Πηγαίνοντας να συναντήσω τον Κώστα Τουρνά στην Κυψέλη για μια συνέντευξη επ’ ευκαιρίας της συμπλήρωσης πενήντα ετών από την κυκλοφορία των «Απέραντων Χωραφιών», το μυαλό μου έφερε μια-δυο στροφές γύρω από το εξής ερώτημα: Είναι το 1972 το «έτος μηδέν» της ελληνικής δισκογραφίας, η χρονιά κατά την οποία κυκλοφόρησαν κάποιοι από τους σημαντικότερους δίσκους που συνετέθησαν και ηχογραφήθηκαν ποτέ από ελληνικά μυαλά (και χέρια);
Είναι το 1972 το έτος του «ολικού restart» της εγχώριας μουσικής παραγωγής, το χρονικό εκείνο σημείο που, λίγο έως πολύ, τσάκισε και σμπαράλιασε την μουσική αβελτηρία προηγουμένων ετών και, παράλληλα, χρησίμευσε ως αφετηρία για ό,τι (ουσιώδες ή επουσιώδες) επακολούθησε;
Το 1972 λοιπόν κυκλοφόρησαν, σε χρονική απόσταση λίγων μηνών το ένα από το άλλο, τέσσερα τεράστια, εξαιρετικής μουσικής σπουδαιότητας, άλμπουμ: τα «Απέραντα Χωράφια», το «Βρώμικο Ψωμί», ο «Μεγάλος Ερωτικός» και, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα πιο δυτικά, στο Παρίσι, το «666».
Και στο σημείο αυτό, να με συγχωρέσει ο Μάνος και ο Διονύσης και ο Βαγγέλης με τον Ντέμη, αλλά πρέπει να το δηλώσω ανοικτά και ευθαρσώς: τα «Απέραντα Χωράφια» είναι ανώτερα όλων. Το απαύγασμα της οργισμένης δημιουργικότητας ενός «παιδιού 23 χρονών που ένιωθε ήδη γέρος με όλα αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν τριγύρω του», που «τράβαγε πακέτο τα όνειρά του» με κατεύθυνση το μέλλον, αλλά «πνιγόταν από το άγχος που γεννιόταν μέσα του» και που τελικά δεν κατάφερε ποτέ του «να γίνει γεωργός».
Βέβαια, ο Κώστας Τουρνάς κατάφερε και φύτεψε, με την μουσική του διάφορα σπόρια. Και ακόμη και στις χαλαρές στιγμές του (για τις οποίες κατηγορήθηκε κιόλας, αδίκως), όπως το «Δεν το ξανακάνω σε Οτομπιάνκι», κατάφερνε να ακούγεται φρέσκος. Του «τώρα» και του «εδώ». Και ας αφήσουμε τους άλλους, τους δήθεν «σοβαρούς», να μας μιλήσουν για ιλαρότητα, λες και κοτζάμ David Bowie δεν είχε το δικαίωμα να πει «fuck art, let’s have fun», όπως το έκανε, άλλωστε, την ίδια περίπου χρονική περίοδο με το «Οτομπιάνκι», όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Let’s Dance», που, μεταξύ μας, μια χαρά άλμπουμ είναι.
Και μπορεί ο Κώστας Τουρνάς να μην φύτεψε και να μην μάζεψε μαρούλια και ντομάτες, όπως πιθανόν να ονειρευόταν στα 23 του χρόνια, αλλά ο ίδιος, εδώ και μισόν αιώνα, άδραξε μπόλικη αγάπη από τους γύρω του, ως μουσικός «καλλιεργητής».
Ας ξεκινήσει λοιπόν μια συνέντευξη-μαμούθ με έναν από τους σπουδαιότερους έλληνες τραγουδοποιούς. Και ας ελπίσουμε να βγούμε από ‘δω με δισκοπάθεια.
– Ποιο είναι το πρωτογενές και κυρίαρχο συναίσθημα που σας προξενεί η έκφραση «Τα “Απέραντα Χωράφια” έκλεισαν μισόν αιώνα ζωής»;
Χωρίς να θέλουμε να το κάνουμε κανόνα, ο καθένας από εμάς είναι το σύνολο του τι έχει αντιληφτεί και το τι έχει βιώσει στην ζωή του. Πενήντα χρόνια λοιπόν δεν είναι ένα μικρό χρονικό μέγεθος. Είναι πολλά τα χρόνια. Οπότε το πρωταρχικό συναίσθημα είναι του ότι αξιώθηκα να φτάσω μέχρις εδώ, μέχρι το σήμερα. Το δεύτερο, μιλώντας πλέον ξεκάθαρα για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, το ότι κάποιος όπως εσύ ή κάποιοι άλλοι θυμούνται αυτό το δημιούργημα το οποίο κυκλοφορεί με κάποιο τρόπο ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι ψυχοτονωτικό. Γιατί παιδεύτηκες εσύ ως δημιουργός για κάτι, προσπάθησες να αποτυπώσεις αυτό που έβλεπες ως άπειρος πιτσιρικάς, και αναρωτιέσαι «πως είναι δυνατόν αυτό να υπάρχει εδώ και να σημαίνει κατι σημαντικό για κάποιους;» Η ευχαρίστηση αυτή λοιπόν που νιώθω δεν έχει την μορφή της κολακείας ή της ματαιοδοξίας, είναι αγνή και πραγματική ευχαρίστηση γιατί στην ζωή μας χαιρόμαστε κυρίως όταν μας προσφέρουν ως δώρο κατι χειροπιαστό. Κατι απτό και εκμεταλλεύσιμο. Όταν λοιπόν κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν κατι σε ένα άλμπουμ όπως αυτό και μάλιστα δίχως κάποιο κόστος για τους ίδιους, αυτή είναι μια έμμεση χαρά. Γιατί είμαι, κατά βάθος, οπαδός του «ό,τι δίνεις, παίρνεις»…
– …κατά το μπιτλικό «in the end, the love you take is equal to the love you make»;
Ακριβώς. Ένας πολύ καλός μου φίλος, που με έχει συμβουλέψει κατά καιρούς σε πολλά πράγματα, μου είπε κάποτε το εξής: «ο έρωτας είναι απλώς η εισαγωγή και ο προϊδεασμός του πώς μπορεί να είναι η αγάπη». Και η αγάπη δεν μπορεί να είναι μόνο και αποκλειστικά για έναν άνθρωπο. Αλλά όταν φύγει ο έρωτας και μείνει η αγάπη, τότε αγαπάς όχι μόνο το συγκεκριμένο άτομο, αλλά και την ίδια την ζωή. Ακόμη και εκείνους με τους οποίους είσαι εντελώς απέναντι. Γι’ αυτό και επειδή αυτές οι έννοιες είναι αποδεκτές από εμένα 100%, είναι και ο βασικός λόγος που εξακολουθώ να λέω ότι το ανθρώπινο γένος είναι κατά βάση ανώριμο. Η ανθρωπότητα βρίσκεται ηλικιακά σε ένα σημείο περίπου κάπου στην μέση εφηβεία, σε ανθρώπινη αναλογία. Σίγουρα πάντως δεν έχει ενηλικιωθεί ακόμη. Και αυτό αποδεικνύεται το ότι συνεχώς πολεμάμε, τσακωνόμαστε, δερνόμαστε, βριζόμαστε, πλακωνόμαστε, δηλαδή δεν έχουμε καμιά επίγνωση του τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό αυτού που βρίσκεται απέναντι μας. Και αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν ξέρουμε και τίποτα για τον ίδιο μας τον εαυτό. Εξού και φωνάζουμε τόσο παθιασμένα για τα δίκια μας και τις αιτιάσεις μας.
