Ξεμύτισαν από την ανασύνταξη της ska-punk συντροφιάς των Kill the Cat, μιας μπάντας που έγραψε τη δική της μουσική τροχιά στην εγχώρια αυτοοργανωμένη σκηνή για πάνω από μια δεκαετία. Μετά το πέρας εκείνης της ιδιαίτερα δημιουργικής περιόδου, δύο μέλη των Kill the cat και παιδικοί φίλοι, ο Τζίμης και ο Νικολάκης, ξεκινούν το 2013 στην Αθήνα ξεκίνησαν ένα ακουστικό punk project που έμελλε να εξελιχθεί στους Junkheart, με την προσθήκη δύο παλιών τους φίλων και μουσικών συνοδοιπόρων: Του Μητσαμόκ, κιθαρίστα της αγαπημένης punk μπάντας Αμόκ, και του Βαγγέλη Δήμου, ντράμερ πάμπολλων συγκροτημάτων της αθηναϊκής σκηνής.
Αυτοπροσδιορίζονται ως «punk-rock με ακουστικά στοιχεία», κι ως full band έχουν κυκλοφορήσει τρία άλμπουμ, ενώ πολύ σύντομα επιστρέφουν στο στούντιο για τον τέταρτο δίσκο τους, ο οποίος θα αποτελείται από δέκα τραγούδια. ‘Εχουν δώσει δεκάδες συναυλίες σε μικρές και μεγάλες σκηνές, σε μπαράκια και συναυλιακά venues, σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και μουσικά φεστιβάλ, ενώ πολύ σύντομα, την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου όσοι βρίσκεστε στη Βόρεια Ελλάδα θα έχετε τη χαρά να τους παρακολουθήσετε στα πλαίσια του Street Mode Festival!
Οι Junkheart ενηλικιώθηκαν κοινωνικο-πολιτικά, αλλά και μουσικά μέσα στην εγχώρια αυτοοργανωμένη σκηνή, έχοντας πάντα κοινωνικό λόγο, για μια δεκαετία συμβάλλουν στο μερίδιο που τους αναλογεί σε συλλογικά εγχειρήματα όπως πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, σωματεία βάσης, συνελεύσεις αλληλεγγύης και κατειλημμένους χώρους. ‘Όπως μου αναφέρουν οι ίδιοι, προσπαθούν να παραμένουν όσο πιο ενεργοί και δημιουργικοί γίνεται, κόντρα στην επικρατούσα λογική της ιδιώτευσης, κι όποτε τους δίνεται η ευκαιρία να μάχονται στο πλευρό της καλώς εννοούμενης «αλητείας», κόντρα στα μάτσο στερεότυπα, στην ποζεριά, στην αντικοινωνική βία!
Συζητήσαμε για τα μουσικά τους ερεθίσματά, την διαδικασία της μουσικής παραγωγής, την D.I.Y. σκηνή, καθώς και τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα. Αυτό που όμως μου τριβελίζει το μυαλό μετά τη συνέντευξη με τους Junkheart, είναι η αναφορά τους στον Βασίλη Μάγγο, τον 26χρονο που προ διετίας έχασε τη ζωή του στον Βόλο μετά από απρόκλητη αστυνομική επίθεση, θυμίζοντας μας τα λόγια του: «Κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα!».
– Ποια ήταν τα πρώτα σας ερεθίσματα, και πώς αυτοπροσδιορίζεστε μουσικά;
Η αλήθεια είναι ότι όλοι μας είμαστε λίγο-πολύ εθισμένοι στην καλή μουσική, χωρίς να έχουμε στεγανά ως προς τα είδη. Από indie και rock μέχρι hardcore και metal κ.ο.κ., η μουσική παίζει πολύ-πολύ σημαντικό ρόλο στην ζωή του καθενός μας και κατακλύζει την καθημερινότητά μας. Ο καθένας μας έχει τις δικές του μουσικές και καλλιτεχνικές αναφορές, αλλά όλοι μας διασταυρωνόμαστε στην αγάπη μας για το punk-rock σε όλες τις εκδοχές του. Δεν κρύβουμε όμως ότι είμαστε πολύ ανοιχτοί στο να δίνουμε χώρο στα προσωπικά «κολλήματα» του καθενός και να τα αφήνουμε να περνάνε στον ήχο και στην όλη αισθητική μας. Έτσι, πέραν του όποιου punk-rock attitude, στα τραγούδια μας μπορεί να διακρίνει κανείς στοιχεία από americana, pop, folk κ.λπ. Εξού και ο συνήθης αυτοπροσδιορισμός μας ως «punk-rock με ακουστικά στοιχεία».
