Η “Φασματολογία” (Hauntology), γνωστή και ως “φασμοντολογία” ξεκινάει ως μια φιλοσοφική σκέψη, μια σύλληψη που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, όπως ένα φάντασμα που περιφέρεται στα όρια της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος Jacques Derrida εμπνεύστηκε αυτό το φιλοσοφικό πορτμαντό, συνδυάζοντας τη λέξη «στοιχειό», «φάντασμα» (haunt) με την «οντολογία» (ontology), για να περιγράψει αυτήν την αίσθηση της ατέρμονης επιστροφής του παρελθόντος, το οποίο επιμένει να εισχωρεί στο παρόν. Το φάντασμα γίνεται μια φιγούρα που δεν είναι εντελώς παρόν, ούτε εντελώς απόν—κάτι ανάμεσα σε ζωντανό και νεκρό, πραγματικό και φανταστικό.

Η μουσική που φέρει τον χαρακτήρα της φασματολογίας μοιάζει να λειτουργεί σαν ένας ακουστικός καθρέφτης που αντικατοπτρίζει τον χρόνο σε μια διαρκή λούπα. Κομμάτια και ήχοι από το παρελθόν εμφανίζονται ξανά, αναδιαμορφωμένα, σαν απόηχοι μιας χαμένης εποχής, προσκαλώντας τον ακροατή σε μια ονειρική περιπλάνηση. Μέσα από τα ηχητικά τοπία που δημιουργεί, χάνεται η αίσθηση του χρόνου, σαν να στέκεσαι σε μια διασταύρωση όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αναμειγνύονται και συναντιούνται σε κάτι που φαντάζει παράδοξα οικείο και άγνωστο.

Η φασματολογία μπορεί να αγκαλιάζει επίσης τον ρετροφουτουρισμό και την ψευδή νοσταλγία. Είναι σαν να παρακολουθείς το μέλλον με τα μάτια του παρελθόντος (όταν δεν βλέπεις μπροστά σου κανένα δυνητικό μέλλον), ενώ η ίδια η μουσική γίνεται ένα παιχνίδι ειρωνείας, μεταφέροντας πολιτισμικές μνήμες και εικόνες σε έναν νέο χωροχρόνο. Το ακροατήριο παγιδεύεται σε μια σύγχυση, όπου κάθε ήχος φαίνεται να έρχεται από έναν άλλον, παράλληλο κόσμο. Και έτσι, η φασματολογία μάς υπενθυμίζει ότι η μουσική δεν είναι απλώς μια πράξη δημιουργίας, αλλά μια συνεχής επιστροφή στα φαντάσματα του χρόνου, που μας οδηγούν σε αινιγματικές διαδρομές γεμάτες οικεία, αλλά και ξένα φαινόμενα.

Είναι σαν να ακούμε τους ψιθύρους μιας μνήμης που ποτέ δεν ήταν δική μας.

Η φασματολογία, μια απόκοσμη ιδέα που διατρέχει την πολιτισμική σφαίρα, γεννήθηκε σαν ένα αερικό από την ίδια την αβεβαιότητα του μοντέρνου κόσμου. Σαν αχνός ψίθυρος από τα βάθη της φιλοσοφίας, άρχισε να ξετυλίγεται με τρόπο που θυμίζει την αμυδρή, σχεδόν αόρατη παρουσία ενός φαντάσματος, μιας ιδέας που δεν ανήκει πια εξ ολοκλήρου στο παρελθόν, αλλά συνεχίζει να πλανιέται, να μας κοιτά, να μας αγγίζει. Ο Mark Fisher (1968-2017), μουσικοκριτικός (γνωστός και ως k-punk) που μας έμαθε να ακούμε τις σιωπές ανάμεσα στους ήχους, είδε σ’ αυτή την ομιχλώδη παρουσία κάτι ζωντανό, κάτι που έμοιαζε με ένα zeitgeist — το πνεύμα μιας εποχής που αδυνατεί να αποτινάξει το φάντασμα του παρελθόντος.

Η φασματολογία ξεκινά σαν σκιά, βαδίζοντας στα βήματα της γαλλικής φιλοσοφικής παράδοσης, καθώς ο Jacques Derrida στο “Spectres of Marx” περιέγραψε τον μαρξισμό σαν ένα πνεύμα που, παρ’ όλο που έμοιαζε να έχει πεθάνει με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, συνέχιζε να στοιχειώνει την κοινωνία. Σαν ένα αιώνιο φάντασμα που πλανάται στον αέρα, διαπερνά τις ρωγμές της ιστορίας και της πολιτικής, διατηρώντας την παρουσία του σε μια μόνιμη αμφισημία, ούτε νεκρό ούτε ζωντανό. Κάπως έτσι, και ο κόσμος του ρέιβ, ήθελε μια νέα πολιτική τάξη για να συνεχίσει να αγαπά αυτή την γεμάτη ενέργεια μουσική, η οποία είχε ήδη πεθάνει πριν την αλλαγή του 2K, και ενώ έψαχνε φαντάσματα (και ανακάλυπτε δήθεν EDM επαναστάσεις), άρχισε να εξελίσσεται και να μεταμορφώνεται, παραμένοντας σε έναν ατέρμονο διάλογο με το παρελθόν του.

