Survivor. Επιζήσασα.

Αυτό ήταν στην πραγματικότητα η Ολίβια Νιούτον-Τζον, μια γυναίκα της οποίας το πάθος για την μουσική συγκρινόταν μόνο με το πάθος της για την ίδια τη ζωή.

Το 1992, πριν ακριβώς 30 χρόνια, η τότε 43χρονη Αγγλίδα / Ουαλή (που μετακόμισε την Αυστραλία και εντέλει πολιτογραφήθηκε Αυστραλή) διαγνώστηκε για πρώτη φορά με καρκίνο του μαστού. Όχι σε αρχικό στάδιο και άκρως επιθετικό.

Οι γιατροί της τής είπαν τα κακά μαντάτα: προσδόκιμο ζωής λιγότερο από δυο χρόνια, δηλαδή θα πέθαινε πριν καλά καλά φτάσει στα 45 της.

Και όμως η ίδια δεν το έβαλε κάτω. Μια ζωή με χαμόγελο αντιμετώπιζε τα πάντα, τους φίλους, τους εχθρούς της (στη μουσική βιομηχανία), το τραγούδι, τις απαιτητικές πρόβες -βλέπετε, γνώριζε ότι δεν διέθετε το πηγαίο ταλέντο της Αρίθα Φράνκλιν στην ερμηνεία ή την διεισδυτική ματιά της Κάρολ Κινγκ στην σύνθεση των τραγουδιών.

Η Νιούτον-Τζον υποβλήθηκε σε μαστεκτομή και ανάρρωσε. Πίστευε ότι είχε νικήσει το τέρας. Αλλά έκανε λάθος, γιατί φυσικά τέρατα σαν και αυτό δύσκολα νικιούνται.

Ακολούθησαν δύο υποτροπές, η πρώτη το 2013 και η δεύτερη το 2017, αμφότερες με εξίσου επιθετικές μεταστάσεις. Και πάλι τα ξεπέρασε. Τριπλή νίκη. Ή, τουλάχιστον, έτσι έδειχνε.

Τελικά όμως ο οργανισμός της, στην ηλικία των 73 ετών, δεν άντεξε. Και τελικά χθες, Δευτέρα, άφησε την τελευταία της πνοή νικημένη από τον καρκίνο.

Τη δυσάρεστη είδηση έκανε γνωστή ο σύζυγός της Τζον Ίστερλινγκ, μέσω ανάρτησης στο Facebook, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, πως «πέθανε ειρηνικά στο ράντσο της στη Νότια Καλιφόρνια».

Αν και, εδώ που τα λέμε, όταν ζεις σχεδόν 30 χρόνια με αυτόν, τον βγάζεις από πάνω σου, αυτός εμφανίζεται ξανά και εσύ τον ξαναδιώχνεις, δεν θεωρείσαι νικημένη. Νικήτρια θεωρείσαι.

Survivor. Και όχι μόνο επιζήσασα. Αλλά και φάρος ελπίδας για πολλές γυναίκες που διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού.

Η Νιούτον-Τζον από το 1992 κιόλας, έβαλε ως στόχο της ζωής της (όσος καιρός θεωρούσε η ίδια ότι της έμενε, τέλος παντων) να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση στην έρευνα για την καταπολέμηση της νόσου.

Ιδρυσε το Olivia Newton-John Foundation (ONJFoundationFund.org) γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό και έριξε πολλά εκατ. από την προσωπική της περιουσία προωθώντας την έρευνα της επιστήμης σε αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι.

«Η Ολίβια είναι σύμβολο και ελπίδα για περισσότερα από 30 χρόνια, μιλώντας για το ταξίδι της με τον καρκίνο του μαστού. Η θεραπευτική της έμπνευση και η πρωτοποριακή της εμπειρία με τη φυτική ιατρική συνεχίζεται με το Olivia Newton-John Foundation Fund, αφιερωμένο στην έρευνα της φυτικής ιατρικής και του καρκίνου», συνέχιζε η σχετική ανακοίνωση της οικογένειάς της, προσθέτοντας ότι «αντί για λουλούδια, ζητά να γίνουν οποιεσδήποτε δωρεές στη μνήμη της στο Ταμείο του Ιδρύματος Olivia Newton-John».

Η ζωή και η καλλιτεχνική της πορεία

Η Νιούτον-Τζον δεν είναι Αυστραλή, όπως πιστεύεται ευρέως. Η Ολίβια ήταν η κόρη του Ουαλού Μπρίνλεϊ Νιούτον-Τζον και της Γερμανοεβραίας Ιρίν Χέλεν.

Γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1948 στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας, όπου έζησε εκεί μέχρι τα πέντε της χρόνια και στη συνέχεια η οικογένειά της μετακόμισε στην Αυστραλία, όταν στον πατέρα της προσφέρθηκε δουλειά ως κοσμήτορας ενός πανεπιστημίου στη Μελβούρνη.

