«Ποια γιαγιά σου;», θα μου πείτε.
Κι εγώ θα σας πω «Εντάξει, μην βαράτε, η Νίνα ήταν η μάνα και η γιαγιά όλων μας. Ή πολλών από εμάς, τέλος πάντων. Και ακόμα είναι. Και πάντα θα είναι.»
Η αληθινή μου προγιαγιά-όχι η γιαγιά!- μού τραγουδούσε «Το γιλεκάκι που φορείς». Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη, την έχασα στα 12 μου χρόνια, άρα έχω μνήμες. Στα 18 μου, βρήκα μια νέα γιαγιά, προγιαγιά, whatever, μαύρη, όμορφη, βελουδένια. Την έλεγαν Nina Simone και δεν συναντηθήκαμε ποτέ.
Όμως, η φωνή της αντήχησε σε όποιον μα όποιον χώρο έχω ζήσει από μία εβδομάδα έως πολλά χρόνια. Δεν ξέρω πολλά για την ζωή της, διαβάζω από το Internet. Δεν ξέρω την πλήρη δισκογραφία της, τις εμφανίσεις της, τα βαθιά μυστικά για την καριέρα της, δεν έχω ιδέα μουσικολογικά πού ακριβώς ανήκει (εννοώ, σε τι είδος) και γιατί, και, βασικά, αγαπώ μερικά τραγούδια της. Δεν την έψαξα ποτέ βαθύτερα, ένιωθα ότι την προσκαλούσα στο υπνοδωμάτιο ή στο μπάνιο μου για ιδωτικά live sessions, αυτή κι εγώ.
Το χάδι της στα μαλλιά μου, ενώ κλαίω για έναν χωρισμό, ενώ γιορτάζω έναν ερχομό άνοιξης, το παχύ της χαμόγελο ενώ βάφομαι για να πάω κάπου που είναι για μένα σημαντικό, το μάγουλό της στο μάγουλό μου όταν απαρηγόρητη βιώνω αϋπνίες, υστερίες, άγχη, πανικούς.
Υπάρχουν πολλά και καλά κείμενα εκεί έξω, στο ξένο και ελληνικό Internet, με στοιχεία από την ζωή της Nina Simone, με πράγματα σπουδαία που θα σας οδηγήσουν στο να την γνωρίσετε. Αυτό δεν είναι ένα από αυτά τα κείμενα.
Θα γράψω εδώ πέρα πέντε τραγούδια (όχι τίποτε σπάνια ή εναλλακτικά, τα σουξέ της θα γράψω) και θα θυμηθώ και τις στιγμές που έντυσαν.
Λευτεριά στους δημοσιογράφους! Λευτεριά στους συντάκτες! Μας αρέσει να ερευνάμε, να παραθέτουμε, να στήνουμε θέματα, να κάνουμε ρεπορτάζ. Αλλά, έχουμε και ροπές στο Συναίσθημα, πολλές, πιο πολλές από όσες νομίζετε, φορές.
1.Άγριος ο άνεμος, πάντα άγριος
Πρώτα το είχα ακούσει από Bowie. Ήμουν 19 στα 20, δούλευα dj στο κοσνομασιόν μπαρ Σκαραβαίος στην Μαυρομιχάλη και το έπαιζα από David. Έκλαιγα από νωρίς μέσα στα χρόνια μου με αυτό το κομμάτι. «Άγριος είναι ο άνεμος»: ένα εναλλακτικό, απεγνωσμένο «φοβάμαι, αγκάλιασέ με». Κι ύστερα όλα αυτά τα λόγια τα ερωτικά: «με αγγίζεις και ακούω τον ήχο μαντολίνου». Ένας πελάτης μια μέρα μου ζήτησε να το παίξω από Νίνα Σιμόν. Τα είδα όλα. Δάκρυα έτρεχαν πίσω από το dj set. Ο πελάτης χαμογέλασε, πίναμε ουίσκια, τσουγκρίσαμε. Δεν ήταν νύχτα, ήταν απογευματινές οι βάρδιές μου. Έξω όμως, έκανε φεγγάρι με αυτό το κομμάτι, με αυτήν την ερμηνεία.
2. Πες του απλώς, τον αγαπώ
Η γιαγιά Νίνα μου τραγουδά, όσο εγώ σφαδάζω στον καναπέ για έναν έρωτα που τελειώνει, ξεχνώντας πως η δουλειά του έρωτα είναι να τελειώνει, εντός ή εκτός σχέσης. Με κάνει να αισθάνομαι πολύ καλά που είμαι έτσι γυάλινη και σπάω. Στο κάτω κάτω, κι αυτή σπάει, κι αυτή θρηνεί-το ομολογεί-για έναν έρωτα, για μια αγάπη που πέρασε. Η φωνή της δεν αφήνει καμιά ελπίδα: δεν θα ξαναέρθει. Κάποια πράγματα πεθαίνουν κι εμείς, εν ζωή, τα πενθούμε, τα θάβουμε, τα λιβανίζουμε, τα μνημονεύουμε. «Say I was a fool to leave him», πες του, πες του, ότι ήμουν ανόητη, τρελή που τον άφησα… Γιαγιά, πιο σφιχτά αγκάλιαζε…Γιαγιά, πονάω…Είμαι εδώ, πίσω από το σκονισμένο τζάμι του γραφείου, ο ήλιος σκάει, εγώ ακούω το Just Say I love him στα ακουστικά, εγώ κλαίω, εγώ γράφω.
