Από τα ηχεία ξεχύνονται οι χορευτικοί ηλεκτρονικοί ήχοι και το spoken word τραγουδιστικό ιδίωμα της Anne Clark. Στο βάθος ένας κόκκινος διάφανος τοίχος. Η σκιά μιας γυναίκας με μια βαλίτσα στα χέρια έτοιμη να εισέλθει στη σκηνή, στην οποία ήδη βρίσκονται οι τρεις μουσικοί, κορυφές όλοι στον τομέα τους: Ο Σπύρος Μάνεσης στο πιάνο, ο Κώστας Νικολόπουλος στις κιθάρες και ο Νίκος Παπαϊωάννου στο μπάσο και το τσέλο.
Η γυναίκα αυτή είναι η Τάνια Τσανακλίδου που 26 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του «Μαγικού Κουτιού» της, δίνει την πρεμιέρα του δεύτερου μέρους μιας σημαδιακής – για την ίδια και για το κοινό της – παράστασης πάλι εδώ στη συμπρωτεύουσα. Από δω άλλωστε ξεκίνησαν όλα, όταν ως μικρό κορίτσι μαζί με τον Κώστα Θωμαΐδη έδιναν την πρώτη τους παράσταση σ’ ένα αυτοσχέδιο στούντιο πάνω σε μια ταράτσα τη δεκαετία του 1960. Έπειτα ήρθε στην Αθήνα των μεγάλων συνεργασιών, Σπανός, Θεοδωράκης, Λεοντής, Μεταπολίτευση, μπουάτ, ιδιαίτερες αναζητήσεις και ανησυχίες και το πέρασμα στη νέα γενιά δημιουργών, στη γενιά που ανήκε και η ίδια: Κραουνάκης, Νικολακοπούλου, Ανδρέου, αλλά και νεότεροι σαν τον Μιχάλη Δέλτα, με τον οποίο άφησαν από κοινού έναν οριακό ηλεκτρονικό δίσκο. Στο «Μουσικό Κουτί – Μέρος Δεύτερο» τη ρεπερτοριακή μερίδα του λέοντος δεν καταλαμβάνουν οι προαναφερόμενοι δημιουργοί, αλλά μάλλον οι αγάπες της Τσανακλίδου από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Κομμάτια που θα μπορούσε να έχει ερμηνεύσει η ίδια σε πρώτη εκτέλεση, από το «Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι» μέχρι το «Ποιος ειν’ τρελός από έρωτα», αμφότερα του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και Φλέρυ Νταντωνάκη (το σπαρακτικό «Τραγούδι της νύχτας» του συγκροτήματος Τερμίτες), Γιάννης Αγγελάκας, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί – πολλοί άλλοι δημιουργοί, αν υποτεθεί πως στην παράσταση ακούγονται σχεδόν τριάντα τραγούδια. Κι όταν η Ιέρεια στα βαφτίσια και στις κηδείες των ερώτων μας διαβάσει Ζαν Ζενέ και Νίκο Καρούζο κάτω από το εφέ ενός θωπευτικού χιονιού, όταν ακόμη έχει κλάψει και η ίδια πάνω στην πρόβα τζενεράλε της, μας οδηγεί ξανά στην κορύφωση ενθυμούμενη την Εντίθ Πιάφ και το, εξελληνισμένο από τον Άρη Δαβαράκη, «La Foule». Η πρόβα τελειώνει. Όλα πήγαν καλά. Ο Παναγιώτης Πετρονικολός φροντίζει τις λεπτομέρειες του ήχου, ο Γιάννης Περίδης την εμψυχώνει και η Ειρήνη, ένας δικός της άνθρωπος, πηγαινοέρχεται με το πρόγραμμα της παράστασης στα χέρια.
Ήταν μεγάλη τύχη να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη και να μου ανοίξει η Τάνια τις πόρτες του Μεγάρου Μουσικής για να παρακολουθήσω την πρόβα της. Δεν είναι αμελητέα η αίσθηση του να βρίσκεσαι σε μια τεράστια άδεια αίθουσα και η Τάνια Τσανακλίδου να τραγουδάει για πάρτη σου κοιτώντας σε μες τα μάτια. «Έλα, πάμε μέσα τώρα», μου ζήτησε με το χαμόγελο της ευτυχίας του καλλιτέχνη στα χείλη της. Σ’ ένα άδειο δωμάτιο με δυο ποτήρια ουίσκι ξεκινήσαμε να μιλάμε και, όπως πάντα, η Τάνια είχε πολλά και ενδιαφέροντα να πει. Μα να μην υπάρχει ούτε μία φορά που συνομιλούμε δημόσια μ’ αυτή τη γυναίκα και να μην κάνει κατάθεση ψυχής; Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται χημεία μεταξύ συνεντευξιαστή και συνεντευξιαζόμενου, το μόνο που ξέρω είναι πως κάθε φορά συλλέγω τη σκέψη της σαν να κρατάω μια ονειροπαγίδα στα χέρια μου που δεν θέλω να ξεφύγει τίποτα μέσα από την απόχη της, ούτε ένα τόσο δα μικρό χρώμα από τα λόγια – πεταλούδες της.
