Η οικονομία του streaming: Όταν η μουσική ρέει, αλλά δεν πληρώνει
Καθώς οι καλλιτέχνες πληρώνονται ψίχουλα και οι ακροατές καταναλώνουν μουσική σαν TikTok βίντεο, η οικονομία του streaming μετατρέπει την τέχνη σε data και τον δημιουργό σε content creator χωρίς ανάσα. Ποιοι στήνουν το παιχνίδι και ποιοι μένουν έξω από τη μουσική γιορτή;
Κάποτε, ένας δίσκος σήμαινε ιδιοκτησία. Μια υλική απόδειξη συναισθήματος. Σήμερα, ένα τραγούδι σημαίνει πρόσβαση. Ακούμε τα πάντα, ανά πάσα στιγμή, χωρίς να κατέχουμε τίποτα, κι αυτή η αφθονία δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη ανταμοιβή για τους δημιουργούς της. Το μοντέλο του streaming υποσχέθηκε δημοκρατία: «όλοι μπορούν να ακουστούν». Στην πράξη, όμως, λειτούργησε με όρους ψηφιακής φεουδαρχίας. Τα playlists των μεγάλων πλατφορμών έγιναν οι νέες ραδιοφωνικές συχνότητες, αλλά χωρίς ομάδες, χωρίς διαφάνεια, χωρίς αμοιβή ανάλογη του ρόλου τους. Οι μουσικοί σήμερα πληρώνονται με κλάσματα του λεπτού, οι παραγωγοί γίνονται content creators, και οι ακροατές μαθαίνουν να ακούνε μουσική όπως τρώνε τη σαβούρα του TikTok: σε δόσεις, σε λίστες, χωρίς καμία απολύτως επένδυση.
Ταυτόχρονα, το streaming ευνόησε ένα νέο είδος καλλιτέχνη: αυτόν που γράφει “για το Spotify”. Μικρά τραγούδια, άμεσο hook, μέγιστο replay value. Η αισθητική της πλατφόρμας επιβάλλεται πάνω στην καλλιτεχνική πρόθεση. Το album πεθαίνει, το single κυριαρχεί, και το όραμα διαλύεται σε μικρές ακουστικές δόσεις. Υπάρχει έξοδος; Οι καλλιτέχνες στρέφονται ξανά σε φυσικά formats, στο Bandcamp, σε δίκτυα συνδρομητών. Δημιουργούν τις δικές τους πλατφόρμες, προσπαθούν να επαναφέρουν την έννοια της σχέσης ακροατή-καλλιτέχνη. Μα η αλήθεια είναι σκληρή, και ο αλγόριθμος ακόμα σκληρότερος.
Ναι, η μουσική ρέει ασταμάτητα. Αλλά το ερώτημα μένει: Ποιος πληρώνει όταν όλα είναι διαθέσιμα; Και ποιος ζει από αυτό;
Το τέλος του δίσκου όπως τον ξέραμε
Στην εποχή του Spotify και του TikTok, το άλμπουμ (ναι, αυτή η παλιά αφήγηση σε 40 λεπτά διάρκειας) φαντάζει σχεδόν προϊστορική. Οι καλλιτέχνες καλούνται να παράγουν περιεχόμενο και όχι έργο. Το single είναι βασιλιάς, και πολλές φορές το μόνο που μετράει είναι το πρώτο πακέτο 15 δευτερολέπτων. Αν δεν πιάσει εκεί, έχει ήδη χαθεί στη ροή. Οπότε, η ανάγκη για συνεχή παραγωγή οδηγεί σε μια μουσική κουλτούρα ταχύτητας και λήθης. Λιγότερη συγκέντρωση, περισσότερη ποσότητα. Η μουσική παύει να είναι γεγονός· γίνεται φόντο.
Όλο και συχνότερα, καλλιτέχνες γράφουν με γνώμονα το τι “δουλεύει”. Δηλαδή, τι ενισχύει τα metrics. Ποιο beat ταιριάζει στα playlists του Lo-Fi Beats ή του Sadcore Indie. Ποιο hook θα κάνει trigger το attention span των χρηστών. Σε πολλές περιπτώσεις, το ίδιο το stream service προτείνει τέτοια πρότυπα. Το Spotify for Artists ή το Soundcloud Insights μετατρέπουν τους μουσικούς σε μικρές εταιρείες, που παράγουν “σωστά” format για τις σωστές πλατφόρμες.
