Μπαίνοντας στο διώροφο κτίσμα στη Νέα Χαλκηδόνα όπου εδράζεται το στούντιο της «Δισκέξ» – με προφανές το (αυτό)σαρκαστικό του ονόματος – και ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλιά μέχρι την είσοδό του, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις τις vintage μικρο-αφίσες των ρετρό μουσικών οργάνων (Hammond, Farfisa) που είναι κρεμασμένες μέσα σε κάδρα στους τοίχους του ισογείου.
Ο Σέργιος Βούδρης με περιμένει, ως καλός οικοδεσπότης, στο κατώφλι του στούντιο. Είναι ψηλός, εύσωμος, με μακρύ μαύρο μαλλί σαν Κιμμέριος γίγαντας χωρίς το σπαθί του Κόναν του Βάρβαρου (θα μπορούσε βέβαια να κρατάει μια ηλεκτρική κιθάρα εν είδη τσεκουριού, ως τυπικός axeman, όπως αποκαλούνται οι κιθαρίστες στην αγγλοσαξονική μουσική αργκό).
Κάνουμε χειραψία και με μπάζει μέσα στο προσωπικό του σύμπαν, που δεν διαφέρει και πολύ, σε μικρογραφία, από τον «Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων» (1490-1511), τον σπουδαίο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, ένα από τα σημαντικότερα έργα ζωγραφικής όλων των εποχών.
Και είναι όντως ένας κήπος απόλαυσης και οπτικοακουστικής ηδονής για κάθε μουσικόφιλο, αλλά και επικούρειο οπαδό του ρετρό ήχου και των vintage μουσικών οργάνων: μέσα σε λιγότερα από 50 τ.μ., το στούντιο της «Δισκέξ» περιέχει όντως, κρυμμένα πίσω από κουρτίνες και παραβάν, μερικά από τα διασημότερα μουσικά όργανα της ιστορίας -τα οποία χρησιμοποιεί ο (μισός Έλληνας-μισός Φινλανδός) Βούδρης για λογαριασμό της ηχογράφησης πολλών πρόσφατων άλμπουμ που έχει αναλάβει υπό την εποπτεία του.
Ο 41χρονος Βούδρης – με σπουδές σε τραγούδι και μουσική σύνθεση και μια πρωινή δουλειά στην Χορωδία της ΕΡΤ ως βαθύφωνος – έμαθε την παραγωγή εντελώς αυτοδίδακτος. Βλέποντας και κάνοντας. Προχωρώντας ημέρα με την ημέρα και βλέποντας τον κάθε αγώνα ξεχωριστά, που λένε και οι αθλητές των ομαδικών αθλημάτων.
Για όση ώρα μιλάμε, μού βάζει να ακούσω το τελευταίο (και ολοκαίνουργιο) άλμπουμ που ανέλαβε να κάνει την παραγωγή, το νέο πόνημα της psych-folk μπάντας που ακούει στο όνομα The Prisma Flower Band.
Οι επιρροές του είναι ξεκάθαρες, από την βρετανική prog-folk σκηνή της δεκαετίας του ’70, ειδικά την «Σκηνή του Canterbury» και τα σπουδαία συγκροτήματα που έβγαλε, όπως οι Caravan, οι Hatfield And The North, οι Egg και οι Soft Machine.
Και ο ίδιος, άλλωστε, αυτά ακούει, πάνω κάτω: λατρεύει οτιδήποτε κυκλοφόρησε κατά την δεκαετία του ’70. Και λέμε «πάνω κάτω» γιατί, κατά βάση, ο Σέργιος έχει για μεγάλη του αγάπη την κλασική μουσική («και όχι μόνο τους παλιούς, τον Μπετόβεν και τον Μπαχ, αλλά και τους μουσουργούς του 20ου αιώνα, Στοκχάουζεν, Στραβίνσκι και λοιπούς», μου διευκρινίζει). Αυτό του το πάθος συντηρείται επαρκώς με την πρωινή του δουλειά, στην χορωδία της ΕΡΤ.
