Υπάρχει ένα υπέροχο περιστατικό σχετικά με τον Lamont Dozier, το οποίο είναι χαμένο στα ανάλεκτα της ποπ κουλτούρας αναφορικά με το πώς μπορεί να προκύψει, έτσι απλά, ένα ποπ διαμάντι μέσα από την λάσπη (της τυχαιότητας).
Είναι 24 Ιουλίου του 1964 και το νεαρό τότε «πουλέν» της Μοtown, ο 25χρονος Marvin Gaye, ψάχνει εναγωνίως για ένα χιτάκι που θα τον βάλει στους καταλόγους των ποπ επιτυχιών της εποχής. Εκείνο το πρωί, ο πρώην «σεσιονάς» ντράμερ λαμβάνει ένα τηλέφωνο από το αφεντικό της Motown, τον Berry Gordy, ο οποίος του λέει: «έλα τώρα, έτσι όπως είσαι, γιατί σου βρήκα τραγούδι να ηχογραφήσεις. Θα γίνει μεγάλη επιτυχία».
Ο Gaye, δεινός γκολφέρ, σκάει όντως σε ένα από τα στούντιο ηχογράφησης της Motown μαζί με την τσάντα με τα μπαστούνια του γκολφ στον ώμο του και ντυμένος με ένα κλασικό καρό παντελονάκι γκολφέρ.
«Βγάλε την τσάντα από τους ώμους σου. Τώρα θα σταθείς εσύ στους ώμους του Lamont», του λέει ο Gordy, ενημερώνοντάς τον ότι, με περίσσια γενναιοδωρία, ο (και επίδοξος τραγουδιστής) Lamont Dozier αρνήθηκε να ερμηνεύσει ο ίδιος ένα νέο τραγούδι που είχε γράψει στις αρχές του ίδιου Ιουλίου και το προσέφερε ως δώρο στον Gaye προκειμένου με αυτό να εκκινήσει την καριέρα του.
Ο Marvin μπαίνει στο booth ηχογράφησης των στούντιο Hitsville USA και τραγουδάει μέσα σε ένα και μόνο take (δηλαδή δεν χρειάστηκε να το τραγουδήσει δεύτερη φορά, που είναι εξαιρετικά σπάνιο για τραγουδιστή) το πραγματικά τεράστιο τραγούδι «How Sweet It Is (To Be Loved by You)».
Κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1964, ανέβηκε στην κορυφή των charts και μέσα σε λίγους μόνο μήνες πούλησε σχεδόν ένα εκατ. αντίτυπα.
Ο μουσικός κόσμος γνώρισε για πρώτη φορά την μελιστάλαχτη φωνή του Gaye, ο οποίος θα συνέχιζε να γνωρίζει τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία με κολοφώνα του το άλμπουμ “What’s Going On” του 1971.
Και ο Gaye φυσικά από τότε ένιωθε τεράστια ευγνωμοσύνη απέναντι στον Dozier, στους μουσικούς ώμους του οποίου είχε σταθεί, όπως κάναμε όταν ήμασταν μικροί με τους πατεράδες μας στην θάλασσα, προκειμένου κατόπιν να βουτήξει στα βαθιά της μουσικής βιομηχανίας.
Δεν ήταν δα και εύκολο πράγμα είτε να εφεύρεις τον χαρακτηριστικό «ήχο της Motown» του Ντιτρόιτ, είτε, αν τον πετύχαινες ήδη στην άνοδό του, κάπου εκεί μεταξύ 1964-65, να τον ακολουθήσεις κατά πόδας και δίχως να πνιγείς.
Ο Lamont Dozier, ο οποίος πέθανε στις 8 Αυγούστου, στα 81 του χρόνια, μεταλλάχθηκε από ένας απλός τραγουδοποιός και παραγωγός σε έναν θρύλο της Motown, ακριβώς επειδή κατάφερε όχι απλά να ακολουθήσει τις εντολές του Gordy (ο οποίος, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, εισέβαλλε αιφνιδιαστικά στους χώρους σύνθεσης και ηχογράφησης των τραγουδιών, πετώντας σε όλους τους εμπλεκομένους την χαρακτηριστική του ατάκα «εδώ μέσα φτιάχνουμε μόνο Νο1 επιτυχίες και τίποτα λιγότερο»), αλλά να κάνει όλη την δισκογραφική εταιρεία να στέκεται, σε κάποιο σημείο, πάνω στους στιβαρούς δημιουργικούς του ώμους.
Γεννημένος το 1941 στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, ο Dozier έγινε γνωστός μετά την ένταξή του στη θρυλική δισκογραφική Motown Records το 1962 μαζί με τα αδέλφια Brian και Eddie Holland. Έκτοτε, ήταν οι Holland-Dozier-Holland ή Η.D.H.
Συνεργάστηκαν σε περισσότερα από 200 τραγούδια κατά τη διάρκεια της λαμπερής τους καριέρας, γράφοντας επιτυχημένα single αρχικά για τους Martha And The Vandellas και στη συνέχεια για εμβληματικά συγκροτήματα όπως οι The Four Tops, οι The Supremes και οι The Isley Brothers.
Οι μεγαλύτερες επιτυχίες των Holland-Dozier-Holland περιελάμβαναν τα “Where Did Our Love Go”, “Baby Love”, You Can’t Hurry Love”, “Reach Out I’ll Be There”, “You Keep Me Hanging On”, “Stop! In The Name Of Love”.
