Μέσα στον αχανή κόσμο της μουσικής βιομηχανίας, γεμάτο με προβολείς, επιτυχίες μιας χρήσης και άχαρες εμμονές με τις λίστες των charts, υπάρχει μια μικρή, μαγική γωνιά στην Κομοτηνή, όπου η Livania γράφει με μερικά apps, ένα αρμόνιο και μια κιθάρα, την αιθέρια μουσική της. Μετά από μερικές απανωτές ακροάσεις, δεν το θεωρώ υπερβολή να πω ότι η Livania, γεννημένη ως Θεοδώρα Λιβανία Κατσίβελου, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νέα ονόματα της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής. Στα 23 της χρόνια, αυτό το ταλαντούχο κορίτσι από τη Λαμία, που πλέον ζει στην Κομοτηνή, έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν πανέμορφο ήχο που συνδυάζει τον αιθέριο χαρακτήρα της dream-pop με την οικειότητα της bedroom pop, ενώ δεν διστάζει να ενσωματώσει και πιο φολκ στοιχεία που προσδίδουν μια πιο γήινη διάσταση στις μελωδίες της.
Επηρεασμένη από καλλιτέχνες όπως η Phoebe Bridgers, οι Mazzy Star και οι Ruby Haunt, η μουσική της Livania είναι γεμάτη μελαγχολία, ομορφιά και πολύ έντονο, συναισθηματικό βάθος. Αυτοδίδακτη στην κιθάρα και το αρμόνιο, γράφει και ερμηνεύει κομμάτια που μοιάζουν να ανήκουν σε έναν κόσμο μακριά από τις εμπορικές επιταγές της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας.
Όπως λέει, αντλεί έμπνευση όχι μόνο από τη μουσική, αλλά και από την ποίηση και τη ζωγραφική, τις οποίες αγαπά βαθιά. Αυτό φαίνεται και στο στιχουργικό της μέρος, πέρα από την ευαισθησία και την οξυδέρκειά της ως μουσικός. Οι μελωδίες της είναι ονειρικές, σχεδόν κινηματογραφικές, δημιουργώντας έναν απλωμένο ήχο που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί σε ένα μόνο είδος, αλλά εύκολο να αγαπηθεί.
Το άλμπουμ της, “Children of Tragedy (Reworked Version)”, που κυκλοφορεί σήμερα, 6 Δεκεμβρίου 2024, είναι μια ανανεωμένη εκδοχή της πρώτης της δουλειάς, με κομμάτια που υπόσχονται να ταξιδέψουν όποιον τα εμπιστευτεί σε τοπία γεμάτα συναίσθημα και αναμνήσεις. Η Livania, ζει μακριά από τα φώτα της πρωτεύουσας, αλλά ξέρει με την τέχνη της να δείχνει το αληθινό, και επίσης, ξέρει πώς να δείχνει ότι η τέχνη δεν χρειάζεται να γεννιέται στο επίκεντρο για να είναι αυθεντική και σπουδαία.
– Livania, με τι μουσική μεγάλωσες; Ποιο ήταν το πρώτο σου αγαπημένο συγκρότημα ή καλλιτέχνης;
Από μικρή θυμάμαι τη μάνα μου να βάζει στο κασετόφωνο κασέτες με Bon Jovi, Scorpions και Metallica. Γενικά η μητέρα μου μου έδωσε πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Κατά τα επτά μου, κάποια ξαδέρφια μου ήταν κοντά στο γυμνάσιο, άκουγαν metal και έβαζαν όλους τους δίσκους των Iron Maiden, Xandria, Evanescence κλπ. Όμως, από όλα τα συγκροτήματα που άκουγαν με κρατήσαν οι Nightwish, τους οποίους ακόμη αγαπώ πολύ. Μάλλον μου άρεσε το στυλ της Tarja πολύ: dark αλλά σοφιστικέ. Θυμάμαι ότι τότε πού πρωτoάκουσα το τραγούδι “Nemo”, πορώθηκα και κάθε Σάββατο που μαζευόμασταν καθόμουν μαζί τους και άκουγα Nightwish. Στα δέκα πήρα τον πρώτο μου υπολογιστή με σύνδεση στο Ίντερνετ οπότε ανακάλυψα και άλλα συγκροτήματα της symphonic metal σκηνής (Epica, Within Temptation και After Forever, κυρίως). Δεν άργησα, βέβαια, να επεκταθώ και στο Death Metal, τύπου Arch Enemy, Abnormality και Septic Flesh. Γενικά, ήμουν φουλ μεταλλού μικρή, για επανάσταση πιο πολύ, αλλά και γιατί θαύμαζα τους πιο alternative τύπους (goth, emo). Μετά στα δεκαπέντε ανακάλυψα τι σημαίνει πραγματική goth κουλτούρα και ντυνόμουν στα μαύρα και με σταυρούς και περικάρπια, άκουγα πολύ post-punk, darkwave, deathrock και gothic rock. Επίσης, άκουγα και black metal (Darkthrone, Carpathian Forest και Dark Funeral κυρίως). Λίγο αργότερα, όμως, ήρθα πιο κοντά στο Θεό, άλλαξα ακούσματα, τώρα πλέον ούτε ντύνομαι έτσι, ούτε ακούω πολλές gothic μπάντες –μόνο Joy Division και Christian Death– ούτε καν black metal. Όχι, φυσικά γιατί το «λέει η θρησκεία», απλά γιατί σταδιακά μαζί με την κοσμοθεωρία μου, άλλαξα και γούστα. Τώρα ακούω πιο πολύ ξένη και ελληνική ραπ , ξένη indie pop και dream pop. Επίσης, μου αρέσει πολύ και η lo-fi indie κουλτούρα (sign crushes motorist, Winslow house και fox academy).
