Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Η Κένυα απελευθερώθηκε απ’ την βρετανική διοίκηση το 1963. Παρά το αυταρχικό και μονοκομματικό καθεστώς της, που εγκαθιδρύθηκε απ’ τον Jomo Kenyatta, η χώρα απολάμβανε μια σχετική κοινωνική «σταθερότητα», ενώ στο Ναϊρόμπι, εγκαταλείφθηκαν γρήγορα οι ριζοσπαστικές ιδέες του καθεστώτος μετατρέποντας την πρωτεύουσα σε μια πόλη που καταναλώνει καπιταλισμό αχαλίνωτα. Βέβαια, αυτό ήταν μέσα στα πλάνα του απολυταρχισμού, ο οποίος μπορεί επιφανειακά – κάποιες φορές – να φαίνεται «ανεξάρτητος», σχεδόν πάντα όμως, είναι βαθιά καπιταλιστικός.
Η ροπή προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν ουσιαστικά η «κληρονομιά» της βρετανικής αποικιοκρατίας προς την Κένυα. Άνιση κατανομή γης, μεγάλη φτώχεια, πελατειακές σχέσεις, κίνητρα για ξένες επενδύσεις και ουρανοξύστες.
Εκείνη την δεκαετία, του 1960, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της χώρας ερωτεύτηκαν τον ήχο της νοτιοαφρικανικής jazz αλλά και τους Κονγκολέζους κιθαρίστες. Έτσι, το εξάχορδο όργανο βρέθηκε στο πολιτιστικό επίκεντρο της πρωτεύουσας. Μιας φιλελεύθερης πόλης με έντονη νυχτερινή ζωή, πολύγλωσση, που αφομοίωνε γρήγορα κάθε μουσική πρωτοπορία της εποχής. Είτε προερχόταν απ’ την Αφρική είτε απ’ την Δύση.
Η οικονομική άνθηση της πόλης με την ταυτόχρονη έκρηξη ενδιαφέροντος προς τη μουσική, γέμισε το Ναϊρόμπι με πολλά στούντιο ηχογράφησης.
Την δεκαετία του 1970, η πόλη υποδέχθηκε και φιλοξένησε πολλά συγκροτήματα της Ζάμπια, απ’ την γνωστή – και τεράστια – σκηνή του zamrock [σ.σ. ένας ήχος μεταξύ Hendrix και James Brown, με επιρροές Rolling Stones]. Όμως αυτή η σκηνή, είχε και κάποια έντονα στοιχεία από το πρώιμο hard rock των seventies. Οι μουσικοί του zamrock ανακάλυπταν στα τραγούδια των Deep Purple και των Black Sabbath, μια πρωτοπορία που όμοιά της δεν είχαν ακούσει ξανά. Αναπόφευκτα, οι πρώτοι metal σπόροι φυτεύτηκαν στην Κένυα.
«Για μια ροκ μπάντα, η καλύτερη επιλογή για να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ, ήταν να πάει στο Ναϊρόμπι. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσα πολλά πρότζεκτ πραγματοποιήθηκαν τότε, αλλά και σήμερα, στην πόλη μας», εξηγεί ο Sam Karugu, παραγωγός-κιθαρίστας του συγκροτήματος Duma.
Οι Duma κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ τους 2019, και ο ήχος τους γεμάτος βιομηχανικό θόρυβο, είναι ό,τι πιο κοντινό σε εξέγερση που επιτίθεται στην Κενυάτικη καθημερινότητα. Ηχογράφησαν στα Nyege Nyege Studios της Ουγκάντα και οι μουσικές επιρροές τους είναι το hardcore punk και το metal του Ναϊρόμπι (κυρίως αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 2000).
«Η πόλη έχει hardcore σκηνή απ’ την δεκαετία του 1980, αλλά είναι λίγο DIY φάση, γιατί στο ραδιόφωνο της Κένυας δεν παίζει κανείς αυτά τα σκατά», είχε δηλώσει ο Martin Khanja (aka Lord Spike Heart) των Duma, στη στήλη “Features” του bandcamp.