Επειδή ο χρόνος τελειώνει, έχεις μιαν αγωνία αν εξέλιξες τον εαυτό σου σε εκείνο το σημείο που ονειρευόσουν, αν έγινες ο άνθρωπος που ήθελες πάντα να γίνεις.
– Σας απασχολούσε για χρόνια αυτή η παράσταση; Γνωρίζω πως το «Μουσικό Κουτί» υπήρξε σταθμός στην πορεία σας.
Ήταν μια συνεχής εκκρεμότητα μέσα μου από τότε που’χα κάνει το πρώτο «Μαγικό Κουτί». Θεωρώ ότι οι παραστάσεις «Μαγικό Κουτί» και «Λύκε – λύκε» είναι απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει για μένα τουλάχιστον, δηλαδή πρωτίστως αρέσουν πάρα πολύ σε μένα. Είμαι 100% εγώ!
– Σωστό, αφού τα κάνετε πάλι όλα μόνη σας, κείμενα, επιλογή τραγουδιών, σκηνοθεσία.
Ολομόναχη! Το έχω στήσει όλο μόνη μου. Είμαι βέβαια πανευτυχής με τους συνεργάτες που έχω, αφού τους άκουσες και είδες τι μουσικοί είναι. Ο Περικλάκος μου σήμερα δοκίμαζε τα φώτα, ο Παναγιώτης στον ήχο τόσα χρόνια δίπλα μου…Πώς να μην είμαι τυχερή μ’ αυτά τα πλάσματα; Τους εμπιστεύομαι απόλυτα, δεν θα μπορούσα να το κάνω μ’ άλλους, γιατί αισθάνομαι ότι μ’ αγαπάνε πάνω στη σκηνή. Και τους αγαπάω κι εγώ. Αν δεν υπάρχει αγάπη, Αντώνη μου, τίποτα δεν πάει μπροστά. Εγώ μεγάλωσα κιόλας και δεν μ’ ενδιαφέρει να πουλήσω το ρεπερτόριο μου ή τη φάτσα μου, ούτε καν να πουλήσω εξυπνάδα. Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ήρθε μια στιγμή που είπα «Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να τραγουδήσω για το καλό της δικής μου ψυχής, αλλά κι επειδή έχω χρέος να ξαναβγώ μπροστά στο κοινό, το αποτελούμενο από ανθρώπους που μ’ αγαπάνε και έρχονται να με δουν».
– Σε μένα είχατε εξομολογηθεί δημόσια, λίγα χρόνια πριν, πως η σχέση σας με το τραγούδι είναι πια τουριστική.
Εντελώς! Βγαίνω μόνο σε πολύ ωραία μέρη (γέλια).
– Τι άλλαξε, λοιπόν; Επανέρχεστε μετά το αφιέρωμα στη Λίνα Νικολακοπούλου.
Μα ενώ είχα πει ότι δεν θα ξανατραγουδήσω, η Λίνα μ’ έβγαλε απ’ αυτό! Άσε που ήταν κι ένα μεγάλο δώρο για μένα. Δεν θα ξανάκανα ούτε «Μαγικό Κουτί – Μέρος δεύτερο», ούτε τίποτα, στη Λίνα το χρωστάω! Είδα τι όμορφη που’ναι η δουλειά μας, τι όμορφο να λες ωραία τραγούδια στον κόσμο. Τι ωραία είναι η μοιρασιά. Συν το ότι αν δεν μίλαγα τώρα γι’ αυτά που μας καίνε, θα έσκαγα. Θα έπρεπε να πάρω πολλά ψυχοφάρμακα.
– Η αλήθεια είναι πως για το τελευταίο που λέτε, έχετε ισχυρή παρουσία και στα social media.
Εντάξει, με βρίζουν πολλοί κιόλας, αλλά δεν πειράζει. Δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους, ρε παιδί μου.
