Ο Captain Beefheart πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου του 2010 κουβαλώντας πάνω του το στίγμα του «παράξενου», σαν κάποιο ιερό σημάδι που τον έκανε ταυτόχρονα απόκοσμο και απαραίτητο.

Αν ο δωδεκαφθογγικός μαθητής του Howlin’ Wolf, που φλέρταρε με τον σουρεαλισμό και κοίταξε με θολό βλέμμα το όραμα του όψιμου Coltrane, δεν είχε κατά λάθος θεωρηθεί ροκ μουσικός, ο θάνατός του θα περνούσε τόσο αθόρυβα όσο ένας καλλιτέχνης που παίζει φλάουτο σε κάποιο ξεχασμένο υπόγειο γκαράζ. Όμως όχι. Ο Captain Beefheart υπήρξε — και αυτό τον κατέστησε έναν από εκείνους τους εκκεντρικούς που δεν μπορείς να βάλεις στην άκρη όσο κι αν θες. Είναι σαν εκείνον τον περίεργο τύπο που σκάει σε ένα πάρτι, φοράει ένα καπέλο με φτερά, κουβαλάει τα μυστικά του σύμπαντος στην τσέπη του και προσπαθεί να σου εξηγήσει γιατί τα καπάκια από κονσέρβες είναι το μέλλον της μουσικής. Αυτόν τον τύπο, αν τον συναντούσες μια φορά, δεν θα μπορούσες να τον ξεχάσεις ποτέ.

Γι’ αυτό, λοιπόν, όσοι συνάντησαν τον Beefheart και τον άκουσαν προσεκτικά, έστω και μια φορά στη ζωή τους, ξέρουν ότι αυτός ο καλλιτέχνης είναι σαν εκείνα τα παράξενα όνειρα που σε ξυπνάνε στις τρεις το πρωί ή σαν εκείνους τους πίνακες του Νταλί που κοιτάς με καχυποψία και λες «Ωραία, αλλά γιατί τα ρολόγια λιώνουν;». Στο τέλος, με τον Beefheart, αυτό που είχα καταλάβει από τις δικές μου μουσικές συναντήσεις με την μουσική του, είναι πως δεν έχει σημασία αν τον καταλαβαίνεις· σημασία έχει ότι τον θυμάσαι. Και αυτός, μάλλον, ήταν ο σκοπός.

Φωτ.: Διαφημιστική φωτογραφία από την Α&Μ Records η οποία κυκλοφόρησε τα 4 πρώτα singles των Captain Beefheart And His Magic Band.

Ο Ντον Βαν Βλιτ (Don Van Vliet), ήταν μια φιγούρα ντυμένη με την ομίχλη της ιδιαιτερότητας, και πάντα χόρευε στον ρυθμό της δικής του παράξενης μελωδίας. Από πολύ μικρός, οι γονείς του, αναγνωρίζοντας τη λαμπερή ιδιοφυΐα του στη μουσική, καλλιέργησαν τα ταλέντα του με μια σχεδόν «υπερβολική» φροντίδα. Αυτή η φροντίδα, ωστόσο, μερικές φορές ξεπερνούσε τα όρια. Στην ηλιόλουστη Καλιφόρνια, όπου τα όνειρα και οι πραγματικότητες συχνά μπλέκονταν, ο Φρανκ Ζάππα—ένας άλλος λαμπρός εκπρόσωπος της avant-garde—περιπλανιόταν στην ίδια γειτονιά. Στο ντοκιμαντέρ του 1997 “The Artist Formerly Known as Captain Beefheart”, ο Ζάππα αναπολεί τις εφηβικές του περιπέτειες στο σπίτι του Βαν Βλιτ. Εκεί, παρατηρούσε τον νεαρό Ντον να είναι μαγεμένος από τις μπλουζ μελωδίες, χαμένος σε έναν κόσμο ήχου, μόνο και μόνο για να σπάσει την ακρόαση με κραυγές προς τη μάνα του για να του φέρει μια ακόμη Pepsi.

Σε εκείνα τα νεανικά χρόνια που τον έπλασαν και τον διαμόρφωσαν, η ζωή του Βαν Βλιτ ήταν ένα υφαντό φτιαγμένο μόνο από νότες και φαντασία. Οι μέρες του περνούσαν περιτριγυρισμένες από τις ψυχές των μπλουζ δίσκων, μια μουσική υπόκρουση στη δημιουργικότητά του που ανθούσε. Οι ζωντανές αναμνήσεις του Ζάππα στο ντοκιμαντέρ σκιαγραφούν την εικόνα ενός αγοριού που δεν άκουγε απλώς αλλά βυθιζόταν στα βάθη της μουσικής έκφρασης. Η εικόνα είναι αυτή της νεανικής ζωηράδας και της καλλιτεχνικής φλόγας, όπου μια απλή καθημερινή πράξη, να ζητάει ένα αναψυκτικό από την μητέρα του, γίνεται μια στιγμιαία τελετουργία στη ζωή ενός ανερχόμενου ιδιοφυούς.