Η τέχνη μετριέται με KPIs
Πίσω από όλα αυτά, η μεγάλη απώλεια χτυπά την αξία του ήχου. Η μουσική ως τέχνη (και όχι προϊόν) υποτιμάται οικονομικά. Οι πλατφόρμες αποδίδουν λίγα cents ανά stream, με τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες να πρέπει να παλέψουν πρώτα με το ένα εκατομμύριο streams απλά για να πληρώσουν το ενοίκιο. Βλέπετε, το streaming υποσχέθηκε προσβασιμότητα και ισότητα. Στην πράξη, όμως, ενίσχυσε τους γίγαντες (και τους αλγορίθμους τους), ενώ αποδυνάμωσε την ίδια την έννοια της μουσικής κοινότητας.
Πριν αρκετά χρόνια η ιδέα της μουσικής ως υπηρεσίας (και όχι ως προϊόντος) έμοιαζε περισσότερο με υπόσχεση παρά με πραγματικότητα. Οι τεχνολογικές υποδομές δεν επαρκούσαν, οι χρήστες δεν είχαν ακόμη αλλάξει συνήθειες, και οι δισκογραφικές εταιρείες ήταν ακόμη βυθισμένες στο πένθος για τον χαμένο τους παράδεισο: τις χρυσές εποχές του CD. Η αναφορά στις πρώτες προσπάθειες streaming (Napster 2.0, Rhapsody, MusicMatch, OD2) θυμίζει περισσότερο πειραματισμούς παρά βιώσιμες πλατφόρμες. Κανένα από αυτά δεν είχε ούτε τη φήμη ούτε τη λειτουργικότητα των σημερινών υπηρεσιών, και κυρίως δεν είχε τον κόσμο να το υποστηρίξει. Οι περισσότεροι χρήστες τότε δεν αναζητούσαν «πρόσβαση» αλλά «κατοχή». Η μουσική έπρεπε να ανήκει, να υπάρχει σε κάποιον σκληρό δίσκο, σε ένα CD rack, σε ένα MP3 player.
Κι όμως, μέσα από τις αναφορές των IFPI και RIAA, βλέπουμε τους πρώτους παλμούς ενός καινούριου μοντέλου. Μικρές ροές εσόδων, με ασήμαντα ποσοστά μέσα στη μεγάλη εικόνα, αλλά ενδεικτικές μιας μετατόπισης που θα ερχόταν με εκδικητική ένταση μία δεκαετία αργότερα. Το μεγάλο “κράχ” του CD μετά το 2005 δεν αντιμετωπίστηκε από το streaming ως σωτηρία, τουλάχιστον όχι ακόμα. Αντιθέτως, εκείνη η περίοδος υπήρξε για τη βιομηχανία ένα είδος σκοτεινής νύχτας του soul-searching. Οι εταιρείες έπρεπε να απαντήσουν σε δύο ερωτήματα: πώς να ξανακερδίσουν τον έλεγχο της μουσικής διανομής, και πώς να μετατρέψουν την ακρόαση σε έσοδο χωρίς να την περιορίσουν. Και το streaming υποσχέθηκε πως θα έδινε τελικά την απάντηση. Αλλά δεν είπε προς ποια κατεύθυνση…
Το Spotify και η εγκαθίδρυση της νέας κανονικότητας
Όταν το Spotify έκανε το ντεμπούτο του το 2008, δεν ήρθε με τον αέρα επανάστασης, αλλά με εκείνη την ήσυχη βεβαιότητα ενός εργαλείου που «λειτουργεί». Δεν υποσχέθηκε να πουλήσει μουσική. Αντίθετα, υποσχέθηκε να την κάνει πάντα διαθέσιμη. Η μετατόπιση αυτή, από την ιδιοκτησία στην πρόσβαση, ήταν μια πολιτισμική τομή αρχικά, όχι τεχνολογική. Η Σουηδική εταιρεία λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα σε δύο κόσμους: από τη μία, τις φοβισμένες δισκογραφικές που έψαχναν τρόπο να σταματήσουν την αιμορραγία των πειρατικών downloads· και από την άλλη, μια νέα γενιά χρηστών που δεν ήθελε πια να «κατεβάζει» μουσική, αλλά να την ζει σε πραγματικό χρόνο, να την κουβαλάει παντού, να την επιλέγει χωρίς να τη φυλάει.
