Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να φτιάξεις ένα mixtape στα μακρινά 90s, ακόμη και 00s . Για να κερδίσεις την αγάπη κάποιου, για να φτιάξεις  το δικό σου soundtrack για ένα επικείμενο μακρινό ταξίδι, για να σταθείς σε έναν φίλο που περνάει ζόρια. Τα mixtapes προϋπέθεταν κασέτες ή CD, κάτι που η σημερινή νεολαία θεωρεί ότι ανήκει στην ίδια κατηγορία με τα καρτοτηλέφωνα, τις γραφομηχανές και τα walkman, καθώς σήμερα οι υπηρεσίες streaming όπως το Spotify και το Apple Music προσφέρουν εκατομμύρια τραγούδια με ένα μόνο κλικ. Στην πραγματικότητα κάνουν αυτό που έκαναν τα mixtapes – μας συστήνουν νέες μουσικές. Αλλά ποτέ δεν πρόκειται ένας αλγόριθμος να σε ξέρει τόσο καλά όσο οι φίλοι σου.

Τα mix tapes δεν αποτελούν απλώς μια συλλογή μουσικής, αλλά ένα ξεγύμνωμα της ψυχής σου. Αν γίνει σωστά, ένα mixtape είναι σαν να γράφεις ποίηση. Αποκαλύπτει τους βαθύτερους πόθους και τα ευάλωτα σημεία σου, τον βαθύτερο πυρήνα του είναι σου στην παρούσα συγκυρία. Είναι μια μικρή καταγραφή της προσωπικής σου ιστορίας, ένα κολάζ της ψυχοσύθεσής σου. Ένα mixtape είναι μια μαγνητική τομογραφία του υποσυνείδητου σου. Είναι ένα πορτρέτο του ποιος είσαι και πώς βλέπεις τον κόσμο. Είναι ένας τρόπος να συνδεθείς με ένα άλλο άτομο και να επικοινωνήσεις βαθιά συναισθήματα μέσω της μουσικής.

Η δημιουργία ενός mixtape απαιτεί αρκετές ώρες ιδρώτα και μόχθου. Αφιερώνεις αρκετές εργατοώρες σε κάθε τραγούδι, για να βρεις την τέλεια ισορροπία μεταξύ μελωδίας, ρυθμού και στίχων. Ένα καλοφτιαγμένο mixtape ξεφεύγει από το προφανές. Αν για παράδειγμα επιλέξετε ένα τραγούδι του Jeff Buckley, παραλείψτε το “Hallelujah” για κάτι πιο σκοτεινό όπως το “Satisfied Mind”. Αν επιλέξετε τον Dylan, παραλείψτε τα πρώτα του κομμάτια και επιλέξτε ένα μεταγενέστερο διαμαντάκι όπως το “Not Dark Yet”. Αν ωστόσο θες να δημιουργήσεις ένα πιο ρομαντικό και υπερβατικό συναίσθημα μπορείς να συμπεριλάβεις ένα κόμπο αιθέριων new wave κομματιών όπως  το “Under the Milky Way” των The Church, συνδυαστικά με κομμάτια παρόμοιου βεληνεκούς όπως για παράδειγμα το “Killing Moon” των Echo & The Bunnymen, το “All Night Long” του Peter Murphy, το “I Wanna be Adored” των Stone Roses, αλλά και το “Midnight Summer Dream” των Stranglers, αφήνοντας το υποσυνείδητο να καταγράψει  τις δικές του οικουμενικές αφηγήσεις.

Σε όλη μου τη ζωή έφτιαχνα mixtapes. Ως έφηβη, μετέφερα τα βινύλια των γονιών μου σε κασέτες. Καθόμουν στο πάτωμα περιτριγυρισμένη από εξώφυλλα δίσκων, ακούγοντας σχολαστικά κάθε τραγούδι μέχρι να βρω το τέλειο κομμάτι. Σε κάθε mixtape έδινα έναν τίτλο που αντανακλούσε μια συγκεκριμένη θεματολογία και έφτιαχνα τα δικά μου εξώφυλλα με κολάζ από περιοδικά και εφημερίδες που διάφορα γράμματα που έκοβα από΄ δω κι από’ κει χρησίμευαν για να συνθέσουν τον τίτλο της συλλογής. Έπαιζα την κασέτα ξανά και ξανά, φροντίζοντας κάθε τραγούδι να διαδέχεται το επόμενο οδηγώντας το σε ένα συναισθηματικό κρεσέντο.