Ο συγγραφέας Simon Reynolds, με το “Retromania”, περιέγραψε αυτό το συνεχές φλέρτ με τα πολιτιστικά απομεινάρια και παρομοιάζει όλη αυτή την ψυχολογική ανατροφοδότηση με τον Derrida όταν αναρωτήθηκε πώς η επιθυμία για κομμουνισμό θα μπορούσε να συνεχίσει να στοιχειώνει το πολιτικό τοπίο παρά τον προφανή «θάνατό» του με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, λοιπόν, ο τρόπος που η φασματολογία ενσωματώνεται στη σύγχρονη κουλτούρα μοιάζει με ένα φάντασμα που εισχωρεί μέσα στις υφές της μουσικής και της τέχνης, αναζητώντας αυτό που χάθηκε — ή ίσως, αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι μια μελαγχολική ονειροπόληση, μια ατέρμονη αναζήτηση μιας ουτοπίας που φαίνεται να διαφεύγει, αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπει την επιθυμία να επιστρέψει.

Στην πορεία της, η φασματολογία έγινε το εργαλείο μιας νέας γενιάς καλλιτεχνών, που, όπως τα φαντάσματα, ταξιδεύουν πέρα από τα όρια του χρόνου, δημιουργώντας μουσικές συνθέσεις και έργα που πλέκουν τις αναμνήσεις του παρελθόντος με τις επιθυμίες του μέλλοντος. Αυτό το παράδοξο, αυτός ο κύκλος, είναι η ουσία της φασματολογίας — ένας συνεχής χορός μεταξύ του ορατού και του αόρατου, του πραγματικού και του φανταστικού, του ζωντανού και του νεκρού. «Tο παρελθόν μέσα στο παρόν» («Τhe past inside the present»), ένα φωνητικό δείγμα από το “Music Is Math” των Boards of Canada, έγινε το de facto μανιφέστο για μια ομάδα μοουσικών παραγωγών που γοητεύονται από τα ηχητικά στοιχεία και τις ηχητικές τεχνολογίες μιας περασμένης εποχής – συγκεκριμένα, τα ομιχλώδη εδάφη της ηλεκτρονικής μουσικής από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η πρόθεση, βέβαια, δεν είναι να δούμε την άνοια μέσα από κάποιο πρίσμα θετικότητας, σαν μια ασθένεια που κρύβει ελπίδα. Ωστόσο, όταν την κατανοήσουμε όχι ως μια ατομική τραγωδία, αλλά ως ένα σχόλιο για τη συλλογική πολιτισμική μας αμνησία, τότε ίσως βρούμε μια αχνή αχτίδα αισιοδοξίας. Σαν ένα παράδοξο φως που διαπερνά την ομίχλη του παρελθόντος, οι δημιουργίες των καλλιτεχνών που μαρκάρουν την μουσική τους με τον όρο “hauntology” δεν είναι απλώς τα απομεινάρια μυαλών που παρεκκλίνουν, αλλά μοιάζουν με πολύχρωμα, ψυχεδελικά τοπία, στα οποία τα όρια του οικείου και του άγνωστου ξεθωριάζουν.

Εκεί, μέσα σε αυτά τα ηχητικά σύμπαντα, οι παλιές επιθυμίες, φαινομενικά χαμένες, ξεπηδούν ξανά. Όχι για να επαναλάβουν τις ίδιες ελπίδες, αλλά για να δημιουργήσουν κάτι νέο, να μας μυήσουν σε νέους τρόπους ύπαρξης και λειτουργίας. Σαν τα όνειρα που αναγεννιούνται μέσα από τη λήθη, τα έργα που ακολουθούν αγγίζουν αυτό το ακαθόριστο σημείο, όπου η φθορά δεν είναι πλέον σημάδι του τέλους, αλλά μια δυνατότητα για μια άλλη αρχή.

Εξάλλου, τι θα μπορούσε άραγε να αναδυθεί από τις στάχτες; Ίσως, όπως το φάντασμα του παλιού κόσμου που έδωσε θέση σε κάτι νέο, έτσι και τα έργα αυτά ανοίγουν τον δρόμο για άγνωστους ορίζοντες, για νέες μορφές τέχνης που θα ξεπροβάλουν μέσα από το πνεύμα της ίδιας της λήθης.

