Λίγες μέρες πριν την εμφάνισή τους στο Καλλιμάρμαρο, τον Σεπτέμβρη του 2022, οι Madrugada μίλησαν στο Olafaq.gr και τον Κωνσταντίνο Τσάβαλο. Μεταξύ άλλων φοβερών, είπαν το εξής:
«Η ιστορία των Madrugada δεν είναι ένα όμορφο παραμυθάκι με σώνει και ντε μια όμορφη κατάληξη. Απεναντίας. Πολλά πράγματα πήγαν στραβά μεταξύ μας και έγιναν λάθη από όλες τις πλευρές. Αλλά, μιλώντας μεταξύ μας, καταλάβαμε πως ό,τι και αν κάνουμε, πάντα οι Madrugada θα βρίσκονται στο επίκεντρο της καθημερινότητάς μας. Δηλαδή, πως να το πω, είμασταν έφηβοι όταν ξεκινήσαμε το συγκρότημα και μέχρι και το δεύτερό μας άλμπουμ ήμασταν εξαιρετικά δεμένοι μεταξύ μας και φτιάξαμε σπουδαία μουσική μαζί. Αλλά μετά συνέβησαν διάφορα και απομακρυνθήκαμε. Οπότε αυτή τη στιγμή το κύριο μέλημά μας είναι να προσδώσουμε ένα περισσότερο happy ending στην ιστορία αυτής της μπάντας. Θέλουμε το μουσικό saga των Madrugada να έχει ένα ευχάριστο τέλος».
Θυμάμαι να παρευρίσκομαι στην συνέντευξη τύπου τους στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου στο Μοναστηράκι. Να ακούω την φωνή του Sivert Hoyem να απαντά στις ερωτήσεις μας, με την ίδια μπάσα και βαθιά ομορφιά που διαθέτει όταν τραγουδά. Με τα μαύρα του ρούχα, την ολόισια πλάτη, το φωτεινό πρόσωπο.
Οι Madrugada, έτσι, όπως το καταλαβαίνω εγώ, είναι μια μπάντα που αρέσει σε όλους. Το γράφει και ο Τσάβαλος στο άρθρο που σας έλεγα πιο πάνω ότι την έχουν δώσει λίγο στους επαγγελματίες indie listeners, που αναγκάζονται να τους ακούν μετά από αμφίβολες μουσικές επιλογές σε ραδιοφωνικές, κονσερβοποιημένες λίστες. Από την άλλη, ο ήχος τους είναι σχεδόν ελληνικός, πια. Κάτι έχει αυτό το νορβηγικό νουάρ των τραγουδιών τους, κάτι έχει που το ενώνει με την βαλκανική νταουνίλα μας που πρέπει να εκφραστεί μπας και λυτρωθεί. Ένα ιδιότυπο ροκ, υπερήφανο μοιρολόι.
Φυσικά, το άλμπουμ τους «Industrial Silence» είναι ένα αριστούργημα. Αυτό μπορεί καθένας και καθεμία να το αναγνωρίσει, όχι μόνο οι γνώστες της μουσικής. Δηλαδή, εμένα που μου αρέσει να ακούω έντεχνα, λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, κάτι παθαίνω με την ατμόσφαιρα και την ατμοσφαιρικότητα. Σημειωτέον, θυμάμαι τον Sivert να μου λέει, μετά από σχετική ερώτησή μου για τον αν έχει ιδέα τι μουσική παίζουμε και ακούμεστην Ελλάδα, ότι κάτι που τον εντυπωσιάζει στην Ελλάδα, στην Αθήνα είναι η δεξιοτεχνία των μουσικών στις ταβέρνες, που, χωρίς ήχο συνήθως παίζουν φοβερά «ελληνικά μπλουζ».
Οι Madrugada είναι λάτρεις της ατμόσφαιρας, έχουν κάτι αμετάκλητα αριστοκρατικό στην όψη και την τέχνη τους. Ίσως γι’ αυτό το Ηρώδειο τούς πάει τόσο μα τόσο πολύ και, φυσικά, το λατρεύουν. Αυτή η μυσταγωγία, το αρχέγονο στοιχείο, αλλά και η αφοπλιστική λιτότητα της αληθινής Ομορφιάς του αρχαίου Θεάτρου τους έχει κλέψει, μια για πάντα, την καρδιά. Οι Αθηναίοι που τους απόλαυσαν στο Ηρώδειο το 2016 είναι πολύ τυχεροί.
Η ατμόσφαιρα στην τέχνη είναι το άλφα και το ωμέγα. Προηγείται, αξιακά, της τεχνικής, κατά την άποψή μου. Διαμορφώνει ολόκληρο το αισθητικό σύμπαν, δημιουργεί την ταυτότητα ενός καλλιτέχνη, μιας μπάντας. Οι Madrugada είναι μάστορες σε αυτό.
Το 2019, μετά από δέκα-έντεκα χρόνια, ουσιαστικής παύσης τους, οι τρεις εναπομείναντες Madrugada (το ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας τους Robert Burås έφυγε από την ζωή τον Ιούλιο του 2007) έπαιξαν το πρωτόλειό τους Industrial Silence ζωντανά σε πολλά μέρη του κόσμου, αλλά και το πέμπτο και τελευταίο τους, ως τότε, ομώνυμο άλμπουμ «Madrugada» με αφορμή τα είκοσι χρόνια από την κυκλοφορία του.