Το έτερό του πάθος, η κατά κοινώς λεγόμενη, ποπ και ροκ μουσική, συντηρείται εδώ και μια εικοσαετία από το προσωπικό του συγκρότημα: Οι Voyage Limpid Sound ιδρύθηκαν μεν ως ένα one man πρότζεκτ, κυκλοφορώντας το 2000 το ψυχεδελικό «Electronically Enhanced Dream», ενώ το 2008 σχημάτισε την μπάντα με την συμμετοχή και άλλων μελών κυκλοφορώντας τα άλμπουμ «The Voyage Limpid Sound Are Happy» και «Nightly Sing Songs».
Περιμένοντας το γκι και το ου
Και αν ο «Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» περιέχει από τον Μπος αρκετά easter eggs – δηλαδή εικονιστικές εκπλήξεις από εκεί που δεν το περιμένεις – που φτάνουν και περισσεύουν για τα επόμενα είκοσι Πάσχα(τα) που θα ακολουθήσουν, ο ίδιος ο Βούδρης δηλώνει ακραιφνής οπαδός μιας άλλης γιορτινής εποχής: των Χριστουγέννων.
Οι μέρες του Δεκεμβρίου έχουν εγγραφεί στο dna του με τα πιο χαρούμενα των χρωμάτων, από τότε που ήταν πιτσιρικάς, μου λέει, οπότε, και καθώς είναι ένας άνθρωπος που, όπως όλοι μας, τρεφόμαστε και κινούμαστε από τις εμμονές μας, κάθε Χριστούγεννα ετοιμάζει από μόνος του και από μια προσωπική ή συλλογική έκπληξη.
Λόχου χάρη, τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, ο Σέργιος είχε μια καταπληκτική ιδέα που μετατράπηκε σε γιορτινή πρωτοβουλία:
Συγκέντρωσε γύρω του τους Christmas Carole Kings, δηλαδή την αφρόκρεμα της ελληνικής alternative μουσικής σκηνής όπως οι Bazooka, ο Prins Obi των Baby Guru, ο Noda Pappa και ο Μάρκος Μαζαράκης των Acid Baby Jesus, οι Whereswilder, ο His Majesty the Κing of Spain, οι ΜΕΝΤΑ, ο Οδυσσέας Τζιρίτας και αρκετοί ακόμη και από αυτήν την 25μελή σύμπραξη προέκυψε το indie χριστουγεννιάτικο hit των Χριστουγέννων του 2021: Το «You can’t hide from Christmas» (σε στίχους και μουσική του ίδιου του Βούδρη), ένας φόρος τιμής στο σπεκτορικό «wall of sound» (και συγκεκριμένα στην παραλλαγή του Brian Wilson των Beach Boys), το οποίο μάλιστα ηχογραφήθηκε ζωντανά κατά τη διάρκεια ενός μακροσκελούς session στις 21 Νοεμβρίου 2021 στο στούντιο της «Δισκέξ».
«Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία και χρειάστηκαν συνολικά έξι ώρες για να βγουν όλα τα μέρη σωστά. Ήταν μια φανταστική μέρα για όλους, μοναδική μουσική εμπειρία η συνύπαρξη τόσων φανταστικών μουσικών», θυμάται ο Σέργιος, κάνοντας λόγο για «μια μοναδική συγκυρία – σαν ένα snapshot της ελληνικής ροκ και όχι μόνο πραγματικότητας στην post-covid περίοδο».
Ο αναλογικός παράδεισος ενός ψηφιακού στούντιο
Στην συνέχεια, και αφού έχουμε ακούσει όλο το άλμπουμ των The Prisma Flower Band, ο Σέργιος αρχίζει να με ξεναγεί μέσα σε αυτό το στούντιο που μερικούς μήνες πριν γυρίστηκε το άτυπο βιντεοκλίπ του «You can’t hide from Christmas».
Βλέπω δίπλα στην ψηφιακή κονσόλα ηχογράφησης, σχεδόν κρυμμένο ένα πιάνο Fender Rhodes («σαν να πέφτει ζάχαρη από τον ουρανό όταν το ακούς», μου λέει ο Σέργιος ενώ κάθεται και παίζει μερικές νότες). Δίπλα στο πιάνο της δεκαετίας του ’70 υπάρχουν όρθιες πολλές κιθάρες, μπάσα, ακουστικές και ηλεκτρακουστικές, μέχρι και ένα μπάντζο.
