έχει ανέβει πάρα πολύ. Δηλαδή υπάρχουν αρκετές μπάντες που καταφέρνουν και κάνουν καριέρα στο εξωτερικό. Κάποτε λέγαμε μόνο για τους Rotting Christ, αλλά πλέον έχουμε μπάντες. Οι Selofan για παράδειγμα, που βγαίνουν και παίζουν σε όλο τον κόσμο, και όχι μόνο, αλλά ακόμα και νεότερες μπάντες όπως οι Grey Gallows, που πρόσφατα έπαιξαν στην Ολλανδία και στην Γερμανία, όπως επίσης και οι Incirina που θα παίξουν σύντομα στην Γερμανία. Η ευρωπαϊκή αγορά έχει ανοίξει πάρα πολύ για τους Έλληνες. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχουν ελληνικές μπάντες που έχουν fan base. Βλέπεις για παράδειγμα ελληνικές μπάντες που γεμίζουν το Gagarin και δεν είναι μία και δύο, είναι αρκετές μπάντες. Επίσης έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ ένα είδος που κινείται ανάμεσα στο αναρχοπανκoσυνθ, που το παρακολουθεί πολύς κόσμος. Υπάρχει ας πούμε μια μπάντα, οι Γεμάτος Aράχνες Ρε Φίλε, που είχαν παίξει στην κατάληψη στην Ανάληψη Βύρωνα, και είχε γίνει χαμός.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει ακόμα εύφορο έδαφος για την dark wave/ post punk σκηνή, ότι έχει πράγματα να δώσει, ή ότι είναι ένα είδος που επιβιώνει ως νοσταλγικό άκουσμα μιας μικρής μερίδας κάποιων ρομαντικών τύπων που αναβιώνουν το παρελθόν;
Νομίζω όχι πλέον. Η Ελλάδα αποτελεί στάση για πάρα πολλές μεγάλες μπάντες, γίνονται πάρα πολλές συναυλίες. Αν σκεφτείς ότι στα μεγαλύτερα φεστιβάλ που γίνονται όπως το Release και το Ejekt, βασίζονται ακριβώς σε μπάντες της dark wave σκηνής. Δηλαδή ποια είναι τα μεγαλύτερα ονόματα που θα παρουσιαστούν φέτος αν το σκεφτείς; Είναι οι Bauhaus, ο Nick Cave, οι Jesus & The Mary Chain, αλλά και στα πρόσφατα φεστιβάλ, τα μεγάλα ονόματα ήταν οι The Cure, ο Johnny Marr, οι New Order. Δηλαδή βλέπεις ότι το line up αυτών των φεστιβάλ, βασίζεται σε γκρουπ που ανήκουν σε αυτή τη σκηνή.
– Θα λέγατε ότι η μουσική είναι το ξόρκι μας, η θεραπεία μας;
Τώρα μη μου λες για θεραπείες, γιατί θα αρχίσω πάλι να μιλάω για τους Cure. Η μουσική είναι αυτό που μας βοηθά να εκφράσουμε όλα αυτά που νιώθουμε και ίσως δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε αλλιώς. Είναι όλα αυτά μαζί μου λες, αλλά επιπλέον είναι η διασκέδασή μας, είναι η εξωτερίκευση κάποιων συναισθημάτων που νιώθουμε, που κάποιοι το κάνουν καλύτερα από εμάς, οπότε τους ακούμε με χαρά.
– Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ως Cimemascope;
Λόγω του ότι ο δίσκος είναι πολύ φρέσκος, κι επειδή νιώθω ότι όντως αυτόν τον δίσκο θέλω να τον παρουσιάσω στο κοινό, ετοιμάζουμε σύντομα κάποια live. Πόσο σύντομα; Το έχουμε οριοθετήσει μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Έχω και τα κονέ οπότε μπορούμε εύκολα να παίξουμε support σε κάποια συναυλία (γέλια). Κάτι άλλο που επίσης ετοιμάζουμε είναι ένα βιντεοκλίπ για το κομμάτι «Die In Summer» που θεωρώ ότι είναι η πιο indie pop στιγμή του δίσκου. Έχουν γίνει και κάποια πολύ ωραία remixes από τους Misfortunes και τους Dark-o-matic, οπότε τα περιμένουμε κι αυτά σύντομα.