Υπάρχουν βασικοί κανόνες για τη δημιουργία mixtapes. Πρέπει να προσδιορίσετε τις προθέσεις σας. Τα περισσότερα από τα πρώτα μου mixtapes ήταν μια απόπειρα να κερδίσω την καρδιά ενός αγοριού. Η πρωτοτυπία έχει σημασία. Αντί να αρκεστείτε σε ένα ερωτικό τραγούδι όπως το “When a Man Loves a Woman” προτιμήστε κάτι πιο εξατομικευμένο όπως το “Maps” των Yeah Yeah Yeahs ή το “This Must Be the Place” των Talking Heads.

Όταν ήμουν 16 ετών, έφτιαξα ένα mixtape για τον πρώτο μου (απραγματοποίητο) εφηβικό μου έρωτα, τον Άλεξ. Ήταν καστανόξανθος και μισός Αμερικάνος με μακριά μαλλιά, αρκετά μεγαλύτερος από εμένα και αισθανόμουν τρελή αμηχανία όποτε του μιλούσα. Δεν είχα το κουράγιο να του εκφράσω με λόγια το πώς ένιωθα. Αντ’ αυτού, περνούσα ώρες ολόκληρες τις νύχτες μαζεύοντας διάφορα κομμάτια γα να εκφράσω όσα αισθανόμουν. Συμπεριέλαβα κομμάτια όπως το «I Want You To Want Me» των Cheap Trick, το «Just What I Needed» των Cars. Μια μέρα τον πέτυχα στο καφενείο όπου συχνάζαμε και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, έριξα την κασέτα στην τσάντα του χωρίς να με πάρει χαμπάρι.

Την επόμενη ημέρα τον είδα από μακριά σε μια συναυλία. O ‘Αλεξ δεν με πλησίασε εκείνη την ημέρα ή οποιαδήποτε άλλη μέρα. Μετά από δύο εβδομάδες, ήξερα ότι έπρεπε να πω κάτι. Περίμενα μια Παρασκευή μετά το σχολείο. Καθώς στεκόταν στην ουρά για το λεωφορείο του, μάζεψα όλο μου το θάρρος και τον πλησίασα. Με είδε να πλησιάζω και απομακρύνθηκε. Πήρα μια βαθιά ανάσα και τον χτύπησα στον ώμο.

«Σου άρεσε η κασέτα;», τον ρώτησα.

Με κοίταξε στα μάτια, εκνευρισμένος. «Άσε με ήσυχο», είπε.

«Μα, μα, μα, μα…»

Πέρασε ανάμεσα από τα άλλα παιδιά και μπήκε στο λεωφορείο. Καθώς εξαφανίστηκε στο διάδρομο, η καρδιά μου κατέρρευσε. Εκείνο το βράδυ έφτιαξα μια κασέτα για τον εαυτό μου. Ο τίτλος ήταν «Έγινε η Απώλεια Συνήθειά μας». Τα τραγούδια περιλάμβαναν το ομώνυμο κομμάτι από Διάφανα Κρίνα, το “Fall Apart” των Death in June, το “Killing Me” των Dead Moon, το “Shadowplay” των Joy Division, και το “Where Are You?” των Coil. Η κασέτα με βοήθησε να ξεπεράσω την εφηβική μου οδύνη καθώς λειτούργησε με τρόπο μάλλον ομοιοπαθητικό.

mixtapes
Φωτ.: Getty Images / Unsplash+

Όταν κάποια στιγμή μετά από αυτό το τραγικό συμβάν άρχισα να βγαίνω τα πρώτα μου ραντεβού, συνειδητοποίησα ότι τα mixtapes λειτουργούν ως εργαλείο ελέγχου συμβατότητας. Σας βοηθούν να διαπιστώσετε αν έχετε απέναντί σας το σωστό άτομο. Αν εσύ γουστάρεις Velvet Underground και ο σύντροφός σου ακούει Cold Play, τότε η σχέση είναι μάλλον καταδικασμένη. Κάποτε ένα αγόρι μου έφτιαξε μια κασέτα με τα καλύτερα των Blink-182. Περιττό να πω ότι δεν ξαναβγήκαμε ποτέ.