– Τι είναι πιο άμεσο για έναν τραγουδιστή; Η τέχνη του, το τραγούδι του ή ο δημόσιος λόγος του;
Καταρχάς το τραγούδι είναι τέχνη που μ’ ένα μαγικό τρόπο μας επιτρέπει ν’ ανιχνεύουμε τα σκοτάδια μας χωρίς να πληγωνόμαστε. Η τέχνη δεν πληγώνει, μπορείς να πας όσο πιο βαθιά θέλεις. Αν πας όμως έτσι, direct, με τον δημόσιο λόγο, μπορείς να πληγώσεις ή να πληγωθείς.
– Το τραγούδι είναι θεραπεία και η τέχνη ψυχοθεραπευτική, γνωστό τοις πάσι.
Ακριβώς. Η τέχνη βάζει μπροστά μας έναν καθρέφτη, όπου μέσα του δεν βλέπουμε το τέρας. Ξέρουμε ότι το τέρας υπάρχει και αυτό πάμε να πολεμήσουμε. Δεν είναι όμως τέρας αυτό, είναι η δυνατότητα μας να το κοιτάξουμε κατάματα και να μην παγώσουμε σαν να κοιτάμε τη Μέδουσα. Δεν μας παγώνει η Μέδουσα, της κόβουμε το κεφάλι μ’ έναν τρόπο ανώδυνο για την ψυχή μας.
– Έχετε εσείς δαίμονες με τους οποίους ακόμη αναμετριέστε;
Εννοείται. Νομίζω ότι βγάζουν μεγάλη γλώσσα κιόλας και με βασανίζουν πάρα πολύ!
– Σε τι διαφέρουν οι τωρινοί σας δαίμονες απ’ αυτούς της νιότης;
Είναι τελείως διαφορετικοί. Η νιότη σε κάνει ανίκητο και δυνατό. Λες ότι πας μπροστά και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Εγώ ευτυχώς έχω διασώσει μέσα μου αυτό το αυθάδικο παιδί που το αφήνω να κάνει και αταξίες – μ’ αρέσει να κάνω και αταξίες… Ξέρεις τι γίνεται όταν μεγαλώνεις; Επειδή ο χρόνος τελειώνει, έχεις μιαν αγωνία αν εξέλιξες τον εαυτό σου σε εκείνο το σημείο που ονειρευόσουν, αν έγινες ο άνθρωπος που ήθελες πάντα να γίνεις.
– Αυτό παραείναι ενδοσκοπικό ακόμη και για τους καλλιτέχνες τους ίδιους.
Οι καλλιτέχνες οφείλουν να το σκέφτονται!
– Κι αν δεν το σκέφτονται, δεν είναι δηλαδή πραγματικοί καλλιτέχνες;
Όχι, μια χαρά είναι. Και οι άνθρωποι που ασκούν ένα επάγγελμα για να διασκεδάζουν τον κόσμο, σωτήριοι είναι.
– Ο Τσιτσάνης έλεγε, π.χ., ότι το εξωστρεφές τραγούδι γλίτωσε τον κόσμο απ’ τα ψυχιατρεία.
Και είχε δίκιο! (σ.σ. τσουγκρίζουμε τα ποτήρια) Στην υγειά μας! Είδες την πρόβα μας με τα μισά μας φωτάκια, τις μικρές μας ατέλειες. Συγκινήθηκα, θα είδες κάποια στιγμή ότι έκλαιγα κι εγώ.
– Δεν το’χεις και δύσκολο.
Ναι… (γέλια)
– Πάντα ήσασταν πολιτικό ον. Μήπως, όσο περνούν τα χρόνια, η ενασχόληση με τα κοινά μάς βολεύει για να μην ασχολούμαστε ιδιαίτερα με το μέσα μας;
Εγώ νιώθω καταρχάς πολίτης! Θέλω να το τιμήσω αυτό. Ξέρεις τι μου’χε πει ένας γέροντας όταν του’χα πει «Γέροντα, όλο πέφτω, πέφτω»; «Γι’ αυτό σου έδωσε ο θεός τα δυο σου τα χεράκια για να σηκώνεσαι». Θυμήθηκα εκείνο το υπέροχο τραγούδι που έλεγε «Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι/ βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι» (το τραγουδάει)
– Μα άνθρωποι είμαστε και το «άνθρωπος» αυτό σημαίνει ετυμολογικά, «άνω θρώσκω».
Ακριβώς. Κάποια στιγμή, ενώ ήμουν πολίτης, ιδιώτευσα κι εγώ. Ήταν κάποια χρόνια, τη δεκαετία του 1980 και εν πολλοίς κι αυτή του ’90, που δεν ήμουν ευτυχισμένη επειδή δεν ήμουν ένας σωστός άνθρωπος. Το κατάλαβα λίγο αργότερα. Όπου σωστός άνθρωπος για μένα σημαίνει σωστός πολίτης. Εάν έχεις αυτή την αγωνία, δεν αφήνεις τον εαυτό σου να γίνει ούτε «Κατίνα», ούτε φθονερός, έχεις δηλαδή την αίσθηση του «Άλλου».
