«Show me the dirt pile / And I will pray that the soul can take / Three stowaways».
Τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 2006, η βοστονέζα φοιτήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο «Τζορτζ Ουάσινγκτον», Ιmette St. Guillen είχε βγει για ποτά με την κολλητή της, Claire Higgins, προκειμένου να γιορτάσει τα επικείμενα γενέθλιά της.
Ξεκίνησαν το pub crawling από ένα νεοϋορκέζικο μπαρ ονόματι «Pioneer», ενώ γύρω στις 4 το πρωί, η Higgins πήγε σπίτι της, και η 24χρονη St. Guillen συνέχισε μόνη της το πιώμα σε ένα άλλο, παρακείμενο μπαρ, το «The Falls».
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, η St. Guillen βρέθηκε νεκρή και βιασμένη σε ένα άδειο οικόπεδο, μέσα σε μια συστάδα θάμνων και σκεπασμένη με φύλλα, στην λεωφόρο Φάουντεν στην περιοχή Spring Creek Park.
Λίγους μήνες μετά, ο Paul Banks παρουσίασε στους υπόλοιπους τρεις Interpol ένα τραγούδι που έγραψε σχετικά με την τελευταία αυτή βόλτα της 24χρονης φοιτήτριας από το μπαρ «Pioneer» μέχρι το μπαρ «The Falls».
To «Pioneer to the Falls».
Oι Interpol διέθεταν εξαρχής κάτι που ξεχωρίζει τους νοήμονες από τους αφελείς ανθρώπους: γνωρίζαν καλά ότι η ωριμότητα είναι το αποτέλεσμα της κραιπάλης και όχι αυτό που προηγείται. Για να μεγαλώσεις και να δεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική, πρέπει πρώτα να έχεις βγει, να έχεις μεθύσει, να έχεις γίνει «κόκαλο», να έχεις γίνει ρόμπα στις τρεις το πρωί στέλνοντας αλλ’ αντ’ άλλων ερωτικά μηνύματα σε όλα τα γυναικεία ονόματα του τηλεφωνικού σου καταλόγου ώστε, μαζί με τα οποία «ξύδια», να έχεις ξεράσει μαζί και όλο τον οχετό των ντροπιαστικών καταστάσεων που έχεις ζήσει και βιώσει.
Και αυτό το προσωπικό τους μότο το έκαναν πράξη, γράφοντας τραγούδια είτε άμεσα εκπορευόμενα από τις προσωπικές τους εμπειρίες, είτε εκπορευόμενα από τις δυσάρεστες εμπειρίες τρίτων, όπως η άτυχη Ιmette St. Guillen, από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους, στα τέλη του 1997 και κατόπιν του 1999, όταν οι (αγγλικής καταγωγής) τραγουδιστής Paul Banks και κιθαρίστας Daniel Kessler ενώθηκαν με τους (αμερικανούς) Carlos D. στο μπάσο και τον ντράμερ Sam Fogarino.
Το καλοκαίρι του 2000 οι (πολυεθνικοί) Interpol κατάφεραν επιτέλους να βρουν μια δισκογραφική που θα κυκλοφορούσε τέσσερα τραγούδια που είχαν ηχογραφήσει την διετία 1998-1999: τα “PDA”, “Roland” και “5” (με αρχικό τίτλο “Get the Girls”) ηχογραφήθηκαν τον χειμώνα του 1998, ενώ το “Precipitate” μέσα στο ’99.
Το πρώτο τους ΕΡ με τίτλο «Fukd ID #3» κυκλοφόρησε τελικά σε μόλις 1.000 κομμάτια τον Δεκέμβριο του 2000 από την Chemikal Underground.
Κανείς δεν τους πήρε πρέφα τότε. Ο καιρός όμως ήταν γαρ εγγύς. Σε δυο χρόνια όλη η Νέα Υόρκη θα μιλούσε γι’ αυτούς.
To «Turn On The Bright Lights» κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2002. Ποίηση, λογοτεχνία και ακριβά ιταλικά κοστούμια πήγαν χέρι χέρι μαζί με ομιχλώδη αρπίσματα κιθάρας. Τότε ήταν που ο κόσμος πρωτογνώρισε το ηχητικά ατροφικό, αλλά και μαγευτικά αυτοφυές μουσικό σύμπαν των Interpol.
Ακολούθησε, δυο χρόνια μετά, το ακόμη σπουδαιότερο, «Antics», το οποίο αποδείχτηκε κάτι περισσότερο από ένας εγγαστρίμυθος μιας αξιοπρεπούς μουσικής βιβλιοθήκης: ήταν η καλύτερη απόδειξη αυτού που μας λένε οι σοφότεροι ημών, ότι δηλαδή για να γίνει μια δουλειά σωστά, πρέπει πρώτα να τα βάλει με τον ίδιο της τον εαυτό, να σπάσει το κεφάλι της στον τοίχο, σαν το σκοινί που δένεται κόμπο και μετά λύνεται για να επανέλθει η (όποια καρμική ή μη) ισορροπία.
