Τι απέγινε εκείνη η περιλάλητη αναβίωση του βρετανικού κιθαριστικού ήχου; Που πήγαν όλοι εκείνοι οι φερέλπιδες νέοι που πιάνουν από μια κιθάρα και τη γρατζουνάνε τόσο δυνατά λες και πρόκειται να αφήσουν την τελευταία τους πνοή την αμέσως επόμενη στιγμή; Τελικά τα ‘80s ήταν όντως τόσο βαρετά όσο προσπαθούν να μας πείσουν όλοι εκείνοι οι μεγαλοδημοσιογράφοι της ποπ κουλτούρας; Και πως θα σας φαινόταν αν σε έναν φύσει και θέσει house/ηλεκτρονικό χώρο όπως η Ibiza εμφανιζόταν ένα ροκ συγκρότημα, που όχι μόνο δεν θα έφευγε από τη σκηνή δεχόμενο δεκάδες κουτάκια αναψυκτικά το κεφάλι, αλλά θα επιδοκιμαζόταν ενθουσιωδώς;

Οι Maximo Park ήταν ανέκαθεν μια Gang Of Five που έπαιζε σαν τους Gang Of Four. Γι’ αυτό και τα κατάφεραν όλα αυτά, ακόμη και αν σήμερα, 20 χρόνια και βάλε μετά τον σχηματισμό τους, το πενταμελές σχήμα έχει μείνει τριμελές.

Οι σπουδαίοι Maximo Park μόλις χθες ανακοίνωσαν την κυκλοφορία του, όγδοου τον αριθμό, στουντιακού τους άλμπουμ για τον Σεπτέμβριο. Θα ονομάζεται “Stream Of Life”, θα κυκλοφορήσει στις 27 / 9 και ήδη από χθες στριμάρει παντού το πρώτο σινγλάκι του άλμπουμ, με τίτλο «Your Own Worst Enemy».

Ήταν το 2005 όταν ένα τέταρτο του αιώνα μετά από το Pornography, ένας άλλος Smith έρχεται να κρατήσει ψηλά την post-new wave παντιέρα και να απαντήσει στα ανωτέρω ερωτήματα. Η μπάντα του τραγουδιστή Paul Smith, οι Maximo Park, στηριζόμενη στην αγάπη της για τους XTC, τους Gang of Four, τους The Jam και τους Buzzcocks, κατάφερε με το πρώτο της κιόλας άλμπουμ, Α Certain Trigger (Warp) να δημιουργήσει 13 κοφτούς angst-ridden ύμνους με κοινό στιχουργικό γνώμονα τον έρωτα και τις απογοητεύσεις που γεννά αυτός στην ευαίσθητη ανδρική ψυχή.

Συνεπικουρούμενος από τη στακάτη rhythm section των Tom English στα ντραμς και Archis Tiku στο μπάσο, την κιθάρα του Duncan Lloyd και τα αεικίνητα κίμπορντ του Lukus Wooller, έπεισαν την –κατά κανόνα- ηλεκτρονικά προσανατολισμένη δισκογραφική εταιρία Warp να τους εντάξει στο ρόστερ της (το οποίο περιλαμβάνει –μεταξύ άλλων- ονόματα όπως Autechre, Aphex Twin και Prefuse 73), γεγονός που ξένισε πολλούς, όχι όμως κι εκείνους που γνώριζαν ότι η εν λόγω δισκογραφική βρίσκεται πίσω από την κυκλοφορία οριακών για τα ‘90s indie singles όπως τα “Babies” και “Razzmatazz” των Pulp.

 

View this post on Instagram

 

A post shared by Maximo Park (@maximoparkofficial)

Οι Maximo Park του Paul Smith

Όπως συμβαίνει με όλες τις πραγματικά μεγάλες μπάντες, ο frontman είναι συνήθως ο καταλυτικός παράγοντας που κάνει τη διαφορά. Κι οι Maximo Park δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Ο Smith, με μια θρυμματισμένη χροιά φωνής κι ένα παρουσιαστικό μοναχικού nerd με κολλημένο ίσιο μαλλί που όταν ήταν μικρός γινόταν στόχος της υπόλοιπης τάξης επειδή αντί να παίζει με τα υπόλοιπα αγοράκια, προτιμούσε να περιφέρεται στο προαύλιο ακούγοντας γουόκμαν, κυριαρχεί στα 40 λεπτά του άλμπουμ με αυτή τη χαρακτηριστική βορειοβρετανική προφορά του (η οποία σε κάποια τραγούδια τον κάνει και ακούγεται σχεδόν σαν τον… Ozzy Osbourne).

«Στην αρχή δεν ξέραμε τι να κάνουμε με τον Paul γιατί αντί να τραγουδάει, προτιμούσε να πηδάει πάνω κάτω στη σκηνή σαν ένα κατσίκι μέσα σε κουστούμι», λέει ο Lloyd [ένας από τους 3 που έχει μείνει στη μπάντα, μετά την αποχώρηση του κιμπορντίστα και του μπασίστα της] και συνεχίζει «όλοι μας λένε για τις αγγλικές μας επιρροές, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε επηρεαστεί εξίσου από τους Pavement, τους Yo La Tengo και τους Sonic Youth».

Πιασάρικοι ρυθμοί, μερικές δεκάδες εξαιρετικές μελωδίες που θα μπορούσε να σιγοψιθυρίζει ακόμη κι ο γαλατάς της γειτονιάς τους, κομμάτια που αλλάζουν συγχορδίες πιο γρήγορα από τη σκιά του Λούκι Λουκ και να οι σοβαρότεροι λόγοι που κατέστησαν το Α Certain Trigger το καλύτερο κιθαριστικό άλμπουμ του 2005 και τους Maximo Park το καλύτερο συγκρότημα που ξεπήδησε από το Νιουκάσλ μετά τους Prefab Sprout.

Το όγδοο άλμπουμ τους ενδεχωμένως να το (ξανα)επιβεβαιώσει αυτό…