Μεταξύ 1963 και 1972, η ομάδα Holland-Dozier-Holland ήταν υπεύθυνη για περισσότερα από 80 τραγούδια που βρέθηκαν στο Top 40 των charts, συμπεριλαμβανομένων και 15 τραγουδιών που έφτασαν και στρογγυλοκάθησαν για εβδομάδες ολόκληρες στο Νο. 1. «Ήταν σαν να παίζαμε το λαχείο και να κερδίζουμε κάθε μα κάθε φορά», έγραψε ο Dozier στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο “How Sweet It Is” που κυκλοφόρησε το 2019.
Ο μουσικολόγος και ερευνητής Nelson George, στο βιβλίο του που αφηγείται την ιστορία της Motown, “Where Did Our Love Go?”, αναφέρει πώς αυτοί οι τρεις 20χρονοι «είχαν μια ρεαλιστική εικόνα για το πραγματικό γούστο του νεανικού αγοραστικού κοινού και είχαν ένα έμφυτο χάρισμα για τη μελωδία, μια αίσθηση για υπέροχους στίχους τραγουδιών αλλά και μια παροιμιώδη ικανότητα να βρίσκουν διαρκώς εξαιρετικά πιασάρικα ηχητικά “hooks” »[σ.σ: «αγκίστρια», μεταφορικά μια μελωδία που μπαίνει εύκολα μέσα στο αυτί σου].
«Ήταν σαν ο Μπράιαν και εγώ να ολοκληρώναμε ο ένας τις μουσικές ιδέες του άλλου με τον τρόπο που ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να τελειώσουν ο ένας τις προτάσεις του άλλου», έγραψε ο Dozier στα απομνημονεύματά του. «Συνειδητοποίησα αμέσως ότι μοιραζόμασταν μια κοινή, αλλά μυστική γλώσσα μουσικής δημιουργικότητας. Και θεωρούσαμε την μεταξύ μας συνεργασία ως ένα εργοστάσιο μέσα σε ένα υπάρχον εργοστάσιο [σ.σ. εννοεί την Motown]».
Και ασφαλώς, επειδή αν είσαι καλλιτέχνης οποιασδήποτε τέχνης γράφεις πρωτίστως και κυρίως για τις δικές σου, προσωπικές εμπειρίες, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους, το “Stop! In the Name of Love” των Supremes γράφτηκε μέσα σε ένα βράδυ, μετά από ένα πραγματικό περιστατικό που συνέβη στον ίδιο τον Dozier.
Ο ίδιος, μαζί με μια κοπέλα ήταν κλειδωμένοι σε ένα μοτέλ και έκαναν σεξ, μόνο που ο Dozier είχε ξεχάσει ότι είχε δώσει και δεύτερο ραντεβού εκείνη την ημέρα, με μια άλλη κοπέλα. Η οποία τους εντόπισε στο μοτέλ, ανέβηκε μέχρι το δωμάτιο όπου είχαν κλειδωθεί μέσα και άρχισε να τους χτυπάει μανιασμένα την πόρτα μέχρι να της ανοίξει ο Lamont.
Τρομαγμένος αυτός, το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να της ψελλίσει ικετευτικά, “please stop, in the name of love“, δηλαδή «σε παρακαλώ, στο όνομα της αγάπης, σταμάτα [να χτυπάς την πόρτα]». Η κοπέλα αποχώρησε τελικά, αλλά ο Dozier πήγε την επόμενη ημέρα στο στούντιο, είπε την ιδέα του στα αδέλφια Holland και μέσα σε 48 ώρες προέκυψε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Supremes.
Ο Dozier και οι αδερφοί Holland αποχώρησαν τελικά από τη Motown το 1967, στο αποκορύφωμα της καριέρας τους, λόγω μιας διαμάχη για τα χρήματα που θα λάμβαναν αλλά και την πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών τους. Ίδρυσαν δύο δικές τους δισκογραφικές εταιρείες, την Invictus και την Hot Wax και η μεγαλύτερη επιτυχία τους ήταν το «Band of Gold» της Freda Payne το 1970.
Στην πορεία, ο Dozier αυτονομήθηκε πλήρως μουσικά, επικεντρώθηκε στη σόλο καριέρα του τη δεκαετία του ’70 και κυκλοφόρησε δώδεκα σόλο άλμπουμ. Γνώρισε μια πρόσκαιρη επιτυχία στα chart το 1974, κυρίως με το τραγούδι “Trying to Hold On to My Woman”, που έφτασε στο Top 20 και το “Fish Ain’t Bitin'”, με στίχους που ενθάρρυναν τον Richard Nixon να παραιτηθεί μετά το σκάνδαλο του Watergate. Μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού του, ο Dozier έλαβε μια επιστολή από τον Λευκό Οίκο που του ζητούσε «να σταματήσει την προώθηση του τραγουδιού». Αρνήθηκε να το κάνει.
Ένα από τα πρώτα single του, το “Going Back To My Roots”, έγινε αργότερα τεράστια επιτυχία από το disco συγκρότημα Odyssey το 1981.
Οι Holland–Dozier–Holland μπήκαν στο Songwriters Hall of Fame το 1988 και στο Rock and Roll Hall of Fame το 1990. Το 1988 ο Dozier συνεργάστηκε με τον Phil Collins στο “Two Hearts”, το τραγούδι για την ταινία “Buster” που έφτασε στο Νο.1 των ΗΠΑ.
«Ο Brian ήταν η μουσική, ο Eddie ήταν οι στίχοι και εγώ ήμουν η ιδέα που γεφύρωνε τα δύο αυτά μαζί», συνόψισε ο ίδιος ο Dozier αναφορικά με την συνεργασία τους.