– Πώς θα περιέγραφες τον ήχο σου; Ποιες είναι οι βασικές επιρροές σου που σε οδήγησαν σε αυτό το dream-pop (ή και folk) ύφος;
Ο ήχος μου δεν μπαίνει σε μόνο ένα καλούπι, νομίζω. Δηλαδή, για να τον χαρακτηρίσω χρειάστηκε κόπο και αυτογνωσία. Ναι, αυτογνωσία γιατί στην αρχή ήθελα να μιμηθώ πολύ την αγαπημένη μου Phoebe Bridgers, οπότε με πολύ λίγες και κακές δεξιότητες έγραψα το πρώτο μου «τραγούδι» και EP και τότε δεν καταλάβαινα ότι δεν ήξερα καν τα βασικά από άποψη μουσικής ή ότι όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα κάτω του μετρίου δημιούργημα. Θεωρώ ότι βιάστηκα και πήγα σε ένα στούντιο εδώ στην Κομοτηνή, ηχογράφησα το τραγούδι μόνο αλλά λόγω του γεγονότος ότι ο παραγωγός ήθελε να καθοδηγήσει τη τέχνη μου (και την πορεία μου), λύθηκε η συνεργασία και άρχισα να φτιάχνω στο κινητό μου κακές ηχογραφήσεις μέσω μιας εφαρμογής. Αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω την μουσική θεωρία, να βελτιώνομαι στην κιθάρα, απέκτησα έναν υπολογιστή και έλαβα συμβουλές παραγωγής από ανθρώπους που είδαν κάτι στον κόπο μου. Έτσι, απέκτησα πιο πολλή δημιουργικότητα και ευελιξία με τον καιρό. Έχω ακόμη δρόμο να διανύσω όσον αφορά τις δεξιότητες μου. Όμως, ναι, ήταν και είναι δύσκολο να βάλω ταμπέλα στον ήχο μου… Δε θέλω, κιόλας, για να πω την αλήθεια.
– Δηλαδή, εσύ πώς περιγράφεις την μουσική σου;
Θα έλεγα ότι η μουσική μου μοιάζει με ένα φάντασμα που περιπλανιέται σε μια στοιχειωμένη βιβλιοθήκη. Γενικά, βασίζομαι πολύ στην ηχώ, στο delay και το sustain. Μου αρέσει να βγάζει ο ήχος μου ένα κλίμα απόκοσμο και μελαγχολικό, ας πούμε. Μάλλον, υποσυνείδητα μου βγαίνουν οι επιρροές από το darkwave και το new wave των 80s που άκουγα φανατικά όταν ήμουν goth.
– Για πες μου, λοιπόν, τι σε ενέπνευσε να ξεκινήσεις να γράφεις τραγούδια; Υπήρξε κάποιο γεγονός ή στιγμή στη ζωή σου που σε ώθησε στη μουσική δημιουργία;
Γενικά, δεν έχω περάσει λίγα… Η ζωή μου στην παιδική και εφηβική ηλικία, παρά τις λίγες όμορφες στιγμές που είχε, ήταν κυρίως τραυματική και αρνητική. Από την οικογένεια έως το σχολείο βίωνα πάντα απομόνωση και απόρριψη οπότε ξεκίνησα να αναζητώ κάπου μια μορφή έκφρασης, και αποδοχής. Στη αρχή βγήκε επαναστατικά μέσω του goth, του metal, καθώς έτσι τις έβλεπα εκείνες τις κουλτούρες τότε, ως κάτι που είχε σκοπό να αηδιάσει την πλειονότητα και τους δήθεν (μέχρι που είδα ότι και εκεί υπάρχουν οι δήθεν και πλέον δε θέλω να μπαίνω σε καλούπια). Επίσης, γύρω μου –όντας κάτοικος της Λαμίας, μιας μικρής πόλης– η υποκρισία, ο καθωσπρεπισμός και το κουτσομπολιό επικρατούσαν και με τσάτιζαν πολύ (και ακόμη με τσατίζουν τέτοιες συμπεριφορές). Όλα αυτά τα αρνητικά ερεθίσματα και προσωπικά τραύματα με έκαναν να εκραγώ κάποια στιγμή. Και εξερράγην άσχημα πριν επτά χρόνια. Το 2019, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμά μου, μήνες πριν τις πανελλήνιες, στο αποκορύφωμα της απομόνωσης και ψυχολογικής κακοποίησης από τους συμμαθητές μου, άρχισα να γράφω ποιήματα. Έγραφα ακόμη και όταν έγινα φοιτήτρια και έφυγα από εκείνο το περιβάλλον, μέχρι που αγόρασα το αρμόνιο μου πριν δύο χρόνια και την κιθάρα μου πριν ενάμιση χρόνο. Τότε ήταν που αποφάσισα να φτιάχνω τραγούδια αντί για ποιήματα μόνο. Παρεμπιπτόντως, εκείνα τα ποιήματα ακόμη τα έχω αλλά πλέον έχω ωριμάσει πιο πολύ και δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανη γι’ αυτά. Τέλος πάντων, ήταν αστείο το πως αγόρασα αυτά τα μουσικά όργανα, ειδικά την κιθάρα. Θυμάμαι είχα 100 ευρώ και δεν ήξερα τι να τα κάνω και λέω «δε παίρνω μια κιθάρα;». Την αγόρασα λοιπόν μαζί με μερικά βιβλία θεωρίας και άρχισε το ταξίδι.
Και τα τραγούδια σου, σήμερα πώς τα δημιουργείς; Σκέφτεσαι πρώτα μια μελωδία ή τους στίχους; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα ή κατάσταση που θέλεις να εκφράσεις;
Πρώτα γράφω τη μουσική και μετά τους στίχους γιατί θέλω να χτίζω το ρυθμό σαν θεμέλιο για το τι θα γράψω. Δίνω βάση στην αρμονία και την αντίστιξη πιο πολύ κατά την ηχογράφηση αφού έχω χτίσει τη βασική μελωδία και το μέτρο όπως προανέφερα. Με τη μουσική μου θέλω να λυτρώσω τον εαυτό μου από τα συναισθήματα της λύπης που αισθάνομαι λόγω του παρελθόντος μου. Ειδικά όταν είμαι μόνη στο δωμάτιο μου αυτό το συναίσθημα γίνεται πιο έντονο γιατί σκέφτομαι πολύ. Νιώθω ας πούμε ότι με την έκρηξή μου πριν επτά χρόνια, θανάτωσα τη Θεοδώρα που ήταν η καλή μου πλευρά και έμεινε μόνο η Λιβανία, ο χαοτικός εαυτός μου. Δηλαδή, γύρισε όλο αυτό μπούμερανγκ. Ακόμη νοσταλγώ τις εποχές που υπήρχε η Θεοδώρα όμως. Ήταν πολύ άσχημες οι καταστάσεις γύρω μου τότε και η Θεοδώρα μέσα της έβραζε, αλλά τουλάχιστον είχε τότε κουράγιο και ψυχική ανθεκτικότητα για να επιβιώνει και να βγαίνει νικήτρια παρά τις δύσκολες καταστάσεις, κάτι που θεωρώ ότι πλέον δεν έχω σε ικανοποιητικά επίπεδα.