Αυτό ακριβώς ήταν το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας από την Νέα Υόρκη: ένα ηχητικό τείχος από κιθάρα-μπάσο-ντραμς που τα έβαλε με τους δαίμονες των ίδιων των δημιουργών του, στο τέλος υπερίσχυσε ξεκάθαρα και αυτή ακριβώς η επιβολή του αφάνηκε σε πολλές λίστες μουσικοκριτικών στα τέλη του 2004.
Ήταν πλέον πασίδηλο. Οι Interpol είχαν βρει τη φωνή τους, είχαν πάψει να μιμούνται τρίτους κι είχαν υψώσει έναν μουσικό λόγο όχι απλά της προκοπής, αλλά άξιο να τους μεταβάλει, σατανικώ τω τρόπω, από ένα underground δισκογραφικό φαινόμενο σε εκφραστή της σκοτεινής πλευράς του καθενός από μας. Και επίσης ήταν κι εκείνοι που είχαν γράψει τον καλύτερο στίχο του 2004: «You make me wanna pick up my guitar and celebrate the million ways that I love you» στο οριακό εκείνο τραγούδι «Slowhands».
Το 2007 ήταν ένα έτος κομβικής σημασίας για το συγκρότημα: τότε ήταν που κυκλοφόρησε το τρίτο του άλμπουμ, αποχαιρετώντας την (μικρή και ανεξάρτητη δισκογραφική) Matador για χάρη της (γιγαντιαίας πολυεθνικής) Capitol.
Οι Interpol του άλμπουμ «Our Love To Admire» έδειξαν – για τελευταία ίσως φορά στην καριέρα τους – μια τόσο αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση, καθώς ο ποστ-πανκ μηχανισμός δράσης του «Antics» στο νέο τους αυτό άλμπουμ αφέθηκε διακριτικά στην άκρη. «Τον πρώτο μας δίσκο τον αντιμετωπίσαμε σαν μια live συναυλία, τον δεύτερο με την κεκτημένη ταχύτητα του προηγουμένου, αλλά στον τρίτο οι δρόμοι μας είναι ανοιχτοί για να παίξουμε επιτέλους με τις δυνατότητες, τόσο τις δικές μας όσο και του στούντιο», έλεγε τότε η μπάντα, παραδεχόμενη καθόλου εμμέσως και καθόλου πλην σαφώς ότι «το κομπιούτερ έγινε το πέμπτο μέλος του συγκροτήματος».
«Αν το «Αntics» ήταν σαν φιλμάκια μικρού μήκους ενωμένα μαζί, το «Our Love To Admire» ακούγεται σαν μια ταινία μεγάλου μήκους», επεσήμαναν εμφατικά, προσθέτοντας ότι «όλα είχαν να κάνουν με το πόσο χρόνο αφιερώσαμε σε αυτό: στο πρώτο μας άλμπουμ είχαμε όλο τον καιρό μπροστά μας να γράψουμε, το «Αntics» συνετέθη από τραγούδια που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια και λίγο μετά την ηχογράφηση του «Turn On…» ενώ για το «Our Love…» καθίσαμε δέκα μήνες και το μόνο που κάναμε και οι τέσσερις μας ήταν να φέρνουμε νέες ιδέες στο τραπέζι». Μια εξ’ αυτών ήταν τα τραγούδια του άλμπουμ να ενώνονται μεταξύ τους, «σαν άλμπουμ των Cars. Μεγαλώσαμε όλοι μας με τραγούδια σαν το «Shoo Βe Doο» και το «Candy-Ο» [σ.σ: από το άλμπουμ «Candy-O» του 1979] που μας είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που το ένα ακολουθούσε το άλλο. Η μεθοδολογία μας στο άλμπουμ αυτό ήταν να σκεφτούμε το vibe του κάθε κομματιού, να το συγκρίνουμε βάζοντας το δίπλα στα υπόλοιπα και μετά να τα βάλουμε με μια σειρά έτσι ώστε να υπάρχει μια αλληλουχία στις ιστορίες που λένε συνολικά τα τραγούδια».
Το «Pioneer To The Falls» ακουγόταν σαν ένα ρέκβιεμ για τον Jim Morrison ή όπως ένας γοτθικός υπερρεαλιστικός εφιάλτης με τυφλοσούρτη τις ορχηστρικές διδαχές κινηματογραφικών συνθετών όπως ο Jon Brion. Η φωνή του Banks προσομοίαζε επικίνδυνα με αυτή του τραγουδιστή των Doors και ακουγόταν σαν ο εκλιπών να… υπαγορεύει την διαθήκη του.
