Η μουσική δεν είναι απλώς μια μορφή διασκέδασης, ένα πολιτισμικό συμπλήρωμα στις βραδιές, στις διαδρομές, στις γιορτές ή στη μοναξιά. Είναι εδώ και αιώνες ένας από τους πιο προσβάσιμους, φυσικούς και οικουμενικούς τρόπους να ρυθμίσει κανείς την ψυχική του κατάσταση. Και όμως, παραμένει υποτιμημένη, όχι μόνο από τους θεσμούς, αλλά και από την καθημερινή μας σκέψη. Αν η κοινωνία την αγκάλιαζε όχι ως πολιτισμικό στολίδι, αλλά ως θεραπευτικό εργαλείο θα ζούσε ίσως πιο ήσυχα, πιο συντονισμένα, πιο ανθρώπινα. 

Δεν πρόκειται για ρομαντισμό. Η μουσική ενεργοποιεί συναισθήματα, επηρεάζει σκέψεις, αλλάζει δίχως υπερβολή φυσιολογία. Όποιος έχει κλάψει με μια μελωδία, όποιος έχει ανασάνει βαθύτερα ακούγοντας Bach ή έχει νιώσει την καρδιά να σφίγγεται σε έναν μινόρε σκοπό, το ξέρει: δεν είναι απλώς ήχοι. Είναι εμπειρίες που αγγίζουν τον νου και το σώμα. 

Τα τελευταία χρόνια, πλήθος ερευνών επιβεβαιώνει αυτό που πάντα διαισθανόταν η τέχνη: ότι η μουσική μπορεί να επηρεάσει άμεσα την ποιότητα της σκέψης. Δεν πρόκειται μόνο για αλλαγή διάθεσης, δεν είναι μόνο ότι ανεβάζει ή ρίχνει κάποιον, είναι ότι μπορεί να καθοδηγήσει τον εσωτερικό του μονόλογο. Μπορεί να μετατοπίσει την εστίαση, να βάλει φρένο στην αρνητική σκέψη, να επαναπροσανατολίσει το βλέμμα σε κάτι πιο ενεργητικό κι ελπιδοφόρο. 

Στον σύγχρονο κόσμ η περιπλάνηση του νου, δηλαδή το daydreaming, όπως αποκαλείται είναι σχεδόν μόνιμη κατάσταση. Οι μελέτες δείχνουν ότι περνάμε σχεδόν το μισό της ημέρας σε τέτοιες φευγαλέες σκέψεις συχνά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε και όσο κι αν νομίζει κανείς ότι αυτές οι σκέψεις είναι ξεκούραση, η αλήθεια είναι πιο σκοτεινή, καθώς τις περισσότερες φορές συζητάμε για νοητικό πόνο. 

Εδώ ακριβώς έρχεται η μουσική να κάνει τη διαφορά. Η εγκεφαλική περιοχή που ευθύνεται για τη φαντασία και την αναστοχαστική σκέψη, το λεγόμενο default mode network, συνδέεται άμεσα με την τάση για αρνητικά σενάρια. Η μουσική όταν τη βιώνει κανείς ενεργά, όταν τραγουδά αναπνέει μαζί της κι ενεργοποιεί το αντίπαλο δέος: το εκτελεστικό δίκτυο που φροντίζει για την εστίαση και τον στόχο. Είναι σαν να κλείνει μια πόρτα στο χάος και να ανοίγει ένα παράθυρο στη ροή. 

Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εμπλοκή δεν περιορίζεται στο “ψυχικό”. Η μουσική έχει σωματικό αντίκτυπο, καθώς φαίνεται πως κυριολεκτικά μειώνει τον πόνο. Σε πειράματα με ήπιες ενοχλήσεις άνθρωποι που ακούνε μουσική ενώ συγχρονίζουν κίνηση (π.χ. χτυπούν παλαμάκια) αναφέρουν λιγότερη ενόχληση από όσους απλώς ακούν. Η μουσική δεν είναι μόνο διαχείριση συναισθήματος, είναι ανακούφιση. 

Αν η κοινωνία έβλεπε τη μουσική ως εργαλείο φροντίδας, τότε το σχολείο θα την αντιμετώπιζε ως μέθοδο ενσυναίσθησης, όχι ως “πολυτέλεια” για λίγους. Η δημόσια υγεία θα τη συμπεριλάμβανε πολιτικές για την αντιμετώπιση του άγχους, της μοναξιάς, και θα υπήρχε μέριμνα για την πρόληψη. Οι γιατροί θα έγραφαν “άκου το αγαπημένο σου άλμπουμ” μαζί με τις υπόλοιπες οδηγίες. Οι εργοδότες θα αναγνώριζαν ότι ένα ήσυχο περιβάλλον είναι από μόνο του ψυχολογική υποστήριξη. Ακόμα και στα μέσα μεταφοράς θα υπήρχε χώρος για μουσικές διαδρομές, όχι μόνο για τις ειδήσεις που ανακυκλώνουν ανησυχίες. 

Και το πιο σημαντικό: ο καθένας θα ήξερε ότι μπορεί να στραφεί σε αυτήν. Δεν χρειάζεται εισιτήριο, ούτε τεχνογνωσία. Αρκεί μια λίστα με τραγούδια κι η πρόθεση. Η μουσική είναι πάντοτε εκεί, πρόθυμη να γίνει ρυθμός στην αναπνοή, βάλσαμο στον φόβο, απάντηση στη σιωπή. 

Όπως έχει ειπωθεί ξανά και ξανά, η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τους ανθρώπους που μπορούν να τον αλλάξουν και η μουσική είναι ίσως η πιο άμεση, σωματική, προσωπική μορφή τέχνης που έχει υπάρξει ποτέ.  

Σε έναν κόσμο που ζητά συνεχώς συγκέντρωση, απόδοση, ανθεκτικότητα, ίσως το πιο απλό πράγμα είναι να πατήσει κάποιος “play” σε εκείνο το τραγούδι που ξέρει απ’ έξω και να αφήσει τον εαυτό του να θυμηθεί ποιος είναι χωρίς λέξεις. 

*Με στοιχεία από το New Scientist.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.