– Τα «Απέραντα Χωράφια» είναι ένας διαχρονικός ή ένας αχρονικός δίσκος;
Τα «Απέραντα Χωράφια» σηματοδοτούν την έννοια της μετάβασης: από την εφηβεία στην ωριμότητα. Από την επαρχιακή πόλη [σ.σ: ο Κώστας Τουρνάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρίπολη και ήρθε σχεδόν έφηβος να μείνει μόνιμα στην Αθήνα] στο αστικό κέντρο. Και από την αθωότητα στην συνειδητοποίηση του «πού είμαι», «τι κάνω» και «πώς είναι τα πράγματα γύρω μου». Και οι άνθρωποι βρίσκουν πολλά πράγματα μέσα σε αυτό τον δίσκο γιατί αυτήν την μετάβαση την έχουν βιώσει όλοι. Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτηση σου, το αν στέκεται αχρονικά ή διαχρονικά, έχει αποκλειστικά να κάνει με το πώς στέκεται με την σειρά του και ο ακροατής απέναντι σε αυτό το άλμπουμ. Είναι ένας δίσκος που μπορεί να μείνει στο χρόνο, όσο εμείς δεν καταντήσαμε κατι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε.
– «Μη ρωτάς λοιπόν για που πηγαίνω, μη ρωτάς για που τραβώ / ρώτα μόνο αν αφήνω κάτι από εμένα εδώ», τραγουδάτε στο φινάλε των «Απέραντων Χωραφιών». Τι αφήσατε λοιπόν πίσω σας ως 23χρονος νέος κατά την περίοδο της Χούντας;
Όταν είσαι παιδάκι, μια πληγή τόσων ετών την αναγάγεις εύκολα σε πληγή, χωρίς να το συνειδητοποιείς. Και αυτός ο πόνος σε ακολουθεί σε όλη σου την ζωή –και μάλιστα ερμηνεύεις και πράγματα στο μέλλον βάσει αυτής ακριβώς της πληγής. Εγώ από παιδί που ήμουν, θυμάμαι ότι όλες αυτές οι ακυρώσεις και οι απογοητεύσεις που είχα, οιασδήποτε μορφής και έκτασης, δεν γίνονταν πληγές: γίνονταν απορίες. Και το πρώτο πράγμα που ρωτούσα μέσα μου όταν μου συνέβαινε κατι, π.χ. αν μου συμπεριφερόταν άσχημα ένας φίλος μου, ήταν «γιατί;» Ήθελα απεγνωσμένα να βρω την ερμηνεία για το γιατί οι άνθρωποι υποπίπτουν σε αυτές τις μικρές προδοσίες που πέφτουμε όλοι μας. Όλα έχουν μια ερμηνεία γιατί συμβαίνουν. Εγώ λοιπόν δεν κρατούσα την πληγή –ούτε έσπευδα να εκδικηθώ στο όνομά της. Και το «γιατί» έχει πάντα το πλεονέκτημα του ότι μπορείς να κατανοήσεις τον άνθρωπο απέναντι σου: π.χ. αν ένας φίλος μου μού συμπεριφέρθηκε άσχημα, ίσως να ήταν επειδή πρωτύτερα του είχα συμπεριφερθεί εγώ αναλόγως. Άρα το «γιατί» με βοηθά να ανακαλύψω εγώ περισσότερο τον εαυτό μου. Και πάντα εσύ ο ίδιος ωφελείσαι, πρωτίστως, όταν κάνεις μια απόπειρα να κατανοήσεις τις πράξεις του άλλου.
– Θυμάστε να είστε θυμωμένος τότε, επί Επταετίας;
Θυμάμαι ότι ήμουν εξαιρετικά προβληματισμένος. Όταν ηχογραφούσα τα «Απέραντα Χωράφια», στα 23 μου χρόνια, αυτές οι δυο ρυτίδες που βλέπεις εδώ [σ.σ: μου δείχνει δυο εμφανείς κάθετες χαρακιές στο μεσόφρυδο του] ήταν ήδη σκαμμένες προς τα μέσα. Και το ύφος μου καθημερινά στην ηλικία αυτή, ήταν συνοφρυωμένο. Ήμουν συνεχώς βαρύς. Αλλά επειδή εγώ θεωρώ ως παθητική και ταυτόχρονα ηττοπαθή στάση το «τα καταπίνω όλα και τα κρατώ όλα μέσα μου σαν εσωτερική χειροβομβίδα», έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να βγουν πράγματα στην επιφάνεια. Και όσα είναι να βγουν, θα βρουν τρόπο να βγουν, σε όποια κατάσταση ή περίσταση και αν είσαι. Θα σου δώσω ένα άλλο παράδειγμα: στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δώσαμε μια συναυλία στις φυλακές Κορυδαλλού –την μόνη που έχει γίνει μέχρι σήμερα μέσα εκεί. Μπαίνοντας μέσα, με πιάνει ένας τύπος και με κολλάει στον τοίχο. Φοράει μια χρυσή καδένα στο λαιμό, ένα χρυσό, πανάκριβο ρολόι και είναι ντυμένος στα λευκά – είναι ο Βαγγελης Ρωχάμης, αλλά εγώ δεν τον έχω αναγνωρίσει. «Εσύ γράφεις ωραία στιχάκια, θα σου στείλω και μερικά δικά μου να τα μελοποιήσεις αν θέλεις», μου λέει και προσθέτει «και άκου: όλοι οι καλοί είμαστε μέσα, όλοι οι κακοί είναι έξω». Εκείνη την ώρα πλησιάζει ο Γιάννης Ζουγανέλης που τον ξέρει τον Ρωχάμη και τον ρωτάει ευθέως «ρε Βαγγέλη, έτσι που είσαι φυλακισμένος μέσα εδώ, τι εύχεσαι βαθιά μέσα σου αυτή την στιγμή;» Και ο Ρωχάμης του απαντάει: «θέλω να βγω μια βόλτα στην Ομόνοια, στην οδό Πανεπιστημίου, να πάρω αέρα και να μην με αναζητεί κανείς». Και αμέσως μετά πήγα και έγραψα το τραγούδι «Κελί 9», εξαιτίας αυτής της κουβέντας μας.