Η μικρή Ολίβια το 1964 κέρδισε έναν τοπικό διαγωνισμό τραγουδιού, με την φωνή της να ξεχωρίζει: γι’ αυτό και η μητέρα της την ενθάρρυνε να καλλιεργήσει το ταλέντο της και επέστρεψε μαζί της στην Αγγλία. Δέκα χρόνια μετά, στα 26 της χρόνια, εκπροσώπησε το Ηνωμένο Βασίλειο στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision του 1974, καταλαμβάνοντας την 4η θέση, με τους ABBA να κατακτούν την πρωτιά με το «Waterloo».

Αμέσως μετά εγκατέλειψε τη Βρετανία και μετακόμισε στην Καλιφόρνια, επικεντρώνοντας το φωνητικό της ενδιαφέρον στην ποπ και την κάντρι μουσική. Και εκεί έκανε το όνομά της.

Αναδείχθηκε δυο φορές «Η πιο δημοφιλής τραγουδίστρια στις ΗΠΑ», είχε 11 χρυσά singles καθώς και 14 χρυσούς δίσκους, εξαργυρώνοντας όλη αυτήν την επιτυχία, ως πρωταγωνίστρια στο μιούζικαλ «Grease» του 1978, όπου υποδύθηκε τη Σάντι, μια συντηρητική μαθήτρια που σταδιακά μεταμορφώνεται σε femme fatale φορώντας πέτσινα και δερμάτινα, προκειμένου να κερδίσει την καρδιά του Ντάνι, τον οποίο υποδύθηκε ο Τζον Τραβόλτα.

Κατόπιν ακολούθησε μια μετεωρική διετία, όπου η Νιούτον-Τζον πρωταγωνίστηκε στο μιούζικαλ φαντασίας «Xanadu», το οποίο θεωρήθηκε ως εμπορική και καλλιτεχνική αποτυχία και παρόλο που είχε ένα σχεδόν εξαιρετικό pop-disco soundtrack, με προεξάρχον το ομώνυμο τραγούδι που συνέθεσαν οι Electric Light Orchestra.

Η μεγαλύτερη επιτυχία της, από πλευράς ενός και μόνο τραγουδιού, ήταν το «Physical» που πούλησε πάνω από δύο εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ και πέρασε 10 συνεχόμενες εβδομάδες στο #1 του Billboard’s Hot 100 από το Νοέμβριο μέχρι τα τέλη του Δεκεμβρίου του 1981.

Η προσωπική της ζωή – πλην των θεμάτων υγείας της – δεν ήταν διόλου εύκολη: η μοναχοκόρη της ήταν για χρόνια εθισμένη στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ, ενώ προ ετών η Νιούτον-Τζον είχε χάσει τόσο την αδελφή, όσο και τον αδελφό της από καρκίνο -αμφότεροι σε μικρή ηλικία, όπως περίπου ήταν και το προσδόκιμο ζωής της ίδιας της Ολίβια.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα στοίχειωσε η μυστηριώδης εξαφάνιση του τότε συντρόφου της, το 2005, με τον οποίο διατηρούσαν σχέση από το 1995. Ο 48χρονος Πάτρικ ΜακΝτέρμοτ, είχε πάει μαζί με φίλους του για ψάρεμα στις 30 Ιουνίου του 2005, αλλά εξαφανίστηκε προτού επιστρέψει στη στεριά μαζί με τους υπόλοιπους.

Στην υπόθεση έπεσαν με τα μούτρα αμέσως τόσο η αστυνομία, όσο και οι καλύτεροι ιδιωτικοί ντετέκτιβ που πλήρωνε από την τσέπη της η ίδια η Ολίβια, χωρίς ωστόσο ποτέ κανείς να μπορέσει να βρει κάποια πειστική απόδειξη ως προς το τί πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ.

Μια πρώτη έρευνα της ακτοφυλακής έδειξε πως δεν «βρήκε κανένα στοιχείο εγκληματικής ενέργειας, αυτοκτονίας, ατυχήματος ή φάρσας στην εξαφάνιση του ΜακΝτέρμοτ». Με άλλα λόγια, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.

Ξανάνοιξε, ως cold case, μετά από χρόνια, με μια δεύτερη έρευνα και διεξάγεται και να αποφαίνεται ότι ο ΜακΝτέρμοτ πιθανότατα έπεσε, άγνωστο πως και υπό ποιες συνθήκες, και χάθηκε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της νύχτας.

«Δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να συμφιλιωθώ πραγματικά με αυτό» είχε παραδεχτεί η ίδια παλαιότερα σε συνέντευξή της. «Νομίζω ότι πάντα θα υπάρχει ένα ερωτηματικό ως προς αυτή την υπόθεση να διατρέχει όλη μου την ζωή».