Στο κέντρο του στούντιο βρίσκονται τοποθετημένα ένα επιβλητικό όργανο Hammond και ένα Lowrey, σε κομβικό σημείο, μιας και, σύμφωνα με τον Σέργιο, επιτελούν εξίσου κομβικό ρόλο («συνθέτω σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε αυτά τα δυο, εκτός φυσικά από τα δυο μεγάλα πιάνα», μου λέει).
Δεν χρειάζεται και πολύ σπρώξιμο μέχρι να τον πείσω να κάτσει πίσω από το Lowrey και να μου παίξει την αρχή του «Baba O’ Riley» των Who, ακριβώς όπως το έκανε και πριν μισόν αιώνα ο ίδιος ο Pete Townshend, όταν εκεί γύρω στο 1970-’71, ανακάλυψε ότι το συγκεκριμένο όργανο μπορούσε να βγάλει αυτή την αλληλουχία από προηχογραφημένα synth μέρη.
Πίσω από το Hammond υπάρχουν δυο μεγάλα πιάνα (ένα κλασικό και ένα με ελαφρώς πιο καθαρό ήχο, για πιο λουστραρισμένες και «καθαρές» παραγωγές), ενώ απέναντι ακριβώς και δίπλα στην πόρτα της εξόδου βρίσκεται ένα παλιό συνθεσάιζερ μάρκας Korg που ο ίδιος σπεύδει να μου διηγηθεί την ιστορία του: είναι ένα πιάνο που, πριν 35-40 χρόνια, κοσμούσε την ορχήστρα ενός αυθεντικού «σκυλάδικου» και που ο ιδιοκτήτης του χρησιμοποιούσε ως ηχητικά επικουρικό στον ήχο του παρακείμενου μπουζουκιού.
Η ξενάγηση του Σέργιου κλείνει με ένα από τα σημαντικότερα όργανα που διαθέτει το στούντιό του: μια Farfisa Compact Duo σαν και αυτή που παίζει και ο πιανίστας των Pink Floyd, ο Rick Wright, στην διάσημη συναυλία της μπάντας στο αμφιθέατρο της Πομπηίας το 1972 -που προκειμένου να την δω, πρέπει να κάνει σχεδόν… μετακόμιση στο στούντιο, καθώς είναι (σχεδόν σοφά) σκεπασμένη κάτω από πανιά και καλύμματα επίπλων.
Είμαι στον αναλογικό παράδεισο του κάθε επίδοξου «χαϊ-φιντελίστα» λοιπόν; Ας με τσιμπήσει κάποιος να δω ότι δεν ονειρεύομαι.
Όλως παραδόξως, ο παράδεισος αυτός δεν είναι καθόλου ακριβός: όπως μου επισημαίνει ο ίδιος ο Σέργιος, το κόστος αγοράς αυτών των vintage μουσικών οργάνων είναι πολύ μικρότερο του αναμενομένου. «Τα αγόρασα όλα από ηλεκτρονικά παζάρια και καταστήματα σε τιμές εξαιρετικά φθηνές -μιλάμε για μέσο όρο τιμής γύρω στα 300 ευρώ έκαστο, όχι παραπάνω», μου τονίζει ο ίδιος.
Το ταξίδι μου μέσα στο στούντιο της «Δισκέξ» τελείωσε και οι… kinder εκπλήξεις που είχα το προνόμιο να δω από κοντά φτάνουν και περισσεύουν για το υπόλοιπο μισό της ζωής μου.
Ας μην είμαι όμως τόσο απαισιόδοξος: όλο και κάποιο καινούργιο όργανο θα αγοράσει μέσα στους επόμενους μήνες ο Σέργιος και όλο και κάποιο μουσικό πανηγύρι / μάζωξη θα διοργανώσει πάλι –ειδικά αν πλησιάζει η εποχή των Χριστουγέννων.