– Με εντυπωσίασε το ρεπερτόριο σας αυτή τη φορά. Λίγα κομμάτια συμπεριλάβατε απ’ την προσωπική σας δισκογραφία. Την «Αλλιώτικη μέρα» του Τάκη Μπουγά, Μιχάλη Δέλτα…
Νομίζω τρία ή τέσσερα λέω μόνο. Κάθε φορά που τραγουδάω τώρα έχω την αίσθηση ότι μπορεί να’ναι και η τελευταία. Δεν το λέω με την έννοια ότι θα πεθάνω, αλλά μπορεί να πω ότι δεν θα ξανατραγουδήσω, όπως έκανα για τρία χρόνια. Ποτέ άλλωστε δεν ξέρεις πότε είναι η τελευταία φορά.
– Για όλα τα πράγματα.
Για όλα! Ας πούμε, δεν γινόταν να μην τραγουδήσω το «Τραγούδι της νύχτας» κάποια στιγμή στη ζωή μου. Ειδικά τώρα που βγαίνουν όλα στη φόρα με την κακοποίηση γυναικών και ανδρών, και το «Τραγούδι της νύχτας» μιλάει για τη θέση της γυναίκας και τη φυλετική – σεξουαλική κακοποίηση. Δεν γίνεται, Αντώνη, να κάνουμε ότι δεν συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας. Αυτό είναι το δικό μου χρέος χωρίς να βάζω ταμπέλες τι πρέπει να κάνει κάθε καλλιτέχνης. Κι εγώ βγαίνω και διασκεδάζω! Και στο σκυλάδικο μου θα πάω και παντού και θα περάσω και καλά, γιατί γουστάρω. Ο Ουμπέρτο Έκο το είχε πει πολύ ωραία: «Ασκώ υγιώς τη φυσιολογικότητα μου» και μένα η φράση αυτή με ξεμπλόκαρε από πολλά κόμπλεξ.
– Ποια ήταν τα κόμπλεξ σας;
Και τι δεν είχα! Μες την έπαρση ήμουν ή, σωστότερα, μες την απολυτότητα! Δεν γίνεσαι να’σαι απόλυτος σε τίποτα στη ζωή.
– Αν και δεν είστε πολύ μεγάλη, είσαστε μια ώριμη γυναίκα…
(με διακόπτει, γέλια) Είμαι μια γριά γυναίκα, μην τρελαίνεσαι! Σε δεκαπέντε μέρες γίνομαι 70 ετών.
– Ήθελα να πω, στα 70 σας, λοιπόν, θα λέγατε ότι τα’χετε δει όλα;
Ποτέ δε μπορείς να το πεις αυτό. Κάποια πράγματα στη ζωή σου είναι για πρώτη φορά. Αυτή η πρώτη φορά σ’ αφήνει άναυδο. Δεν τολμάω να πω αυτό που με ρωτάς. Έχω δει αρκετά, εντάξει, έχω ζήσει ζωές δέκα ανθρώπων στη ζωή αυτή, αν θες. Με το χρόνο άλλαζα, γινόμουν κάτι άλλο. Πέρασα πολλά. Να φανταστείς ότι υπήρξε περίοδος στη ζωή μου που ήμουν κοσμική. Μπορεί να πάει τώρα το μυαλό σου ότι ήμουν κοσμική εγώ; Κι όμως το έκανα και καλά έκανα που το’κανα! Κατάλαβα όμως ότι δεν ήταν το δικό μου σπίτι αυτό. Σιγά – σιγά φτιάχνω το καλυβάκι μου. Και είναι καλυβάκι, δεν είναι μέγαρο. Και είμαι ευτυχής που είναι καλυβάκι, χώρια που τραγουδάω τώρα στα Μέγαρα (γέλια).