– Ο στίχος «Μάγκες, προστάτες και αδερφές στις παλιωμένες μου χορδές» είναι επίσης εντελώς εκτός της εποχής του. Αναρωτιέμαι πως δεν έπεσαν να σας φάνε.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, εμφανιζόσουν ως μουσικός σε διάφορα πάλκα και οι άνθρωποι από κάτω σου, στην πίστα, χόρευαν. Ήταν μια ντισκοτέκ live δηλαδή. Όπως λοιπόν ήταν το ρεπερτόριο σου ετερόκλητο και διαφορετικό, έτσι ήταν και η σύσταση του κόσμου που ερχοταν στα πάλκα αυτά. Και όπου πηγαίνουν νέοι άνθρωποι και ειδικά νέα κορίτσια, δεν πηγαίνουν δίπλα τους μόνο τα αγόρια που θέλουν να τις φλερτάρουν. Και τις στιγμές που ήμουν χαλαρός, τότε γινόμουν παρατηρητής διαφόρων κοινωνικών φαινομένων εντός της πίστας. Εγώ δεν αναφέρθηκα σε «ποιότητες» ανθρώπων, αλλά στο συνονθύλευμα αυτό που έβλεπα μπροστά μου, δηλαδή άνθρωποι που ήρθαν εκεί για διαφορετικό σκοπό: ο μάγκας για να βρει μια αφορμή και να τσακωθεί, ο γκέι για να βρει ένα αγόρι και οι προστάτες για να βρουν πελάτη για τα «κορίτσια» που βρίσκονται μέσα στο χώρο. Και πάλι, εγώ λειτούργησα εντελώς δειγματοληπτικά. Θα μπορούσα να συμπεριλάβω στο τραγούδι και άλλες κατηγορίες θαμώνων που έρχονταν εκεί, άνθρωποι που έρχονταν σε αυτά τα μέρη δίχως να ταιριάζουν με τον χώρο, αλλά βρέθηκαν εκεί επειδή μυρίστηκαν έναν «μεζέ».
– Και μερικά χρόνια μετά βγάζετε τον «Αχιλλέα από το Κάιρο» που είναι ίσως το πρώτο τραγούδι της ελληνικής δισκογραφίας που μιλάει ανοικτά γι’ αυτά τα θέματα.
Στο τραγούδι αυτό δεν υπήρχε αφενός καμιά τάση απελευθέρωσης, αλλά αφετέρου και καμιά απολύτως τάση ενοχής. Είναι ένα αντι-ομοφοβικό τραγούδι, σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν με ρατσιστικό τρόπο. Δυστυχώς παντού και πάντοτε οι άνθρωποι έψαχναν τρόπους να κατηγοριοποιήσουν τα άτομα γύρω τους, προκειμένου τα αθωώσουν τους εαυτούς τους και να ενοχοποιήσουν τους άλλους για τα όσα αρνητικά συνέβησαν ή συνέβαιναν στους ίδιους.
Κάνουμε ένα διάλειμμα από την κουβέντα μας και αραδιάζω στο τραπέζι μπροστά μας μερικά βινύλια που έχω φέρει μαζί μου. Είναι όλα από το 1972, σύγχρονα των «Απέραντων Χωραφιών»: Mott The Hoople, Roxy Music, Yes, Steely Dan, Wishbone Ash, Barclay James Harvest, Emerson Lake and Palmer, Nilsson, Uriah Heep, Fleetwood Mac. Τον ρωτάω να μου πει, αν θυμάται, τι από όλα αυτά άκουγε τότε. Ποιες ήταν οι επιρροές του.
Από όλη αυτήν την στοίβα επιλέγει δυο συγκεκριμένα άλμπουμ: το «Caravanserai» του Santana και το «Don’t Shoot Me I’m Only The Piano Player» του Elton John. «Μεγαλώνοντας, είχα επηρεαστεί πολύ από τα παιξίματα του Santana, και σε αυτό το άλμπουμ, αλλά ειδικά στο άλμπουμ “Abraxas”», μου τονίζει, και στην συνέχεια πιάνει και περιεργάζεται το άλμπουμ του Elton. «Το ξεκίνημα αυτού του μουσικού με είχε συναρπάσει. Στην πορεία βέβαια, ο Elton κατέφυγε σε αυτό που κάνουν πολλοί μουσικοί, κυρίως Βρετανοί: έψαξε και βρήκε ένα gimmick, δηλαδή ένα κόλπο προκειμένου να προσελκύσει το κοινό του. Και όταν άρχισε να χάνει σε φήμη, επειδή κατά βάθος ήταν ένα απλό, καθημερινό παιδί, τότε ακριβώς σκέφτηκε “θα δώσω στο κοινό μου κάτι να με θυμάται” και τότε ήταν που εκπόνησε αυτό το κόλπο με τα φανταχτερά ρούχα και τα καπέλα».
– Εσάς, τι σας έκανε η φήμη εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘70; Κοιταχτήκατε ποτέ ένα βράδυ στον καθρέπτη και ξενερώσατε με τον εαυτό σας;
Όχι, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αυτό που έκανα ήταν μερικές απότομες στροφές προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό συνέβη όταν ξεκίνησα να κάνω κατι και στην πορεία – ευτυχώς στην πολύ αρχή – καταλάβαινα ότι αυτό δεν ήταν για μένα, δεν μου ταίριαζε. Δεν το αναγνώριζα ως κατι που ωφελούσε την ζωή μου. Λόγου χάρη, δεν μπορούσα να εργάζομαι στους χώρους στους οποίους προσλαμβάνεσαι να παίζεις ως μουσικός. Τότε που εμφανίστηκα για μια-δυο σεζόν σε νυχτερινά κέντρα [σ.σ: εννοεί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80]. Και να σου πω τι κατάλαβα, έτσι, ως μάθημα ζωής; Ότι όταν εγώ βρισκόμουν σε αρμονία με τις επιλογές μου, πάντα ερχόταν, σαν από μηχανής θεός, μια λύση. Θα σου δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχουμε κλείσει μια συμφωνία να παίξουμε με ένα μεγάλο σχήμα σε ένα νυχτερινό κέντρο στην παραλιακή, στην Γλυφάδα, εκεί κοντά στον Άγιο Κοσμά. Μάλιστα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής έχει κλείσει μέχρι και τον Ντέμη Ρούσσο στο σχήμα. Πλησιάζει λοιπόν ο καιρός να ξεκινήσουμε, εντωμεταξύ δεν έχει γίνει καμιά πρόβα των μουσικών, μέχρι που πέφτει ένα τηλέφωνο και μας ενημερώνουν ότι το νυχτερινό κέντρο τελικά δεν πήρε άδεια από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που ήταν τότε ο αρμόδιος υπουργός [σ.σ: υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Καραμανλή, μεταξύ 1978-1980]. Οπότε ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου, ένας τύπος ονόματι Μπακάλης, μας παίρνει όλους και μας πάει σε ένα άλλο μαγαζί, στο τέλος της Λεωφόρου Συγγρού, κοντά στο «Διογένης Παλλάς». Και μιλάμε για ένα σκυλάδικο του κερατά. Αρχίζουν οι πρόβες λοιπόν, εγώ καταλαβαίνω ότι δεν κολλάω στο σχήμα, αρχίζω να δυσφορώ, κάπως με προσβάλλει και ο καλλιτεχνικός διευθυντής και πάω στο αφεντικό, του δίνω πίσω τα λεφτά της προκαταβολής που μου είχε δώσει και του λέω «εγώ σκίζω το συμβόλαιο που φτιάξαμε, αν θέλεις σκίσ’ το και εσύ». Αυτό δεν το έκανα επειδή ήξερα τι θα κάνω το επόμενο πρωί: εγώ ζούσα από όλο αυτό, βασιζόμουν πάνω σε αυτό…
– …όμως η εσωτερική πίεση που νιώσατε ήταν ισχυρότερη όλων.