William Basinski – Melancholia (2003)
Ο William Basinski, με την αφοσίωσή του στη μικροσκοπική λεπτομέρεια, δημιουργεί μια μουσική πραγματικότητα που είναι ταυτόχρονα ονειρική και ανατριχιαστική. Στο άλμπουμ “Melancholia”, εργάζεται με μια μέθοδο που θυμίζει την αρχαία τέχνη της αλχημείας: επιλέγει απειροελάχιστα κομμάτια ήχου, αναζητώντας τις κρυφές τους δυνατότητες και αφήνοντάς τα να τον καθοδηγήσουν σε ένα ταξίδι χωρίς προορισμό. Αυτό το άλμπουμ, όπως και το “The Disintegration Loops”, αποκαλύπτει τη μαγεία που κρύβεται πίσω από τις μικρές κινήσεις. Ο Basinski χρησιμοποιεί αυτές τις ελάχιστες ηχητικές νότες για να εκφράσει μεγαλύτερα συναισθήματα, μετατρέποντας την απλότητα σε βάθος. Κάθε κομμάτι είναι σαν μια ψηφίδα σε ένα μωσαϊκό, που συνθέτει μια συνολική εικόνα γεμάτη νοσταλγία και ελπίδα.

Ενώ το προηγούμενο μεγάλο έργο του εστίαζε κυρίως στον θάνατο, το “Melancholia” αναδεικνύει την ελπίδα που αναδύεται μέσα από τα επακόλουθα της απώλειας. Οι ήχοι του είναι σαν ψίθυροι που ξεπηδούν από τις σκιές, προσκαλώντας τον ακροατή να βυθιστεί σε μια θάλασσα συναισθημάτων. Το “Melancholia” μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ενιαίο έργο, αν και χωρίζεται σε κομμάτια. Κάθε κομμάτι είναι ένα μικρό ταξίδι, γεμάτο από μικρές καρφίτσες φωτός στο εργαστήριο μιας μοδίστρας. Αυτές οι μικρές λάμψεις φωτός προσφέρουν μια αίσθηση ελπίδας και αναγέννησης, καθώς οι ήχοι ρέουν και πλέκονται μεταξύ τους, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σχεδόν υπερβατική.

Mordant Music – Dead Air (2006)
Από το 2001, ο Baron Mordant και ο Admiral Greyscale, το δίδυμο πίσω από τους Mordant Music, έχουν διεισδύσει στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής με τρόπους που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα μονοπάτια. Τα μέσα που χρησιμοποιούν για να φτάσουν στο κοινό τους δεν είναι μόνο μουσικά, αλλά πολυδιάστατα: singles, EPs, ακόμα και διαφάνειες View-Master. Το κοινό τους μπορεί να είναι μικρό, αλλά είναι συντονισμένο σε κάθε ηχητικό πείραμα που προσφέρουν. Το ντεμπούτο άλμπουμ του Ian Hicks, μέλους των Portion Control, και του Baron Mordant, είναι μια ακουστική εμπειρία που απαιτεί απόλυτη προσοχή. Τα πιο παράξενα στοιχεία της μουσικής των Portion Control εμφανίζονται εδώ, δημιουργώντας έναν σουρεαλιστικό κόσμο. Πέρα από την ηλεκτρονική ομίχλη των Portion Control, όμως, υπάρχει ο δικός τους κόσμος, ένας κόσμος ηλεκτρονικής αποξένωσης και υπαρξιακής έντασης.

Η μουσική των Mordant Music είναι πολυεπίπεδη και εγκεφαλικά διεγερτική. Κομμάτια όπως το “Plant Room” είναι ονειρικά, ενώ το “Interdependent Authority” εκπέμπει έναν ψηφιακό τρόμο, σαν να πρόκειται για ηχητική αναπαράσταση των συνεπειών μιας τεχνολογικής καταστροφής. Δεν είναι μουσική για πίστες ή charts· είναι μια ηλεκτρονική αναζήτηση που ξεπερνά τα όρια του συμβατικού. Μέσα σε αυτή την απόκοσμη ατμόσφαιρα, έρχεται και η φωνή του θρύλου ηθοποιού και παρουσιαστή του καναλιού Thames TV, Philip Elsmore. Η αφήγησή του προσθέτει μια έξτρα διάσταση, πότε ειλικρινής, πότε ειρωνική, σαν να σχολιάζει όχι μόνο την τηλεοπτική βιομηχανία αλλά και την ίδια τη μουσική που ακούγεται. Με έναν συνθετικό μηδενισμό που αγγίζει τα όρια του φανταστικού, οι Mordant Music δημιουργούν έναν ηχητικό κόσμο που σιγοβράζει με υπαρξιακή αγωνία, καταλήγοντας στους ήχους μιας μηχανικής κατάρρευσης.