– Γράφεις και στα ελληνικά και στα αγγλικά. Πώς επιλέγεις σε ποια γλώσσα θα γράψεις κάθε φορά; Νιώθεις διαφορετικά όταν δημιουργείς σε κάθε γλώσσα;
Τα δύο μου τραγούδια το “Δε φοβάμαι” και το “Κοχύλι” που είναι τα μόνα ελληνόφωνα στο άλμπουμ τα έγραψα με τον ίδιο τρόπο και φιλοσοφία όπως τα αγγλόφωνα. Επέλεξα όμως να γράψω και στα ελληνικά γιατί νιώθω πως αξίζει ο ακροατής να ακούσει και κάτι οικείο για να κατανοήσει πιο εύκολα τους στίχους και ίσως να ταυτιστεί. Για κάποιο λόγω όμως νιώθω μια ψυχρότητα προς τα ελληνόφωνα μου τραγούδια. Δηλαδή, δεν μου προκαλούν τα ίδια έντονα συναισθήματα όπως τα αγγλόφωνα. Αυτό έχω παρατηρήσει και στη μουσική που ακούω: σπάνια θα ακούσω κάποιο ελληνόφωνο τραγούδι αν δεν είναι ραπ. Όμως, τα έγραψα εκείνα τα δύο τραγούδια γιατί ήθελα να ταυτιστεί ο ακροατής πιο εύκολα όπως προανέφερα αλλά και για να δοκιμάσω και κάτι διαφορετικό στο ύφος μου. Όμως, δεν μπορώ να πω ότι μου προκάλεσαν κάποιο έντονο συναίσθημα στην τελική.
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στο να ολοκληρώσεις το πρώτο σου άλμπουμ; Υπάρχει κάποιο τραγούδι που θεωρείς πιο προσωπικό ή ξεχωριστό;
Τα τραγούδια που υπάρχουν στο τωρινό μου άλμπουμ ήταν αρχικά σε δύο ξεχωριστά άλμπουμ: τα originals μου είχανε βγει σε μια παλιά version του “Children of Tragedy” και, μετά κάποια cover σε ένα άλμπουμ άλλο, που ήταν επηρεασμένο από τον νιχιλισμό, την αισθητική και την απαισιοδοξία της black metal σκηνής. Το είχα ονομάσει “Βlack Μetal Suffering” για να δείξω για πλάκα ότι από το 1 έως το 10, η απαισιοδοξία μου ξεπερνάσει το 10, δηλαδή black metal. Και αυτό ήταν όμως ένα κακά ηχογραφημένο άλμπουμ οπότε διεγράφη μαζί με την παλιά βερσιόν του “Children of Tragedy”. Θα ξανακάνω κάποιο project στο μέλλον επηρεασμένο από την αισθητική του black metal όμως γιατί σαν ιδέα έχει πλάκα. Γενικά, έχω την τάση να ανεβάζω και να διαγράφω τραγούδια λόγω της τελειομανίας μου με βάση τις ικανότητες μου πάντα. Αν ακούσω τα τραγούδια μου μετά από καιρό θα πω «χμ, μάλλον έπρεπε να μην βάλω αυτό το εφέ και να έβαζα εκείνο» ή «εδώ κάνω παραφωνία φουλ»… Δεν είμαι ποτέ ευχαριστημένη με αυτά που φτιάχνω γιατί ξέρω ότι μπορώ και καλύτερα. Οπότε ναι, ο ίδιος μου ο εαυτός αποτελεί πρόκληση στην ολοκλήρωση διάφορων project. Όμως με το “Children of Tragedy” Reworked προσπαθώ να το διορθώσω αυτό το χαρακτηριστικό μου και να πω στον εαυτό μου να αγαπήσει και τα ελαττώματα στις δημιουργίες του. Fun fact, το αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “The World Is My Grave”. Ήταν το πρώτο που έγραψα αφού πήρα την κιθάρα. Όμως, δε θα πω την ιστορία πίσω από το τραγούδι γιατί είναι μακάβρια. Θα το αφήσω στην φαντασία του ακροατή.
– Με τον τίτλο “Children of Tragedy” σε ποια παιδιά αναφέρεσαι;
Ο τίτλος πάρθηκε από μια φωτογραφία μίας φράσης γραμμένη σε ένα βιβλίο που είχα δει στο Pinterest: «I guess, some children are born with tragedy flowing in their blood». Με εντυπωσίασε αρκετά μπορώ να πω και ταυτίστηκα γιατί από την αρχή της ζωής μου έζησα δύσκολες καταστάσεις και όλα πήγαιναν κάπως στραβά ας πούμε. Μετά έμαθα ότι αυτή η φράση ειπώθηκε αρχικά στην ταινία “Donnie Darko”. Θέλω πολύ να τη δω αυτή την ταινία. Τα παιδιά της τραγωδίας ας πούμε είναι εγώ και η Θεοδώρα αλλά και όλα τα παιδιά που έχουν βιώσει τραύματα στο παρελθόν τους. Εν τω μεταξύ, η μόνη διαφορά μεταξύ της Λιβανίας και της Θεοδώρας είναι ότι η πρώτη εκφράζει την τραγωδία της ενώ η δεύτερη την αγνοούσε μέχρι που έγινε εκείνη η έκρηξη και γεννήθηκε η Λιβανία.
