Στις εξιστορήσεις της ζωής της Λένας Πλάτωνος ανέκαθεν ανταποκρινόμασταν με ρίγη στη ραχοκοκκαλιά μας.
Ακόμη και σήμερα, 38 χρόνια μετά, οι εξιστορήσεις της Λένας και οι μικρές ανθρώπινες (και σκυλίσιες) βινιέτες που ενυπάρχουν μέσα στα τραγούδια του «Γκάλοπ», παραμένουν «ανυπότακτες στην επιτήρηση και μάρτυρες ειλικρινείς» της προόδου της εγχώριας ηλεκτρονικής σκηνής, μιας σκηνής που παρόλο που η ίδια η Πλάτωνος ούτε δημιούργησε, ούτε γέννησε, ήταν εκεί την κατάλληλη στιγμή, στην ιδανική χρονική συγκυρία, στην παγκόσμια άνοδο του ηλεκτρονικού ήχου, προκειμένου να τον γνωρίσει κατόπιν και στο ελληνικό ακροατήριο.
Η, τότε 35χρονη, Πλάτωνος ουσιαστικά πήρε το αόρατο μουσικό νήμα της «κόκκινης καρφίτσας» της από εκεί που το άφησαν οι πρωτοπόροι της ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα, ο Μιχάλης Αδάμης, ο οποίος έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την είσοδο των ηλεκτρονικών οργάνων στην ελληνική μουσική με τον «Μινυρισμό» του 1966 -η πρώτη ηλεκτρονική σύνθεση που γράφτηκε ποτέ στην Ελλάδα.
Κατόπιν, στην δεκαετία του ’70, ήρθε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Σταύρος Λογαρίδης, που είχε φέρει πρώτος στην Ελλάδα το VCS3 (Voltage Controlled Studio), ένα είδος καινοτομικού κίμπορντ-συνθεσάιζερ, δημιουργίας του Peter Zinovieff, επικεφαλής του τμήματος Radiophonics Workshop του BBC. Το VCS3 ευθύνεται για τον απόκοσμο ήχο τόσο του μουσικού θέματος της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς Doctor Who, όσο και για την εκπληκτική εισαγωγή στα τραγούδια “Baba O’ Riley” και “Won’t Get Fooled Again” των Who.
Μετά από αυτούς, ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, ο Σταμάτης Σπανουδάκης και ο Κώστας Γανωσέλλης και κάπου τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Πλάτωνος κυκλοφορεί το «Σαμποτάζ» και ο ηλεκτρονικός ήχος, έτσι όπως συμπλέκεται με απλές, ανθρώπινες ιστορίες αγάπης και προσωπικών ματαιώσεων, προφανώς λειτουργεί ως, ταυτόχρονα, φάρος και «άγκυρα» για το Μέλλον.
Και το Μέλλον (της ελληνικής μουσικής) ήρθε τέσσερα χρόνια μετά το «Σαμποτάζ», το σωτήριο έτος μεταξύ 1984-85, την ίδια εποχή που στις ΗΠΑ κυριαρχεί η συνθέτρια Λόρι Αντερσον και στη Βρετανία, σε πολύ πιο ποπ μονοπάτια, κάνουν την εμφάνισή τους ή προχωρούν την ηλεκτρονική μουσική σχήματα όπως, αντίστοιχα, οι Pet Shop Boys και οι Depeche Mode με τους New Order.
Από το πρώτο κιόλας εναρκτήριο μπιτάκι του «Γκάλοπ» και τον στίχο «Τώρα, μαλλιά ξεριζωμένα απάνω από τ’ αυτιά / τα υπόλοιπα αγκάθινα στεφάνια» του «Μια άσκηση φυσικής άλυτη», είναι ξεκάθαρο πως αυτό το άλμπουμ δεν είναι «ένα ακόμη από τον σωρό».
Είναι, την ίδια στιγμή (και αυτό είναι κατάκτηση της Λένας), ένα άλμπουμ-αποκύημα του καιρού του, αλλά και ένα ηχητικό δημιούργημα, ένας μουσικός μονόλιθος που λειτουργεί ακόμη καλύτερα πέραν αυτού, πολύ πέραν του 1984, όταν και γράφτηκε και ηχογραφήθηκε.
Ένα απλό Roland TR-808 drum machine καθοδηγεί τις, εμφανώς minimal wave / coldwave-πριν-καν-την-εποχή-τους συνθέσεις, αφήνοντάς τις να «αναπνέουν» χωρίς να «μπουκώνουν» τον ακροατή τους με μουσικές περιττολογίες, οι οποίες αρνούνται πεισματικά να ενταχθούν στα απανωτά ηλεκτρονικά στρώματα που χτίζονται και δημιουργούνται από τα διαδοχικά arpeggiators των σινθεσάιζερς.