Η παράσταση «Το Μαγικό Κουτί – Μέρος Δεύτερο» κάνει πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης το διήμερο Τετάρτη 23 και Πέμπτη 24/3 στις 21.00. Ακολουθεί το Συναυλιακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών την Τετάρτη 30/3 στις 21.00 και το Θέατρο Ακροπόλ στην Αθήνα κάθε Δευτέρα και Τρίτη από 4/4 στις 21.00
Από τα ηχεία ξεχύνονται οι χορευτικοί ηλεκτρονικοί ήχοι και το spoken word τραγουδιστικό ιδίωμα της Anne Clark. Στο βάθος ένας κόκκινος διάφανος τοίχος. Η σκιά μιας γυναίκας με μια βαλίτσα στα χέρια έτοιμη να εισέλθει στη σκηνή, στην οποία ήδη βρίσκονται οι τρεις μουσικοί, κορυφές όλοι στον τομέα τους: Ο Σπύρος Μάνεσης στο πιάνο, ο Κώστας Νικολόπουλος στις κιθάρες και ο Νίκος Παπαϊωάννου στο μπάσο και το τσέλο.
Η γυναίκα αυτή είναι η Τάνια Τσανακλίδου που 26 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του «Μαγικού Κουτιού» της, δίνει την πρεμιέρα του δεύτερου μέρους μιας σημαδιακής – για την ίδια και για το κοινό της – παράστασης πάλι εδώ στη συμπρωτεύουσα. Από δω άλλωστε ξεκίνησαν όλα, όταν ως μικρό κορίτσι μαζί με τον Κώστα Θωμαΐδη έδιναν την πρώτη τους παράσταση σ’ ένα αυτοσχέδιο στούντιο πάνω σε μια ταράτσα τη δεκαετία του 1960. Έπειτα ήρθε στην Αθήνα των μεγάλων συνεργασιών, Σπανός, Θεοδωράκης, Λεοντής, Μεταπολίτευση, μπουάτ, ιδιαίτερες αναζητήσεις και ανησυχίες και το πέρασμα στη νέα γενιά δημιουργών, στη γενιά που ανήκε και η ίδια: Κραουνάκης, Νικολακοπούλου, Ανδρέου, αλλά και νεότεροι σαν τον Μιχάλη Δέλτα, με τον οποίο άφησαν από κοινού έναν οριακό ηλεκτρονικό δίσκο. Στο «Μουσικό Κουτί – Μέρος Δεύτερο» τη ρεπερτοριακή μερίδα του λέοντος δεν καταλαμβάνουν οι προαναφερόμενοι δημιουργοί, αλλά μάλλον οι αγάπες της Τσανακλίδου από την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Κομμάτια που θα μπορούσε να έχει ερμηνεύσει η ίδια σε πρώτη εκτέλεση, από το «Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι» μέχρι το «Ποιος ειν’ τρελός από έρωτα», αμφότερα του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά και Φλέρυ Νταντωνάκη (το σπαρακτικό «Τραγούδι της νύχτας» του συγκροτήματος Τερμίτες), Γιάννης Αγγελάκας, Μάνος Λοΐζος, Διονύσης Σαββόπουλος και πολλοί – πολλοί άλλοι δημιουργοί, αν υποτεθεί πως στην παράσταση ακούγονται σχεδόν τριάντα τραγούδια. Κι όταν η Ιέρεια στα βαφτίσια και στις κηδείες των ερώτων μας διαβάσει Ζαν Ζενέ και Νίκο Καρούζο κάτω από το εφέ ενός θωπευτικού χιονιού, όταν ακόμη έχει κλάψει και η ίδια πάνω στην πρόβα τζενεράλε της, μας οδηγεί ξανά στην κορύφωση ενθυμούμενη την Εντίθ Πιάφ και το, εξελληνισμένο από τον Άρη Δαβαράκη, «La Foule». Η πρόβα τελειώνει. Όλα πήγαν καλά. Ο Παναγιώτης Πετρονικολός φροντίζει τις λεπτομέρειες του ήχου, ο Γιάννης Περίδης την εμψυχώνει και η Ειρήνη, ένας δικός της άνθρωπος, πηγαινοέρχεται με το πρόγραμμα της παράστασης στα χέρια.
Ήταν μεγάλη τύχη να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη και να μου ανοίξει η Τάνια τις πόρτες του Μεγάρου Μουσικής για να παρακολουθήσω την πρόβα της. Δεν είναι αμελητέα η αίσθηση του να βρίσκεσαι σε μια τεράστια άδεια αίθουσα και η Τάνια Τσανακλίδου να τραγουδάει για πάρτη σου κοιτώντας σε μες τα μάτια. «Έλα, πάμε μέσα τώρα», μου ζήτησε με το χαμόγελο της ευτυχίας του καλλιτέχνη στα χείλη της. Σ’ ένα άδειο δωμάτιο με δυο ποτήρια ουίσκι ξεκινήσαμε να μιλάμε και, όπως πάντα, η Τάνια είχε πολλά και ενδιαφέροντα να πει. Μα να μην υπάρχει ούτε μία φορά που συνομιλούμε δημόσια μ’ αυτή τη γυναίκα και να μην κάνει κατάθεση ψυχής; Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται χημεία μεταξύ συνεντευξιαστή και συνεντευξιαζόμενου, το μόνο που ξέρω είναι πως κάθε φορά συλλέγω τη σκέψη της σαν να κρατάω μια ονειροπαγίδα στα χέρια μου που δεν θέλω να ξεφύγει τίποτα μέσα από την απόχη της, ούτε ένα τόσο δα μικρό χρώμα από τα λόγια – πεταλούδες της.