– Ζεις και δημιουργείς στη Βόρεια Ελλάδα. Πώς σε έχει επηρεάσει η πόλη σου, η Κομοτηνή, και γενικότερα το περιβάλλον στην καλλιτεχνική σου πορεία;
Είμαι από την Λαμία αλλά νιώθω πιο πολύ Κομοτηναία. Μετακόμισα στη Κομοτηνή με την μητέρα και τη γιαγιά μου όταν πέρασα στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου το 2019. Πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα την ανθρωπιά και τη ζεστασιά. Καλά και εδώ υπάρχει το κουτσομπολιό και η υποκρισία αλλά τουλάχιστον φαίνεται ποιος είναι ο λύκος ντυμένος πρόβατο. Οι άνθρωποι εκφράζονται πιο πολύ εδώ, δηλαδή θα δείξουν τις προθέσεις τους σχεδόν άμεσα. Επίσης, γνώρισα και την κολλητή μου εδώ η οποία είναι Κομοτηναία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω κολλητή φίλη που δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ στην αρχή λόγω της αγνοίας μου τότε περί κοινωνικών δεξιοτήτων. Εκτός από την κολλητή μου, αυτό που με εξέπληξε επίσης θετικά είναι η πολυπολιτισμικότητα εδώ. Πραγματικά, εδώ βρίσκονται άνθρωποι από πολλά background και κουλτούρες. Θεωρώ ότι αυτή η ποικιλομορφία αποτελεί κάτι που σου σπάει τα τυχόν στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που ίσως έχεις διαμορφώσει. Προσωπικά, είχα πολλές προκαταλήψεις πριν έρθω εδώ και άλλαξα όταν συναναστράφηκα με τους ανθρώπους που ζουν εδώ. Αυτό με βοήθησε στο να γίνω πιο ανοιχτόμυαλη και πιο δημιουργική, κάτι που με επηρέασε παντού: στη μουσική ακόμη και στην άποψη μου για τους ανθρώπους γενικά.
– Ποιο είναι το όνειρό σου για τη μουσική σου; Πού θα ήθελες να φτάσει και πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου στη μουσική βιομηχανία;
Όνειρό μου είναι να δώσω φωνή σε κάθε παιδί, άνθρωπο που έχει βιώσει ή και βιώνει τον παραγκωνισμό από συνανθρώπους του. Να δώσω φωνή σε κάθε «μαύρο πρόβατο» και «αποδιοπομπαίο τράγο» αυτής της κοινωνίας. Έστω και ένα άτομο γυρίσει και μου πει «ξέρεις κάτι, η μουσική σου με εμπνέει και με εκφράζει», τότε θα νιώσω ολοκληρωμένη. Εύχομαι να παίξω και live κάποια στιγμή, αλλά θεωρώ ότι δεν είμαι ακόμα έτοιμη λόγω του πανικού που με πιάνει όταν με παρακολουθούν να κάνω το οτιδήποτε. Επίσης, δεν θέλω η μουσική και η κάθε τέχνη να θεωρείται βιομηχανικό προϊόν γιατί χάνει το νόημα της. Γι’ αυτό, αν φτάσω στο μέλλον σε μουσικό επίπεδο αρκετά καλό, προτιμώ να φτιάχνω ακόμα μόνη μου τα πάντα όσον αφορά τους στίχους, τη σύνθεση και το ρυθμό.
– Το είδος της dream-pop δεν είναι συνηθισμένο στην ελληνική μουσική σκηνή. Πώς πιστεύεις ότι το κοινό υποδέχεται αυτό το ύφος;
Θεωρώ πως εάν γίνει κάτι καλά ο κόσμος θα ενδιαφερθεί, οτιδήποτε και αν είναι. Δεν θα έχει φυσικά την ίδια εμβέλεια με κάποιο είδος μουσικής που ακούγεται κάθε μέρα στο ραδιόφωνο, αλλά θα το εκτιμήσουν μερικοί αν είναι κάτι φτιαγμένο με κόπο και προσοχή.
– Τα τραγούδια σου προσωπικά τα χαρακτηρίζω ως συναισθηματικά και αιθέρια. Τι συναισθήματα ελπίζεις να προκαλέσεις στους ακροατές σου;
Ελπίζω ο κόσμος να νιώσει συναισθήματα που ίσως κρύβει. Δυστυχώς, στη σημερινή κοινωνία θέλουμε να δείχνουμε σκληροί και ότι είμαστε όλοι τέλεια. Δεν είναι όμως έτσι. Αυτό θέλω να κάνω με τη μουσική μου: αυτός που θα την ακούσει να βγάλει προς τα έξω τα πραγματικά του συναισθήματα και να γίνει ευάλωτος. Η λέξη «ευάλωτος» δυστυχώς έχει κακή σημασία στις μέρες μας, συνδυάζεται με την αδυναμία, όμως θεωρώ ότι το να είσαι ευάλωτος είναι κάτι θαυμαστό και ειλικρινές από το να είσαι σκληρός και δήθεν δυνατός.
– Πώς αισθάνεσαι που το άλμπουμ σου πρόκειται να κυκλοφορήσει σε «reworked version»; Τι θα ήθελες ιδανικά να ακούσει το κοινό μέσα στην μουσική σου;
Αισθάνομαι καλά, ειδικά μετά από δεκάδες αποτυχημένες προσπάθειες να βγάλω μουσική στο παρελθόν. Κρατάω όμως μικρό καλάθι γιατί δε θέλω να ενθουσιαστώ και μετά αν γίνει καμία στραβή να απογοητευτώ. Τη version αυτή την ηχογράφησα γρήγορα, μέσα σε μια βδομάδα και είμαι όμως πιο ευχαριστημένη από ο,τιδήποτε είχα ηχογραφήσει στο παρελθόν. Τώρα το τι θα ήθελα να ακούσει το κοινό, από μουσικό κομμάτι, είναι τη μελωδία και τα εφέ, ενώ από νόημα θα έλεγα να ακούσει και να ερμηνεύσει τους στίχους όπως το εκφράζουν προσωπικά. Για εμένα, το “Children of Tragedy” είναι μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τη Θεοδώρα, ένα αντίο, αλλά ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει προσωπικά.
☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Bandcamp | Spotify | Instagram
Μέσα στον αχανή κόσμο της μουσικής βιομηχανίας, γεμάτο με προβολείς, επιτυχίες μιας χρήσης και άχαρες εμμονές με τις λίστες των charts, υπάρχει μια μικρή, μαγική γωνιά στην Κομοτηνή, όπου η Livania γράφει με μερικά apps, ένα αρμόνιο και μια κιθάρα, την αιθέρια μουσική της. Μετά από μερικές απανωτές ακροάσεις, δεν το θεωρώ υπερβολή να πω ότι η Livania, γεννημένη ως Θεοδώρα Λιβανία Κατσίβελου, αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νέα ονόματα της ελληνικής ανεξάρτητης σκηνής. Στα 23 της χρόνια, αυτό το ταλαντούχο κορίτσι από τη Λαμία, που πλέον ζει στην Κομοτηνή, έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν πανέμορφο ήχο που συνδυάζει τον αιθέριο χαρακτήρα της dream-pop με την οικειότητα της bedroom pop, ενώ δεν διστάζει να ενσωματώσει και πιο φολκ στοιχεία που προσδίδουν μια πιο γήινη διάσταση στις μελωδίες της.
Επηρεασμένη από καλλιτέχνες όπως η Phoebe Bridgers, οι Mazzy Star και οι Ruby Haunt, η μουσική της Livania είναι γεμάτη μελαγχολία, ομορφιά και πολύ έντονο, συναισθηματικό βάθος. Αυτοδίδακτη στην κιθάρα και το αρμόνιο, γράφει και ερμηνεύει κομμάτια που μοιάζουν να ανήκουν σε έναν κόσμο μακριά από τις εμπορικές επιταγές της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας.
Όπως λέει, αντλεί έμπνευση όχι μόνο από τη μουσική, αλλά και από την ποίηση και τη ζωγραφική, τις οποίες αγαπά βαθιά. Αυτό φαίνεται και στο στιχουργικό της μέρος, πέρα από την ευαισθησία και την οξυδέρκειά της ως μουσικός. Οι μελωδίες της είναι ονειρικές, σχεδόν κινηματογραφικές, δημιουργώντας έναν απλωμένο ήχο που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί σε ένα μόνο είδος, αλλά εύκολο να αγαπηθεί.
Το άλμπουμ της, “Children of Tragedy (Reworked Version)”, που κυκλοφορεί σήμερα, 6 Δεκεμβρίου 2024, είναι μια ανανεωμένη εκδοχή της πρώτης της δουλειάς, με κομμάτια που υπόσχονται να ταξιδέψουν όποιον τα εμπιστευτεί σε τοπία γεμάτα συναίσθημα και αναμνήσεις. Η Livania, ζει μακριά από τα φώτα της πρωτεύουσας, αλλά ξέρει με την τέχνη της να δείχνει το αληθινό, και επίσης, ξέρει πώς να δείχνει ότι η τέχνη δεν χρειάζεται να γεννιέται στο επίκεντρο για να είναι αυθεντική και σπουδαία.
– Livania, με τι μουσική μεγάλωσες; Ποιο ήταν το πρώτο σου αγαπημένο συγκρότημα ή καλλιτέχνης;
Από μικρή θυμάμαι τη μάνα μου να βάζει στο κασετόφωνο κασέτες με Bon Jovi, Scorpions και Metallica. Γενικά η μητέρα μου μου έδωσε πολλά καλλιτεχνικά ερεθίσματα καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας. Κατά τα επτά μου, κάποια ξαδέρφια μου ήταν κοντά στο γυμνάσιο, άκουγαν metal και έβαζαν όλους τους δίσκους των Iron Maiden, Xandria, Evanescence κλπ. Όμως, από όλα τα συγκροτήματα που άκουγαν με κρατήσαν οι Nightwish, τους οποίους ακόμη αγαπώ πολύ. Μάλλον μου άρεσε το στυλ της Tarja πολύ: dark αλλά σοφιστικέ. Θυμάμαι ότι τότε πού πρωτoάκουσα το τραγούδι “Nemo”, πορώθηκα και κάθε Σάββατο που μαζευόμασταν καθόμουν μαζί τους και άκουγα Nightwish. Στα δέκα πήρα τον πρώτο μου υπολογιστή με σύνδεση στο Ίντερνετ οπότε ανακάλυψα και άλλα συγκροτήματα της symphonic metal σκηνής (Epica, Within Temptation και After Forever, κυρίως). Δεν άργησα, βέβαια, να επεκταθώ και στο Death Metal, τύπου Arch Enemy, Abnormality και Septic Flesh. Γενικά, ήμουν φουλ μεταλλού μικρή, για επανάσταση πιο πολύ, αλλά και γιατί θαύμαζα τους πιο alternative τύπους (goth, emo). Μετά στα δεκαπέντε ανακάλυψα τι σημαίνει πραγματική goth κουλτούρα και ντυνόμουν στα μαύρα και με σταυρούς και περικάρπια, άκουγα πολύ post-punk, darkwave, deathrock και gothic rock. Επίσης, άκουγα και black metal (Darkthrone, Carpathian Forest και Dark Funeral κυρίως). Λίγο αργότερα, όμως, ήρθα πιο κοντά στο Θεό, άλλαξα ακούσματα, τώρα πλέον ούτε ντύνομαι έτσι, ούτε ακούω πολλές gothic μπάντες –μόνο Joy Division και Christian Death– ούτε καν black metal. Όχι, φυσικά γιατί το «λέει η θρησκεία», απλά γιατί σταδιακά μαζί με την κοσμοθεωρία μου, άλλαξα και γούστα. Τώρα ακούω πιο πολύ ξένη και ελληνική ραπ , ξένη indie pop και dream pop. Επίσης, μου αρέσει πολύ και η lo-fi indie κουλτούρα (sign crushes motorist, Winslow house και fox academy).