Ο συγγραφέας (και οπαδός του metal) Edward Banchs, κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο του “Scream for Me, Africa! Heavy Metal Identities in Post-Colonial Africa”, το οποίο είναι αφιερωμένο στη metal σκηνή της Ανατολικής Αφρικής. Μεσά από εκεί διαβάζουμε πως: «Σε σύγκριση με ό,τι συνέβη στη Δύση, η κενυατική metal σκηνή είναι ακόμη αρκετά νέα. Πρέπει να πάμε πίσω στη δεκαετία του 1990, όταν έπαιζε heavy metal και rock μουσική σε εμπορικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς και στα soundtrack των ταινιών. Η επιτυχία των συγκροτημάτων Nirvana και Guns N’ Roses, είχαν ισχυρό αντίκτυπο στη νεολαία της Ναϊρόμπι».
Όμως το αυταρχικό καθεστώς του Daniel arap Moi – διάδοχος του Kenyatta – έθεσε τα Μέσα υπό έλεγχο (τι πιο σύνηθες;) και ως εκ τούτου έλεγχε όλες τις ραδιοφωνικές εκπομπές αλλά και τη μουσική που έπαιζαν. Κάτι που επιβεβαιώνει και παραπάνω λόγια του Khanja των Duma.
«Αν ο κόσμος ήθελε να ακούσει AC/DC ή underground punk, δεν είχε εύκολη πρόσβαση σε αυτή τη μουσική. Η σχετική διάδοση αυτών των ειδών μουσικής, έγινε μέσω των ομογενών φοιτητών που ταξίδευαν στη Δύση, καθώς και μέσω των πλούσιων απόφοιτων πανεπιστημίων που είχαν χρόνο και χρήμα για να φτάσουν στην πηγή. Κάπως έτσι, διαμορφώθηκε μια τοπική metal κουλτούρα», γράφει ο Banchs.
Στα λύκεια και τα πανεπιστήμια της πρωτεύουσας, τα παιδιά αγκάλιασαν αμέσως την hard πλευρά του ροκ και το πνεύμα του underground. «Το να είσαι metalhead στη Κένυα», λέει ο Khanja των Duma, «ήταν τόσο περίεργο και σπάνιο, που όταν συναντούσες κάποιον σαν εσένα γινόσουν αμέσως φίλος μαζί τους. Όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας και όλοι συμμετείχαμε στα διάφορα πρότζεκτ». Ο κοινωνικός αναβρασμός μέσω της μουσικής παρέμενε στα υπόγεια της πόλης, λόγω του καθεστώς του Daniel arap Moi. Αυτό όμως συνέβαινε μέχρι που άλλαξε δημοκρατικά το πολίτευμα, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ταυτόχρονα με την πολιτική αλλαγή, το ίντερνετ άνοιξε νέους ορίζοντες στη νεολαία της Ναϊρόμπι.
«Καθώς μπήκαμε στη νέα χιλιετία, ο αριθμών των συγκροτημάτων στη χώρα εκτοξεύθηκε στα ύψη. Μεγαλώσαμε ακούγοντας XFM. Αυτός ο σταθμός έπαιζε rock όλη την ημέρα», λέει ο Khanja στην ιστοσελίδα PAM. «Υπήρχε εκείνη η εκπομπή “Metal to Midnight”. Κάθε Πέμπτη, είχαμε ραντεβού με την underground metal σκηνή. Τρελό», συμπληρώνει.
Παράλληλα με το «άνοιγμα» στο metal, αλλά και γενικότερα με το βλέμμα στη Δύση, στο Ναϊρόμπι έφτασε και η τάση του skateboard. Όπως σε πολλές περιπτώσεις, μια τάση αναπάντεχα ενοποιεί διαφορετικές κουλτούρες γύρω της, έτσι και εκεί, το σκέιτ συνένωσε αισθητικά το hardcore, το punk και τη metal. «Το ίντερνετ, τα clubs, το ραδιόφωνο και το skateboarding, ήταν οι τέσσερις πυλώνες που έκαναν τη metal σκηνή να αναδυθεί στη Κένυα», σχολιάζει στο ίδιο άρθρο ο Khanja.