Η υιοθέτηση του freemium μοντέλου (με διαφημίσεις για τους δωρεάν χρήστες και συνδρομές για όσους ήθελαν περισσότερα) υπήρξε καταλύτης. Οι δισκογραφικές συμφώνησαν, διστακτικά στην αρχή. Οι χρήστες αγκάλιασαν το μοντέλο. Και μέσα σε λίγα χρόνια, το Spotify έγινε συνώνυμο του μουσικού streaming, αλλά και παράδειγμα του πώς μια startup μπορεί να ανατρέψει δομές δεκαετιών σε μια ολόκληρη βιομηχανία. Πλέον, η λέξη “Spotify” δεν είναι μια πλατφόρμα. Είναι ένα ρήμα. Όπως “google”, έτσι και το “spotify this track” έχει ενσωματωθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο. Αλλά αυτή η νέα κανονικότητα δεν ήρθε χωρίς κόστος: οι καλλιτέχνες έπρεπε να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο μικροπληρωμών ανά ακρόαση, οι ανεξάρτητες σκηνές δυσκολεύτηκαν να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον όπου το “προτεινόμενο από τον αλγόριθμο” έγινε βασικός κανόνας κυκλοφορίας, και η έννοια του άλμπουμ (πάντα ως μια συνεκτική καλλιτεχνική πρόταση) άρχισε να ξεφτίζει μπροστά στο κυρίαρχο single. Κι όμως, όπως κάθε τεχνολογική πλατφόρμα, έτσι και το Spotify έγινε ο καθρέφτης των χρηστών του. Ένα πολιτισμικό οικοσύστημα όπου η ταχύτητα, η εξατομίκευση και η υπερπληθώρα έγιναν τα τρία τοτέμ του νέου τρόπου ακρόασης.
Το 2011 φαντάζει σήμερα σχεδόν προϊστορικό για τα δεδομένα της ψηφιακής εποχής. Κι όμως, εκείνη τη χρονιά, το 83% των μουσικών αγορών παγκοσμίως συνέχιζε να στηρίζεται στις φυσικές πωλήσεις, κυρίως CD, αλλά και DVD και βινύλιο. Οι δίσκοι παρέμεναν το κυρίαρχο μέσο, όχι μόνο σε “παραδοσιακές” αγορές όπως η Ιαπωνία ή η Ιταλία, αλλά ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η Αυστρία, όπου το ποσοστό διείσδυσης της ψηφιακής μουσικής δεν ξεπερνούσε το 25%. Την ίδια στιγμή, χώρες με περισσότερη τεχνολογική δύναμη (όπως οι ΗΠΑ, η Νότια Κορέα, η Κίνα και η Νορβηγία) είχαν αρχίσει να βλέπουν το ψηφιακό μέλλον να φτάνει ταχύτερα. Εκεί, το ψηφιακό έσοδο ξεπερνούσε για πρώτη φορά το 50% του συνολικού τζίρου της μουσικής βιομηχανίας. Σημαντικό, όμως, είναι να σημειωθεί ότι σε αυτές τις αγορές το streamingδεν ήταν ακόμη ηγέτης: το κύριο ψηφιακό προϊόν ήταν τα downloads, δηλαδή η λογική του “αγοράζω το αρχείο”, όπως γινόταν μέσω iTunes.