– Πώς θα περιέγραφες τον ήχο σου; Ποιες είναι οι βασικές επιρροές σου που σε οδήγησαν σε αυτό το dream-pop (ή και folk) ύφος;
Ο ήχος μου δεν μπαίνει σε μόνο ένα καλούπι, νομίζω. Δηλαδή, για να τον χαρακτηρίσω χρειάστηκε κόπο και αυτογνωσία. Ναι, αυτογνωσία γιατί στην αρχή ήθελα να μιμηθώ πολύ την αγαπημένη μου Phoebe Bridgers, οπότε με πολύ λίγες και κακές δεξιότητες έγραψα το πρώτο μου «τραγούδι» και EP και τότε δεν καταλάβαινα ότι δεν ήξερα καν τα βασικά από άποψη μουσικής ή ότι όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα κάτω του μετρίου δημιούργημα. Θεωρώ ότι βιάστηκα και πήγα σε ένα στούντιο εδώ στην Κομοτηνή, ηχογράφησα το τραγούδι μόνο αλλά λόγω του γεγονότος ότι ο παραγωγός ήθελε να καθοδηγήσει τη τέχνη μου (και την πορεία μου), λύθηκε η συνεργασία και άρχισα να φτιάχνω στο κινητό μου κακές ηχογραφήσεις μέσω μιας εφαρμογής. Αργότερα, όταν άρχισα να μαθαίνω την μουσική θεωρία, να βελτιώνομαι στην κιθάρα, απέκτησα έναν υπολογιστή και έλαβα συμβουλές παραγωγής από ανθρώπους που είδαν κάτι στον κόπο μου. Έτσι, απέκτησα πιο πολλή δημιουργικότητα και ευελιξία με τον καιρό. Έχω ακόμη δρόμο να διανύσω όσον αφορά τις δεξιότητες μου. Όμως, ναι, ήταν και είναι δύσκολο να βάλω ταμπέλα στον ήχο μου… Δε θέλω, κιόλας, για να πω την αλήθεια.
– Δηλαδή, εσύ πώς περιγράφεις την μουσική σου;
Θα έλεγα ότι η μουσική μου μοιάζει με ένα φάντασμα που περιπλανιέται σε μια στοιχειωμένη βιβλιοθήκη. Γενικά, βασίζομαι πολύ στην ηχώ, στο delay και το sustain. Μου αρέσει να βγάζει ο ήχος μου ένα κλίμα απόκοσμο και μελαγχολικό, ας πούμε. Μάλλον, υποσυνείδητα μου βγαίνουν οι επιρροές από το darkwave και το new wave των 80s που άκουγα φανατικά όταν ήμουν goth.
– Για πες μου, λοιπόν, τι σε ενέπνευσε να ξεκινήσεις να γράφεις τραγούδια; Υπήρξε κάποιο γεγονός ή στιγμή στη ζωή σου που σε ώθησε στη μουσική δημιουργία;
Γενικά, δεν έχω περάσει λίγα… Η ζωή μου στην παιδική και εφηβική ηλικία, παρά τις λίγες όμορφες στιγμές που είχε, ήταν κυρίως τραυματική και αρνητική. Από την οικογένεια έως το σχολείο βίωνα πάντα απομόνωση και απόρριψη οπότε ξεκίνησα να αναζητώ κάπου μια μορφή έκφρασης, και αποδοχής. Στη αρχή βγήκε επαναστατικά μέσω του goth, του metal, καθώς έτσι τις έβλεπα εκείνες τις κουλτούρες τότε, ως κάτι που είχε σκοπό να αηδιάσει την πλειονότητα και τους δήθεν (μέχρι που είδα ότι και εκεί υπάρχουν οι δήθεν και πλέον δε θέλω να μπαίνω σε καλούπια). Επίσης, γύρω μου –όντας κάτοικος της Λαμίας, μιας μικρής πόλης– η υποκρισία, ο καθωσπρεπισμός και το κουτσομπολιό επικρατούσαν και με τσάτιζαν πολύ (και ακόμη με τσατίζουν τέτοιες συμπεριφορές). Όλα αυτά τα αρνητικά ερεθίσματα και προσωπικά τραύματα με έκαναν να εκραγώ κάποια στιγμή. Και εξερράγην άσχημα πριν επτά χρόνια. Το 2019, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμά μου, μήνες πριν τις πανελλήνιες, στο αποκορύφωμα της απομόνωσης και ψυχολογικής κακοποίησης από τους συμμαθητές μου, άρχισα να γράφω ποιήματα. Έγραφα ακόμη και όταν έγινα φοιτήτρια και έφυγα από εκείνο το περιβάλλον, μέχρι που αγόρασα το αρμόνιο μου πριν δύο χρόνια και την κιθάρα μου πριν ενάμιση χρόνο. Τότε ήταν που αποφάσισα να φτιάχνω τραγούδια αντί για ποιήματα μόνο. Παρεμπιπτόντως, εκείνα τα ποιήματα ακόμη τα έχω αλλά πλέον έχω ωριμάσει πιο πολύ και δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανη γι’ αυτά. Τέλος πάντων, ήταν αστείο το πως αγόρασα αυτά τα μουσικά όργανα, ειδικά την κιθάρα. Θυμάμαι είχα 100 ευρώ και δεν ήξερα τι να τα κάνω και λέω «δε παίρνω μια κιθάρα;». Την αγόρασα λοιπόν μαζί με μερικά βιβλία θεωρίας και άρχισε το ταξίδι.
Και τα τραγούδια σου, σήμερα πώς τα δημιουργείς; Σκέφτεσαι πρώτα μια μελωδία ή τους στίχους; Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα ή κατάσταση που θέλεις να εκφράσεις;
Πρώτα γράφω τη μουσική και μετά τους στίχους γιατί θέλω να χτίζω το ρυθμό σαν θεμέλιο για το τι θα γράψω. Δίνω βάση στην αρμονία και την αντίστιξη πιο πολύ κατά την ηχογράφηση αφού έχω χτίσει τη βασική μελωδία και το μέτρο όπως προανέφερα. Με τη μουσική μου θέλω να λυτρώσω τον εαυτό μου από τα συναισθήματα της λύπης που αισθάνομαι λόγω του παρελθόντος μου. Ειδικά όταν είμαι μόνη στο δωμάτιο μου αυτό το συναίσθημα γίνεται πιο έντονο γιατί σκέφτομαι πολύ. Νιώθω ας πούμε ότι με την έκρηξή μου πριν επτά χρόνια, θανάτωσα τη Θεοδώρα που ήταν η καλή μου πλευρά και έμεινε μόνο η Λιβανία, ο χαοτικός εαυτός μου. Δηλαδή, γύρισε όλο αυτό μπούμερανγκ. Ακόμη νοσταλγώ τις εποχές που υπήρχε η Θεοδώρα όμως. Ήταν πολύ άσχημες οι καταστάσεις γύρω μου τότε και η Θεοδώρα μέσα της έβραζε, αλλά τουλάχιστον είχε τότε κουράγιο και ψυχική ανθεκτικότητα για να επιβιώνει και να βγαίνει νικήτρια παρά τις δύσκολες καταστάσεις, κάτι που θεωρώ ότι πλέον δεν έχω σε ικανοποιητικά επίπεδα.