– Ποιο είναι το κλειδί για μια επιτυχημένη και δημιουργική συνεργασία μαζί με μια ομάδα ανθρώπων που αποκαλείται «συγκρότημα»;
Ίσως ακούγεται κάπως κλισέ να πούμε ότι ένα συγκρότημα πρέπει πρώτα απ’ όλα να είναι παρέα, όμως αυτό είναι απολύτως αλήθεια. Τουλάχιστον αυτό επιβεβαιώνει η εμπειρία του καθενός από εμάς εδώ και δύο δεκαετίες στη σκηνή. Από εκεί και πέρα όμως, οι δικές μας προσωπικές και συλλογικές διαδρομές συγκλίνουν στην ανάγκη μας για κάτι ακόμα πιο δυνατό από την απλή συνύπαρξη και συνεργασία στο πλαίσιο μιας «παρέας». Κι επειδή ο όρος «οικογένεια» μάς ακούγεται κάπως βαρύς, προτιμάμε μεταξύ μας να χρησιμοποιούμε τον όρο «φάμιλι». Γιατί το ζητούμενο δεν είναι απλά να φέρνει ο καθένας μας στο συγκρότημα τις μουσικές του επιρροές ή ακόμα και τους εσώψυχους στίχους του, αλλά να νιώθει την ελευθερία ότι μπορεί να εμπιστευτεί στην ομάδα κάθε προσωπική αγωνία που μπορεί να μετουσιωθεί σε δημιουργία με την υποστήριξη και την αγάπη των υπολοίπων. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτός ο εσωτερικός τρόπος λειτουργίας του φάμιλι των Junkheart είναι που καθιστά το ύφος του συγκροτήματός μας ιδιαίτερο και αγαπητό στο κοινό μας.
– Πώς θα σχολιάζατε την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα;
Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Σε όποιο επίπεδο και αν το πιάσεις δηλαδή… Σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής, ο αυταρχισμός, η διαπλοκή και η διαφθορά βαράνε κόκκινο. Πολύς κόσμος παρομοιάζει την όλη κατάσταση με χούντα, και ενώ δεν διαφωνούμε με την κριτική διάθεση τέτοιων χαρακτηρισμών, θα προτιμούσαμε μάλλον τον όρο «σύγχρονος ολοκληρωτισμός», που περιγράφει νομίζουμε πολύ καλά την όλη κατάσταση χωρίς αναλογίες και παρομοιώσεις, οι οποίες καμιά φορά συσκοτίζουν τα πράγματα. Πέραν του θεσμικού τοπίου άσκησης πολιτικής όμως, ο ζόφος είναι δυστυχώς διάχυτος σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας… Από την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και την εξαθλίωση των ανέργων εν ονόματι της μιας ή της άλλης κρίσης, στις συστηματικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και στην διαρκή υποβάθμιση κρίσιμων κοινωνικών αγαθών όπως είναι η υγεία ή η παιδεία… Από τις παράνομες δολοφονικές επαναπροωθήσεις στα σύνορα και τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού και κοινωνικού αποκλεισμού των μεταναστ(ρι)ών και των προσφύγων, στην έξαρση των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας. Από την πανταχού παρούσα καταστολή στους δρόμους των πόλεων στην εκδικητική μανία εναντίον όσων αγωνίζονται για τα αυτονόητα… Την ίδια στιγμή όμως, νέοι τρόποι πολιτικής δράσης αναδύονται από τα κάτω. Σωματεία βάσης, αντι-ιεραρχικές συλλογικότητες, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, αντιρατσιστικές ομάδες, φεμινιστικές οργανώσεις, κατειλημμένοι χώροι και συνελεύσεις γειτονιάς αντιμάχονται το υπάρχον σε πείσμα των καιρών, θυμίζοντάς μας πως «όποιος αγωνίζεται μπορεί και να χάσει, αλλά όποιος δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει». Ή όπως έλεγε και ο Βασίλης Μάγγος, ο 26χρονος κοινωνικός αγωνιστής που έχασε την ζωή του προ διετίας στον Βόλο μετά από απρόκλητη αστυνομική επίθεση και βασανιστήρια, «κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα!».
