Ότι είναι μια από τις καλύτερες μπάντες της εποχής μας το γνωρίζαμε ήδη, αλλά με τη χθεσινή μουσικά πειραματική και πολιτικά φορτισμένη εμφάνισή τους στην Πλατεία Νερού, οι Massive Attack απέδειξαν ότι δεν έχουν καμία όρεξη να επαναπαυτούν στις δάφνες του παρελθόντος τους.
Ο συγκεντρωμένος κόσμος, πολλοί γύρω στα 50+, 30ρηδες, 40ρηδες, αλλά και αρκετοί νεότεροι, αποτελούσαν τρανή ένδειξη ότι οι Massive Attack δεν αποτελούν κτήμα καμιάς συγκεκριμένης γενιάς, ή προϊόν νοσταλγίας. Δεν αποτελούν προϊόν νοσταλγίας γιατί ακριβώς μιλούν για το εδώ και το τώρα, καθώς η κολεκτίβα από το Μπρίστολ κατέστησε σαφές ότι είναι πολιτικοποιημένη «μέχρι τα μπούνια».
Η συναυλία άνοιξε με μια σύντομη εισαγωγή του “In My Mind” από τους Dynoro και Gigi D’Agostino, ενώ ακολούθησε το ατμοσφαιρικό, σκοτεινό “Risingson”. Για τα επόμενα 90 λεπτά, η συναυλία των Massive Attack έδωσε στο κοινό μια ισχυρή δόση ρεαλισμού. Από την αρχή, φάνηκε ότι δεν θα παρακολουθούσαμε απλώς ένα μουσικό γεγονός· αλλά μια πολιτική και κοινωνική δήλωση. Οι προβολές στις γιγαντοοθόνες από τον πόλεμο στην Παλαιστίνη συνοδεύονταν από ηχητικά αποσπάσματα που κατέκριναν την παγκόσμια αδράνεια και την υποκρισία των Διεθνών Οργανισμών. Καταδίκαζαν διεφθαρμένους ηγέτες, μιλούσαν για κοινωνικό έλεγχο, την παραπληροφόρηση, την επιτήρηση και τον κατακερματισμό της ιστορίας – προσθέτοντας ένα προσεκτικά επιλεγμένο φόντο στην ήδη δυσοίωνη, υπνωτική, σκοτεινή, ηχητική τους παλέτα, ενώ οι πειραματικοί, ηλεκτρονικοί, punk, industrial, trip hop και dub ήχοι, συμπλήρωναν αριστοτεχνικά την εκρηκτικότητα του δυστοπικού τους show.
Παραμένοντας πιστοί στο στυλ τους, οι καλεσμένοι τους διάνθιζαν την ήδη φορτισμένη εμπειρία, ο καθένας εισάγοντας τη δική του προσωπική παρακαταθήκη επί σκηνής. Αρχικά τους συνόδευσε το είδωλο της τζαμαϊκανής Roots Reggae Horace Andy για το “Girl I love you” – η τρεμάμενη φωνή του εναρμονιζόταν άψογα με τη δυσοίωνη dub υπόκρουση, που ενισχυόταν με παραμορφωμένες κιθάρες – καθώς οι οθόνες αναβόσβηναν λέξεις με πολύχρωμα χρώματα ενός χαοτικού λογισμικού καθώς το κομμάτι ολοκληρωνόταν με τους ισοπεδωτικούς στίχους “Girl, I love you but your loving has gone forever”.
Οι Young Fathers συμμετείχαν επίσης για τα “Gone”, “Minipoppa” και “Voodoo In My Blood”, απλά τρο-με-ροί – ειδικά αυτά τα γδαρμένα μονότονα drone, και αυτό το νεκροζώντανο spoken-word ιντερλούδιο δημιουργούσε μια υπέροχη τριπαριστή λούπα που σε έκανε να θες να κλειστείς μέσα της για πάντα, να κλειδώσεις την πόρτα και να πετάξεις τα κλειδιά από το παράθυρο.
Το “Inertia Creeps” με την απόκοσμη ατμοσφαιρικότητα, τις fuzz-tone κιθάρες και μια πληθώρα από εφέ κατάφερε να δημιουργήσει μια εξαιρετικά αίσθηση αμφιθυμίας. Το κοινό ενθουσιάστηκε με την ξεσηκωτική διασκευή του “ROckwrok” των Ultravox (από το δεύτερο θρυλικό άλμπουμ της μπάντας με τον John Foxx ακόμα στη σύνθεση), προτού ο Horace Andy επιστρέψει στη σκηνή για το ατμοσφαιρικά άψογο “Angel” , από το πιο μυθολογικό άλμπουμ του αιώνα, το “Mezzanine” το οποίο -καθώς εξελίσσεται- γίνεται όλο και πιο σκοτεινό, πιο βαθύ και πιο επικό, προτού ολοκληρώσει τον κύκλο του με ένα εντελώς ξεθωριασμένο outro.