Μπαίνοντας στο διώροφο κτίσμα στη Νέα Χαλκηδόνα όπου εδράζεται το στούντιο της «Δισκέξ» – με προφανές το (αυτό)σαρκαστικό του ονόματος – και ανεβαίνοντας τα λίγα σκαλιά μέχρι την είσοδό του, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις τις vintage μικρο-αφίσες των ρετρό μουσικών οργάνων (Hammond, Farfisa) που είναι κρεμασμένες μέσα σε κάδρα στους τοίχους του ισογείου.
Ο Σέργιος Βούδρης με περιμένει, ως καλός οικοδεσπότης, στο κατώφλι του στούντιο. Είναι ψηλός, εύσωμος, με μακρύ μαύρο μαλλί σαν Κιμμέριος γίγαντας χωρίς το σπαθί του Κόναν του Βάρβαρου (θα μπορούσε βέβαια να κρατάει μια ηλεκτρική κιθάρα εν είδη τσεκουριού, ως τυπικός axeman, όπως αποκαλούνται οι κιθαρίστες στην αγγλοσαξονική μουσική αργκό).
Κάνουμε χειραψία και με μπάζει μέσα στο προσωπικό του σύμπαν, που δεν διαφέρει και πολύ, σε μικρογραφία, από τον «Κήπο των Επίγειων Απολαύσεων» (1490-1511), τον σπουδαίο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, ένα από τα σημαντικότερα έργα ζωγραφικής όλων των εποχών.
Και είναι όντως ένας κήπος απόλαυσης και οπτικοακουστικής ηδονής για κάθε μουσικόφιλο, αλλά και επικούρειο οπαδό του ρετρό ήχου και των vintage μουσικών οργάνων: μέσα σε λιγότερα από 50 τ.μ., το στούντιο της «Δισκέξ» περιέχει όντως, κρυμμένα πίσω από κουρτίνες και παραβάν, μερικά από τα διασημότερα μουσικά όργανα της ιστορίας -τα οποία χρησιμοποιεί ο (μισός Έλληνας-μισός Φινλανδός) Βούδρης για λογαριασμό της ηχογράφησης πολλών πρόσφατων άλμπουμ που έχει αναλάβει υπό την εποπτεία του.
Ο 41χρονος Βούδρης – με σπουδές σε τραγούδι και μουσική σύνθεση και μια πρωινή δουλειά στην Χορωδία της ΕΡΤ ως βαθύφωνος – έμαθε την παραγωγή εντελώς αυτοδίδακτος. Βλέποντας και κάνοντας. Προχωρώντας ημέρα με την ημέρα και βλέποντας τον κάθε αγώνα ξεχωριστά, που λένε και οι αθλητές των ομαδικών αθλημάτων.
Για όση ώρα μιλάμε, μού βάζει να ακούσω το τελευταίο (και ολοκαίνουργιο) άλμπουμ που ανέλαβε να κάνει την παραγωγή, το νέο πόνημα της psych-folk μπάντας που ακούει στο όνομα The Prisma Flower Band.
Οι επιρροές του είναι ξεκάθαρες, από την βρετανική prog-folk σκηνή της δεκαετίας του ’70, ειδικά την «Σκηνή του Canterbury» και τα σπουδαία συγκροτήματα που έβγαλε, όπως οι Caravan, οι Hatfield And The North, οι Egg και οι Soft Machine.
Και ο ίδιος, άλλωστε, αυτά ακούει, πάνω κάτω: λατρεύει οτιδήποτε κυκλοφόρησε κατά την δεκαετία του ’70. Και λέμε «πάνω κάτω» γιατί, κατά βάση, ο Σέργιος έχει για μεγάλη του αγάπη την κλασική μουσική («και όχι μόνο τους παλιούς, τον Μπετόβεν και τον Μπαχ, αλλά και τους μουσουργούς του 20ου αιώνα, Στοκχάουζεν, Στραβίνσκι και λοιπούς», μου διευκρινίζει). Αυτό του το πάθος συντηρείται επαρκώς με την πρωινή του δουλειά, στην χορωδία της ΕΡΤ.
