Λίγα γαρούφαλα απομένουνε στις γλάστρες
Στον κάμπο θα `χουν κιόλας οργώσει τη γης
Ρίχνουν το σπόρο
Έχουν μαζέψει τις ελιές
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα
Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
Φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών
Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό
μέσα στην Προύσα.
Αυτό είναι ένα (σπαρακτικό, άχρονο με τον τρόπο της Υψηλής Τέχνης) ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ που μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος και μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος. Ο στίχος «φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών» ανατριχιάζει. Η ιστορία του δίσκου «Γράμματα στην Αγαπημένη» σε ποίηση Χικμέτ, ήταν ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο για τον αγαπημένο Έλληνα συνθέτη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1983, χρόνια όμως νωρίτερα ξεκίνησε η σπουδή του Μάνου πάνω στα γραπτά του Ναζίμ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Σαν σήμερα, στις 15 Ιανουαρίου του 1902 γεννήθηκε ο ποιητής Ναζίμ Χικμέτ
Ο γαλανομάτης λυρικός Τούρκος, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Θάνος Μικρούτσικος (που επίσης μελοποίησε ποιήματά του) αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ποιητές στην χώρα και την γενιά του, η φήμη του οποίου, δια μέσου του έργου του, έχει ξεφύγει από τα στενά όρια της πατρίδας του. Ο βασικός μεταφραστής του στα ελληνικά υπήρξε ο Γιάννης Ρίτσος. Ποιος ήταν όμως ο Ναζίμ Χικμέτ που έγραφε έτσι τρυφερά, ερωτικ΄και, συγχρόνως, επαναστατικά και ριζοσπαστικά;
Ο Ναζίμ Χικμέτ γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου του 1902 στην Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύθηκαν σε ηλικία δεκαεπτά ετών και έμελλε να γίνει ο ποιητής που εξέφρασε την αγωνία του τουρκικού λαού, αλλά και όλων των καταπιεσμένων λαών και ανθρώπων του κόσμου. Φυλακίστηκε για τις κομμουνιστικές του ιδέες, του αφαιρέθηκε η τουρκική υπηκοότητα, ενώ τα έργα του στην Τουρκία ήταν για πολλά χρόνια απαγορευμένα. Μέχρι σήμερα, το να δηλώσεις στην Τουρκία ότι είσαι φαν του Χικμέτ, συνυποδηλώνει πολλά. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, ο Χικμέτ γράφτηκε στη Ναυτική Σχολή Χάλκης, το 1918, υπό τη διοίκηση του Κεμάλ Ατατούρκ. Οι πρώτες του συγγραφικές απόπειρες ήταν πάνω στην πατριωτική ποίηση, ποιος θα το πίστευε; Για λόγους υγείας, το 1921, απαλλάχθηκε από την πορεία του στο Πολεμικό Ναυτικό και διορίστηκε καθηγητής στην Ανατολία.
Το 1922, εμπνευσμένος από τα μηνύματα της Οκτωβριανής Επανάστασης πέρασε τα σύνορα και πήγε στη Μόσχα. Ενδιαφέρθηκε έντονα για τη Ρωσική Επανάσταση και το πρώτο εργατικό κράτος, μελέτησε οικονομικά και κοινωνικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, ενώ επηρεάστηκε καλλιτεχνικά από το κίνημα του ρωσικού φουτουρισμού, που περιφρονούσε τις κοινωνικές συμβάσεις και τις παραδοσιακές φόρμες. Ήδη από το 1923 ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας και επέστρεψε στη χώρα του, όπου ήταν ήδη γνωστός, για να γράψει για την ανυπόφορη ζωή και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης που δεν είχε αλλάξει δραστικά από την εποχή των πασάδων. Αναγκάστηκε να επιστρέψει για ένα διάστημα στη Σοβιετική Ένωση (1925-1928), μιας που το τουρκικό καθεστώς τον κυνηγούσε αδιάκοπα.