Κάπως έτσι, από αυτήν την τριβή και την συνύπαρξη, πιθανώς και από την υπενθύμιση του ρεύματος που έχουν σε αρκετά ετερόκλητα κοινά, προέκυψε το έκτο τους άλμπουμ, με τίτλο «Chimes At Midnight», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2022.
Όταν είδα αυτό το κλιπ για το πολυαγαπημένο μου (κοκκινοπουλικής άγρας, ομολογώ!) Majesty, γούρλωσαν τα μάτια μου από ευχαρίστηση: Άκουγα μια καταπληκτική επανεκτέλεση, έβλεπα μια εικόνα που με πήγαινε όπου ακριβώς δεν θα μπορούσα να πάω μόνη μου, απλώς ακούγοντάς το-αυτό είναι το νόημα ενός καλού βίντεο κλιπ, νομίζω.
Είναι συγκλονιστικό πως κάτι που ξεκινά από την καρδιά κάποιων ανθρώπων, από την επιδίωξη να κάνουν απλώς αυτό που ξέρουν και που αγαπούν, μπορεί να γίνει στ’ αλήθεια Φαινόμενο και να αφορά χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους από όλη την γη. Οι Madrugada ξεκίνησαν από μια μικρή πόλη της βόρειας Νορβηγίας και λέγεται ότι υπέγραψαν το πρώτο τους συμβόλαιο με τη Virgin στο καπό ενός αυτοκινήτου έξω από το νορβηγικό χρηματιστήριο.
Στο τελευταίο τους άλμπουμ, το «Chimes at Midnight», οι Madrugada εμφανίζονται πιο ώριμοι και συνειδητοποιημένοι από ποτέ, χωρίς να έχουν χάσει αυτό το πρώτο κύτταρο της sui generics μουσικής τους που τους έκανε αγαπητούς.
Τα κομμάτια «The world could be falling down» και «Slowly turns the wheel» βρίσκονταν για χρόνια στο συρτάρι και ξαναδουλεύτηκαν στο Sunset Sound Studio του Λος Aντζελες. Το «Nobody loves you like I do» είναι το αδιαμφισβήτητο «σουξέ», το πιο «μαδρουγαδικό» του δίσκου, ενώ το «Running from the love of your life» μοιάζει να φτιάχτηκε για να επενδύσει μουσικά κάποια σκηνή ενός ρομαντικού road movie.
Διάβασα στην efsyn ότι το «Dreams at Midnight» μοιάζει να κλείνει το μάτι στο παλιό και συγκινητικό «The Kids are on High Street» και συμφώνησα.
Αυτή η σκοτεινή μελαγχολία των Madrugada δεν κουράζει, γιατί ανακυκλώνεται επιτυχημένα και μπολιάζεται, όπως ακούσαμε οι πιστοί, από νέα στοιχεία, που την εξακοντίζουν σε μια συγκεκριμένη μουσική φιλοσοφία. Δεν είναι απλώς στιλ. Είναι ο πυρήνας τους, το στίγμα τους. Είναι αληθινό πράγμα, δεν προέρχεται από υπερβολικό παίδεμα ή διανόηση. Άλλωστε, ο ίδιος ο Sivert δήλωσε στην περσινή συνέντευξη τύπου ότι δεν θεωρεί εαυτόν βαθυστόχαστο άνθρωπο-κάτι που δεν έχουμε ακούσει από λίγους σπουδαίους καλλιτέχνες (συγγραφείς, σκηνοθέτες κλπ) ανά τους αιώνες. Μοιάζει να βρίσκεται κάποιο κλειδί επιτυχίας εκεί πέρα!
«Λατρεύω τους Έλληνες. Είναι ένας λαός που παθιάζεται με τη μουσική και την παίρνει πολύ στα σοβαρά. Για ένα συγκρότημα σαν τους Madrugada, αυτό είναι το κλειδί. Με τους Έλληνες μας συνδέουν το πάθος και η σοβαρότητα για τη μουσική. Μου φαίνεστε άνθρωποι που ξέρετε να απολαμβάνετε τη ζωή, και αυτό το βρίσκω πολύ ελκυστικό. Όταν παίζω για τους Έλληνες, νιώθω ότι μπορώ να κάνω τα πάντα, να είμαι ακριβώς αυτό που είμαι», δήλωσε σε συνέντευξή του στο ελληνικό Vogue ο Sivert.
Sivert, και το ελληνικό κοινό παθιάζεται με την μπάντα σας. Αυτό θα αποδειχθεί και το φετινό καλοκαίρι και συγκεκριμένα την Κυριακή 25 Ιουνίου στην Πλατεία Νερού σε μια μοναδική φεστιβαλική ημέρα με headliners τους αγαπημένους Νορβηγούς μαζί με τις Wet Leg & τον Baxter Dury.
Η προπώληση ξεκίνησε κιόλας από την Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου, με εισιτήρια από 45 ευρώ.
Επίσης, διατίθενται περιορισμένα VIP εισιτήρια. Στη συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνονται οι εξής προνομιακές παροχές:
Ξεχωριστή υπερυψωμένη περιοχή διαμορφωμένη με stands & stools για όλους
Open-bar
Προτεραιότητα πρόσβασης στο χώρο
Iδιωτικό parking
Ξεχωριστές τουαλέτες
Αναμνηστικό δώρο.