Ακριβώς. Άκου τώρα να δεις πως κατέληξε η βραδιά. Κατεβαίνω από το σκυλάδικο, μπαίνω στο αυτοκίνητο μαζί με την γυναίκα μου και πάμε σε ένα πάρτι στο σπίτι του εκδότη Δημήτρη Ρίζου. Το κλίμα είναι, προφανώς, βαρύ για μένα και την γυναίκα μου, οπότε δεν καθόμαστε πολύ στο πάρτι και γύρω στη μια μετά τα μεσάνυχτα γυρνάμε στο σπίτι. Με το που μπαίνουμε, χτυπάει στη μια και τέταρτο το τηλέφωνο. Είναι η Ρένα Κουμιώτη και μου λέει: «Κώστα, έρχεσαι μαζί μου στην Θεσσαλονίκη να παίξουμε μαζί;» Αυτό λοιπόν που συνέβη εδώ είναι ο κανόνας, δεν είναι η εξαίρεση. Έτσι συμβαίνει συνήθως στην ζωή. Αλλά δεν το μαθαίνουμε ποτέ, γιατί από μόνοι μας αιχμαλωτιζόμαστε σε κατι, λόγω καθαρά δικού μας φόβου. Αλλά αν δεν τιμήσεις τον εαυτό σου, δεν θα σε τιμήσει και η ίδια η ζωή.
– Τελικά, από μια ηλικία και μετά, μας καθορίζουν τα «όχι» που έχουμε κατά καιρούς πει;
Χίλια τα εκατό. Και εγώ ήμουν εξαρχής, και ως παιδί και μετά ως ενήλικας, άνθρωπος του «ναι». Δεν έλεγα «όχι» σε τίποτα. Ε λοιπόν, με το που είπα το πρώτο «όχι», τότε ακριβώς κατανόησα πλήρως και την σπουδαιότητά του.
– Μπορείτε να θυμηθείτε μια στιγμή που είπατε μέσα σας «έγραψα κατι πραγματικά συναρπαστικό»;
Όταν τελείωσα τον «Αχιλλέα απ’ το Κάιρο». Τον ολοκλήρωσα στις 10.15 ένα πρωί, μετά από ολονυχτία. Κόψε-ράψε στίχους, βγάλε κάτι από εδώ, συμπλήρωσε κάτι εκεί, σήκω πάνω να φτιάξεις έναν καφέ προκειμένου να αντέξεις μέχρι το πρωί, κάνε και ένα τσιγάρο να χαλαρώσεις. Όταν πήγα να κοιμηθώ τελικά, είχα αυτό το συναίσθημα, σαν να είχα μόλις κτίσει μια πολυκατοικία ολομόναχος.
– Πόσο πολύ επηρέασαν το δημιουργικό σας φίλτρο οι μουσικές που ακούγατε, οι ταινίες που βλέπατε τότε ή τα βιβλία που διαβάζατε;
Κυρίως και πρωταρχικώς το διάβασμα. Ό,τι χρήματα έπεφταν στα χέρια μου, γίνονταν αυτομάτως βιβλία. Γιατί βρισκόμουν σε μια ηλικία όπου έψαχνα απαντήσεις για όλα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιεργημένο επειδή έχω διαβάσει πολύ στην ζωή μου, αλλά έψαχνα στοχευμένα και πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Και να σου πω τι έγινε στο τέλος; Αφού αυτό κράτησε για μια πολύ μεγάλη περίοδο, κάπου εκεί γύρω στα 27-28 μου χρόνια, άρχισα να ασχολούμαι με άλλου είδους διάβασμα: τα «Μίκυ Μάους». Χρειαζόμουν αυτήν την ανακούφιση μετά από ένα τόσο έντονο και σοβαρό διάβασμα. Τα «Μίκυ Μάους» είναι γαλήνη, είναι παιδικότητα, είναι χαλάρωση. Η περίοδος αυτή μού έδειξε ότι τα προηγούμενα χρόνια πιέστηκα αρκετά και ίσως να ήρθε η ώρα να ρίξω λίγο τους ρυθμούς του διαβάσματος μου. Και μετά τα «Μίκυ Μάους», ήρθε ξανά πάλι η σειρά για τα πιο σοβαρά βιβλία.
– Από τον όψιμο συνδικαλισμό με το σωματείο μουσικών στην προ ετών υποψηφιότητα σας με την ΝΔ. Νιώσατε ποτέ ότι πιάσατε τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος, και την Αριστερά αλλά και την Δεξιά;
Η πολιτική στην Ελλάδα είναι ανώριμη. Είναι το ίδιο ανώριμη όσο και η νομοθεσία μας, ας πούμε. Η πολιτική ωστόσο στην χώρα μας – όπως αντίστοιχα και το νομοθετικό ή το σωφρονιστικό μας σύστημα – στερείται σοβαρότητας επειδή ωραιοποιείται. Βάζουμε ωραίους τίτλους για όσα κάνουν οι πολιτικοί, αλλά αυτό δεν αρκεί. Γιατί η πολιτική, όπως και η Δικαιοσύνη, ασκούνται από ανθρώπους με εγγενείς αδυναμίες, με τις προσωπικές τους αιχμαλωσίες. Και εγώ, ως πολίτης, τι να πιστέψω εντέλει; Την ωραιοποίηση της πολιτικής που μου προσφέρει το όλο σύστημα ή να πιστέψω κατι που το έχω δει με τα μάτια μου ή αντίστοιχα το έχω διαβάσει, ότι, π.χ. η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε επειδή το κομμουνιστικό σύστημα ήταν λάθος, αλλά εξαιτίας των ίδιων των ανθρώπων που την απάρτιζαν; Αντίστοιχα, και ο καπιταλισμός αν πέσει, αυτό θα συμβεί πάλι εξαιτίας των ίδιων των ατόμων που τον κινούν. Οι άνθρωποι φθείρουν από μόνοι τους αυτά τα οποία κατασκευάζουν. Αλλά αυτό είμαστε οι άνθρωποι: το αποτέλεσμα των αδυναμιών και των ελαττωμάτων μας.
– Τελικά, αυτόν τον κόσμο, τώρα που μεγαλώσατε και δεν είστε πια μικρός, πως τον βλέπετε με τα μάτια ενός ανθρώπου 70 ετών;
Έχω έρωτα με την ζωή. Την αγαπώ όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Και την αγαπώ όχι επειδή με συμφέρει. Αγαπώ την ιερότητα της στιγμής του να είμαι κάπου –οπουδήποτε. Και το ίδιο μου συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Πλέον, βλέπω πιο ρεαλιστικά την ζωή απ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή την είδα στο παρελθόν. Το ρεαλιστικά σημαίνει το εξής: έχω κατανοήσει το τι ακριβώς διέπει τις πράξεις των ανθρώπων, το ποιοι είμαστε, το που είμαστε και το που οδεύουμε, σε τι μπορούμε να ελπίζουμε και σε τι όχι. Είναι πολύ πιο καθαρή η ματιά μου. Και αν έπρεπε να κάνω μια ευχή για όλους αυτή θα ήταν, ο καθένας από εμάς να διαφωτίζεται μέσα του με οποίο τρόπο μπορεί και να βλέπει καλύτερα μέσα στα σκοτάδια που κατά καιρούς ενσκήπτουν στην καθημερινότητα του.