– Γράφεις και στα ελληνικά και στα αγγλικά. Πώς επιλέγεις σε ποια γλώσσα θα γράψεις κάθε φορά; Νιώθεις διαφορετικά όταν δημιουργείς σε κάθε γλώσσα;
Τα δύο μου τραγούδια το “Δε φοβάμαι” και το “Κοχύλι” που είναι τα μόνα ελληνόφωνα στο άλμπουμ τα έγραψα με τον ίδιο τρόπο και φιλοσοφία όπως τα αγγλόφωνα. Επέλεξα όμως να γράψω και στα ελληνικά γιατί νιώθω πως αξίζει ο ακροατής να ακούσει και κάτι οικείο για να κατανοήσει πιο εύκολα τους στίχους και ίσως να ταυτιστεί. Για κάποιο λόγω όμως νιώθω μια ψυχρότητα προς τα ελληνόφωνα μου τραγούδια. Δηλαδή, δεν μου προκαλούν τα ίδια έντονα συναισθήματα όπως τα αγγλόφωνα. Αυτό έχω παρατηρήσει και στη μουσική που ακούω: σπάνια θα ακούσω κάποιο ελληνόφωνο τραγούδι αν δεν είναι ραπ. Όμως, τα έγραψα εκείνα τα δύο τραγούδια γιατί ήθελα να ταυτιστεί ο ακροατής πιο εύκολα όπως προανέφερα αλλά και για να δοκιμάσω και κάτι διαφορετικό στο ύφος μου. Όμως, δεν μπορώ να πω ότι μου προκάλεσαν κάποιο έντονο συναίσθημα στην τελική.
– Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στο να ολοκληρώσεις το πρώτο σου άλμπουμ; Υπάρχει κάποιο τραγούδι που θεωρείς πιο προσωπικό ή ξεχωριστό;
Τα τραγούδια που υπάρχουν στο τωρινό μου άλμπουμ ήταν αρχικά σε δύο ξεχωριστά άλμπουμ: τα originals μου είχανε βγει σε μια παλιά version του “Children of Tragedy” και, μετά κάποια cover σε ένα άλμπουμ άλλο, που ήταν επηρεασμένο από τον νιχιλισμό, την αισθητική και την απαισιοδοξία της black metal σκηνής. Το είχα ονομάσει “Βlack Μetal Suffering” για να δείξω για πλάκα ότι από το 1 έως το 10, η απαισιοδοξία μου ξεπερνάσει το 10, δηλαδή black metal. Και αυτό ήταν όμως ένα κακά ηχογραφημένο άλμπουμ οπότε διεγράφη μαζί με την παλιά βερσιόν του “Children of Tragedy”. Θα ξανακάνω κάποιο project στο μέλλον επηρεασμένο από την αισθητική του black metal όμως γιατί σαν ιδέα έχει πλάκα. Γενικά, έχω την τάση να ανεβάζω και να διαγράφω τραγούδια λόγω της τελειομανίας μου με βάση τις ικανότητες μου πάντα. Αν ακούσω τα τραγούδια μου μετά από καιρό θα πω «χμ, μάλλον έπρεπε να μην βάλω αυτό το εφέ και να έβαζα εκείνο» ή «εδώ κάνω παραφωνία φουλ»… Δεν είμαι ποτέ ευχαριστημένη με αυτά που φτιάχνω γιατί ξέρω ότι μπορώ και καλύτερα. Οπότε ναι, ο ίδιος μου ο εαυτός αποτελεί πρόκληση στην ολοκλήρωση διάφορων project. Όμως με το “Children of Tragedy” Reworked προσπαθώ να το διορθώσω αυτό το χαρακτηριστικό μου και να πω στον εαυτό μου να αγαπήσει και τα ελαττώματα στις δημιουργίες του. Fun fact, το αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “The World Is My Grave”. Ήταν το πρώτο που έγραψα αφού πήρα την κιθάρα. Όμως, δε θα πω την ιστορία πίσω από το τραγούδι γιατί είναι μακάβρια. Θα το αφήσω στην φαντασία του ακροατή.
– Με τον τίτλο “Children of Tragedy” σε ποια παιδιά αναφέρεσαι;
Ο τίτλος πάρθηκε από μια φωτογραφία μίας φράσης γραμμένη σε ένα βιβλίο που είχα δει στο Pinterest: «I guess, some children are born with tragedy flowing in their blood». Με εντυπωσίασε αρκετά μπορώ να πω και ταυτίστηκα γιατί από την αρχή της ζωής μου έζησα δύσκολες καταστάσεις και όλα πήγαιναν κάπως στραβά ας πούμε. Μετά έμαθα ότι αυτή η φράση ειπώθηκε αρχικά στην ταινία “Donnie Darko”. Θέλω πολύ να τη δω αυτή την ταινία. Τα παιδιά της τραγωδίας ας πούμε είναι εγώ και η Θεοδώρα αλλά και όλα τα παιδιά που έχουν βιώσει τραύματα στο παρελθόν τους. Εν τω μεταξύ, η μόνη διαφορά μεταξύ της Λιβανίας και της Θεοδώρας είναι ότι η πρώτη εκφράζει την τραγωδία της ενώ η δεύτερη την αγνοούσε μέχρι που έγινε εκείνη η έκρηξη και γεννήθηκε η Λιβανία.