Στιχουργικά, η Λένα καταφέρνει και συμπλέκει αληθινές, καθημερινές καταστάσεις (π.χ. με τον σύζυγο της περιπτερού της, ο οποίος έμαθε ότι πάσχει από ένα ανίατο νόσημα, σε μια ιστορία που διηγήθηκε στην Πλάτωνος η ίδια η περιπτερού) με σουρεαλιστικές εικόνες, βγαλμένες θαρρείς από πίνακα του Ντε Κίρικο, του Νταλί ή, ακόμη χειρότερα, του Ιερώνυμου Μπος («δαγκωμένα τοστ στα χέρια νωπά, από μετάληψη ωφέλιμη στην πέψη / αδιαμαρτύρητες γλώσσες χωρίς γεύση / ομοιόμορφες αδιάβροχες φωνές / αποστεωμένα πόδια σε αγώνα στάσης σε βιτρίνα αθλητική», πάλι από το «Μια άσκηση φυσικής άλυτη»).
Ενδιάμεσα, γράφει τραγούδια με κρυπτικούς στίχους ως προς την σύγκρουση του καπιταλιστικού συστήματος με τον κομμουνισμό («Του συστήματος η συστολή και η διαστολή / συχνά μας έχει εγκαταλείψει σ’ ένα σταθμό με μια βαλίτσα που όμως μέσα της υπάρχει η κόκκινη καρφίτσα που σύντομα θα σπάσει του σύμπαντος την πλαστική στολή») και την ελπίδα της ότι τελικά «η κόκκινη καρφίτσα θα σπάσει αυτό το σύστημα».
Ή επίσης τολμάει να γράψει έναν στίχο τόσο δυνατό όσο το «“Τα χέρια που τον δηλητηρίασαν να πάθουν καρκίνο” είπαν οι ιδιοκτήτες του / Μιλάμε για τα μάτια του Μάρκου / το πρωί εκείνο και σκοτωμένα ακόμα αγαπούσαν» από τον «Μάρκο», το καλύτερο τραγούδι της ελληνικής δισκογραφίας που έχει αφιερωθεί σε έναν σκύλο, ένα κομμάτι εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο, του «Martha My Dear» των Beatles, του «Old King» του Neil Young και του «Seamus» των Pink Floyd.
Κυρίως δε, η Πλάτωνος δείχνει διατεθειμένη όχι απλά «να ρίξει λίγο νερό στο κρασί της», όπως είχε δηλώσει στο παρελθόν σχετικά με το συγκεκριμένο άλμπουμ και να ακολουθήσει μια ελαφρώς πιο εμπορική μουσική κατεύθυνση σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ της, τις, «ένα τσικ πιο πειραματικές και χαοτικές», «Μάσκες Ηλίου», αλλά, να χρησιμοποιήσει την «νέρωση» αυτή προκειμένου να βρει πραγματικά την φωνή της, ως καλλιτέχνης και συνθέτρια.
Το τελικό αποτέλεσμα του «Γκάλοπ» σχεδόν αυτοδικαίως την τοποθετεί, 38 χρόνια μετά, στο απόλυτο βάθρο της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής, ένα βάθρο και ταυτόχρονα μια μουσική πηγή από την οποία κατόπιν «ήπιαν νερό» και ξεδίψασαν πολλά σχήματα και μπάντες από τους Στέρεο Νόβα και τους Decode μέχρι τους Ιn Trance 95 και τους Μikro.
Το «Γκάλοπ» είναι, δικαιωματικά, το σπουδαιότερο άλμπουμ μιας 35χρονης μουσικού, μιας «Λόρι Άντερσον και Αν Κλαρκ μαζί, 2 σε 1», ενός τεράστιου μουσικού ταλέντου που, με το που άνοιγε το στόμα του για να τραγουδήσει, σε εξέπληττε το πόσο εύκολα και απροσποίητα μπορούσε να περάσει από το στιχουργικό μυστήριο στις casual, καθημερινές συζητήσεις και από το εκκεντρικό και περίεργο της ζωής της στο απλό και σχεδόν απλοϊκό νόημα της ζωής των άλλων γύρω της.
Και, επίσης, το «Γκάλοπ» περιέχει και το, κατ’ εμέ, καλύτερο τραγούδι της, το «Αιμάτινες Σκιές από Απόσταση», με εκείνο το συγκλονιστικό μπάσο του σινθεσάιζερ να εισβάλλει ξαφνικά στα ηχεία και να σε συντρίβει στο σημείο του σώματός σου που ρέει ακόμη αίμα και χτυπάει ακόμη ο χτύπος της καρδιάς σου.
Και, για να παραφράσω και την Λένα, «είτε συμφωνείτε, είτε διαφωνείτε, είτε βρεθείτε σε αφωνία», με το άκουσμα του «Γκάλοπ» είμαστε όλοι «συμπαίχτες στην ίδια συγχορδία» μαζί με την ίδια την Πλάτωνος, «τον συνθέτη ενός μεγάλου επιτραπέζιου παιχνιδιού / που μερικοί το ονομάζουν ιστορία / και μερικοί το ονομάζουν ιστορία της ελληνικής μουσικής».