Ο Captain Beefheart, μετά από αμέτρητες Pepsi και αμέτρητα ευλαβικά ηχολουτρά με blues, βρήκε μια ομάδα μουσικών πρόθυμων να τον ακολουθήσουν στην εξαιρετική του πορεία και σχημάτισε την Magic Band— την ονόμασε έτσι μετά από ένα επαναλαμβανόμενο όραμα που είχε ως παιδί, στο οποίο έπινε μια Pepsi και ένας φανταστικός θίασος εμφανιζόταν πίσω του. Ήταν ένας τελειομανής σε ακραίο βαθμό, και η συμπεριφορά του προς τα μέλη της μπάντας του ήταν συχνά σκληρή. Τους κλείδωνε στο σπίτι για ώρες, ενώ τους έριχνε ακόμα και από τις σκάλες όταν έκαναν λάθη. Κάποιος από τους συνεργάτες του ισχυρίστηκε κάποτε ότι αναγκάστηκε να ζήσει μόνο με σόγια για έναν ολόκληρο μήνα. Ένας άλλος, φτάνοντας στα όρια της αντοχής του, απείλησε τον Beefheart με μια γεμάτη φαρέτρα. Ευτυχώς, η κατάσταση εξομαλύνθηκε αλλά η ιστορία της Magic Band είναι γεμάτη από σουρεαλιστικά στοιχεία και ονειρικές εικόνες, όπου η μουσική συμβαδίζει με την τρέλα και την ιδιοφυΐα. Κάθε πρόβα ήταν σαν μια τελετή μαγείας, με τον Beefheart να καθοδηγεί τους μουσικούς του σε ένα ταξίδι που συνδύαζε τη μουσική και την ψυχολογία. Οι φωνές τους αντηχούσαν στους τοίχους του σπιτιού, καθώς οι ήχοι των μπλουζ γίνονταν ένα με τις κραυγές του καλλιτέχνη, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα και ο μύθος μπλέκονταν αριστοτεχνικά.

Η πρώτη τους προσπάθεια, το θρυλικό “Safe as Milk” (1967), αποκαλύφθηκε σε μια θάλασσα ενθουσιασμού. Η τεχνική τους δεξιοτεχνία ήταν ολοφάνερη, ενώ η φωνή του Beefheart αναδείκνυε τον εαυτό της ως το πιο αξιοσημείωτο όργανο όλων: τραγουδούσε με μια βαθιά, βραχνιασμένη χροιά, ακριβώς σαν αυτή του θρυλικού Howlin’ Wolf. Οι σπόροι της πειραματικής μουσικής που θα ακολουθούσε, με τις αναπάντεχες, τρελές και ασύγχρονες χρονικές μεταβολές στο ρυθμό, μαζί  με τις εκκεντρικές κραυγές του, άρχισαν να διαφαίνονται. Το “Safe as Milk” ακούγεται μέχρι σήμερα σαν μια υπερβατική μαγική πτήση στον κόσμο των ήχων, όπου οι νότες κυλούν σαν μικρά ρυάκια και οι μελωδίες υφαίνουν ένα παραληρηματικό ονειρικό τοπίο. Κάθε κομμάτι είναι και μια εξερεύνηση σε άγνωστα εδάφη, και κάθε μια από αυτές τις μουσικές περιπέτειες είναι γεμάτη από ανατροπές και εκπλήξεις. Η φωνή του Beefheart, σαν μια μαγική αύρα, συνοδεύει τους ακροατές σε ένα ταξίδι που αν το κάνεις μια φορά χωρίς ζώνη ασφαλείας τότε είσαι έτοιμος να το ακολουθήσεις μέχρι τέλους. Γιατί οι ήχοι και οι ρυθμοί του προμήνυαν την επερχόμενη τρέλα της μουσικής του Beefheart, προαναγγέλλοντας ένα μέλλον γεμάτο από ανατροπές και πειραματισμούς που θα έκαναν τον κόσμο της μουσικής να αναστενάξει από θαυμασμό και σεβασμό.