– Έχετε παίξει χιλιάδες φορές σε καταλήψεις και στέκια σε όλη την Ελλάδα. Ποια είναι η γνώμη σας για τη συγκεκριμένη σκηνή σήμερα;
Αισθανόμαστε πολύ τυχεροί και περήφανοι που είμαστε άνθρωποι που ενηλικιώθηκαν κοινωνικο-πολιτικά, αλλά και μουσικά, μέσα στην εγχώρια αυτοοργανωμένη σκηνή. Οι καταλήψεις και τα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια έχουν υπάρξει πραγματικά σχολεία της ζωής μας. Μας έμαθαν να αγωνιζόμαστε ενάντια στους ισχυρούς και να συμπαραστεκόμαστε στους αδύνατους, μας έμαθαν την σημασία του συλλογικού πνεύματος κόντρα στον ατομισμό, μας έμαθαν την ελευθεριακή κουλτούρα στην πράξη. Γιατί η βαθύτερη προσφορά αυτών των χώρων, πέραν του ότι αποτελούν αναχώματα στην επέλαση του σύγχρονου ολοκληρωτισμού και ορμητήρια κοινωνικών αγώνων, είναι ότι αποτελούν εργαστήρια καθημερινών ζυμώσεων μεταξύ καθημερινών ανθρώπων, όπου δοκιμάζονται στο εδώ-και-τώρα οι ιδέες και οι πρακτικές του μέλλοντος που επιθυμούμε, ενός κόσμου ισότητας και αλληλεγγύης. Και στο πλαίσιο αυτής της δύσκολης, αλλά όλο νόημα προσπάθειας, αυτά τα εργαστήρια παράγουν εν μέσω των αντιφάσεών τους νέους τρόπους ζωής, νέες γλώσσες επικοινωνίας και φυσικά νέες μουσικές! Αυτή η σκηνή, η οποία σήμερα βάλλεται με κάθε τρόπο από τους κυρίαρχους αυτού του κόσμου, αξίζει αν μη τι άλλο τον σεβασμό και την υποστήριξή μας.
– Κάποιο σκηνικό που έχετε ζήσει και σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
Πολλά τα χρόνια ύπαρξης της μπάντας, πολλά τα lives και τα ταξίδια, πολλά και τα ευτράπελα σκηνικά… Κάποια από αυτά συνέβησαν σε μεθυσμένα ξενύχτια και παραμένουν θολά στην μνήμη, και άλλα ακόμα και σήμερα τα ανακαλούμε με γέλια και νοσταλγία. Θεωρούμε ωστόσο ότι δεν αξίζει τόσο να σταθούμε σε κάποιο από αυτά τα σκηνικά, όσο στο να τονίσουμε την ιδιαιτερότητα που έχει για εμάς το κάθε live, το κάθε ταξίδι, η κάθε ηχογράφηση και η κάθε συνάντησή μας, ακόμα και αν πρόκειται για μια απλή πρόβα. Και αυτό γιατί είμαστε μια μπάντα διασκορπισμένη, καθώς ο Τζίμης ζει και εργάζεται εδώ και χρόνια στην Ναύπακτο. Έτσι, η κάθε φορά που θα συνευρεθεί όλο το Junkheart φάμιλι είναι ξεχωριστή, όπως συμβαίνει περίπου στις σχέσεις από απόσταση. Συναντιόμαστε με αγκαλιές, δωράκια και πολλή αγάπη, η οποία χαράσσεται στο DNA της μπάντας και ευελπιστούμε πως αποτυπώνεται και στα τραγούδια μας.
