To να γίνει κανείς ένας θρύλος απαιτεί πίστη και χρειάζεται τύχη. Η περίπτωση του Μπομπ Ντίλαν δε διαφέρει από τον κανόνα. Η οσκαρική ταινία “A Complete Unknown” με πρωταγωνιστή τον Τίμοθι Σαλαμέ περιγράφει μία σημαντική στροφή της ζωής του, ας δούμε όμως πως έλαμψε το άστρο του.
«Ξέρεις, είναι ωραίο να νιώθεις ζωντανός». Έτσι τραγουδούσαν οι Jesus Jones το 1990 στο “Right Here, Right Now” έναν ύμνο για την απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι ένας υπέροχος στίχος, αλλά φυσικά είναι λάθος όσον αφορά τον Ντίλαν. Το 1990 δεν βρισκόταν καν στη μέση της ένδοξης καριέρας του. Είχε πράγματι την πρόταση να τραγουδήσει για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τότε επέλεξε να μην το κάνει.
Δεν είναι θέμα κριτικής στους Jesus Jones – το τραγούδι είναι εξαιρετικό – αλλά μία σαφής αιχμή – το ότι ο Ντίλαν θα έπρεπε να τραγουδήσει για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αντανακλά μια διαχρονική απογοήτευση ή ίσως μια νοσταλγική επιθυμία: ότι δεν προσφέρει την επιρροή του σε μεγάλα πολιτικά-κοινωνικά ζητήματα. Η πρώιμη μουσική “διαμαρτυρίας” του δημιούργησε αυτή την προσδοκία, τουλάχιστον στην αριστερά και κάθε γενιά την αναζωπύρωσε με ευλαβικές ερμηνείες του “Blowin’ in the Wind” σε σχολικές μουσικές αίθουσες και φοιτητικά sit-ins.
Όμως ο Ντίλαν απομακρύνθηκε από την πολιτική πολύ νωρίς στην καριέρα του. Αυτή η απόφαση υποβαθμίζεται στη νέα βιογραφική ταινία “A Complete Unknown”, μία από τις δυνατές υποψηφιότητες των φετινών Όσκαρ. Η ταινία επικεντρώνεται αντίθετα στην καλλιτεχνική επιλογή που έκανε ο Ντίλαν την ίδια εποχή απογοητεύοντας τους «ιεροφάντες» της φολκ μουσικής όταν αντικατέστησε την ακουστική του κιθάρα με μια ηλεκτρική και μία μπάντα στο Newport Folk Festival του 1965.
Είναι κρίμα που η ταινία δεν εξερευνά τα κίνητρά του και για τις δύο επιλογές. Η μουσική επιλογή είχε μεγαλύτερη σημασία, αλλά εκ των υστέρων μοιάζει αυτονόητη. Αντίθετα η πολιτική του απόφαση έχει περισσότερη σημασία στη σημερινή εποχή.
Η φολκ μουσική εκείνη την εποχή, τόσο εδώ όσο και στις ΗΠΑ, ήταν έντονα επηρεασμένη από ριζοσπάστες, ακόμη και σοσιαλιστές ακτιβιστές. Θεωρούνταν μια αυθεντική μουσική έκφραση, γεννημένη μέσα από την λαϊκή κουλτούρα και λιγότερο διαβρωμένη από την καπιταλιστική καταναλωτική κοινωνία. Η ταινία αποδίδει εξαιρετικά αυτό το κλίμα.
Ο Pete Seeger, που βρισκόταν ιδεολογικά κοντά στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, κατηγορήθηκε στο πλαίσιο του μακαρθικού κυνηγιού μαγισσών κατά της αριστεράς. Η σκηνή στο δικαστήριο, όπου, προς φρίκη του δικαστή, προσφέρεται να παίξει ένα τραγούδι, αναπαριστάται με εντυπωσιακή ακρίβεια. Ο Woody Guthrie ταξίδευε σε ολόκληρη τη χώρα με μια κιθάρα που έγραφε πάνω της: “Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες”.
Μία από τις πιο συγκινητικές σκηνές της ταινίας είναι όταν ο Ντίλαν ερμηνεύει το “The Times They Are a-Changin’” (υποτίθεται για πρώτη φορά) μπροστά σε ένα νεανικό κοινό που σχεδόν αμέσως αρχίζει να τραγουδά μαζί του το ρεφρέν κάτω από τον ήλιο του Newport Folk Festival το 1964. Αυτή και άλλες σκηνές αποτυπώνουν το πως ο Ντίλαν συνδέθηκε με την εποχή του.
Μέχρι το 1964 ο πραγματικός Μπομπ Ντίλαν απομακρυνόταν από τον ακτιβισμό. Τη χρονιά εκείνη είπε στον δημοσιογράφο του New Yorker, Nat Hentoff ότι είχε τελειώσει με τα «τραγούδια που δείχνουν με το δάχτυλο». Δεν ήθελε να είναι εκπρόσωπος κανενός και «δεν θα είχε ποτέ ξανά καμία σχέση με πολιτική οργάνωση στη ζωή του».
Με την ακόρεστη περιέργειά του και την τάση του να «δανείζεται» στοιχεία από παντού ο Ντίλαν πάντα εκτιμούσε το ιδιαίτερο, όχι τη μάζα όπως και την ελευθερία του από δεσμεύσεις και υποχρεώσεις πέρα από τις προσωπικές του αρχές. «Δεν μπορώ να τους πω πώς να αλλάξουν τα πράγματα. Γιατί υπάρχει μόνο ένας τρόπος να αλλάξεις τα πράγματα, και αυτός είναι να κόψεις όλες τις αλυσίδες. Κι αυτό είναι δύσκολο για τους περισσότερους ανθρώπους».
Χρόνια αργότερα στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας του ο Ντίλαν αποκάλυψε ότι ο αγαπημένος του πολιτικός στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ήταν ο γερουσιαστής Μπάρι Γκολντγουότερ από την Αριζόνα, ένας σκληροπυρηνικός δεξιός, υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων το 1964.
Τα πολιτικά διακυβεύματα ήταν υψηλής σημασίας στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Στη σημερινή υπερπολιτικοποιημένη εποχή, όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δώσει στο κοινό νέα δύναμη και το έχουν κάνει πιο φυλετικά διαχωρισμένο, οι καλλιτέχνες φαίνεται να νιώθουν ακόμη μεγαλύτερο πειρασμό ή πίεση να παρουσιαστούν ως ηγέτες, κάτι σαν «πολιτικοί influencers».
Για έναν παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνη η επιλογή να μην πάρει θέση μπορεί να φέρει καταιγισμό επιθέσεων – όπως ανακάλυψε η Τέιλορ Σουίφτ όταν δεν υποστήριξε δημόσια τη Χίλαρι Κλίντον το 2016.
Ο Ντίλαν είναι πιο εκτός εποχής από ποτέ. Μια κριτική της ταινίας “A Complete Unknown” στους New York Times επικεντρώθηκε στη «ακατανόητη ουδετερότητά» του σημειώνοντας ότι αυτή η στάση «μάλλον σε καθιστά ακατάλληλο για να συμβάλεις στη συλλογική δράση». Ο Ντίλαν από την μεριά του υπεραμύνθηκε των επιλογών του κι είχε γράψει κάποτε ότι τον αρρώσταινε να βλέπει τις σημασίες των τραγουδιών του να διαστρεβλώνονται σε προπαγάνδα. Οι στίχοι του δεν ζητούν από τους ακροατές να βαδίσουν μαζί, αλλά να βρουν το δικό τους νόημα.
*Με στοιχεία από το Economist.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.