Η ακτιβιστική διάθεση των Massive ενισχύθηκε από το συνοδευτικό οπτικό υλικό του ντοκιμαντερίστα Adam Curtis, ένα συνονθύλευμα εικόνων – από τον Ken Dodd μέχρι πλάνα από πυροβολισμούς και βομβαρδισμούς, μέχρι το γάμο του πρίγκιπα Andrew – που συνδέονται με τις χαρακτηριστικές ανησυχίες του Curtis: οι υπολογιστές μας μας παρακολουθούν, οι πολιτικοί και οι φαρμακευτικές εταιρείες μας ελέγχουν, οι θεωρίες συνωμοσίας μπορεί να είναι από μόνες τους μια θεωρία συνωμοσίας, σχεδιασμένες για να κρατάνε τους ανθρώπους φοβισμένους.
Τα απανωτά visuals συμπληρώνονταν από τη μουσική, που ήταν εμφανές δεν έχει χάσει τίποτα από τη δύναμή της στα χρόνια που μεσολάβησαν: Ίσως η πιο μαγική στιγμή της συναυλίας δόθηκε από την εκπληκτική εκτέλεση της Elizabeth Fraser στο “Song to the Siren” του Tim Buckley. Η λεπτοδουλεμένη, μεγαλειώδης, σπάνια ερμηνεία της, με φόντο τη βάναυση φρίκη των δεινών στη Γάζα, ήταν κάτι παραπάνω απο μια ευγενική υπενθύμιση των εγκλημάτων που διαπράττονται αυτη τη στιγμή στη Γάζα. Η παρουσία της γενικά στην όλη βραδιά λειτουργούσε σαν σύντομες ανάπαυλες γαλήνης, σαν φως που τρεμόπαιζε στο απόλυτο σκοτάδι.
Ο Robert Del Naja – παρουσιάζοντας τη Deborah Miller στη σκηνή – αφιέρωσε το εξαιρετικό “Safe From Harm” στο λαό της Παλαιστίνης. Ακολούθησε το “Unfinished Symphony” προτού αποχωρήσουν από τη σκηνή, επιστρέφοντας για λίγο με το “Karmacoma”. Η Liz Fraser επέστρεψε στη συνέχεια για το μαγευτικό και απόκοσμο “Teardrop” και παρέμεινε για μια απρόσμενη διασκευή του “Levels” του Avicii και το φινάλε με το “Group Four”.
Αυτό που είχε ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότερες συναυλίες στα μεγάλα φεστιβάλ σου πουλάνε συνήθως μια παρηγορητική οικειότητα – το κοινό αγοράζει εισιτήρια γνωρίζοντας ακριβώς τι πρόκειται να πάρει – κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη χθεσινή συναυλία. Δεν ήταν μια συναυλία για νοσταλγούς. Στη νευραλγική ιστορική περίοδο που διανύουμε, το πάθος και η πολιτικοποίηση του γκρουπ δεν υπήρξαν ποτέ πιο ζωτικής σημασίας.
Ωστόσο, παρά την υψηλή ποιότητα της χθεσινής συναυλίας, υπήρξαν κάποιες αντιφατικές κριτικές. Ορισμένοι θεατές ένιωσαν ότι η εναλλαγή μεταξύ γνωστών κομματιών και λιγότερο γνωστών διασκευών διέκοπτε τη ροή της συναυλίας. Ίσως να έχουν δίκαιο, ίσως και όχι. Ίσως επίσης αυτές οι εναλλαγές να σου έδιναν τον χώρο να επεξεργαστείς αυτό που έβλεπες, καθώς τα ερεθίσματα, οπτικά, ακουστικά και νοητικά, ήταν πολλά και δύσπεπτα.
Η βραδιά έκλεισε με το “Group Four”, αφήνοντας το κοινό με μια αίσθηση ελπίδας αλλά και προβληματισμού. Οι Massive Attack κατάφεραν να μας «λυγίσουν», όχι μόνο με την ποιότητα της μουσικής τους αλλά και με την έντονη πολιτική τους τοποθέτηση, υπενθυμίζοντας μας τη δύναμη της τέχνης ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Με την στοχοπροσήλωσή τους στο εδώ και στο τώρα, Οι Massive Attack παραμένουν οι σκοτεινοί ιεροκήρυκες της σύγχρονης δυστοπίας, καλώντας μας να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια και να αγωνιστούμε για έναν καλύτερο αύριο.