– Ζεις και δημιουργείς στη Βόρεια Ελλάδα. Πώς σε έχει επηρεάσει η πόλη σου, η Κομοτηνή, και γενικότερα το περιβάλλον στην καλλιτεχνική σου πορεία;
Είμαι από την Λαμία αλλά νιώθω πιο πολύ Κομοτηναία. Μετακόμισα στη Κομοτηνή με την μητέρα και τη γιαγιά μου όταν πέρασα στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου το 2019. Πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα την ανθρωπιά και τη ζεστασιά. Καλά και εδώ υπάρχει το κουτσομπολιό και η υποκρισία αλλά τουλάχιστον φαίνεται ποιος είναι ο λύκος ντυμένος πρόβατο. Οι άνθρωποι εκφράζονται πιο πολύ εδώ, δηλαδή θα δείξουν τις προθέσεις τους σχεδόν άμεσα. Επίσης, γνώρισα και την κολλητή μου εδώ η οποία είναι Κομοτηναία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω κολλητή φίλη που δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ στην αρχή λόγω της αγνοίας μου τότε περί κοινωνικών δεξιοτήτων. Εκτός από την κολλητή μου, αυτό που με εξέπληξε επίσης θετικά είναι η πολυπολιτισμικότητα εδώ. Πραγματικά, εδώ βρίσκονται άνθρωποι από πολλά background και κουλτούρες. Θεωρώ ότι αυτή η ποικιλομορφία αποτελεί κάτι που σου σπάει τα τυχόν στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που ίσως έχεις διαμορφώσει. Προσωπικά, είχα πολλές προκαταλήψεις πριν έρθω εδώ και άλλαξα όταν συναναστράφηκα με τους ανθρώπους που ζουν εδώ. Αυτό με βοήθησε στο να γίνω πιο ανοιχτόμυαλη και πιο δημιουργική, κάτι που με επηρέασε παντού: στη μουσική ακόμη και στην άποψη μου για τους ανθρώπους γενικά.
– Ποιο είναι το όνειρό σου για τη μουσική σου; Πού θα ήθελες να φτάσει και πώς φαντάζεσαι το μέλλον σου στη μουσική βιομηχανία;
Όνειρό μου είναι να δώσω φωνή σε κάθε παιδί, άνθρωπο που έχει βιώσει ή και βιώνει τον παραγκωνισμό από συνανθρώπους του. Να δώσω φωνή σε κάθε «μαύρο πρόβατο» και «αποδιοπομπαίο τράγο» αυτής της κοινωνίας. Έστω και ένα άτομο γυρίσει και μου πει «ξέρεις κάτι, η μουσική σου με εμπνέει και με εκφράζει», τότε θα νιώσω ολοκληρωμένη. Εύχομαι να παίξω και live κάποια στιγμή, αλλά θεωρώ ότι δεν είμαι ακόμα έτοιμη λόγω του πανικού που με πιάνει όταν με παρακολουθούν να κάνω το οτιδήποτε. Επίσης, δεν θέλω η μουσική και η κάθε τέχνη να θεωρείται βιομηχανικό προϊόν γιατί χάνει το νόημα της. Γι’ αυτό, αν φτάσω στο μέλλον σε μουσικό επίπεδο αρκετά καλό, προτιμώ να φτιάχνω ακόμα μόνη μου τα πάντα όσον αφορά τους στίχους, τη σύνθεση και το ρυθμό.
– Το είδος της dream-pop δεν είναι συνηθισμένο στην ελληνική μουσική σκηνή. Πώς πιστεύεις ότι το κοινό υποδέχεται αυτό το ύφος;
Θεωρώ πως εάν γίνει κάτι καλά ο κόσμος θα ενδιαφερθεί, οτιδήποτε και αν είναι. Δεν θα έχει φυσικά την ίδια εμβέλεια με κάποιο είδος μουσικής που ακούγεται κάθε μέρα στο ραδιόφωνο, αλλά θα το εκτιμήσουν μερικοί αν είναι κάτι φτιαγμένο με κόπο και προσοχή.
– Τα τραγούδια σου προσωπικά τα χαρακτηρίζω ως συναισθηματικά και αιθέρια. Τι συναισθήματα ελπίζεις να προκαλέσεις στους ακροατές σου;
Ελπίζω ο κόσμος να νιώσει συναισθήματα που ίσως κρύβει. Δυστυχώς, στη σημερινή κοινωνία θέλουμε να δείχνουμε σκληροί και ότι είμαστε όλοι τέλεια. Δεν είναι όμως έτσι. Αυτό θέλω να κάνω με τη μουσική μου: αυτός που θα την ακούσει να βγάλει προς τα έξω τα πραγματικά του συναισθήματα και να γίνει ευάλωτος. Η λέξη «ευάλωτος» δυστυχώς έχει κακή σημασία στις μέρες μας, συνδυάζεται με την αδυναμία, όμως θεωρώ ότι το να είσαι ευάλωτος είναι κάτι θαυμαστό και ειλικρινές από το να είσαι σκληρός και δήθεν δυνατός.
– Πώς αισθάνεσαι που το άλμπουμ σου πρόκειται να κυκλοφορήσει σε «reworked version»; Τι θα ήθελες ιδανικά να ακούσει το κοινό μέσα στην μουσική σου;
Αισθάνομαι καλά, ειδικά μετά από δεκάδες αποτυχημένες προσπάθειες να βγάλω μουσική στο παρελθόν. Κρατάω όμως μικρό καλάθι γιατί δε θέλω να ενθουσιαστώ και μετά αν γίνει καμία στραβή να απογοητευτώ. Τη version αυτή την ηχογράφησα γρήγορα, μέσα σε μια βδομάδα και είμαι όμως πιο ευχαριστημένη από ο,τιδήποτε είχα ηχογραφήσει στο παρελθόν. Τώρα το τι θα ήθελα να ακούσει το κοινό, από μουσικό κομμάτι, είναι τη μελωδία και τα εφέ, ενώ από νόημα θα έλεγα να ακούσει και να ερμηνεύσει τους στίχους όπως το εκφράζουν προσωπικά. Για εμένα, το “Children of Tragedy” είναι μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς τη Θεοδώρα, ένα αντίο, αλλά ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει προσωπικά.
☞︎ ΙΝΦΟ για το σκονάκι σου: Bandcamp | Spotify | Instagram