Όταν τα «έφτιαξα» με το πρώτο μου αγόρι μου έφτιαξε μια κασέτα που είχε κολλημένα μικρά αυτοκολλητάκια με καρδούλες και μουσικές νότες – κάτι σαν τα σημερινά emojis, και ξεκινούσε με το “Thank You” των Led Zeppelin – όπου το άκουσα πρώτη φορά και το κατέταξα ως το απόλυτα ερωτικό κομμάτι στο αρχείο της συνείδησής μου. Περιλάμβανε επίσης κομμάτια των Cream, των Blind Faith και των The Who –στην πραγματικότητα, από εκείνη την κασέτα έμαθα τους Who, και ευθύς εξαρχής πωρώθηκα με τα δαιμονισμένα drums του Keith Moon για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Όταν μετά από αρκετά χρόνια γνώρισα  τη σχέση που έμελλε να είναι η μακροβιότερη της ζωής μου, φτιάξαμε mixtapes ο ένας για τον άλλον. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη κασέτα που μου έδωσε. Περιελάμβανε καλλιτέχνες που αγαπούσα όπως οι Suicide, οι Pixies, οι This Mortal Coil και ο Nick Cave. Περιελάμβανε επίσης μουσικούς που δεν γνώριζα τότε, όπως ο Ty Segall και οι Low. Πέταξε μέσα ένα κλασικό κομμάτι των Ella Fitzgerald/Louis Armstrong και ένα τραγούδι από την ταινία Only Lovers Left Alive, ένα από τα αγαπημένα μου soundtrack, αλλά και ένα από ένα άλλο αγαπημένο soundtrack, από τη ταινία The Moderns. Όταν τελείωσε η 90λεπτη μίξη, ήξερα ότι είχα ερωτευτεί.

Η πιο σημαντική mixtape ωστόσο που θα κάνεις ποτέ είναι μια μίξη στη μνήμη κάποιου που έχει πεθάνει. Κάτι που κρατά τη μνήμη ζωντανή αλλά και σου κρατάει συντροφιά, απαλύνοντας την οδύνη της απώλειας. Πριν μερικά χρόνια είχα φτιάξει μια εν λόγω μίξη στη μνήμη ενός αγαπημένου φίλου που «έφυγε» από τη ζωή. Το mix ξεκινούσε με το “There Are No More Tickets to the Funeral” της Diamanda Galas και τελείωνε με το «Πόσο Λυπάμαι» από τους Selofan, που συχνά έβαζε να ακούμε.

Μέσα στα χρόνια έφτιαξα mixtapes για όλες τις ώρες και τις περιστάσεις. Mixtapes για μακρινά road trips – ένα θυμάμαι στη Νότια Ιταλία, mixtapes για…. πιο ιδιαίτερες στιγμές, mixtapes που μου ζήτησαν φίλοι για να ακούνε στο αμάξι και σε πάρτι, αλλά και mixtapes όταν δεν έπαιζαν χρήματα για δώρα γενεθλίων. Πλέον, ενίοτε φτιάχνω και ψηφιακά mixtapes.

Ένα mixtape πρέπει να ξεκινάει δυνατά και να τελειώνει δυνατά. Πρέπει να είναι ένα συναισθηματικό ταξίδι με σκαμπανεβάσματα, ανατροπές και στροφές. Τα ζωηρά σκαμπανεβάσματα πρέπει να εναλλάσσονται από στιγμές κατάνυξης. Επιλέξτε τραγούδια που ο ακροατής δεν έχει ακούσει ποτέ για να αποφύγετε τον συνειρμικό φόρτο. Μπορείτε να ξεκινήσετε με ένα συγκλονιστικό κομμάτι όπως το “Teardrop” των Massive Attack. Το τελευταίο τραγούδι πρέπει να αφήνει τον ακροατή με κομμένη την ανάσα, όπως το “A Wolf Like me”  των TV On Radio.

 

Διαβάστε επίσης: Το άγχος αποχωρισμού δεν αφορά μόνο τα παιδιά