➪ Διαβάστε επίσης: Massive Attack: «Θες να μου πεις ότι είμαστε μια γαμημένη punk μπάντα αυτή τη στιγμή;»
Ότι είναι μια από τις καλύτερες μπάντες της εποχής μας το γνωρίζαμε ήδη, αλλά με τη χθεσινή μουσικά πειραματική και πολιτικά φορτισμένη εμφάνισή τους στην Πλατεία Νερού, οι Massive Attack απέδειξαν ότι δεν έχουν καμία όρεξη να επαναπαυτούν στις δάφνες του παρελθόντος τους.
Ο συγκεντρωμένος κόσμος, πολλοί γύρω στα 50+, 30ρηδες, 40ρηδες, αλλά και αρκετοί νεότεροι, αποτελούσαν τρανή ένδειξη ότι οι Massive Attack δεν αποτελούν κτήμα καμιάς συγκεκριμένης γενιάς, ή προϊόν νοσταλγίας. Δεν αποτελούν προϊόν νοσταλγίας γιατί ακριβώς μιλούν για το εδώ και το τώρα, καθώς η κολεκτίβα από το Μπρίστολ κατέστησε σαφές ότι είναι πολιτικοποιημένη «μέχρι τα μπούνια».
Η συναυλία άνοιξε με μια σύντομη εισαγωγή του “In My Mind” από τους Dynoro και Gigi D’Agostino, ενώ ακολούθησε το ατμοσφαιρικό, σκοτεινό “Risingson”. Για τα επόμενα 90 λεπτά, η συναυλία των Massive Attack έδωσε στο κοινό μια ισχυρή δόση ρεαλισμού. Από την αρχή, φάνηκε ότι δεν θα παρακολουθούσαμε απλώς ένα μουσικό γεγονός· αλλά μια πολιτική και κοινωνική δήλωση. Οι προβολές στις γιγαντοοθόνες από τον πόλεμο στην Παλαιστίνη συνοδεύονταν από ηχητικά αποσπάσματα που κατέκριναν την παγκόσμια αδράνεια και την υποκρισία των Διεθνών Οργανισμών. Καταδίκαζαν διεφθαρμένους ηγέτες, μιλούσαν για κοινωνικό έλεγχο, την παραπληροφόρηση, την επιτήρηση και τον κατακερματισμό της ιστορίας – προσθέτοντας ένα προσεκτικά επιλεγμένο φόντο στην ήδη δυσοίωνη, υπνωτική, σκοτεινή, ηχητική τους παλέτα, ενώ οι πειραματικοί, ηλεκτρονικοί, punk, industrial, trip hop και dub ήχοι, συμπλήρωναν αριστοτεχνικά την εκρηκτικότητα του δυστοπικού τους show.
Παραμένοντας πιστοί στο στυλ τους, οι καλεσμένοι τους διάνθιζαν την ήδη φορτισμένη εμπειρία, ο καθένας εισάγοντας τη δική του προσωπική παρακαταθήκη επί σκηνής. Αρχικά τους συνόδευσε το είδωλο της τζαμαϊκανής Roots Reggae Horace Andy για το “Girl I love you” – η τρεμάμενη φωνή του εναρμονιζόταν άψογα με τη δυσοίωνη dub υπόκρουση, που ενισχυόταν με παραμορφωμένες κιθάρες – καθώς οι οθόνες αναβόσβηναν λέξεις με πολύχρωμα χρώματα ενός χαοτικού λογισμικού καθώς το κομμάτι ολοκληρωνόταν με τους ισοπεδωτικούς στίχους “Girl, I love you but your loving has gone forever”.
Οι Young Fathers συμμετείχαν επίσης για τα “Gone”, “Minipoppa” και “Voodoo In My Blood”, απλά τρο-με-ροί – ειδικά αυτά τα γδαρμένα μονότονα drone, και αυτό το νεκροζώντανο spoken-word ιντερλούδιο δημιουργούσε μια υπέροχη τριπαριστή λούπα που σε έκανε να θες να κλειστείς μέσα της για πάντα, να κλειδώσεις την πόρτα και να πετάξεις τα κλειδιά από το παράθυρο.
Το “Inertia Creeps” με την απόκοσμη ατμοσφαιρικότητα, τις fuzz-tone κιθάρες και μια πληθώρα από εφέ κατάφερε να δημιουργήσει μια εξαιρετικά αίσθηση αμφιθυμίας. Το κοινό ενθουσιάστηκε με την ξεσηκωτική διασκευή του “ROckwrok” των Ultravox (από το δεύτερο θρυλικό άλμπουμ της μπάντας με τον John Foxx ακόμα στη σύνθεση), προτού ο Horace Andy επιστρέψει στη σκηνή για το ατμοσφαιρικά άψογο “Angel” , από το πιο μυθολογικό άλμπουμ του αιώνα, το “Mezzanine” το οποίο -καθώς εξελίσσεται- γίνεται όλο και πιο σκοτεινό, πιο βαθύ και πιο επικό, προτού ολοκληρώσει τον κύκλο του με ένα εντελώς ξεθωριασμένο outro.