Επειδή ο χρόνος τελειώνει, έχεις μιαν αγωνία αν εξέλιξες τον εαυτό σου σε εκείνο το σημείο που ονειρευόσουν, αν έγινες ο άνθρωπος που ήθελες πάντα να γίνεις.
– Σας απασχολούσε για χρόνια αυτή η παράσταση; Γνωρίζω πως το «Μουσικό Κουτί» υπήρξε σταθμός στην πορεία σας.
Ήταν μια συνεχής εκκρεμότητα μέσα μου από τότε που’χα κάνει το πρώτο «Μαγικό Κουτί». Θεωρώ ότι οι παραστάσεις «Μαγικό Κουτί» και «Λύκε – λύκε» είναι απ’ τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει για μένα τουλάχιστον, δηλαδή πρωτίστως αρέσουν πάρα πολύ σε μένα. Είμαι 100% εγώ!
– Σωστό, αφού τα κάνετε πάλι όλα μόνη σας, κείμενα, επιλογή τραγουδιών, σκηνοθεσία.
Ολομόναχη! Το έχω στήσει όλο μόνη μου. Είμαι βέβαια πανευτυχής με τους συνεργάτες που έχω, αφού τους άκουσες και είδες τι μουσικοί είναι. Ο Περικλάκος μου σήμερα δοκίμαζε τα φώτα, ο Παναγιώτης στον ήχο τόσα χρόνια δίπλα μου…Πώς να μην είμαι τυχερή μ’ αυτά τα πλάσματα; Τους εμπιστεύομαι απόλυτα, δεν θα μπορούσα να το κάνω μ’ άλλους, γιατί αισθάνομαι ότι μ’ αγαπάνε πάνω στη σκηνή. Και τους αγαπάω κι εγώ. Αν δεν υπάρχει αγάπη, Αντώνη μου, τίποτα δεν πάει μπροστά. Εγώ μεγάλωσα κιόλας και δεν μ’ ενδιαφέρει να πουλήσω το ρεπερτόριο μου ή τη φάτσα μου, ούτε καν να πουλήσω εξυπνάδα. Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, ήρθε μια στιγμή που είπα «Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να τραγουδήσω για το καλό της δικής μου ψυχής, αλλά κι επειδή έχω χρέος να ξαναβγώ μπροστά στο κοινό, το αποτελούμενο από ανθρώπους που μ’ αγαπάνε και έρχονται να με δουν».
– Σε μένα είχατε εξομολογηθεί δημόσια, λίγα χρόνια πριν, πως η σχέση σας με το τραγούδι είναι πια τουριστική.
Εντελώς! Βγαίνω μόνο σε πολύ ωραία μέρη (γέλια).
– Τι άλλαξε, λοιπόν; Επανέρχεστε μετά το αφιέρωμα στη Λίνα Νικολακοπούλου.
Μα ενώ είχα πει ότι δεν θα ξανατραγουδήσω, η Λίνα μ’ έβγαλε απ’ αυτό! Άσε που ήταν κι ένα μεγάλο δώρο για μένα. Δεν θα ξανάκανα ούτε «Μαγικό Κουτί – Μέρος δεύτερο», ούτε τίποτα, στη Λίνα το χρωστάω! Είδα τι όμορφη που’ναι η δουλειά μας, τι όμορφο να λες ωραία τραγούδια στον κόσμο. Τι ωραία είναι η μοιρασιά. Συν το ότι αν δεν μίλαγα τώρα γι’ αυτά που μας καίνε, θα έσκαγα. Θα έπρεπε να πάρω πολλά ψυχοφάρμακα.
– Η αλήθεια είναι πως για το τελευταίο που λέτε, έχετε ισχυρή παρουσία και στα social media.
Εντάξει, με βρίζουν πολλοί κιόλας, αλλά δεν πειράζει. Δεν γίνεται να αρέσουμε σε όλους, ρε παιδί μου.