Η αληθινή πρωτοπορία βρισκόταν σε μόλις τρεις χώρες: Σουηδία, Νορβηγία και Ισημερινός. Εκεί είχε ήδη διαμορφωθεί ένας ώριμος streaming πυρήνας, με υπηρεσίες όπως το Spotify στη Σκανδιναβία να έχουν ήδη καθιερώσει ένα νέο πρότυπο ακρόασης, όχι μέσω κατοχής, αλλά μέσω πρόσβασης. Πιο παράξενο (και ενδεικτικό) είναι το παράδειγμα του Χονγκ Κονγκ: το 2011, το 83,9% της ψηφιακής αγοράς στηριζόταν στο streaming. Ένα ποσοστό υψηλότερο ακόμη κι από τη Σουηδία, την επίσημη πατρίδα του Spotify. Το Χονγκ Κονγκ ήταν ήδη μια πλήρως δικτυωμένη, hyper-connected αγορά, που λειτουργούσε ως μικρογραφία της ασιατικής μουσικής τεχνο-μετάβασης. Κι όμως, παρά τα πρώιμα αυτά παραδείγματα, ο κόσμος της μουσικής εξακολουθούσε να ζει σε μια κατάσταση ενδιάμεση, με το ένα πόδι στο φυσικό και το άλλο στο ψηφιακό. Ήταν μια μεταβατική εποχή, όπου ορισμένοι “βλέπανε το φως” πιο γρήγορα, ενώ άλλοι έμεναν ακόμη πιστοί στην αισθητική και την εμπορική ασφάλεια του δίσκου.
Βέβαια, καμία τεχνολογική επανάσταση δεν έρχεται από το πουθενά. Όταν το Spotify έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 2008, το σκηνικό στη Σουηδία είχε ήδη πυροδοτηθεί από έναν άλλο «πόλεμο»: τη δίκη κατά του Pirate Bay. Το timing δεν ήταν απλώς κατάλληλο, ήταν προμελετημένο. Το Spotify παρουσιάστηκε ως το “νόμιμο αντίδοτο” στη μαζική ανταλλαγή αρχείων peer-to-peer, μια λύση που υποσχόταν ταχύτητα, ποιότητα και ηθική ησυχία. Η Σουηδία ήταν το ιδανικό εργαστήριο: τεχνολογικά ανεπτυγμένη, μουσικόφιλη, ψηφιακά ώριμη. Όταν οι χρήστες εκεί είχαν πια συνηθίσει να βρίσκουν ό,τι θέλουν δωρεάν και άμεσα, το Spotify ήρθε όχι να αλλάξει τη συνήθεια, αλλά να της βάλει μια δομή. Να νομιμοποιήσει την ευκολία.
Δεν ήταν, όμως, μόνη της. Η Νορβηγία, με παρόμοιο κοινωνικοτεχνολογικό προφίλ (ευμάρεια, broadband παντού, λατρεία για τη μουσική), ακολούθησε με το WiMP το 2010 (έναν πρόγονο του Tidal που δημιουργήθηκε από την Aspiro σε συνεργασία με την Telenor και τη δισκογραφική Platekompaniet). Δύο μήνες αργότερα, το WiMP κυκλοφόρησε στη Δανία, ενώ η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία TDC είχε ήδη προσθέσει απεριόριστο streaming στην πλατφόρμα TDC Play από τον Δεκέμβριο του 2009.
Η Σκανδιναβία ολόκληρη έπαιξε έτσι τον ρόλο του επιταχυντή για το μοντέλο του streaming. Έχτισε τις υποδομές, δοκίμασε τα freemium και premium μοντέλα, έβαλε τις δισκογραφικές στο παιχνίδι. Μέχρι και η Φινλανδία, που καθυστέρησε λίγο, είχε ως το 2017 πλήρως ευθυγραμμιστεί με το νέο μοντέλο. Από εκεί και πέρα, η εξάπλωση ήταν ζήτημα χρόνου. Το streaming δεν ήταν απλώς μια τεχνολογική καινοτομία. Ήταν η απάντηση στο ηθικό δίλημμα μιας γενιάς: να συνεχίσεις να κλέβεις, ή να πληρώνεις λίγα για τα πάντα.
Η TikTok-οποίηση της μουσικής: 15 δευτερόλεπτα δόξας (κι ένα εκατομμύριο streams)
Στον ψηφιακό καμβά που άπλωσε το Spotify, το TikTok έρχεται σαν γκράφιτι που γράφτηκε με νευρικότητα αλλά και εκπληκτική ακρίβεια. Αν το streaming ήταν η αρχή της εποχής της διάχυσης, το TikTok είναι η επιτομή της απόσπασης: μια πλατφόρμα όπου η μουσική δεν ακούγεται, αλλά χρησιμοποιείται. Μέσα σε μερικά μόνο χρόνια, το TikTok μετέτρεψε το τραγούδι σε αποσπάσμα, τον στίχο σε meme, τον ρυθμό σε εργαλείο ΑfterΕffect. Δεν έχει σημασία αν ένα κομμάτι έχει διάρκεια 3 λεπτών ή είναι κινηματογραφικά δομημένο. Σημασία έχει αν τα πρώτα 5 δευτερόλεπτα μπορούν να γαντζωθούν στο συλλογικό υποσυνείδητο ενός feed που δεν σταματά ποτέ.
Ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής μουσικής έχει αρχίσει να προσαρμόζεται σε αυτό το φαινόμενο. Συνθέτες γράφουν κομμάτια με hooks που ξεκινούν κατευθείαν από το πρώτο δευτερόλεπτο. Labels επενδύουν σε “pre-release” viral campaigns με TikTokers. Οι playlists του Spotify δεν βασίζονται πια μόνο σε genres ή moods, αλλά σε metrics όπως “viral on TikTok”. Από την πλευρά του κοινού, ο τρόπος με τον οποίο ακούμε μουσική έχει επίσης μεταμορφωθεί. Ένας χρήστης μπορεί να αγαπήσει παράφορα ένα snippet, να φτιάξει πάνω του ένα βίντεο, να το επαναλάβει δεκάδες φορές, και όμως, να μην ξέρει καν το όνομα του τραγουδιού ή να μην έχει ακούσει ποτέ το full version.
Κάπου ανάμεσα στο δημιουργικό χάος, λοιπόν, και την επαναληψιμότητα της φόρμας, γεννιέται ένα νέο ερώτημα: είναι το TikTok το νέο MTV; Ή μήπως είναι το Spotify των Gen Z; Ή ακόμα περισσότερο: είναι μια νέα γλώσσα, όπου η μουσική είναι πλέον το background σε μια περφόρμανς που δεν έχει ανάγκη τον καλλιτέχνη;
Ακριβώς εκεί χτυπά η καρδιά του ζητήματος: στην απαξίωση. Όχι μόνο της μουσικής ως τέχνης, αλλά και του ίδιου του χρόνου που χρειάζεται για να γεννηθεί.
Γιατί όταν η αισθητική της διάσπασης γίνεται το κυρίαρχο πρότυπο, τότε η υπομονή, η εμβάθυνση, η σύνθεση, όλα όσα ορίζουν την έννοια “άλμπουμ”, μετατρέπονται σε πολυτέλεια. Πολυτέλεια που κανείς δεν “αντέχει” να πληρώσει. Ούτε ο ακροατής. Ούτε η πλατφόρμα. Ούτε το label. Ο καλλιτέχνης το νιώθει πρώτος. Καταλαβαίνει ότι κανείς δεν περιμένει. Κανείς δεν θέλει να “κάτσει με ένα δίσκο”. Θέλουν απλά κάτι να παίζει. Άρα, γιατί να ιδρώσει πάνω σε ένα concept album, σε μια αφήγηση, σε κλιμακώσεις και μεταπτώσεις; Γιατί να σκέφτεται “side A / side B”, όταν όλοι ακούν σε shuffle;
Κι έτσι, η δημιουργία γίνεται αντανακλαστική. Ο δίσκος δεν είναι πια γεγονός αλλά statusupdate. Ένα «σου φτιάχνω ένα άλμπουμ καθώς κατουράω», όχι ως αστείο, αλλά ως ειλικρινές μοντέλο παραγωγής. Αν βγει καλό, θα το πετάξει σε ένα upload. Αν όχι, ποιος νοιάζεται; Θα ανέβει κάτι άλλο αύριο.
Η οικονομία της μουσικής, κάποτε στηριγμένη στην έννοια της αξίας ανά έργο, σήμερα μετριέται με streamsανά attention span. 1.2 λεπτά ακρόασης = μία μονάδα αξίας. Ο δίσκος έγινε αντικείμενο ροής. Μία ακόμα σειρά στο scroll feed. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει αριστουργηματική μουσική. Υπάρχει. Αλλά είναι πιο δύσκολο από ποτέ να τη στηρίξεις οικονομικά. Όταν η αγορά επιβραβεύει την ποσότητα, η ποιότητα θεωρείται ύποπτη. «Τι; Μόνο 8 κομμάτια έκανες φέτος; Είσαι τεμπέλης»… «Δούλεψες ένα χρόνο πάνω σ’ έναν ήχο; Ε, είσαι πολύ περίεργος, ρε φίλε».