Burial – Untrue (2007)
Αυτό το άλμπουμ αποτελεί μια μαγευτική εξερεύνηση στον κόσμο του dubstep, συνδυάζοντας στοιχεία από UK garage και jungle, δημιουργώντας έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα στοιχειωμένος και μελαγχολικός. Η παραγωγή του Burial, που έγινε με τη χρήση του λογισμικού Sound Forge, αποδεικνύει την ικανότητά του να συνδυάζει την τεχνολογία με την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Burial χρησιμοποιεί ηχητικά δείγματα από διάφορες πηγές, όπως βροχή και θόρυβοι από βινύλιο, ξύλα που καίγονται στο τζάκι, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που θυμίζει αστική μοναξιά. Η χρήση του pitch-shifting στα φωνητικά δίνει μια ανδρόγυνη ποιότητα, με αποτέλεσμα οι φωνές να γίνονται σχεδόν υπερφυσικές. Οι φωνές που ακούγονται στα κομμάτια έχουν επεξεργαστεί ώστε να αναδεικνύουν συναισθήματα και να προκαλούν μια αίσθηση οικειότητας και νοσταλγίας.

Ο Burial έχει δηλώσει ότι στόχος του ήταν να δημιουργήσει κομμάτια που να αντανακλούν τις καθημερινές προκλήσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Οι αναφορές σε αγγέλους και υπερφυσικά φαινόμενα στα φωνητικά δείγματα προσθέτουν μια μυστηριώδη διάσταση στην αφήγηση του άλμπουμ. Με την ικανότητά του να συνδυάζει τον ηλεκτρονικό ήχο με ανθρώπινα συναισθήματα, ο Burial δημιουργεί έναν κόσμο όπου οι ακροατές μπορούν να βυθιστούν και να ανακαλύψουν τις δικές τους ιστορίες μέσα από τις νότες. Αυτό το άλμπουμ αποτελεί μια αξεπέραστη μουσική εμπειρία που καλεί τον ακροατή να εξερευνήσει τις πιο σκοτεινές γωνιές της ψυχής του.

The Advisory Circle – Other Channels (2008)
Πιθανότατα, από όλα τα (ambient ή chill) άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια, αυτό εδώ έχει γίνει ένας πιστός σύντροφος, ειδικά των στιγμών που γράφω. Και κάθε φορά που παίζει, αναρωτιέμαι γιατί με έχει μαγέψει τόσο πολύ, αν και οι υποψίες μου αρχίζουν να διαφαίνονται μέσα από τις σκιές της εμπειρίας. Δεν είναι κάτι που θα σας κατακτήσει με το πρώτο άκουσμα… μπορεί και καθόλου, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Αλλά, όπως έχουμε πει, όλα σε αυτές τις λίστες είναι υποκειμενικά. Στην αρχή, λοιπόν, κατέταξα τους Advisory Circle ως έναν πολύ καλό παράδειγμα της σχολής των Boards of Canada, καθώς η προσέγγισή του πρότζεκτ της Cate Brooks φάνταζε οικεία με τους Σκωτσέζους φίλους μας: αποσπάσματα από εκπαιδευτικές ταινίες και ξεχασμένες βιβλιοθήκες ήχων, ανατριχιαστικές φωνές που αιωρούνται πίσω από περίεργες ηλεκτρονικές λούπες και ήχους.

Αλλά, τι ήχους! Και τι συμβαίνει με αυτούς τους ήχους; Νομίζω ότι αυτοί μπορεί να είναι ο λόγος που επιστρέφω ξανά και ξανά: προσπαθώντας να τυλίξω το μυαλό μου γύρω από τις πολυπλοκότητες και τα μυστήρια που κρύβονται σε κάθε κομμάτι. Κάθε ήχος είναι μια πύλη σε έναν άλλο κόσμο, γεμάτο αναμνήσεις και συναισθήματα που περιμένουν να αποκαλυφθούν. Παρά την ψυχρή ηλεκτρονική υφή τους, υπάρχουν στιγμές που ζεσταίνουν την καρδιά, σαν μια αγκαλιά από ήχους. Στο κομμάτι “Erosion of Time”, ένα σκοτεινό μπάσο παίζει αργά, σαν να προσπαθεί να ξυπνήσει ένα παλιό όνειρο. Τα διογκούμενα έγχορδα και τα πνευστά προσπαθούν να ζωγραφίσουν μια εικόνα ενός ομιχλώδους παραθαλάσσιου τοπίου. Είναι σαν το soundtrack μιας ταινίας τρόμου ή ίσως απλά η μουσική υπόκρουση για να βλέπετε πλοία να έρχονται και να φεύγουν στον ορίζοντα. Εννοιολογικά, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά. Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του είδους της μουσικής; Μήπως είναι μια πρόσκληση για στοχασμό; Μια ευκαιρία να βυθιστούμε σε συναισθηματικά βάθη που συνήθως αγνοούμε; Ίσως τελικά η αξία της έγκειται στην ικανότητά της να μας παρασύρει σε έναν κόσμο όπου οι ήχοι γίνονται λέξεις και οι σιωπές όμορφες ιστορίες.