– Τι είναι πιο άμεσο για έναν τραγουδιστή; Η τέχνη του, το τραγούδι του ή ο δημόσιος λόγος του;
Καταρχάς το τραγούδι είναι τέχνη που μ’ ένα μαγικό τρόπο μας επιτρέπει ν’ ανιχνεύουμε τα σκοτάδια μας χωρίς να πληγωνόμαστε. Η τέχνη δεν πληγώνει, μπορείς να πας όσο πιο βαθιά θέλεις. Αν πας όμως έτσι, direct, με τον δημόσιο λόγο, μπορείς να πληγώσεις ή να πληγωθείς.
– Το τραγούδι είναι θεραπεία και η τέχνη ψυχοθεραπευτική, γνωστό τοις πάσι.
Ακριβώς. Η τέχνη βάζει μπροστά μας έναν καθρέφτη, όπου μέσα του δεν βλέπουμε το τέρας. Ξέρουμε ότι το τέρας υπάρχει και αυτό πάμε να πολεμήσουμε. Δεν είναι όμως τέρας αυτό, είναι η δυνατότητα μας να το κοιτάξουμε κατάματα και να μην παγώσουμε σαν να κοιτάμε τη Μέδουσα. Δεν μας παγώνει η Μέδουσα, της κόβουμε το κεφάλι μ’ έναν τρόπο ανώδυνο για την ψυχή μας.
– Έχετε εσείς δαίμονες με τους οποίους ακόμη αναμετριέστε;
Εννοείται. Νομίζω ότι βγάζουν μεγάλη γλώσσα κιόλας και με βασανίζουν πάρα πολύ!
– Σε τι διαφέρουν οι τωρινοί σας δαίμονες απ’ αυτούς της νιότης;
Είναι τελείως διαφορετικοί. Η νιότη σε κάνει ανίκητο και δυνατό. Λες ότι πας μπροστά και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Εγώ ευτυχώς έχω διασώσει μέσα μου αυτό το αυθάδικο παιδί που το αφήνω να κάνει και αταξίες – μ’ αρέσει να κάνω και αταξίες… Ξέρεις τι γίνεται όταν μεγαλώνεις; Επειδή ο χρόνος τελειώνει, έχεις μιαν αγωνία αν εξέλιξες τον εαυτό σου σε εκείνο το σημείο που ονειρευόσουν, αν έγινες ο άνθρωπος που ήθελες πάντα να γίνεις.
– Αυτό παραείναι ενδοσκοπικό ακόμη και για τους καλλιτέχνες τους ίδιους.
Οι καλλιτέχνες οφείλουν να το σκέφτονται!
– Κι αν δεν το σκέφτονται, δεν είναι δηλαδή πραγματικοί καλλιτέχνες;
Όχι, μια χαρά είναι. Και οι άνθρωποι που ασκούν ένα επάγγελμα για να διασκεδάζουν τον κόσμο, σωτήριοι είναι.
– Ο Τσιτσάνης έλεγε, π.χ., ότι το εξωστρεφές τραγούδι γλίτωσε τον κόσμο απ’ τα ψυχιατρεία.
Και είχε δίκιο! (σ.σ. τσουγκρίζουμε τα ποτήρια) Στην υγειά μας! Είδες την πρόβα μας με τα μισά μας φωτάκια, τις μικρές μας ατέλειες. Συγκινήθηκα, θα είδες κάποια στιγμή ότι έκλαιγα κι εγώ.
– Δεν το’χεις και δύσκολο.
Ναι… (γέλια)
– Πάντα ήσασταν πολιτικό ον. Μήπως, όσο περνούν τα χρόνια, η ενασχόληση με τα κοινά μάς βολεύει για να μην ασχολούμαστε ιδιαίτερα με το μέσα μας;
Εγώ νιώθω καταρχάς πολίτης! Θέλω να το τιμήσω αυτό. Ξέρεις τι μου’χε πει ένας γέροντας όταν του’χα πει «Γέροντα, όλο πέφτω, πέφτω»; «Γι’ αυτό σου έδωσε ο θεός τα δυο σου τα χεράκια για να σηκώνεσαι». Θυμήθηκα εκείνο το υπέροχο τραγούδι που έλεγε «Σαν μεθώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι/ βάζω μπρος τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι» (το τραγουδάει)
– Μα άνθρωποι είμαστε και το «άνθρωπος» αυτό σημαίνει ετυμολογικά, «άνω θρώσκω».