Το «The Heinrich Maneuver» ήταν ό,τι πιο κοντινό στο «Antics», μια ανυπότακτη μυρμηγκοφωλιά επιρροών, αλυσιδωτών εικόνων και σκληρών λέξεων σαν κι αυτές για τις οποίες ο James Joyce έγραφε ότι «ανοίγουν πληγές στην καρδιά», ενώ το «Mammoth» διέθετε ένα κιθαριστικό ριφ που βυσσοδομούσε, ένα «κακό» μπάσο και μερικά «σατανικά» ντραμς καθώς και μια φωνή που έφτυνε τις λέξεις αντί να τραγουδάει.
Και τέλος είχαμε το συγκλονιστικό «Rest My Chemistry», μια αντί-μπαλάντα όπου ο Banks εξομολογούταν ότι βαρέθηκε τα ναρκωτικά, τραγουδώντας «I haven’t slept in two days / I’ve bathed in nothing but sweat / And I’ve made hallways scenes for things to regret / My friends they come and the lines they go by», αν και σύμφωνα με δηλώσεις του ιδίου «το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι αναφορά σε χημικά προϊόντα αλλά στην χημεία του ανθρώπινου εγκεφάλου, η οποία μερικές φορές παίζει επικίνδυνα παιχνίδια».
Και ξαφνικά… μεσολάβησε μια «αφωνία» 15 ετών για τους Interpol. Μια σειρά από αμήχανα, χαοτικά άλμπουμ, με την αποχώρηση του Carlos Dengler να μην είναι τελικά όσο ανώδυνη ήθελε εξαρχής να παρουσιάσει η ίδια η μπάντα στην ανακοίνωσή της. Καθόλου αβρόχοις ποσί δεν πέρασαν τα υπόλοπα χρόνια για τους Interpol με τους ίδιους να μπαίνουν σε μια «κωματώδη» περίοδο δημιουργικής απραξίας –ή μήπως αταραξίας;
Λόγου χάρη, το «El Pintor», το πέμπτο τους άλμπουμ, αποδείχθηκε ένα δύσκολο κι απαιτητικό άκουσμα, χωρίς να διαθέτει όλες εκείνες τις κοφτές, μελαγχολικές κιθάρες και τους στίχους που μιλάνε για τις «γκρίζες ζώνες» της ζωής του καθενός από εμάς.
Ο κιθαριστικός δυναμίτης «All The Rage Back Home» είναι ίσως το τελευταίο πραγματικά σπουδαίο τραγούδι της μπάντας και παρόλο που, έκτοτε, οι συνθέσεις δεν μπορούν (και πως άλλωστε;) να σταθούν στο ύψος των αντιστοιχών, από μια 15ετία πριν, η αλήθεια είναι μια και αδιαπραγμάτευτη: οι Interpol ήταν, είναι και θα παραμείνουν εκρηκτικοί στη σκηνή, όπως φάνηκε και από την προ δωδεκαετίας τελευταία εμφάνισή τους στην Αθήνα, εκείνο τον Ιούνιο του 2011.
Και θα είμαστε φυσικά εκεί, στην πρώτη σειρά, κατά τα συναυλιακά ειωθότα, κάτω από το δεξί ηχείο.
* Οι Interpol εμφανίζονται την Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023 στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ στο πλαίσιο του Release Athens X SNF Nostos, την ίδια μέρα η Siouxsie θα είναι headliner στην σκηνή της Πλ. Νερού, ενώ το lineup της ημέρας, μέχρι στιγμής, συμπληρώνουν οι Echo & the Bunnymen, οι Viagra Boys, οι Ladytron & οι Haunted Youth.
Η προπώληση ξεκινάει την Παρασκευή 10/2, στις 11:00, προς 30€. Οι επόμενες φάσεις θα ανακοινωθούν στη συνέχεια.
Επίσης, διατίθενται περιορισμένα VIP εισιτήρια, με αρχική τιμή 100€. Στη συγκεκριμένη κατηγορία περιλαμβάνονται οι εξής προνομιακές παροχές: Ξεχωριστή υπερυψωμένη περιοχή διαμορφωμένη με stands & stools για όλους, οpen-bar, προτεραιότητα πρόσβασης στο χώρο, ιδιωτικό parking, ξεχωριστές τουαλέτες, αναμνηστικό δώρο.
Επισημαίνουμε πως ο ειδικά διαμορφωμένος χώρος που προσφέρει τις παραπάνω παροχές λειτουργεί μόνο στην Πλατεία Νερού αλλά οι κάτοχοι των VIP εισιτηρίων έχουν πρόσβαση και στις δύο σκηνές.
Διάθεση εισιτηρίων: Τηλεφωνικά στο 11876
Online στα releaseathens.gr / viva.gr
Φυσικά σημεία: Καταστήματα Wind, Public, Media Markt, Ευριπίδης, Yoleni’s και Viva Spot Τεχνόπολης