Broadcast And The Focus Group – Investigate Witch Cults Of The Radio Age (2009)
Οι Broadcast και οι Focus Group μοιάζουν με δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, συνδεδεμένοι σε ένα παράξενο, διαχρονικό σύμπαν, όπου η ψυχεδέλεια διαστρέφεται και επανασυντίθεται σε απίστευτα εφευρετικά σχήματα. Η μουσική τους δεν ανήκει στον κόσμο της ροκ ή του μπλουζ, αλλά αντλεί την ουσία της μέσα από πιο αιθέρια τοπία — την ευρωπαϊκή ποπ της δεκαετίας του ’60, τις αναμνήσεις της τζαζ του Komeda και τα μικρά, φευγαλέα ίχνη των ιντερλούδιων του BBC. Οι μελωδίες τους μοιάζουν σαν να προέρχονται από ένα ράφι γεμάτο πολιτιστικά εκρηκτικά — σκοτεινά, μυστηριώδη βιβλία, τσέχικες ταινίες τρόμου, ιταλικά giallo, και άλλες θολές επιστημονικές φαντασίες. Η μουσική τους είναι το ηχητικό αποτύπωμα μιας βρετανικής παράδοσης, απροσδιόριστα παλιάς αλλά και φουτουριστικής, σαν να βλέπεις το παρελθόν και μέλλον στην ίδια εικόνα.

Ο Julian House, η καλλιτεχνική δύναμη πίσω από το πρότζεκτ Focus Group και συνιδρυτής της Ghost Box Records, πλέκει αυτή τη μαγεία εδώ και χρόνια. Τα εξώφυλλά του για τους Broadcast — και για άλλες βρετανικές μπάντες όπως οι Primal Scream και οι Stereolab — είναι το αισθητικό αποτύπωμα αυτής της φαντασίας. Το “αισθητικό σχέδιο” δεν είναι απλώς μια πτυχή της τέχνης τους· είναι η καρδιά της. Broadcast και Focus Group δεν είναι απλά συγγενικά πνεύματα· είναι συν-δημιουργοί ενός παράξενου, ψυχεδελικού σύμπαντος όπου οι εικόνες και οι ήχοι γίνονται ένα, σαγηνεύοντας τον ακροατή με την υπόσχεση μιας άλλης πραγματικότητας, μιας ονειρικής διάστασης όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν έχουν καμία σημασία.

Pye Corner Audio – Black Mill Tapes (2010-2020)
Το Pye Corner Audio είναι ένα βρετανικό project ηλεκτρονικής μουσικής του ηχολήπτη και παραγωγού Martin Jenkins. Αρχικά κυκλοφόρησε μόνος του, τα μέρη 1-2 ενώ τα μέρη 3-4 των “Black Mill Tapes” κυκλοφόρησαν από την Type records. Το τελευταίο πέμπτο μέρος “Black Mill Tapes Volume 5: The Lost Tapes” κυκλοφόρησε στην επετειακή έκδοση του έργου το 2020. Το Black Mill Tapes είναι μια συλλογή θεμάτων, μεταδόσεων και ηλεκτρονικών ρυθμών (όπως χαρακτηρίζονται πολλά από τα τραγούδια) που ο Pye Corner Audio έχει κυκλοφορήσει ποικιλοτρόπως τα τελευταία χρόνια. Υποτίθεται ότι είναι μεταφορές από μια συλλογή από κασέτες και ταινίες που ξέθαψε ο Martin Jenkins, ο οποίος έχει περιγράψει αυτό το μέσο έκφρασης ως «έναν τρόπο αποποίησης της ευθύνης για τη μουσική». Είτε το ερμηνεύετε αυτό ως ένα ανοιχτό κανάλι για τους απόηχους του παρελθόντος είτε απλά ως μια διανοητική έπαρση, ειλικρινά δεν έχει καμία σημασία. Απλά φανταστείτε ότι το Black Mill είναι ένα εγκαταλελειμμένο στούντιο σε κάποιο ξεχασμένο εργαστήριο, που προηγουμένως ήταν μια εγκατάσταση για την έρευνα στον ηχητικό πόλεμο, την οποία διοικούσε ένας αποστάτης αξιωματικός επιστήμονας, ο οποίος παράλληλα δούλευε ως παραγωγός μουσικής για μια αρχειακή βιβλιοθήκη ταινιών επιστημονικής φαντασίας και τρόμου. Σκουπίζοντας τη σκόνη από τα μουχλιασμένα κουτιά Ampex, οι τίτλοι των τραγουδιών γραμμένοι με ξεθωριασμένο στυλό μοιάζουν να λένε τη δική τους ιστορία: “Mirror Sequence”, “Return to Synth Mountain”, ‘”We Have Visistors”, “Memory Wiped”. Και καθώς αναρωτιέσαι τι κρύβουν αυτές οι ταινίες, μια εναλλακτική ηχητική ιστορία εισχωρεί στο δωμάτιο, συχνά γοητευτική αλλά και ανησυχητική, γεμάτη εκτοπλασματικά αρπέτζιο που αιωρούνται στον αιθέρα ή υποστηρίζονται από υγρούς, μίνιμαλ ρυθμούς και σε παγιδεύει για πάντα.