Κάποιοι δίσκοι στην ιστορία της ροκ δεν κερδίζουν απλώς κριτικές· αποκτούν επιγράμματα. Το “Trout Mask Replica” του Captain Beefheart δεν είναι «ο ήχος μιας γενιάς», ούτε «η στιγμή που η ροκ ωρίμασε», ούτε καν «το μεγαλύτερο αριστούργημα που κανείς δεν άκουσε ποτέ». Αντίθετα, είναι «εκείνος ο δίσκος που πρέπει να ακούσεις τουλάχιστον μία φορά» — και μετά, υποτίθεται, είτε μεταμορφώνεσαι διά βίου, είτε φεύγεις ανεπανόρθωτα αποξενωμένος, αλλά με έναν τρόπο που σε έχει κατά παράξενο τρόπο κάνει καλύτερο ακροατή (και άνθρωπο). Έτσι το ένιωσα κι εγώ. Μου το σύστησαν, πριν πολλά χρόνια, σαν τελετή ενηλικίωσης, μετά την τρελή αγάπη μου για το “666” και μου το πρότειναν σαν μια είσοδο σε έναν κόσμο περισσότερο παράξενο από αυτόν των Aphrodite’s Child… «μια δοκιμασία για να δεις αν μπορείς να αντέξεις». Μικρός δεν άντεχα τους αυτοσχεδιασμούς, σιχαινόμουν τα σόλο στα τύμπανα, μισούσα την κακοφωνία, δεν μπορούσα να ακολουθήσω το χάσιμο της τζαζ, αλλά… η πρώτη μου συνάντηση με το “Trout Mask Replica” ήταν σοκαριστική. Δεν ήταν απλώς θορυβώδες ή εκστατικό — ήταν πραγματικά άσχημο, άρρωστο, χαλασμένο, σπασμένο και πολύ περήφανο γι’ αυτό που ήταν.

Τα χρόνια περνούσαν και κάθε τόσο έκανα πολλές προσπάθειες για να αντέξω στην πλήρη αφήγησή της αυτή την 80λεπτη δίνη ήχων. Έβαζα κανόνες στον εαυτό μου να μην παραιτηθεί εύκολα –ειδικά να αντέξει το “The Dust Blows Forward ‘N the Dust Blows Back” και να φτάσει αισίως στο συγκλονιστικό “Dachau Blues” που τουλάχιστον μέσα στην παραφωνία του έθιγε ένα θέμα που φούντωνε την εφηβική φαντασία μου – μέχρι που ένα βράδυ κατέληξα ότι όλο αυτό ήταν τόσο λάθος ή σπασμένο ή απόλυτα δημιουργικό με την πιο κυριολεκτική έννοια: ένα δυνατό, σπαρακτικό ιδίωμα που αφού πρώτα γ#μησε όλο το μουσικό σύμπαν, μετά του έβαλε φωτιά. Και μέσα από τις φλόγες γεννιόταν ένα άλλο σύμπαν όπου η λογική έλιωνε και μετά αναγεννιόταν σε υπόγειες νότες και μεταλλικές φωνές. Κάθε ήχος, κάθε αλλόκοτη αρμονία, και ένα κάλεσμα στο άγνωστο — όχι για να το κατανοήσεις, αλλά για να σταθείς αντιμέτωπος μαζί του.

Κάποιος —δεν θυμάμαι ποιος, ίσως κάποιος μεθυσμένος μουσικολόγος— είπε κάποτε ότι το “Trout Mask Replica” ακούγεται σαν μια μπλουζ μπάντα που κατρακυλά από μια σκάλα, ενώ τα μέλη της, σαν υπνωτισμένοι ακροβάτες, συνεχίζουν να παίζουν τα όργανά τους. Μια εικόνα ξεκαρδιστική και εκθαμβωτική, τραγικά ακριβής και ταυτόχρονα άδικη. Γιατί, μέσα στην επιπολαιότητα αυτού του παραλληλισμού, χάνεται η αλήθεια: το “Trout Mask Replica” δεν είναι μια απλή σύγκρουση ήχων — είναι μια προσεκτικά ενορχηστρωμένη καταστροφή, ένα χαοτικό θαύμα που στέκεται περήφανο ανάμεσα στα κορυφαία αριστουργήματα της free jazz και του πειραματικού ροκ των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Αν ζητάς εγγυήσεις, φέρνω τους μεγάλους μάρτυρες. Ο John Peel, ο μουσικός ιεροκήρυκας που ήξερε να διαχωρίζει την αλήθεια από τον θόρυβο, και ο Matt Groening, ο δημιουργός των Simpsons, ένας άνθρωπος που έχτισε κόσμους από την ίδια παράνοια και ιδιοφυΐα που διαποτίζει αυτό το άλμπουμ, έχουν ομολογήσει ότι το “Trout Mask Replica” είναι το απόλυτο αγαπημένο τους άλμπουμ. Και όταν άνθρωποι που ξέρουν να βλέπουν πίσω από τις κουρτίνες του συνηθισμένου μιλούν, εσύ απλά πρέπει να τους ακούς.