Το έτερό του πάθος, η κατά κοινώς λεγόμενη, ποπ και ροκ μουσική, συντηρείται εδώ και μια εικοσαετία από το προσωπικό του συγκρότημα: Οι Voyage Limpid Sound ιδρύθηκαν μεν ως ένα one man πρότζεκτ, κυκλοφορώντας το 2000 το ψυχεδελικό «Electronically Enhanced Dream», ενώ το 2008 σχημάτισε την μπάντα με την συμμετοχή και άλλων μελών κυκλοφορώντας τα άλμπουμ «The Voyage Limpid Sound Are Happy» και «Nightly Sing Songs».
Περιμένοντας το γκι και το ου
Και αν ο «Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» περιέχει από τον Μπος αρκετά easter eggs – δηλαδή εικονιστικές εκπλήξεις από εκεί που δεν το περιμένεις – που φτάνουν και περισσεύουν για τα επόμενα είκοσι Πάσχα(τα) που θα ακολουθήσουν, ο ίδιος ο Βούδρης δηλώνει ακραιφνής οπαδός μιας άλλης γιορτινής εποχής: των Χριστουγέννων.
Οι μέρες του Δεκεμβρίου έχουν εγγραφεί στο dna του με τα πιο χαρούμενα των χρωμάτων, από τότε που ήταν πιτσιρικάς, μου λέει, οπότε, και καθώς είναι ένας άνθρωπος που, όπως όλοι μας, τρεφόμαστε και κινούμαστε από τις εμμονές μας, κάθε Χριστούγεννα ετοιμάζει από μόνος του και από μια προσωπική ή συλλογική έκπληξη.
Λόχου χάρη, τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, ο Σέργιος είχε μια καταπληκτική ιδέα που μετατράπηκε σε γιορτινή πρωτοβουλία:
Συγκέντρωσε γύρω του τους Christmas Carole Kings, δηλαδή την αφρόκρεμα της ελληνικής alternative μουσικής σκηνής όπως οι Bazooka, ο Prins Obi των Baby Guru, ο Noda Pappa και ο Μάρκος Μαζαράκης των Acid Baby Jesus, οι Whereswilder, ο His Majesty the Κing of Spain, οι ΜΕΝΤΑ, ο Οδυσσέας Τζιρίτας και αρκετοί ακόμη και από αυτήν την 25μελή σύμπραξη προέκυψε το indie χριστουγεννιάτικο hit των Χριστουγέννων του 2021: Το «You can’t hide from Christmas» (σε στίχους και μουσική του ίδιου του Βούδρη), ένας φόρος τιμής στο σπεκτορικό «wall of sound» (και συγκεκριμένα στην παραλλαγή του Brian Wilson των Beach Boys), το οποίο μάλιστα ηχογραφήθηκε ζωντανά κατά τη διάρκεια ενός μακροσκελούς session στις 21 Νοεμβρίου 2021 στο στούντιο της «Δισκέξ».
«Ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία και χρειάστηκαν συνολικά έξι ώρες για να βγουν όλα τα μέρη σωστά. Ήταν μια φανταστική μέρα για όλους, μοναδική μουσική εμπειρία η συνύπαρξη τόσων φανταστικών μουσικών», θυμάται ο Σέργιος, κάνοντας λόγο για «μια μοναδική συγκυρία – σαν ένα snapshot της ελληνικής ροκ και όχι μόνο πραγματικότητας στην post-covid περίοδο».
Ο αναλογικός παράδεισος ενός ψηφιακού στούντιο
Στην συνέχεια, και αφού έχουμε ακούσει όλο το άλμπουμ των The Prisma Flower Band, ο Σέργιος αρχίζει να με ξεναγεί μέσα σε αυτό το στούντιο που μερικούς μήνες πριν γυρίστηκε το άτυπο βιντεοκλίπ του «You can’t hide from Christmas».
Βλέπω δίπλα στην ψηφιακή κονσόλα ηχογράφησης, σχεδόν κρυμμένο ένα πιάνο Fender Rhodes («σαν να πέφτει ζάχαρη από τον ουρανό όταν το ακούς», μου λέει ο Σέργιος ενώ κάθεται και παίζει μερικές νότες). Δίπλα στο πιάνο της δεκαετίας του ’70 υπάρχουν όρθιες πολλές κιθάρες, μπάσα, ακουστικές και ηλεκτρακουστικές, μέχρι και ένα μπάντζο.