Πηγαίνοντας να συναντήσω τον Κώστα Τουρνά στην Κυψέλη για μια συνέντευξη επ’ ευκαιρίας της συμπλήρωσης πενήντα ετών από την κυκλοφορία των «Απέραντων Χωραφιών», το μυαλό μου έφερε μια-δυο στροφές γύρω από το εξής ερώτημα: Είναι το 1972 το «έτος μηδέν» της ελληνικής δισκογραφίας, η χρονιά κατά την οποία κυκλοφόρησαν κάποιοι από τους σημαντικότερους δίσκους που συνετέθησαν και ηχογραφήθηκαν ποτέ από ελληνικά μυαλά (και χέρια);
Είναι το 1972 το έτος του «ολικού restart» της εγχώριας μουσικής παραγωγής, το χρονικό εκείνο σημείο που, λίγο έως πολύ, τσάκισε και σμπαράλιασε την μουσική αβελτηρία προηγουμένων ετών και, παράλληλα, χρησίμευσε ως αφετηρία για ό,τι (ουσιώδες ή επουσιώδες) επακολούθησε;
Το 1972 λοιπόν κυκλοφόρησαν, σε χρονική απόσταση λίγων μηνών το ένα από το άλλο, τέσσερα τεράστια, εξαιρετικής μουσικής σπουδαιότητας, άλμπουμ: τα «Απέραντα Χωράφια», το «Βρώμικο Ψωμί», ο «Μεγάλος Ερωτικός» και, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα πιο δυτικά, στο Παρίσι, το «666».
Και στο σημείο αυτό, να με συγχωρέσει ο Μάνος και ο Διονύσης και ο Βαγγέλης με τον Ντέμη, αλλά πρέπει να το δηλώσω ανοικτά και ευθαρσώς: τα «Απέραντα Χωράφια» είναι ανώτερα όλων. Το απαύγασμα της οργισμένης δημιουργικότητας ενός «παιδιού 23 χρονών που ένιωθε ήδη γέρος με όλα αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν τριγύρω του», που «τράβαγε πακέτο τα όνειρά του» με κατεύθυνση το μέλλον, αλλά «πνιγόταν από το άγχος που γεννιόταν μέσα του» και που τελικά δεν κατάφερε ποτέ του «να γίνει γεωργός».
Βέβαια, ο Κώστας Τουρνάς κατάφερε και φύτεψε, με την μουσική του διάφορα σπόρια. Και ακόμη και στις χαλαρές στιγμές του (για τις οποίες κατηγορήθηκε κιόλας, αδίκως), όπως το «Δεν το ξανακάνω σε Οτομπιάνκι», κατάφερνε να ακούγεται φρέσκος. Του «τώρα» και του «εδώ». Και ας αφήσουμε τους άλλους, τους δήθεν «σοβαρούς», να μας μιλήσουν για ιλαρότητα, λες και κοτζάμ David Bowie δεν είχε το δικαίωμα να πει «fuck art, let’s have fun», όπως το έκανε, άλλωστε, την ίδια περίπου χρονική περίοδο με το «Οτομπιάνκι», όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Let’s Dance», που, μεταξύ μας, μια χαρά άλμπουμ είναι.
Και μπορεί ο Κώστας Τουρνάς να μην φύτεψε και να μην μάζεψε μαρούλια και ντομάτες, όπως πιθανόν να ονειρευόταν στα 23 του χρόνια, αλλά ο ίδιος, εδώ και μισόν αιώνα, άδραξε μπόλικη αγάπη από τους γύρω του, ως μουσικός «καλλιεργητής».
Ας ξεκινήσει λοιπόν μια συνέντευξη-μαμούθ με έναν από τους σπουδαιότερους έλληνες τραγουδοποιούς. Και ας ελπίσουμε να βγούμε από ‘δω με δισκοπάθεια.
– Ποιο είναι το πρωτογενές και κυρίαρχο συναίσθημα που σας προξενεί η έκφραση «Τα “Απέραντα Χωράφια” έκλεισαν μισόν αιώνα ζωής»;
Χωρίς να θέλουμε να το κάνουμε κανόνα, ο καθένας από εμάς είναι το σύνολο του τι έχει αντιληφτεί και το τι έχει βιώσει στην ζωή του. Πενήντα χρόνια λοιπόν δεν είναι ένα μικρό χρονικό μέγεθος. Είναι πολλά τα χρόνια. Οπότε το πρωταρχικό συναίσθημα είναι του ότι αξιώθηκα να φτάσω μέχρις εδώ, μέχρι το σήμερα. Το δεύτερο, μιλώντας πλέον ξεκάθαρα για ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, το ότι κάποιος όπως εσύ ή κάποιοι άλλοι θυμούνται αυτό το δημιούργημα το οποίο κυκλοφορεί με κάποιο τρόπο ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι ψυχοτονωτικό. Γιατί παιδεύτηκες εσύ ως δημιουργός για κάτι, προσπάθησες να αποτυπώσεις αυτό που έβλεπες ως άπειρος πιτσιρικάς, και αναρωτιέσαι «πως είναι δυνατόν αυτό να υπάρχει εδώ και να σημαίνει κατι σημαντικό για κάποιους;» Η ευχαρίστηση αυτή λοιπόν που νιώθω δεν έχει την μορφή της κολακείας ή της ματαιοδοξίας, είναι αγνή και πραγματική ευχαρίστηση γιατί στην ζωή μας χαιρόμαστε κυρίως όταν μας προσφέρουν ως δώρο κατι χειροπιαστό. Κατι απτό και εκμεταλλεύσιμο. Όταν λοιπόν κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν κατι σε ένα άλμπουμ όπως αυτό και μάλιστα δίχως κάποιο κόστος για τους ίδιους, αυτή είναι μια έμμεση χαρά. Γιατί είμαι, κατά βάθος, οπαδός του «ό,τι δίνεις, παίρνεις»…
– …κατά το μπιτλικό «in the end, the love you take is equal to the love you make»;
Ακριβώς. Ένας πολύ καλός μου φίλος, που με έχει συμβουλέψει κατά καιρούς σε πολλά πράγματα, μου είπε κάποτε το εξής: «ο έρωτας είναι απλώς η εισαγωγή και ο προϊδεασμός του πώς μπορεί να είναι η αγάπη». Και η αγάπη δεν μπορεί να είναι μόνο και αποκλειστικά για έναν άνθρωπο. Αλλά όταν φύγει ο έρωτας και μείνει η αγάπη, τότε αγαπάς όχι μόνο το συγκεκριμένο άτομο, αλλά και την ίδια την ζωή. Ακόμη και εκείνους με τους οποίους είσαι εντελώς απέναντι. Γι’ αυτό και επειδή αυτές οι έννοιες είναι αποδεκτές από εμένα 100%, είναι και ο βασικός λόγος που εξακολουθώ να λέω ότι το ανθρώπινο γένος είναι κατά βάση ανώριμο. Η ανθρωπότητα βρίσκεται ηλικιακά σε ένα σημείο περίπου κάπου στην μέση εφηβεία, σε ανθρώπινη αναλογία. Σίγουρα πάντως δεν έχει ενηλικιωθεί ακόμη. Και αυτό αποδεικνύεται το ότι συνεχώς πολεμάμε, τσακωνόμαστε, δερνόμαστε, βριζόμαστε, πλακωνόμαστε, δηλαδή δεν έχουμε καμιά επίγνωση του τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό αυτού που βρίσκεται απέναντι μας. Και αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν ξέρουμε και τίποτα για τον ίδιο μας τον εαυτό. Εξού και φωνάζουμε τόσο παθιασμένα για τα δίκια μας και τις αιτιάσεις μας.