The Caretaker – An Empty Bliss Beyond This World (2011)
Το πρότζεκτ The Caretaker δημιουργήθηκε το 1999 ως παράλληλο project των V/Vm από τον James Kirby και συνέχισε μετά τη διάλυση των V/Vm το 2008. Εμπνευσμένο από μια σκηνή από την “Λάμψη” του Stanley Kubrick, το πρότζεκτ χρησιμοποιούσε 78 RPM δίσκους από αίθουσες χορού, επεξεργασμένους με ήπια εφέ, για να εξερευνήσει την προοδευτική κατάρευση του ανθρώπινου νου. Αυτό το θέμα της νευροεκφυλιστικής ασθένειας κορυφώθηκε με το εξαμερές άλμπουμ “Everywhere At The End of Time”, που αφηγείται μουσικά την εμπειρία της πρώιμης άνοιας μέσω φθαρμένων ήχων και ατμοσφαιρικών στοιχείων. Εδώ, όμως, στο άλμπουμ “An Empty Bliss Beyond This World” κάνουμε ένα ταξίδι σε ένα μυστηριώδες, φθαρμένο, αλλά  όνειρο. Από την πρώτη του νότα, νιώθεις να σε τυλίγει μια αίσθηση νοσταλγίας, αλλά μιας νοσταλγίας που δεν ανήκει στο παρελθόν σου, μιας μνήμης που δεν έζησες. Το άλμπουμ σε βυθίζει σε μια θάλασσα από ξεθωριασμένα ηχοτοπία, σαν μουσικές αναμνήσεις που αναδύονται από ένα βάθος χρόνου και ξεφεύγουν ξανά σαν ατμός.

Τα κομμάτια, γεμάτα στατικό θόρυβο και αμέτρητα κρακ βινύλιου, μοιάζουν με αποσπάσματα από χαλασμένους δίσκους, κατεστραμμένους από τον χρόνο, σπασμένους αλλά ταυτόχρονα γεμάτους ζωντάνια. Στην καρδιά τους, υπάρχει μια παράξενη οικειότητα, σαν να ακούς τα ίχνη μιας λησμονημένης εποχής που ποτέ δεν ήξερες ότι υπήρξε. Οι επαναλαμβανόμενες μελωδίες μοιάζουν να χαϊδεύουν τη συνείδησή σου, να σε φέρνουν πίσω σε μια περίεργη αίσθηση ονείρου, όπου όλα είναι ρευστά, κι ωστόσο, απροσδόκητα, σταθερά.

Η εμπειρία που δημιουργεί το “An Empty Bliss Beyond This World” είναι σαν να περιπλανιέσαι σε έναν κόσμο στοιχειωμένων αιθουσών χορού, όπου τα βήματα έχουν απομείνει σαν ηχώ και η μουσική χορεύει μόνη της σε έναν ξεκούρδιστο ρυθμό. Κάθε κομμάτι σε κρατάει σε μια παράξενη ισορροπία μεταξύ ευχαρίστησης και μελαγχολίας, μεταξύ του τι υπάρχει και τι έχει χαθεί για πάντα. Σε αυτό το ταξίδι του Caretaker, η μνήμη γίνεται ένας εύθραυστος καμβάς. Ένα καλειδοσκόπιο από εικόνες, που μας καλεί να χαθούμε μέσα τους και να συλλογιστούμε το πέρασμα του χρόνου. Είναι ένα έργο που αιχμαλωτίζει τη μαγεία της λήθης, ένα ατελείωτο, κενό όνειρο που αφήνει πίσω του μόνο μια θολή αίσθηση, σαν τα τελευταία φώτα ενός μακρινού ηλιοβασιλέματος.