Είναι κυρίως γνωστός για την παρουσία του στα σκοτεινά μαγαζιά της πόλης και του εναλλακτικού clubbing μέσω της πολύχρονης θητείας του ως dj στο Dark Sun και τα τελευταία χρόνια στο Death Disco. Επίσης από τη δεκαετία του 90’ έχει διοργανώσει μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες συναυλίες της εναλλακτικής σκηνής. Πέρα όμως από όλα αυτά που λίγο πολύ είναι γνωστά σε όποιον έτυχε να βρεθεί έστω και ως περαστικός στη σκοτεινή πλευρά της πόλης, ο Λεωνίδας Σκιαδάς σε έναν πιο δικό του, εσωτερικό χρόνο, δημιούργησε τους Cinemascope, ένα προσωπικό του project που άρχισε να μορφοποιείται όταν ένιωσε την ανάγκη να βγάλει προς τα έξω τις μουσικές που έφτιαχνε στο σπίτι του. Mετά από οκτώ χρόνια απουσίας oι Cinemascope επέστρεψαν με οκτώ νέα τραγούδια στον δίσκο «A Crack On The Wall» που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα και θυμίζει ένα χαρμόλυπο ταξίδι πάνω από την πόλη.
– Από ποιο σημείο θα θέλατε να ξεκινήσουμε; Ίσως με την ιστορία της μπάντας;
Ήταν ένα project που ήθελα να φτιάξω για να εκφράσω διάφορα πράγματα που είχα στο μυαλό μου, τις επιρροές μου, και να αξιοποιήσω πιο δημιουργικά όλα αυτά τα βιώματα που είχα πιο μικρός κτλ. Μπάντα ουσιαστικά δεν υπήρχε ποτέ, αλλά το project πήρε μορφή όταν αποφάσισα ότι αυτά τα πράγματα που έκανα σπίτι μου, ήθελα να περάσουν λίγο προς τα έξω και να υπάρξει ένα ακροατήριο. Δεν μου αρκούσε πια να γράφω μουσική που να την ακούω μόνος μου, αλλά να γράψω μια μουσική που να απευθυνθεί σε κάποιους ανθρώπους. Οπότε μάλλον η αρχή των Cinemascope ορίζεται όταν έκλεισα το συμβόλαιο με την πρώτη μου εταιρία την Wave Records στη Βραζιλία και οριοθετήθηκε ότι αυτό το πράγμα θα βγει προς τα έξω. Αυτό συνέβη κάπου το 2012, και ο πρώτος δίσκος κυκλοφόρησε το 2014. Παρόλο που έγραφα τραγούδια πριν από αυτό, τότε ήταν που άρχισε να γίνεται πιο εξωστρεφές το όλο πράγμα.
– Μια δισκογραφική στη Βραζιλία. Πώς προέκυψε;
Η Βραζιλία και γενικά η Λατινική Αμερική είναι η πιο δυνατή αγορά εδώ και πολλά χρόνια της darkwave σκηνής. Δηλαδή και οι περισσότεροι fans των Cinemascope, είναι από εκεί. Γιατί η εταιρία το έχει δουλέψει πάρα πολύ καλά σε αυτή την αγορά.
– Με ποιο μουσικό είδος ήρθατε αρχικά σε επαφή και πώς εξελιχτήκατε μουσικά;
Με το είδος που ήρθα αρχικά σε επαφή από πού μικρός, είναι αυτό που λέμε new wave, dark wave και gothic.
– Πόσο μικρός δηλαδή;
Πάρα πολύ μικρός. Πέρα από την πρώτη συναυλία που πήγα τους Iron Maiden που πήγα και δεν ήξερα τίποτα το 88′, που ουσιαστικά πήγα λόγω παρέας, η πρώτη μου συναυλία που πήγα συνειδητοποιημένος για το που πάω και τι κάνω, ήταν οι Cure то 89′.