– Τα «Απέραντα Χωράφια» είναι ένας διαχρονικός ή ένας αχρονικός δίσκος;
Τα «Απέραντα Χωράφια» σηματοδοτούν την έννοια της μετάβασης: από την εφηβεία στην ωριμότητα. Από την επαρχιακή πόλη [σ.σ: ο Κώστας Τουρνάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τρίπολη και ήρθε σχεδόν έφηβος να μείνει μόνιμα στην Αθήνα] στο αστικό κέντρο. Και από την αθωότητα στην συνειδητοποίηση του «πού είμαι», «τι κάνω» και «πώς είναι τα πράγματα γύρω μου». Και οι άνθρωποι βρίσκουν πολλά πράγματα μέσα σε αυτό τον δίσκο γιατί αυτήν την μετάβαση την έχουν βιώσει όλοι. Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτηση σου, το αν στέκεται αχρονικά ή διαχρονικά, έχει αποκλειστικά να κάνει με το πώς στέκεται με την σειρά του και ο ακροατής απέναντι σε αυτό το άλμπουμ. Είναι ένας δίσκος που μπορεί να μείνει στο χρόνο, όσο εμείς δεν καταντήσαμε κατι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε.
– «Μη ρωτάς λοιπόν για που πηγαίνω, μη ρωτάς για που τραβώ / ρώτα μόνο αν αφήνω κάτι από εμένα εδώ», τραγουδάτε στο φινάλε των «Απέραντων Χωραφιών». Τι αφήσατε λοιπόν πίσω σας ως 23χρονος νέος κατά την περίοδο της Χούντας;
Όταν είσαι παιδάκι, μια πληγή τόσων ετών την αναγάγεις εύκολα σε πληγή, χωρίς να το συνειδητοποιείς. Και αυτός ο πόνος σε ακολουθεί σε όλη σου την ζωή –και μάλιστα ερμηνεύεις και πράγματα στο μέλλον βάσει αυτής ακριβώς της πληγής. Εγώ από παιδί που ήμουν, θυμάμαι ότι όλες αυτές οι ακυρώσεις και οι απογοητεύσεις που είχα, οιασδήποτε μορφής και έκτασης, δεν γίνονταν πληγές: γίνονταν απορίες. Και το πρώτο πράγμα που ρωτούσα μέσα μου όταν μου συνέβαινε κατι, π.χ. αν μου συμπεριφερόταν άσχημα ένας φίλος μου, ήταν «γιατί;» Ήθελα απεγνωσμένα να βρω την ερμηνεία για το γιατί οι άνθρωποι υποπίπτουν σε αυτές τις μικρές προδοσίες που πέφτουμε όλοι μας. Όλα έχουν μια ερμηνεία γιατί συμβαίνουν. Εγώ λοιπόν δεν κρατούσα την πληγή –ούτε έσπευδα να εκδικηθώ στο όνομά της. Και το «γιατί» έχει πάντα το πλεονέκτημα του ότι μπορείς να κατανοήσεις τον άνθρωπο απέναντι σου: π.χ. αν ένας φίλος μου μού συμπεριφέρθηκε άσχημα, ίσως να ήταν επειδή πρωτύτερα του είχα συμπεριφερθεί εγώ αναλόγως. Άρα το «γιατί» με βοηθά να ανακαλύψω εγώ περισσότερο τον εαυτό μου. Και πάντα εσύ ο ίδιος ωφελείσαι, πρωτίστως, όταν κάνεις μια απόπειρα να κατανοήσεις τις πράξεις του άλλου.
– Θυμάστε να είστε θυμωμένος τότε, επί Επταετίας;
Θυμάμαι ότι ήμουν εξαιρετικά προβληματισμένος. Όταν ηχογραφούσα τα «Απέραντα Χωράφια», στα 23 μου χρόνια, αυτές οι δυο ρυτίδες που βλέπεις εδώ [σ.σ: μου δείχνει δυο εμφανείς κάθετες χαρακιές στο μεσόφρυδο του] ήταν ήδη σκαμμένες προς τα μέσα. Και το ύφος μου καθημερινά στην ηλικία αυτή, ήταν συνοφρυωμένο. Ήμουν συνεχώς βαρύς. Αλλά επειδή εγώ θεωρώ ως παθητική και ταυτόχρονα ηττοπαθή στάση το «τα καταπίνω όλα και τα κρατώ όλα μέσα μου σαν εσωτερική χειροβομβίδα», έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να βγουν πράγματα στην επιφάνεια. Και όσα είναι να βγουν, θα βρουν τρόπο να βγουν, σε όποια κατάσταση ή περίσταση και αν είσαι. Θα σου δώσω ένα άλλο παράδειγμα: στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δώσαμε μια συναυλία στις φυλακές Κορυδαλλού –την μόνη που έχει γίνει μέχρι σήμερα μέσα εκεί. Μπαίνοντας μέσα, με πιάνει ένας τύπος και με κολλάει στον τοίχο. Φοράει μια χρυσή καδένα στο λαιμό, ένα χρυσό, πανάκριβο ρολόι και είναι ντυμένος στα λευκά – είναι ο Βαγγελης Ρωχάμης, αλλά εγώ δεν τον έχω αναγνωρίσει. «Εσύ γράφεις ωραία στιχάκια, θα σου στείλω και μερικά δικά μου να τα μελοποιήσεις αν θέλεις», μου λέει και προσθέτει «και άκου: όλοι οι καλοί είμαστε μέσα, όλοι οι κακοί είναι έξω». Εκείνη την ώρα πλησιάζει ο Γιάννης Ζουγανέλης που τον ξέρει τον Ρωχάμη και τον ρωτάει ευθέως «ρε Βαγγέλη, έτσι που είσαι φυλακισμένος μέσα εδώ, τι εύχεσαι βαθιά μέσα σου αυτή την στιγμή;» Και ο Ρωχάμης του απαντάει: «θέλω να βγω μια βόλτα στην Ομόνοια, στην οδό Πανεπιστημίου, να πάρω αέρα και να μην με αναζητεί κανείς». Και αμέσως μετά πήγα και έγραψα το τραγούδι «Κελί 9», εξαιτίας αυτής της κουβέντας μας.