Στο κέντρο του στούντιο βρίσκονται τοποθετημένα ένα επιβλητικό όργανο Hammond και ένα Lowrey, σε κομβικό σημείο, μιας και, σύμφωνα με τον Σέργιο, επιτελούν εξίσου κομβικό ρόλο («συνθέτω σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε αυτά τα δυο, εκτός φυσικά από τα δυο μεγάλα πιάνα», μου λέει).
Δεν χρειάζεται και πολύ σπρώξιμο μέχρι να τον πείσω να κάτσει πίσω από το Lowrey και να μου παίξει την αρχή του «Baba O’ Riley» των Who, ακριβώς όπως το έκανε και πριν μισόν αιώνα ο ίδιος ο Pete Townshend, όταν εκεί γύρω στο 1970-’71, ανακάλυψε ότι το συγκεκριμένο όργανο μπορούσε να βγάλει αυτή την αλληλουχία από προηχογραφημένα synth μέρη.
Πίσω από το Hammond υπάρχουν δυο μεγάλα πιάνα (ένα κλασικό και ένα με ελαφρώς πιο καθαρό ήχο, για πιο λουστραρισμένες και «καθαρές» παραγωγές), ενώ απέναντι ακριβώς και δίπλα στην πόρτα της εξόδου βρίσκεται ένα παλιό συνθεσάιζερ μάρκας Korg που ο ίδιος σπεύδει να μου διηγηθεί την ιστορία του: είναι ένα πιάνο που, πριν 35-40 χρόνια, κοσμούσε την ορχήστρα ενός αυθεντικού «σκυλάδικου» και που ο ιδιοκτήτης του χρησιμοποιούσε ως ηχητικά επικουρικό στον ήχο του παρακείμενου μπουζουκιού.
Η ξενάγηση του Σέργιου κλείνει με ένα από τα σημαντικότερα όργανα που διαθέτει το στούντιό του: μια Farfisa Compact Duo σαν και αυτή που παίζει και ο πιανίστας των Pink Floyd, ο Rick Wright, στην διάσημη συναυλία της μπάντας στο αμφιθέατρο της Πομπηίας το 1972 -που προκειμένου να την δω, πρέπει να κάνει σχεδόν… μετακόμιση στο στούντιο, καθώς είναι (σχεδόν σοφά) σκεπασμένη κάτω από πανιά και καλύμματα επίπλων.
Είμαι στον αναλογικό παράδεισο του κάθε επίδοξου «χαϊ-φιντελίστα» λοιπόν; Ας με τσιμπήσει κάποιος να δω ότι δεν ονειρεύομαι.
Όλως παραδόξως, ο παράδεισος αυτός δεν είναι καθόλου ακριβός: όπως μου επισημαίνει ο ίδιος ο Σέργιος, το κόστος αγοράς αυτών των vintage μουσικών οργάνων είναι πολύ μικρότερο του αναμενομένου. «Τα αγόρασα όλα από ηλεκτρονικά παζάρια και καταστήματα σε τιμές εξαιρετικά φθηνές -μιλάμε για μέσο όρο τιμής γύρω στα 300 ευρώ έκαστο, όχι παραπάνω», μου τονίζει ο ίδιος.
Το ταξίδι μου μέσα στο στούντιο της «Δισκέξ» τελείωσε και οι… kinder εκπλήξεις που είχα το προνόμιο να δω από κοντά φτάνουν και περισσεύουν για το υπόλοιπο μισό της ζωής μου.
Ας μην είμαι όμως τόσο απαισιόδοξος: όλο και κάποιο καινούργιο όργανο θα αγοράσει μέσα στους επόμενους μήνες ο Σέργιος και όλο και κάποιο μουσικό πανηγύρι / μάζωξη θα διοργανώσει πάλι –ειδικά αν πλησιάζει η εποχή των Χριστουγέννων.