Και το πιο οδυνηρό ρήγμα, δεν είναι το τεχνικό, αλλά το συναισθηματικό. Κάποτε, ο ακροατής στεκόταν μπροστά στον καλλιτέχνη όπως ο προσκυνητής μπροστά στην εικόνα: με δέος, περιέργεια, και την προσδοκία μιας αποκάλυψης. Περίμενε τον δίσκο όπως περίμενε ένα άλλο φως να αλλάξει τη ζωή του. Ήταν μια τελετουργία. Μια συμβίωση. Σήμερα, η σχέση αυτή έχει μεταμορφωθεί σε κάτι πιο κοντινό σε… feedrelationship. Ο ακροατής δεν βλέπει τον καλλιτέχνη ως δημιουργό ενός έργου, αλλά ως δημιουργό περιεχομένου. Αν δεν ανεβάσεις κάτι σύντομα, “πέφτεις” αλγοριθμικά και συναισθηματικά. Κι αν ανεβάσεις κάτι που απαιτεί προσοχή, “πας χαμένος”. Γιατί το κοινό έχει μάθει να καταναλώνει και να πετάει, όχι να συνοδεύει.
Ο καλλιτέχνης από την άλλη, αναγκάζεται να μεταμορφωθεί. Όχι σε performer, αλλά σε persona. Σε ένα ψηφιακό φάντασμα που πρέπει να υπάρχει για να μη ξεχαστεί. Να είναι πανταχού παρών, αλλιώς κινδυνεύει να γίνει τίποτα. Ακόμα κι όταν δεν έχει τίποτα να πει. Η εμπιστοσύνη μεταξύ τους διαβρώνεται. Ο ακροατής υποψιάζεται ότι όλα είναι κάπως… σκόπιμα. Ο καλλιτέχνης νιώθει ότι δεν υπάρχει χρόνος για ειλικρίνεια. Κι έτσι, αντί για σύνδεση, έχουμε μια εναλλαγή avatars.
Δεν έχουμε πλέον ήρωες, έχουμε αναλώσιμους συνοδοιπόρους. Και οι πιο σημαντικοί δίσκοι του παρόντος μας… χάνουν το δρόμο τους μέσα στο χάος του επόμενου TikTok. Οι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν. Κάποιοι το αποδέχονται κυνικά: «Αν θέλω να φτάσει η μουσική μου κάπου, πρέπει να κάνω θόρυβο, όχι μουσική». Άλλοι το πολεμούν όπως μπορούν, επιλέγοντας τη σιωπή, τις μικρές σκηνές, τις φυσικές κυκλοφορίες. Μια αντιπρόταση στην ταχύτητα: slownessasresistance. Αλλά το χάσμα παραμένει. Γιατί δεν είναι απλώς τεχνολογικό ή αισθητικό. Είναι οντολογικό: Τι είναι τελικά η μουσική σχέση όταν ο ένας προσπαθεί να επιβιώσει και ο άλλος απλώς να περάσει την ώρα του;
Κάποτε λέγαμε: «Αυτός ο δίσκος με σημάδεψε». Τώρα λέμε: «Ναι, κάπου το άκουσα κάπου, νομίζω σε ένα reel». Κάποτε οι δημιουργοί περίμεναν γράμματα, κασέτες, κριτικές. Τώρα διαβάζουν: «Εντάξει κουνάει, αλλά λίγα πράγματα»… Οπότε, το χάσμα γεμίζει με μισοτελειωμένα scrolls, ξεχασμένα comments και τραγούδια που κανείς δεν πρόλαβε να ακούσει μέχρι το τέλος. Και μέσα του, αιωρείται η απορία: Ποιος τελικά ακούει; Και ποιος πραγματικά δημιουργεί; Και ποιος κερδίζει από όλη αυτή τη θρυμματισμένη προσοχή, από αυτό το διαρκές ζάπινγκ πάνω σε ήχους που δεν προλαβαίνουν να γίνουν μνήμες;
Όχι οι καλλιτέχνες, τουλάχιστον όχι οι περισσότεροι. Αυτοί κερδίζουν φραγκοδίφραγκα-ανά-stream, παλεύοντας με αλγορίθμους που προτιμούν ρυθμικά loops και τίτλους με emojis. Δεν κερδίζει ούτε ο ακροατής. Στην καλύτερη, παίρνει ένα στιγμιαίο σφηνάκι ντοπαμίνης. Στη χειρότερη, ξεχνάει το κομμάτι πριν καν τελειώσει.