Το 1938 καταδικάστηκε σε φυλάκιση και σε όλη τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο Χικμέτ βρέθηκε σε φυλακές σε όλη την τουρκική επικράτεια. Απελευθερώθηκε τελικά το 1950 μετά από διεθνή κατακραυγή και απεργία πείνας. Το 1951 του αφαιρέθηκε και η τουρκική ιθαγένεια. Στη φυλακή βέβαια συνέχιζε να γράφει ποιήματα και να δίνει κουράγιο τόσο στους δικούς του ανθρώπους όσο και σε όλους τους αδικημένους («Γράμματα στην αγαπημένη»). Η αγαπημένη δεν ξέρουμε αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Περισσότερο, ο Χικμέτ αποδίδει την φιγούρα της συμβολικά, ως αυτή ενός ανθρώπου που λείπει στον κρατούμενο, ως την ίδια την ιδέα της ελευθερίας. Ο Χικμέτ πίστευε στην αλληλεγγύη των λαών και των εργαζομένων ανά τον κόσμο, ιδιαίτερα των Ελλήνων και των Τούρκων, ενώ είχε εμπνευστεί από την ιστορίσ της δίκης και της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και έγραψε το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο»:
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶναι σὰν τὸ λόγο πού ῾πε στοὺς ἀνθρώπους
τὴ μέρα τῆς λεβεντιᾶς
τὴ μέρα τῆς ντροπῆς.
Αὐτὴ ἡ φωτογραφία
βγῆκε στο δικαστήριο
ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ θανατικὴ καταδίκη.
Το μήνυμα του Χικμέτ προς τον ελληνικό λαό που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά στη διάρκεια της έναρξης της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη, το 1951: «Φίλοι κι ἀδέλφια τῆς ψυχῆς μου. Ἐσεῖς ποὺ πέσατε στὶς φυλακὲς καὶ στὰ νησιὰ τῆς κόλασης, ποὺ σᾶς κρατᾶν ἁλυσωμένους μὲς στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατὶ πολεμᾶτε γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία, τὸ ψωμὶ καὶ τὴ λευτεριὰ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, δεχτεῖτε τὴν ἀγάπη καὶ τὸν θαυμασμό μου. Οἱ λαοὶ τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδας ἔχουνε τοὺς ἴδιους θανάσιμα μισητοὺς ἐχθρούς: τὸν ἀγγλοαμερικάνικο ἰμπεριαλισμὸ καὶ τοὺς ντόπιους λακέδες του. Οἱ λαοὶ τῆς Τουρκίας καὶ τῆς Ἑλλάδας, φιλιωμένοι ὁ ἕνας με τὸν ἄλλο, μὲ τὴ βοήθεια τῶν φιλειρηνικῶν λαῶν ὅλου τοῦ κόσμου, θὰ τσακίσουνε στὸ τέλος αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς τους. Αὐτὸ τὸ πιστεύω. Ὁ δικός σας ἔνδοξος ἀγώνας εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρὲς ἀποδείξεις ὅτι θὰ νικήσει ἡ ὑπόθεση τῆς εἰρήνης, τοῦ ψωμιοῦ καὶ τῆς λευτεριᾶς. Σᾶς σφίγγω ὅλους μ᾿ ἀγάπη στὴν ἀγκαλιά μου».
Ο ποιητής πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών. Δεν πρόλαβε ποτέ να ακούσει τα ποιήματά του να γίνονται τραγούδια στα ελληνικά, να επιτυγχάνεται αυτός ο σημαντικός γάμος που γεφυρώνει δυο ολόκληρους πολιτισμούς, δυο διαφορετικές γλώσσες, κάτω από την σεκπή του μεγαλείου, του κοινού τόπου όλων των ανθρώπων του πλανήτη, που είναι η ελευθερία, η αγάπη, η ομορφιά.