– Μιλήστε μας για τις διαφορές ψηφιακού και αναλογικού ήχου. Τι επιλέγετε εσείς σαν μπάντα;
Ως ακροατές και ως μουσικοί έμελλε να ζήσουμε την ιστορική περίοδο της μετάβασης από τον αναλογικό στον ψηφιακό ήχο, που αποτελεί από μόνη της μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία από πολλές απόψεις. Γαλουχηθήκαμε με βινύλια, συλλέγοντας αντίτυπα, χαζεύοντας επί ώρες τα εικαστικά των μεγάλων τους εξώφυλλων και απολαμβάνοντας τον ζεστό αναλογικό τους ήχο. Ζήσαμε την φάση της αναζήτησης μουσικής μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, των περιοδικών και των fanzines. Ανταλλάξαμε, αντιγράψαμε, ζωγραφίσαμε και δωρίσαμε αμέτρητες κασέτες. Όλη αυτή η ιστορία ενίσχυσε το πάθος μας για την μουσική και για την δικτύωσή μας με άλλους τρελαμένους σαν κι εμάς. Μετά ήρθαν οι ψηφιακοί δίσκοι και το διαδίκτυο. Πάλι ανταλλαγές, αντιγραφές και άπειρα ξενύχτια για downloading… Διαφορετική εμπειρία ακρόασης, πιο μαζεμένες δισκοθήκες, βολικότερη πρόσβαση στον μουσικό πλούτο της οικουμένης. Μεγάλη η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά… Ως άνθρωποι που ζήσαμε έντονα και τις δύο φάσεις, στεκόμαστε μοιραία στην μέση. Κυκλοφορούμε τους δίσκους μας σε βινύλιο, καθώς δεν μπορούμε να διανοηθούμε την απουσία του υλικού μας σε χειροπιαστή μορφή, και συγχρόνως τους ανεβάζουμε στις γνωστές ψηφιακές πλατφόρμες για να είναι εύκολα και γρήγορα διαθέσιμοι. Επίσης, κυκλοφορούμε συχνά digital singles και videoclips, καθώς μας γοητεύει η δυνατότητα της άμεσης κυκλοφορίας, αλλά και το στοίχημα της οπτικοακουστικής δημιουργίας. Ενδεικτικά, ο τελευταίος μας δίσκος «Άνοιξη ρε» που κυκλοφορεί σε βινύλιο, αποτελείται από 10 τραγούδια τα οποία αντιστοιχούν σε 10 videoclips στο YouTube, συγκροτώντας ένα οπτικοακουστικό σύνολο 33 στροφών και 33 λεπτών της ώρας!
– Ποιο κομμάτι είναι αυτό που σας αρέσει να παίζετε επί σκηνής και με ποιο πιστεύετε πως ξεσηκώνεται πιο πολύ ο κόσμος;
Μιας και ο καθένας από εμάς έχει τις δικές του μουσικές προτιμήσεις, ο καθένας μας γουστάρει και διαφορετικά τραγούδια. Ωστόσο, επειδή πλέον έχουμε πολύ υλικό διαθέσιμο, είμαστε στην ευχάριστη θέση να διαλέγουμε για τις συναυλίες μας εκείνα τα τραγούδια τα οποία αρέσουν πολύ σε όλους μας. Ένα τραγούδι που έχουμε παρατηρήσει πάντως ότι λειτουργεί πολύ όμορφα στην σκηνή όταν το παίζουμε, σαν κάτι ιδιαίτερο να συμβαίνει τόσο στο μεταξύ μας όσο και στην επικοινωνία με τον κόσμο, είναι το ομώνυμο του τελευταίου μας δίσκου, το «Άνοιξη ρε». Από εκεί και πέρα, κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κοινού στις συναυλίες μας, θα λέγαμε ότι ο κόσμος ξεσηκώνεται συχνά σε τραγούδια όπως τα «Φαντάσματα» ή «Το Τραγούδι του Ανέμου» και φυσικά στο ακουστικό «Καμιά Ενοχή», με το οποίο κλείνουμε πάντα τις συναυλίες μας.