Η ακτιβιστική διάθεση των Massive ενισχύθηκε από το συνοδευτικό οπτικό υλικό του ντοκιμαντερίστα Adam Curtis, ένα συνονθύλευμα εικόνων – από τον Ken Dodd μέχρι πλάνα από πυροβολισμούς και βομβαρδισμούς, μέχρι το γάμο του πρίγκιπα Andrew – που συνδέονται με τις χαρακτηριστικές ανησυχίες του Curtis: οι υπολογιστές μας μας παρακολουθούν, οι πολιτικοί και οι φαρμακευτικές εταιρείες μας ελέγχουν, οι θεωρίες συνωμοσίας μπορεί να είναι από μόνες τους μια θεωρία συνωμοσίας, σχεδιασμένες για να κρατάνε τους ανθρώπους φοβισμένους.
Τα απανωτά visuals συμπληρώνονταν από τη μουσική, που ήταν εμφανές δεν έχει χάσει τίποτα από τη δύναμή της στα χρόνια που μεσολάβησαν: Ίσως η πιο μαγική στιγμή της συναυλίας δόθηκε από την εκπληκτική εκτέλεση της Elizabeth Fraser στο “Song to the Siren” του Tim Buckley. Η λεπτοδουλεμένη, μεγαλειώδης, σπάνια ερμηνεία της, με φόντο τη βάναυση φρίκη των δεινών στη Γάζα, ήταν κάτι παραπάνω απο μια ευγενική υπενθύμιση των εγκλημάτων που διαπράττονται αυτη τη στιγμή στη Γάζα. Η παρουσία της γενικά στην όλη βραδιά λειτουργούσε σαν σύντομες ανάπαυλες γαλήνης, σαν φως που τρεμόπαιζε στο απόλυτο σκοτάδι.
Ο Robert Del Naja – παρουσιάζοντας τη Deborah Miller στη σκηνή – αφιέρωσε το εξαιρετικό “Safe From Harm” στο λαό της Παλαιστίνης. Ακολούθησε το “Unfinished Symphony” προτού αποχωρήσουν από τη σκηνή, επιστρέφοντας για λίγο με το “Karmacoma”. Η Liz Fraser επέστρεψε στη συνέχεια για το μαγευτικό και απόκοσμο “Teardrop” και παρέμεινε για μια απρόσμενη διασκευή του “Levels” του Avicii και το φινάλε με το “Group Four”.
Αυτό που είχε ενδιαφέρον είναι ότι οι περισσότερες συναυλίες στα μεγάλα φεστιβάλ σου πουλάνε συνήθως μια παρηγορητική οικειότητα – το κοινό αγοράζει εισιτήρια γνωρίζοντας ακριβώς τι πρόκειται να πάρει – κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη χθεσινή συναυλία. Δεν ήταν μια συναυλία για νοσταλγούς. Στη νευραλγική ιστορική περίοδο που διανύουμε, το πάθος και η πολιτικοποίηση του γκρουπ δεν υπήρξαν ποτέ πιο ζωτικής σημασίας.
Ωστόσο, παρά την υψηλή ποιότητα της χθεσινής συναυλίας, υπήρξαν κάποιες αντιφατικές κριτικές. Ορισμένοι θεατές ένιωσαν ότι η εναλλαγή μεταξύ γνωστών κομματιών και λιγότερο γνωστών διασκευών διέκοπτε τη ροή της συναυλίας. Ίσως να έχουν δίκαιο, ίσως και όχι. Ίσως επίσης αυτές οι εναλλαγές να σου έδιναν τον χώρο να επεξεργαστείς αυτό που έβλεπες, καθώς τα ερεθίσματα, οπτικά, ακουστικά και νοητικά, ήταν πολλά και δύσπεπτα.
Η βραδιά έκλεισε με το “Group Four”, αφήνοντας το κοινό με μια αίσθηση ελπίδας αλλά και προβληματισμού. Οι Massive Attack κατάφεραν να μας «λυγίσουν», όχι μόνο με την ποιότητα της μουσικής τους αλλά και με την έντονη πολιτική τους τοποθέτηση, υπενθυμίζοντας μας τη δύναμη της τέχνης ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής. Με την στοχοπροσήλωσή τους στο εδώ και στο τώρα, Οι Massive Attack παραμένουν οι σκοτεινοί ιεροκήρυκες της σύγχρονης δυστοπίας, καλώντας μας να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια και να αγωνιστούμε για έναν καλύτερο αύριο.
➪ Διαβάστε επίσης: Massive Attack: «Θες να μου πεις ότι είμαστε μια γαμημένη punk μπάντα αυτή τη στιγμή;»