– Ποια υπήρξε η αφορμή να στραφείτε προς αυτό το είδος;
Κάποιος γνωστός έφερε κάποιους δίσκους, και λέει «άκου αυτό!», και κάπως έτσι προέκυψε και κολλήσαμε με αυτό το πράγμα. Στην πορεία ξέρεις βρέθηκε ένας άλλος γνωστός που μου έδωσε μια κασέτα που μέσα είχε Christian Death, X-Mal Deutschland, Chameleons, τέτοια πράγματα. Οπότε πήγαμε στο επόμενο στάδιο, και νομίζω από τότε δεν άλλαξε, αυτά είναι τα πράγματα που μου αρέσουν κατά κύριο λόγο. Ήμουν πολύ fan της future pop σκηνής η οποία άνθισε στα τέλη των 90s όπως οι Apoptygma Berzerk, VNV Nation, Covenant, όλα αυτά μου άρεσαν πάρα πολύ τότε και θεωρώ ότι είχε και νόημα, ότι είχε λόγο ύπαρξης.
– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική που δημιουργείτε, και τι επιρροές έχετε;
Η μουσική που παίζω νομίζω ότι είναι ένα new wave, dark wave κράμα που έχει όμως και κάποιες επιρροές κι από άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα από indie pop που ανέκαθεν ήμουνα fan της. Όπως σου είχα αναφέρει και πιο πάνω για τις 3 μπάντες του new wave που με καθόρισαν σαν άνθρωπο και σαν ακροατή, που είναι οι Cure, οι Depeche Mode και οι Smiths, που από τους τελευταίους βγήκε η indie pop την οποία εκτιμώ πάρα πολύ και στον τελευταίο μου δίσκο μπορεί κάποιος να το εντοπίσει. Υπάρχουν λιγότερα στοιχεία από τους Depeche Mode, αλλά οι Cure είναι αυτοί που νομίζω ότι είναι οι πιο έντονοι στο δίσκο, και όχι τυχαία, γιατί είναι όντως το αγαπημένο μου συγκρότημα.
– Πώς προέκυψε το όνομα της μπάντας «Cinemascope» και τι συμβολίζει;
Διάλεξα αυτό το όνομα γιατί ανέκαθεν πίστευα και ήταν μια πολύ έντονη αίσθηση που την είχα τότε και την έχω ακόμα, ότι γενικά σε αυτή τη ζωή είμαστε κάπως παρατηρητές. Όπως βλέπουμε μια ταινία, κάπως έτσι είναι και η ζωή μας, και για διάφορους λόγους, είτε πολιτικούς, είτε προσωπικούς, παραμένουμε παρατηρητές, χωρίς να μας επιτρέπεται να είμαστε πιο ενεργοί σε αυτό που διαδραματίζεται γύρω μας. Βέβαια, αν το προσωπικό μας στοιχείο ήταν διαφορετικό και μπορούσαμε να λειτουργήσουμε διαφορετικά, ίσως σε μια συλλογική φάση να μπορούσε να αλλάξει στο πολιτικό πλαίσιο γενικότερα, αλλά επειδή έχουμε διάφορα προσωπικά θέματα ο καθένας και δυσκολίες, όλο αυτό είναι λίγο τροχοπέδη. Βασικά αυτό. Ήθελα κάτι κινηματογραφικό στον τίτλο ότι απλά είμαστε παρατηρητές μιας κατάστασης που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας.