– Ο στίχος «Μάγκες, προστάτες και αδερφές στις παλιωμένες μου χορδές» είναι επίσης εντελώς εκτός της εποχής του. Αναρωτιέμαι πως δεν έπεσαν να σας φάνε.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, εμφανιζόσουν ως μουσικός σε διάφορα πάλκα και οι άνθρωποι από κάτω σου, στην πίστα, χόρευαν. Ήταν μια ντισκοτέκ live δηλαδή. Όπως λοιπόν ήταν το ρεπερτόριο σου ετερόκλητο και διαφορετικό, έτσι ήταν και η σύσταση του κόσμου που ερχοταν στα πάλκα αυτά. Και όπου πηγαίνουν νέοι άνθρωποι και ειδικά νέα κορίτσια, δεν πηγαίνουν δίπλα τους μόνο τα αγόρια που θέλουν να τις φλερτάρουν. Και τις στιγμές που ήμουν χαλαρός, τότε γινόμουν παρατηρητής διαφόρων κοινωνικών φαινομένων εντός της πίστας. Εγώ δεν αναφέρθηκα σε «ποιότητες» ανθρώπων, αλλά στο συνονθύλευμα αυτό που έβλεπα μπροστά μου, δηλαδή άνθρωποι που ήρθαν εκεί για διαφορετικό σκοπό: ο μάγκας για να βρει μια αφορμή και να τσακωθεί, ο γκέι για να βρει ένα αγόρι και οι προστάτες για να βρουν πελάτη για τα «κορίτσια» που βρίσκονται μέσα στο χώρο. Και πάλι, εγώ λειτούργησα εντελώς δειγματοληπτικά. Θα μπορούσα να συμπεριλάβω στο τραγούδι και άλλες κατηγορίες θαμώνων που έρχονταν εκεί, άνθρωποι που έρχονταν σε αυτά τα μέρη δίχως να ταιριάζουν με τον χώρο, αλλά βρέθηκαν εκεί επειδή μυρίστηκαν έναν «μεζέ».
– Και μερικά χρόνια μετά βγάζετε τον «Αχιλλέα από το Κάιρο» που είναι ίσως το πρώτο τραγούδι της ελληνικής δισκογραφίας που μιλάει ανοικτά γι’ αυτά τα θέματα.
Στο τραγούδι αυτό δεν υπήρχε αφενός καμιά τάση απελευθέρωσης, αλλά αφετέρου και καμιά απολύτως τάση ενοχής. Είναι ένα αντι-ομοφοβικό τραγούδι, σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν με ρατσιστικό τρόπο. Δυστυχώς παντού και πάντοτε οι άνθρωποι έψαχναν τρόπους να κατηγοριοποιήσουν τα άτομα γύρω τους, προκειμένου τα αθωώσουν τους εαυτούς τους και να ενοχοποιήσουν τους άλλους για τα όσα αρνητικά συνέβησαν ή συνέβαιναν στους ίδιους.
Κάνουμε ένα διάλειμμα από την κουβέντα μας και αραδιάζω στο τραπέζι μπροστά μας μερικά βινύλια που έχω φέρει μαζί μου. Είναι όλα από το 1972, σύγχρονα των «Απέραντων Χωραφιών»: Mott The Hoople, Roxy Music, Yes, Steely Dan, Wishbone Ash, Barclay James Harvest, Emerson Lake and Palmer, Nilsson, Uriah Heep, Fleetwood Mac. Τον ρωτάω να μου πει, αν θυμάται, τι από όλα αυτά άκουγε τότε. Ποιες ήταν οι επιρροές του.
Από όλη αυτήν την στοίβα επιλέγει δυο συγκεκριμένα άλμπουμ: το «Caravanserai» του Santana και το «Don’t Shoot Me I’m Only The Piano Player» του Elton John. «Μεγαλώνοντας, είχα επηρεαστεί πολύ από τα παιξίματα του Santana, και σε αυτό το άλμπουμ, αλλά ειδικά στο άλμπουμ “Abraxas”», μου τονίζει, και στην συνέχεια πιάνει και περιεργάζεται το άλμπουμ του Elton. «Το ξεκίνημα αυτού του μουσικού με είχε συναρπάσει. Στην πορεία βέβαια, ο Elton κατέφυγε σε αυτό που κάνουν πολλοί μουσικοί, κυρίως Βρετανοί: έψαξε και βρήκε ένα gimmick, δηλαδή ένα κόλπο προκειμένου να προσελκύσει το κοινό του. Και όταν άρχισε να χάνει σε φήμη, επειδή κατά βάθος ήταν ένα απλό, καθημερινό παιδί, τότε ακριβώς σκέφτηκε “θα δώσω στο κοινό μου κάτι να με θυμάται” και τότε ήταν που εκπόνησε αυτό το κόλπο με τα φανταχτερά ρούχα και τα καπέλα».
– Εσάς, τι σας έκανε η φήμη εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘70; Κοιταχτήκατε ποτέ ένα βράδυ στον καθρέπτη και ξενερώσατε με τον εαυτό σας;
Όχι, αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αυτό που έκανα ήταν μερικές απότομες στροφές προς την άλλη κατεύθυνση. Αυτό συνέβη όταν ξεκίνησα να κάνω κατι και στην πορεία – ευτυχώς στην πολύ αρχή – καταλάβαινα ότι αυτό δεν ήταν για μένα, δεν μου ταίριαζε. Δεν το αναγνώριζα ως κατι που ωφελούσε την ζωή μου. Λόγου χάρη, δεν μπορούσα να εργάζομαι στους χώρους στους οποίους προσλαμβάνεσαι να παίζεις ως μουσικός. Τότε που εμφανίστηκα για μια-δυο σεζόν σε νυχτερινά κέντρα [σ.σ: εννοεί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80]. Και να σου πω τι κατάλαβα, έτσι, ως μάθημα ζωής; Ότι όταν εγώ βρισκόμουν σε αρμονία με τις επιλογές μου, πάντα ερχόταν, σαν από μηχανής θεός, μια λύση. Θα σου δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχουμε κλείσει μια συμφωνία να παίξουμε με ένα μεγάλο σχήμα σε ένα νυχτερινό κέντρο στην παραλιακή, στην Γλυφάδα, εκεί κοντά στον Άγιο Κοσμά. Μάλιστα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής έχει κλείσει μέχρι και τον Ντέμη Ρούσσο στο σχήμα. Πλησιάζει λοιπόν ο καιρός να ξεκινήσουμε, εντωμεταξύ δεν έχει γίνει καμιά πρόβα των μουσικών, μέχρι που πέφτει ένα τηλέφωνο και μας ενημερώνουν ότι το νυχτερινό κέντρο τελικά δεν πήρε άδεια από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που ήταν τότε ο αρμόδιος υπουργός [σ.σ: υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Καραμανλή, μεταξύ 1978-1980]. Οπότε ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου, ένας τύπος ονόματι Μπακάλης, μας παίρνει όλους και μας πάει σε ένα άλλο μαγαζί, στο τέλος της Λεωφόρου Συγγρού, κοντά στο «Διογένης Παλλάς». Και μιλάμε για ένα σκυλάδικο του κερατά. Αρχίζουν οι πρόβες λοιπόν, εγώ καταλαβαίνω ότι δεν κολλάω στο σχήμα, αρχίζω να δυσφορώ, κάπως με προσβάλλει και ο καλλιτεχνικός διευθυντής και πάω στο αφεντικό, του δίνω πίσω τα λεφτά της προκαταβολής που μου είχε δώσει και του λέω «εγώ σκίζω το συμβόλαιο που φτιάξαμε, αν θέλεις σκίσ’ το και εσύ». Αυτό δεν το έκανα επειδή ήξερα τι θα κάνω το επόμενο πρωί: εγώ ζούσα από όλο αυτό, βασιζόμουν πάνω σε αυτό…
– …όμως η εσωτερική πίεση που νιώσατε ήταν ισχυρότερη όλων.