Ένα μέρος του κόσμου, μαζί και εγώ, είχε την τύχη να απολαύσει ακόμη μια δεκαετία ή λίγο παραπάνω από τη μουσική του Captain, αυτού του αλλόκοτου μάγου που έμοιαζε να παίζει με το χάος και να το μετατρέπει σε συμφωνία. Σ’ αυτήν την περίοδο, χάρισε στον κόσμο αρκετούς ακόμη φανταστικούς δίσκους — οι περισσότεροι λαμπροί σαν αστέρια που έπεσαν από έναν άλλο ουρανό — και περιπλανήθηκε στον κόσμο με τον Zappa στην ιστορική περιοδεία “Bongo Fury”. Όμως, όπως κάθε πραγματικός δημιουργός, είχε πάντα το βλέμμα του στραμμένο σε κάτι πέρα. Κι έτσι, το 1982, μια νέα εμμονή άρχισε να κλέβει τον χρόνο και τη φαντασία του: η ζωγραφική. Ένας νεοϋορκέζος έμπορος τέχνης του ψιθύρισε κάποτε πως δεν θα τον έπαιρναν ποτέ στα σοβαρά σαν καλλιτέχνη αν δεν άφηνε τη μουσική μια και καλή. Και ο Captain, με το πείσμα και την αλλοπρόσαλλη σοφία που τον χαρακτήριζαν, κατέβασε την αυλαία. Όταν οι μπερδεμένοι του θαυμαστές τον ρώτησαν «Γιατί;», απάντησε με την αφοπλιστική του ειρωνεία: «Έγινα πολύ καλός με το σαξόφωνο».

Κι έτσι, τα επόμενα είκοσι χρόνια έζησε σχεδόν σαν ερημίτης, μακριά από τον κόσμο και τη φασαρία του, ένας θρύλος που εξαφανίστηκε στα τοπία της ερήμου και της φαντασίας του. Εκεί, ζωγράφιζε καμβάδες τόσο παράξενους όσο και η μουσική του — άγριες γραμμές, αλλόκοτες μορφές, χρώματα που συγκρούονταν σαν οι τόνοι της φύσης να είχαν χάσει την ισορροπία τους. Τα έργα του, σχεδόν πρωτόγονα, σαν μανιφέστα ενός άλλου κόσμου, πωλούνται σήμερα σε τιμές που θα έκαναν τον ίδιο να γελάσει με εκείνο το αινιγματικό του χαμόγελο. Ο Beefheart έφυγε από τη ζωή το 2010, αλλά όπως κάθε πραγματικός καλλιτέχνης, δεν έφυγε ποτέ. Απλώς απέδρασε, αυτή τη φορά οριστικά.

Η μουσική του παρακαταθήκη είναι τεράστια και τόσο πολύπλοκη όσο κι ο ίδιος. Δεν είναι εύκολη, δεν είναι όμορφη με την παραδοσιακή έννοια, αλλά πάνω απ’ όλα κανένας δεν μπορεί να την μιμηθεί. Πώς να αντιγράψεις κάτι που μοιάζει ακατάληπτο και ταυτόχρονα εξωφρενικά αυθεντικό; Εννοείται ότι γι’ αυτόν τον λόγο η επιρροή του δεν είναι άμεση — κανείς δεν μπόρεσε να ακουστεί σαν τον Beefheart, όπως κανείς δεν μπορεί να φτιάξει τον ήχο του ανέμου ή τον ήχο μιας πέτρας που πέφτει στο κενό από την άκρη ενός γκρεμού. Ωστόσο, αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις τα αποτυπώματά του παντού: στους πανκ που πήραν το χάος και το έκαναν γιορτή, στους κλασικούς του new wave που είδαν στο παράξενο μια άλλη ομορφιά, στους μουσικούς που πίστεψαν πως η αταξία μπορεί να είναι και τάξη.

Ο Beefheart δεν ήταν ήρωας, ούτε άγιος. Ήταν κάτι πιο σπάνιο: ένα πρωτότυπο, ένα πλάσμα που δεν χωρούσε σε κανένα κουτί και δεν άντεχε καμία ετικέτα. Ένας επαναστάτης χωρίς στρατό, μόνο με ένα καβαλέτο, ένα μικρόφωνο και μια απύθμενη λαχτάρα να διαλύσει τον κόσμο και να τον ξαναχτίσει από την αρχή.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.