3.Μην με παρεξηγείς, γαμώτο
Διαδρομές με πούλμαν για Καλαμάτα. Ακουστικά μες στα καράβια για νησιά του Αιγαίου, για Τζια, για Τήνο και Σύρο. Ενηλικίωση. Τα πρώτα τσιγάρα στα μπαρ, τι ωραίο να ανάβεις τσιγάρο με ένα τραγούδι σαν αυτό. Λικνίζομαι στην μπάρα, δεν έχω ιδέα πόσο ευτυχισμένη είμαι εκείνη τη στιγμή. Στον Μαύρο Γάτο, νομίζω, στα Εξάρχεια. Και τραγουδάω μαζί με την γιαγιά μου τα λόγια αυτά που κολυμπάνε πλατιά και λαχταριστά μες στο στόμα της. Το τρέμουλό της όταν λέει «Μωρό μου, είμαι απλώς άνθρωπος», μια τρέλα, μια ορμή. Κι ύστερα, η γνήσια θλίψη, το παρακάλι μιας δυνατής γυναίκας να λέει «μην με παρεξηγείς, μην με αφήνεις να παρεξηγηθώ, να περξηγηθούν αυτά που λέω». Ταύτιση, τότε και τώρα.
4. Ναι, ρε φίλε, νιώθω καλά!
Κάνω σεξ με έναν καινούργιο εραστή στο Εξαρχειόσπιτο. Έχουμε το μπαλκόνι ανοιχτό, εκείνος έπινε μπίρες, εγώ κάτι άλλο, ίσως τίποτα. Όλα γύρω γαλήνια. Ο Αχιλλέας Λαγούδοβιτς (το κουνέλι μου) κουρνιασμένος σε μια γωνία. Ξαπλώνουμε, φιλιόμαστε, κάτι άλλο παίζει. Όταν το πράγμα προχωράει, παίζει το εν λόγω άσμα. Και κοιταζόμαστε με τον εραστή και χαμογελάμε. Τίποτα πιο σέξυ από την φωνάρα της Νίνα, γεμάτη ηλεκτρισμό και ζεστά υφάσματα που σε τυλίγουν και σε ζεσταίνουν μέχρι τον πάτο της ψυχής. Η γιαγιά Νίνα μάς χαρίζει μια καταπληκτική συνουσία. Γιαγιά, δεν σε ντρέπομαι καθόλου.
5. Δεν έχω τίποτα, τίποτα, τίποτα
Έτσι κι εγώ, μετέφηβη, φοιτήτρια, πλάνητας των Εξαρχείων και της πάσης Αθήνας, ένιωθα πως δεν είχα οικογένεια, φίλους, κανέναν να με καταλαβαίνει. Είχα αφήσει πολλά πίσω μου, στο Μοσχάτο, για να πατήσω στην ζωή της Νομικής, του κέντρου, της δημιουργίας, του χτισίματος της αληθινής προσωπικότητάς μου. Ένιωθα άστεγη, παράξενη, εξωγήινη, αλλά ήξερα πως είχα τα νύχια μου, το αίμα μου, την γλώσσα μου, χάρη στη Νίνα. Ένα πολιτικό, ένα οικουμενικό τραγούδι γίνεται το προσωπικό λάβαρο μιας μικρής, χαζούλας που ανεβοκατεβαίνει αρειμανίως την Σόλωνος, φορτωμένη φωτοτυπίες, σουτιέν με ενίσχυση και ελπίδες για ένα λαμπερό μέλλον, στην αγκαλιά κάποioυ Έρωτα να διασχίζει τον κόσμο ανεμίζοντας.
Τίγκα η Νίνα στ’ ακουστικά μου, τότε.
Τώρα πια, στο σπίτι, από το ηχειάκι, ενοχλεί τους φιλήσυχους γείτονες, της ώρες της Κοινής Φασαρίας-που πρέπει, οπσωδήποτε, να ρυθμιστούν κανονικά και με το νόμο.
Γιαγιά μου, πώς πάει εκεί ψηλά, ο ουρανός; Εύχομαι, πια, να μην τραγουδάς πολύ, να ξεκουράζεσαι. Στο κάτω κάτω, εμάς μας παρηγορείς και πεθαμένη, σα να’ σαι δίπλα μας και να μας ψελλίζεις στ’ αυτί όλες τις αλήθειες της αγάπης και της ζωής.