Forest Swords – Engravings (2013)
Mία ακουστική περιπλάνηση μέσα σε ερείπια αρχαίων πολιτισμών, όπου η φύση και τα φαντάσματα της Ιστορίας συνυπάρχουν, αφήνοντας σμιλευμένα σημάδια στον αέρα, όπως τα χαράγματα στην πέτρα. Είναι ένα άλμπουμ βυθισμένο σε μια παράξενη αχρονικότητα, όπου οι ήχοι της παγανιστικής γης ενώνονται με το σκοτάδι της σύγχρονης ηλεκτρονικής παραγωγής, δημιουργώντας μια αίσθηση αχανούς απομόνωσης και μυστικισμού. Ο Matthew Barnes, ο άνθρωπος πίσω από το ψευδώνυμο Forest Swords, καταφέρνει να αιχμαλωτίσει μια βαθιά, σχεδόν τελετουργική ατμόσφαιρα. Κάθε κομμάτι μοιάζει με έναν αρχαίο ύμνο που έχει ξαναγεννηθεί μέσα από ένα φίλτρο κασέτας, όπου οι ήχοι της φύσης, το ψίθυρο του ανέμου και το τραγούδι των πουλιών συγχέονται με υπόκωφα κρουστά και σκοτεινά, τεμαχισμένα samples. Τα φωνητικά, όταν εμφανίζονται, είναι μακρινά, σαν απόηχοι παλιών ιστοριών, σαν κραυγές που χάνονται στον άνεμο πριν μπορέσεις να τις αποκρυπτογραφήσεις.

Ο ρυθμός του άλμπουμ κυλάει αργά και προσεκτικά, σαν να βαδίζεις μέσα σε ένα δάσος γεμάτο μυστικά. Το “The Weight of Gold” με τις βαριές μπασογραμμές του μοιάζει με προφητεία που σιγοψιθυρίζεται από τα δέντρα, ενώ το “Thor’s Stone” χτυπά σαν αρχαία τελετή, με τα κρουστά του να ηχούν σαν ταμπούρλα πολέμου χαμένα στους αιώνες. Η μουσική κινείται αδιάκοπα μεταξύ έντασης και ηρεμίας, ανάμεσα σε εκρήξεις συναισθηματικού βάθους και σιωπηλά, σχεδόν νεκρικά διαλείμματα, σαν να αφήνει το τοπίο να ανασάνει. Υπάρχει κάτι εξαιρετικά κινηματογραφικό στην αφήγηση του “Engravings”, σαν να αποτελεί το soundtrack ενός χαμένου φιλμ, μιας ιστορίας που ποτέ δεν ειπώθηκε. Η ακρόασή του είναι σαν να περπατάς σε ξεχασμένα μονοπάτια, να αγγίζεις πέτρες που κουβαλούν μνήμες αιώνων, ενώ ο ουρανός πάνω σου σκοτεινιάζει και ο κόσμος μοιάζει να ανατέμνεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Η παραγωγή είναι θολή, σαν η μουσική να έχει διαβρωθεί από τον χρόνο, αλλά ακριβώς αυτή η διάβρωση είναι που της προσδίδει βάθος και μυστήριο.

Cremation Lily – In England Now, Underwater (2018)
Το “In England Now, Underwater” των Cremation Lily είναι ένα ηχητικό ημερολόγιο γραμμένο με τον άνεμο, τα κύματα και το αλάτι που χαράζεται στις πέτρες της βρετανικής ακτής. Όσοι έχουν περπατήσει τις ακτές της Βρετανίας το χειμώνα, νιώθουν αμέσως τη βαθιά, υγρή ψυχρότητα που αποπνέει το άλμπουμ – τη μοναξιά του να στέκεσαι σε έναν άγριο, αφιλόξενο τόπο, όπου η θάλασσα και ο ουρανός φαίνονται να συνωμοτούν για να σου θυμίσουν τη μικρότητά σου. Ο Zen Zsigo, η ψυχή πίσω από τους Cremation Lily, αντλεί έμπνευση από το Hastings, μια ακτή γεμάτη Ιστορία, αλλά με το άγριο παρόν της να σμιλεύεται από την ασταμάτητη διάβρωση των κυμάτων. Με τις ηχογραφήσεις πεδίου ως τον ακρογωνιαίο λίθο του έργου, τα ηλεκτρονικά εργαλεία γίνονται πινέλα που ζωγραφίζουν τον πίνακα αυτής της εχθρότητας και της ομορφιάς. Οι ήχοι του νερού, του ανέμου, και των ανθρώπινων βημάτων που χάνονται στην αχανή παραλία δίνουν μια αίσθηση εγκατάλειψης – σαν η ίδια η ακτή να σου ψιθυρίζει ιστορίες από τον καιρό που το νησί ήταν ένα μεγαλύτερο, πιο ένδοξο μέρος.