Σε όλες αυτές τις παραμέτρους για την έκρηξη της metal στην Κένυα, οδηγήθηκε και μια μελέτη του 2015 με τίτλο “Headbanging in Nairobi: The emergence of the Kenyan metal scene and its transformation of the metal code”. Σε αυτήν, ο ερευνητής Ekkehard Coenen, ανάλυσε την εμφάνισε της τοπικής σκηνής ως μια «επιτυχημένη σύμπραξη» μεταξύ ταξιδιωτών, φοιτητών και ίντερνετ.
Παρόλα αυτά, για να παίξεις metal – αλλά και γενικότερα, οποιοδήποτε είδος σύγχρονης Δυτικής μουσικής, όχι παραδοσιακής – χρειάζεσαι ρεύμα για να συνδέσεις τα μουσικά όργανα. Να πάρεις εφέ από μαγνήτες και ενίσχυση από ενισχυτές. Έτσι, το συγκεκριμένο είδος μουσικής παραμένει αυστηρά εντός αστικού πλαισίου. «Η metal σκηνή παραμένει δομικά εξαρτημένη απ’ τις υποδομές της Κένυας. Το χάσμα μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου είναι προφανές, οπότε οι μεταλλάδες ζουν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα», σχολιάζει ο Coenen.
Ο συγγραφέας Edward Banchs, δίνει και μια ταξική απόχρωση στη metal σκηνή της Κένυας: «Ορισμένοι μουσικοί απ’ το Ναϊρόμπι προέρχονται από ισχυρές και εύπορες οικογένειες της χώρας, αλλά οι περισσότεροι προέρχονται απ’ την εργατική μεσαία τάξη της πρωτεύουσας. Επειδή η εύρεση ενός κανονικού χώρου πρόβας – που δεν γίνονται διακοπές ρεύματος – είναι αρκετά ακριβή, πολλές μπάντες προβάρουν για πρώτη φορά τραγούδια τους κατά την διάρκεια των συναυλιών τους».
Τι γίνεται όμως και την σύνθετη πλευρά της θρησκείας; Πώς η metal σκηνή της Κένυας διαχειρίζεται το θέμα της «χριστιανικής ηθικής», αφού το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας, έχει ασπαστεί τον χριστιανισμό; Η (φαινομενικά) αντιφατική σύμπλευση metal και θρησκείας, δεν είναι κάποια Κενυάτικη πρωτοτυπία, αλλά στην χώρα της Αφρικής, κυριαρχεί. «Τα κενυάτικα metal τραγούδια δεν διαθέτουν σατανιστικούς και αποκρυφιστικούς στίχους. Ακούγονται τακτικά στίχοι με χριστιανικό προσανατολισμό, όπως στο “Your Grace” των Seismic», εξηγεί ο Coenen.
Το 2005, απ’ την σκηνή του Ναϊρόμπι βγήκαν οι Last Year’s Tragedy. Μια μπάντα διασκευών, οι οποίοι άρχισαν αργότερα να συνθέτουν δικά τους τραγούδια, με επιρροές από Killswitch Engage, Bring Me the Horizon και As I Lay Dying. Οι Last Year’s Tragedy (μαζί με τους In Oath και τους Aphasia) εκπροσωπούν κυρίως το death metal και το metalcore, οι Seismic βρίσκονται πιο κοντά στον κλασικό metal ήχο, ενώ οι ParkingLotGrass βρίσκονται πιο κοντά στο rock. Αυτοί όμως που έχουν κάνει ιδιαίτερη αίσθηση σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι οι Duma.
Οι Sam Karugu (παραγωγός, κιθαρίστας) και Martin Khanja (τραγουδιστής που συμμετείχε και στους Lust of a Dying Breed), το δίδυμο που παίζει metal σε techno μοτίβα, φέτος εμφανίστηκε στο Sonic Protest Festival στο Παρίσι, ενώ τώρα θα ξεκινήσει την περιοδεία του στις ΗΠΑ. Η μουσική τους, όχι μόνο αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό αναβρασμό της Κένυας, αλλά αντιπροσωπεύει γενικότερα την γενιά των Millenials. Μια γενιά που προσπαθεί να ξεφορτωθεί διάφορες εμμονές προερχόμενες απ’ την Δύση και βρίσκεται σε αναζήτηση κάποιας «εθνικής ταυτότητας» (όχι απαραίτητα εθνικής καταγωγής).