Ο Ναζίμ του Μάνου
Ο Μάνος Λοϊζος θεωρούσε ως έργο ζωής του τον δίσκο «Γράμματα στην αγαπημένη». Είχε διαβάσει και αγαπήσει τα μεταφρασμένα από τον Ρίτσο ποιήματα του Χικμέτ και η μελοποίηση του Τούρκου ποιητή λέγεται ότι απασχολούσε τον Λοΐζο από το 1971, απ’ όταν έφτιαξε τα τέσσερα πρώτα τραγούδια στην ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. Τα δισκογραφικά του σχέδια, όμως, καθ’ όλη τη δεκαετία του 1970 δεν του επέτρεπαν να τους δώσει την τελική τους μορφή. Συνήθιζε να μπαινοβγαίνει στο στούντιο δοκιμάζοντας κάποια τραγούδια είτε με τη φωνή του είτε με άλλους τραγουδιστές. Ο Αντώνης Μποσκοΐτης έχει γράψει σε ρεπορτάζ του στην Lifo το εξής: «Αρχικά, επρόκειτο να ενορχηστρώσει το υλικό ο Νίκος Μαμαγκάκης, σχέδιο που εγκαταλείφθηκε νωρίς, μια και ο Λοΐζος αποφάσισε να το αφήσει στην άκρη. Αργότερα θέλησε να επιμεληθεί ο ίδιος τις ενορχηστρώσεις, αλλά και πάλι άφησε το πρότζεκτ λόγω των υποχρεώσεών του. Όταν καταστάλαξε κι έβαλε μπροστά τα τραγούδια, μετά το ’79, είχε επιλέξει μια λιτή ενορχήστρωση: κιθάρες, λαούτο και πιάνο. Σύμφωνα με όσα γράφει ο παραγωγός του άλμπουμ Αχιλλέας Θεοφίλου στο ένθετο της έκδοσης, ο Λοΐζος άκουγε πολύ έναν δίσκο του Άγγλου κιθαρίστα και λαουτιέρη Julian Bream και ονειρευόταν μια δισκογραφική σύμπραξη μαζί του.
Αυτό που δεν έγινε ποτέ γνωστό, μέχρι τη μέρα που ανασύρθηκε από τα συντρίμμια της Columbia στον Περισσό το σχετικό ντοκουμέντο, ήταν ότι ο Λοΐζος ήθελε για ερμηνευτή των τραγουδιών αυτών τον συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη που είχε τραγουδήσει και στα «Νέγρικα» (1975) δίπλα στη Μαρία Φαραντούρη. «Η ανεύρεση μιας μπομπίνας με τις πρόβες Λοΐζου – Ρασούλη στα τραγούδια αυτά εν έτει 2011, ζώντος του Ρασούλη, ήταν αναμφισβήτητα ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ντοκουμέντα που μας κληροδότησε το ελληνικό τραγούδι μέσα από τη χωματερή του ιστορικού κτιρίου της Columbia! Μάλιστα, πολλές από τις δοκιμαστικές εκείνες ηχογραφήσεις ανέβηκαν στο YouTube, έτσι, ως αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, δεδομένης επίσης της αποσιώπησής τους τα χρόνια που μεσολάβησαν», γράφει ο Μποσκοΐτης.