– Λεωνίδας Σκιαδάς, Γιάννης Παπαϊωάννου. Πως συναντήθηκαν οι δρόμοι σας και πως διατηρείτε μια επιτυχημένη και δημιουργική συνεργασία;
Με τον Γιάννη έχουμε το εξής κοινό χαρακτηριστικό. Είμαστε Cure fans. Πολύ κιουράδες και οι δύο. Οπότε κάπως έτσι προέκυψε η γνωριμία μας, και ο Γιάννης έπαιξε τις κιθάρες, αλλά και ένα άλλο όργανο, που ονομάζεται base 6, που είναι ουσιαστικά ένα εξάχορδο μπάσο, το οποίο χρησιμοποιούν και πολύ συχνά οι Cure. Και αποδέχτηκα την δική του προσθήκη με πολλή χαρά. Δυστυχώς όμως ο Γιάννης δεν συμμετέχει στη μπάντα που έχουμε φτιάξει τώρα, λόγω του ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, και η απόσταση είναι ένα πρόβλημα. Η συνεισφορά του βέβαια είναι πάρα πολύ σημαντική.
– Η καινούργια μπάντα; Είναι full band; Θες να μας πείτε λίγες πληροφορίες για αυτήν;
Όσο full band παίζει στα πλαίσια τα δικά μας. Εν πάση περιπτώσει, το full band αποτελείται από ένα drum machine, πλήκτρα ηχογραφημένα, ένα μπάσο και μια κιθάρα. Όπου στο μπάσο είναι ο Νίκος Δρίβας πλέον, ο οποίος ήταν στους Distorted Image, ένα παλιό ωραίο dark wave γκρουπ, όπως επίσης και στους Soho Six μια indie μπάντα, ενώ τώρα έχει τους Das Noir, ένα project δικό του. Το άλλο μέλος είναι ο Πάνος Αγγελοθανάσης ο οποίος έχει τους One Man Drop, και ήταν και για πολλά χρόνια ηχολήπτης στο death disco, οπότε πλέον με αυτούς κάνουμε πρόβες, και θεωρώ ότι είμαστε σε ένα καλό επίπεδο και σύντομα πιστεύω θα μπορέσουμε να κάνουμε και κάποιο live, αρκεί να μάθω να θυμάμαι τους στίχους.
– Παίρνω ένα τραγούδι από τον τελευταίο σας δίσκο «Α Crack On the Wall» που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα, το «Ocean», ένα track όπου πρωταγωνιστούν τα μελαγχολικά μα και ρομαντικά synths, που θυμίζει ένα χαρμόλυπο ταξίδι που αγναντεύει τον κόσμο από ένα ύψωμα και κλείνει με τον στίχο «Watching the days go by I see my life is disappeared». Ποια είναι η ιστορία του κομματιού;
Σίγουρα συνδέεται με την προηγούμενη κουβέντα που κάναμε, και θεωρώ ότι αυτή είναι και η γενικότερη αίσθηση του δίσκου, ότι είμαστε λίγο αμέτοχοι σε αυτά που συμβαίνουν. Ότι απλά είμαστε κάπου και τα παρατηρούμε καθώς οι μέρες μας περνάνε, και η ζωή η ίδια περνάει, και τελικά δεν κάναμε τίποτα. Πράγματα που μας κάναν δυστυχισμένους, δεν κάναμε τίποτα για να τα αλλάξουμε, πράγματα που μας κάναν ευτυχισμένους δεν κάναμε τίποτα για να τα κρατήσουμε, και τελικά απλά ζούσαμε κάποιες καταστάσεις χωρίς να επεμβαίνουμε. Αυτή η αίσθηση διατρέχει όλο τον δίσκο.
– Συμβαδίζει δηλαδή με την κλασική dark wave αντίληψη.
Ναι, σίγουρα δεν μπορείς να παίζεις dark wave και να είσαι και πολύ χαρούμενος. Αλλά δεν είναι κι όλα μαύρα, υπάρχει και μια χαραμάδα φωτός, όπως προκύπτει κι από τον τίτλο του δίσκου «A crack on the wall» που υπαινίσσεται ότι μπορεί να είναι όλα μαύρα, αλλά υπάρχει και μια χαραμάδα απ’όπου μπορεί και να μπει λίγο φως.
– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθετε εσωτερικά μέσα σας κάθε φορά που κυκλοφορείτε έναν καινούργιο δίσκο ή τραγούδια;
Για μένα αυτά τα 8 χρόνια που πέρασαν από τον προηγούμενο δίσκο, ήταν ας το πούμε δύσκολα, και βγήκε στιχουργικά κάτι αυθόρμητο, που προέκυψε μέσα από αυτές τις δύσκολες καταστάσεις που συνέβησαν μέσα σε αυτή την οκταετία. Οι πωλήσεις δεν είναι κάτι που με απασχολεί, αλλά το να εξωτερικεύσω και να σπρώξω παραπέρα αυτά τα κομμάτια με ενδιαφέρει, γι’αυτό και δεν είμαι πλέον μόνος μου, αλλά δημιουργήθηκε και μια μπάντα.
– Με μια πολύχρονη παρουσία στη dark Αθηναϊκή νύχτα και στο Death Disco όπου διοργανώνονται πολλές συναυλίες, σίγουρα θα έχετε γνωρίσει πολλούς μουσικούς της dark wave / post–punk σκηνής. Θα ήθελα να μας πείτε ποιος ή ποια σας έκανε εντύπωση, και να αναφερθείτε σε κάποιο περιστατικό που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη σας.
Γενικά είμαι λίγο αποστασιοποιημένος με αυτά. Ενώ έχουν περάσει πάρα πολλές μπάντες από εδώ, συνήθως οι σχέσεις μας μένουν στο τυπικό. Αυτός που μου έχει κάνει εντύπωση και τον θεωρώ και φίλο μου κατά κάποιο τρόπο, είναι ο Ronan Harris των VNV Νation, με τον οποίο μπορούμε να κάτσουμε και να μιλήσουμε. Δηλαδή μετά από μερικά ποτά, μπορώ να του πω τον πόνο μου, να κάτσω και να του τα πω όλα. Έχουμε μια σχέση λίγο πιο ιδιαίτερη θα έλεγα. Ή θυμάμαι ήταν φοβερός ο Alexander Hacke από τους Neubauten, ο οποίος είχε παίξει εδώ πέρα με ένα project που έχει, τους Hackedepicciotto και είχε έρθει μαζί με τη γυναίκα του, ο οποίος ήταν τόσο άνετος, τόσο κουλ, που ήταν ευχαριστημένος με τα πάντα, και τα έβρισκε όλα ωραία. Είχαμε πάει κάπου εδώ κοντά να φάμε, και τον έβλεπες, ότι ενώ τα έχει ζήσει όλα, ότι έχει κατασταλάξει και φαινόταν ευτυχισμένος με πολύ απλά πράγματα, από τη σαλάτα που έτρωγε, μέχρι το οτιδήποτε. Όλα του φαίνονταν υπέροχα.
– Είστε σε έναν θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο τραγούδι επιλέγετε να ακούσετε λίγο πριν το τέλος;
Καταρχήν δηλώνω πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί είμαι πολύ εξοικειωμένος με την ιδέα του θανάτου, είναι κάτι το οποίο δεν με φοβίζει καθόλου, και ίσως μερικές στιγμές θα το αποδεχόμουν και με χαρά ίσως. Τώρα ποιο θα ήταν το τελευταίο τραγούδι θα άκουγα; Δίχως δεύτερη σκέψη, είναι το «Faith» των Cure. Σίγουρα για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, αυτό θα επέλεγα λίγο πριν το τέλος. Όπου λέει, “I walked away alone with nothing left than faith». Faith σε τίποτα ίσως, αλλά ότι μόνοι μας ερχόμαστε, μόνοι μας φεύγουμε, με λίγα πράγματα τελοσπάντων.