Ακριβώς. Άκου τώρα να δεις πως κατέληξε η βραδιά. Κατεβαίνω από το σκυλάδικο, μπαίνω στο αυτοκίνητο μαζί με την γυναίκα μου και πάμε σε ένα πάρτι στο σπίτι του εκδότη Δημήτρη Ρίζου. Το κλίμα είναι, προφανώς, βαρύ για μένα και την γυναίκα μου, οπότε δεν καθόμαστε πολύ στο πάρτι και γύρω στη μια μετά τα μεσάνυχτα γυρνάμε στο σπίτι. Με το που μπαίνουμε, χτυπάει στη μια και τέταρτο το τηλέφωνο. Είναι η Ρένα Κουμιώτη και μου λέει: «Κώστα, έρχεσαι μαζί μου στην Θεσσαλονίκη να παίξουμε μαζί;» Αυτό λοιπόν που συνέβη εδώ είναι ο κανόνας, δεν είναι η εξαίρεση. Έτσι συμβαίνει συνήθως στην ζωή. Αλλά δεν το μαθαίνουμε ποτέ, γιατί από μόνοι μας αιχμαλωτιζόμαστε σε κατι, λόγω καθαρά δικού μας φόβου. Αλλά αν δεν τιμήσεις τον εαυτό σου, δεν θα σε τιμήσει και η ίδια η ζωή.
– Τελικά, από μια ηλικία και μετά, μας καθορίζουν τα «όχι» που έχουμε κατά καιρούς πει;
Χίλια τα εκατό. Και εγώ ήμουν εξαρχής, και ως παιδί και μετά ως ενήλικας, άνθρωπος του «ναι». Δεν έλεγα «όχι» σε τίποτα. Ε λοιπόν, με το που είπα το πρώτο «όχι», τότε ακριβώς κατανόησα πλήρως και την σπουδαιότητά του.
– Μπορείτε να θυμηθείτε μια στιγμή που είπατε μέσα σας «έγραψα κατι πραγματικά συναρπαστικό»;
Όταν τελείωσα τον «Αχιλλέα απ’ το Κάιρο». Τον ολοκλήρωσα στις 10.15 ένα πρωί, μετά από ολονυχτία. Κόψε-ράψε στίχους, βγάλε κάτι από εδώ, συμπλήρωσε κάτι εκεί, σήκω πάνω να φτιάξεις έναν καφέ προκειμένου να αντέξεις μέχρι το πρωί, κάνε και ένα τσιγάρο να χαλαρώσεις. Όταν πήγα να κοιμηθώ τελικά, είχα αυτό το συναίσθημα, σαν να είχα μόλις κτίσει μια πολυκατοικία ολομόναχος.
– Πόσο πολύ επηρέασαν το δημιουργικό σας φίλτρο οι μουσικές που ακούγατε, οι ταινίες που βλέπατε τότε ή τα βιβλία που διαβάζατε;
Κυρίως και πρωταρχικώς το διάβασμα. Ό,τι χρήματα έπεφταν στα χέρια μου, γίνονταν αυτομάτως βιβλία. Γιατί βρισκόμουν σε μια ηλικία όπου έψαχνα απαντήσεις για όλα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου καλλιεργημένο επειδή έχω διαβάσει πολύ στην ζωή μου, αλλά έψαχνα στοχευμένα και πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Και να σου πω τι έγινε στο τέλος; Αφού αυτό κράτησε για μια πολύ μεγάλη περίοδο, κάπου εκεί γύρω στα 27-28 μου χρόνια, άρχισα να ασχολούμαι με άλλου είδους διάβασμα: τα «Μίκυ Μάους». Χρειαζόμουν αυτήν την ανακούφιση μετά από ένα τόσο έντονο και σοβαρό διάβασμα. Τα «Μίκυ Μάους» είναι γαλήνη, είναι παιδικότητα, είναι χαλάρωση. Η περίοδος αυτή μού έδειξε ότι τα προηγούμενα χρόνια πιέστηκα αρκετά και ίσως να ήρθε η ώρα να ρίξω λίγο τους ρυθμούς του διαβάσματος μου. Και μετά τα «Μίκυ Μάους», ήρθε ξανά πάλι η σειρά για τα πιο σοβαρά βιβλία.
– Από τον όψιμο συνδικαλισμό με το σωματείο μουσικών στην προ ετών υποψηφιότητα σας με την ΝΔ. Νιώσατε ποτέ ότι πιάσατε τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος, και την Αριστερά αλλά και την Δεξιά;
Η πολιτική στην Ελλάδα είναι ανώριμη. Είναι το ίδιο ανώριμη όσο και η νομοθεσία μας, ας πούμε. Η πολιτική ωστόσο στην χώρα μας – όπως αντίστοιχα και το νομοθετικό ή το σωφρονιστικό μας σύστημα – στερείται σοβαρότητας επειδή ωραιοποιείται. Βάζουμε ωραίους τίτλους για όσα κάνουν οι πολιτικοί, αλλά αυτό δεν αρκεί. Γιατί η πολιτική, όπως και η Δικαιοσύνη, ασκούνται από ανθρώπους με εγγενείς αδυναμίες, με τις προσωπικές τους αιχμαλωσίες. Και εγώ, ως πολίτης, τι να πιστέψω εντέλει; Την ωραιοποίηση της πολιτικής που μου προσφέρει το όλο σύστημα ή να πιστέψω κατι που το έχω δει με τα μάτια μου ή αντίστοιχα το έχω διαβάσει, ότι, π.χ. η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε επειδή το κομμουνιστικό σύστημα ήταν λάθος, αλλά εξαιτίας των ίδιων των ανθρώπων που την απάρτιζαν; Αντίστοιχα, και ο καπιταλισμός αν πέσει, αυτό θα συμβεί πάλι εξαιτίας των ίδιων των ατόμων που τον κινούν. Οι άνθρωποι φθείρουν από μόνοι τους αυτά τα οποία κατασκευάζουν. Αλλά αυτό είμαστε οι άνθρωποι: το αποτέλεσμα των αδυναμιών και των ελαττωμάτων μας.
– Τελικά, αυτόν τον κόσμο, τώρα που μεγαλώσατε και δεν είστε πια μικρός, πως τον βλέπετε με τα μάτια ενός ανθρώπου 70 ετών;
Έχω έρωτα με την ζωή. Την αγαπώ όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Και την αγαπώ όχι επειδή με συμφέρει. Αγαπώ την ιερότητα της στιγμής του να είμαι κάπου –οπουδήποτε. Και το ίδιο μου συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Πλέον, βλέπω πιο ρεαλιστικά την ζωή απ’ οποιαδήποτε άλλη στιγμή την είδα στο παρελθόν. Το ρεαλιστικά σημαίνει το εξής: έχω κατανοήσει το τι ακριβώς διέπει τις πράξεις των ανθρώπων, το ποιοι είμαστε, το που είμαστε και το που οδεύουμε, σε τι μπορούμε να ελπίζουμε και σε τι όχι. Είναι πολύ πιο καθαρή η ματιά μου. Και αν έπρεπε να κάνω μια ευχή για όλους αυτή θα ήταν, ο καθένας από εμάς να διαφωτίζεται μέσα του με οποίο τρόπο μπορεί και να βλέπει καλύτερα μέσα στα σκοτάδια που κατά καιρούς ενσκήπτουν στην καθημερινότητα του.