Και ο ίδιος ο Μανώλης Ρασούλης είχε πει σχετικά: «Στα σκουπίδια της δισκογραφικής εταιρείας Κολούμπια (σ.σ. εννοεί την ενιαία εταιρεία Minos- EMI) βρέθηκε ανάμεσα στις ταινίες με ηχογραφήσεις και μια μπομπίνα με τραγούδια του Μάνου Λοϊζου σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ, που τραγούδησα εγώ, σχεδόν πριν 30 χρόνια, σε μια συμπαθή δοκιμαστική προσπάθεια. Θα χάνονταν αν δεν τα έβρισκε ένας φίλος. Φανερώνει πόσο ήθελε ο Μάνος να τα πω εγώ αυτά τα τραγούδια, άλλωστε ακούγεται και ο ίδιος να με συμβουλεύει, να με ενθαρρύνει, να συμπληρώνει. Είναι ένα σπουδαίο ντοκουμέντο. Βάζω να ακούσουμε εκείνο το τραγούδι που δεν υπάρχει στο επίσημο cd αυτής της δουλειάς με τη φωνή του Μάνου που ήταν απλώς οδηγός για μένα και θα χάνονταν στη χωματερή αν δεν τα έβρισκε ο Βαγγέλης. Όταν τα άκουσα συγκινήθηκα, και φυσικό ήταν. Αν και εκτός εποχής, έχουν μια διαχρονικότητα και μια σπάνια ποιότητα απ’ όλες τις απόψεις. Αυτή είναι η άποψη μου. Ακούστε και σχηματίστε τη δική σας γνώμη.»
Τον Οκτώβριο του 1983, τα «Γράμματα στην αγαπημένη» κυκλοφόρησαν ως το πρώτο μεταθανάτιο άλμπουμ του τραγουδοποιού με τη φωνή του από τις δοκιμαστικές ηχογραφήσεις μέσα του ’70 και μια λιτή,απέεριττη ενορχήστρωση. Δεκατέσσερις μπαλάντες από έναν κύκλο με δεκαοχτώ συνολικά κομμάτια (τα υπόλοιπα τέσσερα δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ), στις οποίες κάποια μουσικά θέματα επαναλαμβάνονται, με αποτέλεσμα ο δίσκος να ακούγεται, ως έναν βαθμό, και σαν ενιαίο τραγούδι.
Το προσωπικό μου αγαπημένο, που πιστεύω αξίζει να ακούσετε, είναι το «Όμορφο που’ ναι να σε συλλογιέμαι», πώς το ερμηνεύει ο σαραντάρης Μάνος, λίγα χρόνια πριν φύγει από την ζωή. Ο τρόπος που λέει την φράση «έχοντας περασμένα τα σαράντα», με αυτήν του την χαρακτηριστική άχνα, με σφάζει από όταν ακούω το συγκεκριμένο κομμάτι, από τα 20 χρόνια μου.
Όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
μέσα απ’ τους θορύβους του θανάτου
και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε
μέσα απ’ τη φυλακή
κι έχοντας περασμένα τα σαράντα
Όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Να το ‘να χέρι σου
σ’ ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο,
ξεχασμένο
Και να — να’μαι στα μαλλιά σου
η ραθυμιά η περήφανη
της Ινσταμπούλ της γης μου
Όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι,
να γράφω λόγια σένα,
να σε κοιτάζω πλαγιασμένος
έτσι ανάσκελα μες στο κελί μου
Μια λέξη που ΄χες πει
την τάδε μέρα,
στο τάδε μέρος
Όχι η λέξη η ίδια
μα αυτός ο τρόπος που είχε,
που είχε μέσα της
να κλείνει όλο τον κόσμο
Όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμα
τόσα πράγματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί,
ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά πετιέμαι ορθός
τρέχοντας να χουφτώσω
του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάζω στον γαλάζιο ουρανό
της λευτεριάς,
όλα μου τα τραγούδια
που ΄γραψα για σένα
Πέραν της μελοποιημένης ποίησης του Χικμέτ, αναζητήστε το συγγραφικό του έργο. Ο Μάνος Λοϊζος ήταν λάτρης της λογοτεχνίας, της ποίησης και, προτού διαλέξει να ασχοληθεί τόσο πολύ με την δουλειά ενός καλλιτέχνη, είχε βρει στοιχεία στο σύνολο του έργο του με τα οποία μπορούσε να συνδεθεί και χάρη στα οποία μπορούσε να αποκωδικοποιήσει το σύμπαν και την γλώσσα του Ναζίμ Χικμέτ.