– Πιστεύετε ότι οι μουσικοί στην Ελλάδα είναι λιγότερο προνομιούχοι σε σχέση με όσους βρίσκονται στο εξωτερικό;
Νομίζω πως όχι, και συγκεκριμένα τα τελευταία χρόνια, από την οικονομική κρίση κι έπειτα, η ελληνική σκηνή έχει ανέβει πάρα πολύ. Δηλαδή υπάρχουν αρκετές μπάντες που καταφέρνουν και κάνουν καριέρα στο εξωτερικό. Κάποτε λέγαμε μόνο για τους Rotting Christ, αλλά πλέον έχουμε μπάντες. Οι Selofan για παράδειγμα, που βγαίνουν και παίζουν σε όλο τον κόσμο, και όχι μόνο, αλλά ακόμα και νεότερες μπάντες όπως οι Grey Gallows, που πρόσφατα έπαιξαν στην Ολλανδία και στην Γερμανία, όπως επίσης και οι Incirina που θα παίξουν σύντομα στην Γερμανία. Η ευρωπαϊκή αγορά έχει ανοίξει πάρα πολύ για τους Έλληνες. Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχουν ελληνικές μπάντες που έχουν fan base. Βλέπεις για παράδειγμα ελληνικές μπάντες που γεμίζουν το Gagarin και δεν είναι μία και δύο, είναι αρκετές μπάντες. Επίσης έχει αναπτυχθεί πάρα πολύ ένα είδος που κινείται ανάμεσα στο αναρχοπανκoσυνθ, που το παρακολουθεί πολύς κόσμος. Υπάρχει ας πούμε μια μπάντα, οι Γεμάτος Aράχνες Ρε Φίλε, που είχαν παίξει στην κατάληψη στην Ανάληψη Βύρωνα, και είχε γίνει χαμός.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει ακόμα εύφορο έδαφος για την dark wave/ post punk σκηνή, ότι έχει πράγματα να δώσει, ή ότι είναι ένα είδος που επιβιώνει ως νοσταλγικό άκουσμα μιας μικρής μερίδας κάποιων ρομαντικών τύπων που αναβιώνουν το παρελθόν;
Νομίζω όχι πλέον. Η Ελλάδα αποτελεί στάση για πάρα πολλές μεγάλες μπάντες, γίνονται πάρα πολλές συναυλίες. Αν σκεφτείς ότι στα μεγαλύτερα φεστιβάλ που γίνονται όπως το Release και το Ejekt, βασίζονται ακριβώς σε μπάντες της dark wave σκηνής. Δηλαδή ποια είναι τα μεγαλύτερα ονόματα που θα παρουσιαστούν φέτος αν το σκεφτείς; Είναι οι Bauhaus, ο Nick Cave, οι Jesus & The Mary Chain, αλλά και στα πρόσφατα φεστιβάλ, τα μεγάλα ονόματα ήταν οι The Cure, ο Johnny Marr, οι New Order. Δηλαδή βλέπεις ότι το line up αυτών των φεστιβάλ, βασίζεται σε γκρουπ που ανήκουν σε αυτή τη σκηνή.
– Θα λέγατε ότι η μουσική είναι το ξόρκι μας, η θεραπεία μας;
Τώρα μη μου λες για θεραπείες, γιατί θα αρχίσω πάλι να μιλάω για τους Cure. Η μουσική είναι αυτό που μας βοηθά να εκφράσουμε όλα αυτά που νιώθουμε και ίσως δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε αλλιώς. Είναι όλα αυτά μαζί μου λες, αλλά επιπλέον είναι η διασκέδασή μας, είναι η εξωτερίκευση κάποιων συναισθημάτων που νιώθουμε, που κάποιοι το κάνουν καλύτερα από εμάς, οπότε τους ακούμε με χαρά.
– Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ως Cimemascope;
Λόγω του ότι ο δίσκος είναι πολύ φρέσκος, κι επειδή νιώθω ότι όντως αυτόν τον δίσκο θέλω να τον παρουσιάσω στο κοινό, ετοιμάζουμε σύντομα κάποια live. Πόσο σύντομα; Το έχουμε οριοθετήσει μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Έχω και τα κονέ οπότε μπορούμε εύκολα να παίξουμε support σε κάποια συναυλία (γέλια). Κάτι άλλο που επίσης ετοιμάζουμε είναι ένα βιντεοκλίπ για το κομμάτι «Die In Summer» που θεωρώ ότι είναι η πιο indie pop στιγμή του δίσκου. Έχουν γίνει και κάποια πολύ ωραία remixes από τους Misfortunes και τους Dark-o-matic, οπότε τα περιμένουμε κι αυτά σύντομα.