– Σε ποια ταινία-ες θα ήταν ιδανικό σάουντρακ οι Junkheart;
Είναι γεγονός ότι προσπαθούμε να προσδίδουμε ένα κινηματογραφικό στοιχείο στα τραγούδια μας, κυρίως με την δημιουργία εικόνων μέσω των στίχων. Στόχος μας δεν είναι ωστόσο να περιορίζουμε την φαντασία του ακροατηρίου δίνοντας σαφείς κατευθυντήριες, αλλά να προσφέρουμε το έρεισμα για να πλάθει το κοινό τις δικές του ιστορίες και να ταυτίζεται με τον δικό του τρόπο ακούγοντας τα τραγούδια μας. Πολλές φορές συζητάμε μεταξύ μας ότι νιώθουμε μια υπόρρητη σύνδεση με κάποιες ταινίες του ανεξάρτητου σινεμά… Για παράδειγμα, μας φαίνεται ότι οι στίχοι του «Τόσο Μακριά» αντηχούν κατά κάποιον τρόπο τα νοήματα των αγαπημένων ταινιών «Brazil» του Terry Gilliam και «Wild at Heart» του David Lynch. Ωστόσο, δεν πειράζει και να μην γίνουν ποτέ σάουντρακ ταινίας τα τραγούδια μας. Γιατί μας χαροποιεί απεριόριστα που κάποιοι άνθρωποι που μας αγαπούν έχουν επιλέξει κάποια από αυτά για το σάουντρακ της ζωής τους.
– Πόσο σημαντικό πιστεύετε πως είναι να υπάρχει ένα φεστιβάλ όπως το Street Mode, που φέρνει την street κουλτούρα στο προσκήνιο;
Στην δύσκολη περίοδο που διανύουμε, με όλα τα δυσάρεστα που έχουμε περιγράψει παραπάνω, τέτοιου είδους φεστιβάλ όπως το Street Mode, καταφέρνουν κάτι πολύ σπουδαίο. Φέρνουν κοντά ανθρώπους που δεν χωράνε στην κυρίαρχη αφήγηση για την τέχνη και την ζωή. Διαμορφώνουν έναν χώρο στο οποίο μπορούμε να γιορτάσουμε τις δικές μας μουσικές και τις δικές μας μορφές έκφρασης. Στο πλαίσιο τέτοιων φεστιβάλ μπορούμε να διεκδικήσουμε την ορατότητά μας και να ακουστούμε δυνατότερα, τόσο μεταξύ μας όσο και παραέξω. Και με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να συμβάλλουμε στον συνεχή επαναπροσδιορισμό της ίδιας της street κουλτούρας. Γιατί, ας μην ξεχνιόμαστε, η κουλτούρα του δρόμου είναι αντιφατική και περίπλοκη όσο και η ίδια η κοινωνία. Ένα πράγμα που είναι λοιπόν πολύ σημαντικό, είναι ότι σε αυτές τις γιορτές μάς δίνεται η ευκαιρία να μαχόμαστε στο πλευρό της καλώς εννοούμενης «αλητείας», κόντρα στα μάτσο στερεότυπα, στην ποζεριά, στην αντικοινωνική βία κ.λπ.
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Αμέσως μετά το Street Mode μπαίνουμε στο στούντιο για τον τέταρτο δίσκο μας, ο οποίος θα αποτελείται από δέκα τραγούδια τα οποία είναι έτοιμα να ηχογραφηθούν. Επίσης, την προσεχή άνοιξη κλείνουμε πια δέκα χρόνια σαν μπάντα και σκοπεύουμε να το γιορτάσουμε δεόντως! Από εκεί και πέρα, αν έχει έναν βασικό στόχο η μπάντα, αυτός είναι να προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να παραμένουμε ενεργοί και δημιουργικοί μεγαλώνοντας, κόντρα στην επικρατούσα λογική της ιδιώτευσης, κόντρα στον ίδιο τον μικροαστισμό μας. Μακάρι αυτή η προσπάθειά μας να λειτουργεί ως πηγή ενδυνάμωσης για το κοινό που μας ακολουθεί και μας στηρίζει.
– Κλείστε αυτή την συνέντευξη με έναν στίχο που σας εκφράζει.
Όπως λέμε στο τραγούδι μας «Φαντάσματα», «Εμείς θα γίνουμε όσα μας μαθαίναν να φοβόμαστε από παιδιά».