Ακριβώς. Κάποια στιγμή, ενώ ήμουν πολίτης, ιδιώτευσα κι εγώ. Ήταν κάποια χρόνια, τη δεκαετία του 1980 και εν πολλοίς κι αυτή του ’90, που δεν ήμουν ευτυχισμένη επειδή δεν ήμουν ένας σωστός άνθρωπος. Το κατάλαβα λίγο αργότερα. Όπου σωστός άνθρωπος για μένα σημαίνει σωστός πολίτης. Εάν έχεις αυτή την αγωνία, δεν αφήνεις τον εαυτό σου να γίνει ούτε «Κατίνα», ούτε φθονερός, έχεις δηλαδή την αίσθηση του «Άλλου».
– Με εντυπωσίασε το ρεπερτόριο σας αυτή τη φορά. Λίγα κομμάτια συμπεριλάβατε απ’ την προσωπική σας δισκογραφία. Την «Αλλιώτικη μέρα» του Τάκη Μπουγά, Μιχάλη Δέλτα…
Νομίζω τρία ή τέσσερα λέω μόνο. Κάθε φορά που τραγουδάω τώρα έχω την αίσθηση ότι μπορεί να’ναι και η τελευταία. Δεν το λέω με την έννοια ότι θα πεθάνω, αλλά μπορεί να πω ότι δεν θα ξανατραγουδήσω, όπως έκανα για τρία χρόνια. Ποτέ άλλωστε δεν ξέρεις πότε είναι η τελευταία φορά.
– Για όλα τα πράγματα.
Για όλα! Ας πούμε, δεν γινόταν να μην τραγουδήσω το «Τραγούδι της νύχτας» κάποια στιγμή στη ζωή μου. Ειδικά τώρα που βγαίνουν όλα στη φόρα με την κακοποίηση γυναικών και ανδρών, και το «Τραγούδι της νύχτας» μιλάει για τη θέση της γυναίκας και τη φυλετική – σεξουαλική κακοποίηση. Δεν γίνεται, Αντώνη, να κάνουμε ότι δεν συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας. Αυτό είναι το δικό μου χρέος χωρίς να βάζω ταμπέλες τι πρέπει να κάνει κάθε καλλιτέχνης. Κι εγώ βγαίνω και διασκεδάζω! Και στο σκυλάδικο μου θα πάω και παντού και θα περάσω και καλά, γιατί γουστάρω. Ο Ουμπέρτο Έκο το είχε πει πολύ ωραία: «Ασκώ υγιώς τη φυσιολογικότητα μου» και μένα η φράση αυτή με ξεμπλόκαρε από πολλά κόμπλεξ.
– Ποια ήταν τα κόμπλεξ σας;
Και τι δεν είχα! Μες την έπαρση ήμουν ή, σωστότερα, μες την απολυτότητα! Δεν γίνεσαι να’σαι απόλυτος σε τίποτα στη ζωή.
– Αν και δεν είστε πολύ μεγάλη, είσαστε μια ώριμη γυναίκα…
(με διακόπτει, γέλια) Είμαι μια γριά γυναίκα, μην τρελαίνεσαι! Σε δεκαπέντε μέρες γίνομαι 70 ετών.
– Ήθελα να πω, στα 70 σας, λοιπόν, θα λέγατε ότι τα’χετε δει όλα;
Ποτέ δε μπορείς να το πεις αυτό. Κάποια πράγματα στη ζωή σου είναι για πρώτη φορά. Αυτή η πρώτη φορά σ’ αφήνει άναυδο. Δεν τολμάω να πω αυτό που με ρωτάς. Έχω δει αρκετά, εντάξει, έχω ζήσει ζωές δέκα ανθρώπων στη ζωή αυτή, αν θες. Με το χρόνο άλλαζα, γινόμουν κάτι άλλο. Πέρασα πολλά. Να φανταστείς ότι υπήρξε περίοδος στη ζωή μου που ήμουν κοσμική. Μπορεί να πάει τώρα το μυαλό σου ότι ήμουν κοσμική εγώ; Κι όμως το έκανα και καλά έκανα που το’κανα! Κατάλαβα όμως ότι δεν ήταν το δικό μου σπίτι αυτό. Σιγά – σιγά φτιάχνω το καλυβάκι μου. Και είναι καλυβάκι, δεν είναι μέγαρο. Και είμαι ευτυχής που είναι καλυβάκι, χώρια που τραγουδάω τώρα στα Μέγαρα (γέλια).
Η παράσταση «Το Μαγικό Κουτί – Μέρος Δεύτερο» κάνει πρεμιέρα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης το διήμερο Τετάρτη 23 και Πέμπτη 24/3 στις 21.00. Ακολουθεί το Συναυλιακό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανεπιστημίου Πατρών την Τετάρτη 30/3 στις 21.00 και το Θέατρο Ακροπόλ στην Αθήνα κάθε Δευτέρα και Τρίτη από 4/4 στις 21.00