Αυτός που πραγματικά κερδίζει είναι ο αλγόριθμος. Όχι ως τεχνολογία, αλλά ως ιδεολογία. Μια άυλη μορφή εξουσίας που ευνοεί όχι την τέχνη, αλλά την αναλώσιμη παραγωγή∙ όχι την εσωτερικότητα, αλλά την εξωτερική εικόνα. Πλατφόρμες όπως το TikTok ή το Spotify δεν ενδιαφέρονται για το αν ο δίσκος είναι αριστούργημα. Ενδιαφέρονται για το αν θα κρατήσει τον χρήστη 13 δευτερόλεπτα παραπάνω. Γιατί το streaming δεν είναι απλώς τρόπος ακρόασης. Είναι οικονομικό μοντέλο και πολιτισμική συνθήκη. Και σε αυτό το μοντέλο, η τέχνη είναι clickbait και ο καλλιτέχνης ένας contentcreatorχωρίς καν την άδεια να κάνει μια παύση.
Και όσο πιο κατακερματισμένη γίνεται η εμπειρία, τόσο περισσότερο ταΐζουμε ένα οικοσύστημα που δεν δημιουργεί κοινότητες, αλλά κυματοθραύστες προσοχής. Μια μάζα από ατομικά timeline που δεν τέμνονται ποτέ σε πραγματικό χρόνο και χώρο. Ο κόσμος ακούει περισσότερο μουσική από ποτέ, αλλά ζει και αισθάνεται λιγότερη μουσική από ποτέ, και ξέρετε πολύ καλά πως δεν μιλάω για τις συναυλίες. Γιατί αυτή η μουσική που ζει σήμερα είναι αποσπάσματα, και όχι ολοκληρωμένα έργα.
Καθώς οι καλλιτέχνες πληρώνονται ψίχουλα και οι ακροατές καταναλώνουν μουσική σαν TikTok βίντεο, η οικονομία του streaming μετατρέπει την τέχνη σε data και τον δημιουργό σε content creator χωρίς ανάσα
Καθώς οι καλλιτέχνες πληρώνονται ψίχουλα και οι ακροατές καταναλώνουν μουσική σαν TikTok βίντεο, η οικονομία του streaming μετατρέπει την τέχνη σε data και τον δημιουργό σε content creator χωρίς ανάσα
Από τις ταβέρνες της Πλάκας μέχρι τα φώτα της Νέας Υόρκης, ο Μάνος Χατζιδάκις έπλασε έναν δικό του μουσικό κόσμο και αυτά είναι 10 άλμπουμ που χαράχτηκαν στη συλλογική μας μνήμη.
Από τις ταβέρνες της Πλάκας μέχρι τα φώτα της Νέας Υόρκης, ο Μάνος Χατζιδάκις έπλασε έναν δικό του μουσικό κόσμο και αυτά είναι 10 άλμπουμ που χαράχτηκαν στη συλλογική μας μνήμη.
Οι μυστηριώδεις Glass Beams, το αυστραλιανό τρίο που συνδυάζει ινδική παράδοση με ψυχεδελικό groove, έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Release Athens 2025, για μια υπνωτική εμφάνιση
Οι μυστηριώδεις Glass Beams, το αυστραλιανό τρίο που συνδυάζει ινδική παράδοση με ψυχεδελικό groove, έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Release Athens 2025, για μια υπνωτική εμφάνιση
Με αφορμή τον μήνα του Pride, γιορτάζουμε τους LGBTQ+ καλλιτέχνες που δεν αρκέστηκαν στο να δημιουργούν αξέχαστη μουσική, έδωσαν μορφή στην ελευθερία, στο θάρρος και στην ανάγκη για αποδοχή.
Με αφορμή τον μήνα του Pride, γιορτάζουμε τους LGBTQ+ καλλιτέχνες που δεν αρκέστηκαν στο να δημιουργούν αξέχαστη μουσική, έδωσαν μορφή στην ελευθερία, στο θάρρος και στην ανάγκη για αποδοχή.