Η παραγωγή των Cremation Lily καταφέρνει να αποτυπώσει το παράδοξο της βρετανικής ακτής: είναι εχθρική, σκληρή, και όμως δεν μπορείς να αποτραβηχτείς από την απέραντη γοητεία της. Κάθε στρώμα του ήχου μοιάζει με κύμα που χτυπάει ασταμάτητα στην άκρη της γης, ενώ οι φωνές – όταν ακούγονται – είναι μακρινές, σαν αναμνήσεις που έχουν ξεπλυθεί από τον χρόνο. Τα ηλεκτρονικά συστατικά του άλμπουμ λειτουργούν σαν μηχανικοί απόηχοι του παρελθόντος που διεκδικούν τη θέση τους σε ένα τοπίο που σιγά-σιγά βυθίζεται, χάνοντας το μεγαλείο του με κάθε παλίρροια. Όμως, μέσα από αυτή τη διαρκή διάβρωση αναδύεται μια ακατέργαστη ομορφιά. Το άλμπουμ δεν είναι μόνο μια εξερεύνηση της απώλειας, αλλά και μια απόπειρα συμφιλίωσης με την ιδέα ότι η παρακμή και η φθορά είναι επίσης κομμάτια της φυσικής τάξης. Ο Ζsigo μας υπενθυμίζει ότι η ακτή, όσο άγρια και αν φαίνεται, παραμένει ένας χώρος όπου το νέο αναδύεται πάντα από το παλιό, ακριβώς όπως τα κομμάτια αυτού του άλμπουμ αναδύονται μέσα από τους ήχους της θάλασσας και του ανέμου. Το “In England Now, Underwater” είναι σαν ένας μελαγχολικός περίπατος δίπλα στο νερό σε μια παγωμένη, ομιχλώδη ημέρα, όπου κάθε κύμα είναι μια ανάσα της θάλασσας που κουβαλά μαζί του τη βαριά κληρονομιά της ιστορίας, της απώλειας και της αιώνιας αλλαγής.

Lucrecia Dalt – ¡Ay! (2022)
Γεμάτο ονειρικές εικόνες και συναισθηματικές αναταραχές. Με τη μοναδική της φωνή και τις πρωτοποριακές παραγωγές, η Dalt δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μοιάζει να αιωρείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Από το πρώτο κομμάτι, η συνθέτρια μας εισάγει σε μια σφαίρα όπου οι ήχοι γίνονται σχεδόν υλικοί, πλέκοντας ηχητικά τοπία που θυμίζουν όνειρα. Οι ηλεκτρονικές μελωδίες και οι αφηρημένες φόρμες συνδυάζονται με την ευαίσθητη φωνή της, δημιουργώντας μια αίσθηση μυστικισμού. Κάθε κομμάτι είναι σαν μια μικρή ιστορία, μια αναζήτηση μέσα στις εσωτερικές μας σκέψεις και επιθυμίες. Στο “¡Ay!”, η Lucrecia Dalt εξερευνά θέματα όπως η ταυτότητα και η αποξένωση. Μέσα από τους στίχους της, αναδύονται ερωτήματα που αφορούν την ανθρώπινη ύπαρξη, την ψυχολογία και τη σχέση μας με τον κόσμο γύρω μας. Η μουσική της είναι ένα εργαλείο αυτογνωσίας, προσκαλώντας τον ακροατή να αναλογιστεί τις δικές του εμπειρίες και συναισθήματα.

Με στοιχεία που κυμαίνονται από την πειραματική ηλεκτρονική μουσική έως τις πιο παραδοσιακές φόρμες, οι ήχοι είναι προσεκτικά επιλεγμένοι και τοποθετημένοι για να δημιουργήσουν μια πολυδιάστατη εμπειρία. Κάθε κομμάτι ρέει ομαλά στο επόμενο, σαν να παρακολουθούμε μια ονειρική ταινία που δεν έχει αρχή ή τέλος. Η Lucrecia Dalt αποδεικνύει ότι η μουσική μπορεί να είναι μια γλώσσα που υπερβαίνει τα λόγια, προσφέροντας μια μοναδική οπτική στην ανθρώπινη κατάσταση. Είναι ένα άλμπουμ που θα σας συνοδεύει σε κάθε σας βήμα, σαν ένα όνειρο που ποτέ δεν τελειώνει.

*BONUS

Ένα παλαιότερο mixtape που είχα φτιάξει αφιερωμένο στο μουσικό είδος “hauntology”.

 

☞︎ Διαβάστε ακόμα: 10 κορυφαία soundtracks τρόμου για το Halloween