«Θέλουμε να βγάλουμε το καλύτερο ντεμπούτο άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει ποτέ. Και αμέσως μετά να διαλυθούμε».
Με αυτά τα ελάχιστα λόγια απευθυνόταν στους μουσικούς δημοσιογράφους το καλοκαίρι του 1986 ο William Bruce Rose Jr. ή Billy Rose ή Bill Bailey (αναλόγως με τι διάθεση ξυπνούσε κάθε πρωί). Και αμέσως μετά τους πέταξε:
«Α, και από εδώ και στο εξής θα με γράφετε και θα με αποκαλείτε W. Axl Rose».
Και κατόπιν, κάπως σαν το «drops mic» των ράπερ, φόρεσε στο κεφάλι του την χαρακτηριστική μπαντάνα του και αποχώρησε από την αίθουσα.
Έναν ακριβώς χρόνο μετά, ο Axl δικαιώθηκε (εν μέρει): όταν στις 21 Ιουλίου του 1987, δηλαδή πριν από ακριβώς 35 χρόνια, βγήκε στα δισκοπωλεία το ντεμπούτο άλμπουμ των Guns n’ Roses, όλοι έτρεξαν να αγοράσουν το «Appetite For Destruction».
Κάποιοι το χαρακτήρισαν ως το «καλύτερο ντεμπούτο άλμπουμ των εποχών» (υπερβολικό).
Κάποιοι άλλοι ως το «καλύτερο ροκ άλμπουμ της δεκαετίας του ‘80» (επίσης υπερβολικό).
Κάποιοι άλλοι ως το «πιο επικίνδυνο άλμπουμ των ‘80s» (στέκει κάπως, αλλά επίσης υπερβολικό).
Κάποιοι άλλοι, περισσότερο ψύχραιμοι, το χαρακτήρισαν ως «το σημαντικότερο ντεμπούτο άλμπουμ όλων των εποχών».
Αυτοί οι τελευταίοι ήταν που είχαν το περισσότερο δίκιο απ’ όλους. Γιατί όντως το συγκεκριμένο άλμπουμ, εν αγνοία του, ακουσίως και δίχως να το έχει καν υπολογίσει, έβαλε την δική του σφραγίδα στα μελλούμενα της ροκ. Και στάθηκε μοναδικής σπουδαιότητας για το επέκεινα της ποπ κουλτούρας, με τρόπους ορατούς και αδιόρατους.
Ήταν λοιπόν ένα «επικίνδυνο» άλμπουμ το «Appetite For Destruction»;
Εν μέρει ήταν. Αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του, όταν βγήκε στις προθήκες των δισκοπωλείων και αποσύρθηκε άρον άρον από την δισκογραφική τους, την Geffen, επειδή «χιλιάδες Αμερικανοί σοκαρίστηκαν με το αρχικό εξώφυλλο».
Το οποίο ναι μεν ήταν «επικίνδυνο» [μια φοβερή ζωγραφιά του κομίστα και σχεδιαστή Robert Williams που απεικόνιζε ένα ρομπότ να έχει βιάσει και παρατήσει μια κοπέλα πάνω σε ένα πεζοδρόμιο], αλλά όχι και σοκαριστικό.
Αλλά το εναρκτήριο λάκτισμα είχε ήδη δοθεί: οι Guns n’ Roses ήταν μια «επικίνδυνη μπάντα που είχε Όρεξη Για Καταστροφή και αυτό αποδεικνυόταν και στα εξώφυλλα των άλμπουμ τους».
Το εξώφυλλο άλλαξε προς κάτι φιλικότερο προς το μάτι του μέσου Αμερικανού καταναλωτή και οι Guns n’ Roses ξεκίνησαν περιοδεία για να προώθησή του.
Είναι ασφαλώς αστείο σήμερα, 35 χρόνια μετά, να μιλάμε για το «Appetite» ως «το πιο επικίνδυνο άλμπουμ των ‘80s», όταν έχουν ήδη προηγηθεί οι Βad Brains, Big Black, Black Flag, οι Minor Threat, οι Descendents και τόσοι άλλοι από την σπουδαία hardcore αμερικανική underground σκηνή της δεκαετίας του ’80.
Οι ανωτέρω μπάντες; Ναι, έβγαλαν μερικά πραγματικά «επικίνδυνα» άλμπουμ, ως προς την ωμότητα της μουσικής και των στίχων τους, αλλά και της καλλιτεχνικής τους ειλικρίνεια.
Οπότε, το «Appetite For Destruction» μπορούμε να πούμε οτι έβαλε την λέξη «επικίνδυνο» ξανά μέσα στο αμερικανικό μουσικό mainstream.
Γιατί η λέξη προϋπήρχε ήδη στους κόλπους της σύγχρονης αμερικανικής μουσικής –απλώς βρισκόταν ακόμη στο underground της και δεν είχε βρει τον τρόπο να βγει στην επιφάνεια. Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στα εξώφυλλα των περιοδικών και στα δελτία ειδήσεων των καλωδιακών δικτύων τα οποία πλέον μιλούσαν ανοικτά για μια «επικίνδυνη μπάντα» όπως οι Guns n’ Roses (χωρίς, φυσικά, τα ίδια ΜΜΕ να έχουν πάει ποτέ σε μια από τις γνωστές χαοτικές συναυλίες των Black Flag, να μην τους μείνει άντερο για άντερο από τον τρόμο).
Από την Καταστροφή στην Γέννηση (μουσικών ρευμάτων)
Γιατί είναι λοιπόν σημαντικό το συγκεκριμένο άλμπουμ; Για τους λάθος, αλλά και για τους σωστούς λόγους, είναι η απάντηση.
Γιατί, για αρχή, για τους λάθος λόγους, ξεκίνησε (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, «τσιμέντωσε» γερά) όλη αυτή την φάση με το hair-metal των τελών της δεκαετίας του ’80 και ξαφνικά όλοι οι Motley Crew, οι Cinderella και οι Skid Row του κόσμου αυτού ήθελαν να τους μοιάσουν.
Σε όλα: στο ποζεριλίκι, στο πόσο πολύ θα τους ξεπεράσουν σε επικινδυνότητα στο στιχουργικό επίπεδο (όλοι, μα όλοι έσπευσαν να γράψουν και αυτοί ένα τραγούδι όπως το «Mr. Brownstone» των Guns n’ Roses που είναι αφιερωμένο στην πρέζα), στα μαλλιά, στα ρούχα, στο στήσιμο, σε όλα. Για μερικά χρόνια, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 1990, η μουσική σκηνή των ΗΠΑ ζούσε και τρεφόταν με τους απανταχού κλώνους των Guns n’ Roses.
Η υπολανθάνουσα αυτή κατάσταση της αμερικανικής ροκ ευτυχώς διορθώθηκε σύντομα με την επιρροή των Guns στο έτερο σκέλος της συνεισφοράς τους: υπήρχαν μπάντες που τους απεχθάνονταν τόσο πολύ (π.χ. ο ίδιος ο Kurt Cobain τους θεωρούσε ως «μουσικό ανέκδοτο»), που έβαλαν σκοπό της ζωής τους να τους βγάλουν από το προσκήνιο.
Κάπως έτσι, ως αντίδραση σε όλο αυτό το hair-metal και pop-metal ρεύμα, προέκυψε το grunge. Και τότε, το 1991, το ροκ σταμάτησε να είναι «επικίνδυνο» και αίφνης έγινε λιγότερο αιχμηρό, αλλά πολύ πιο σκεπτόμενο: είχες από την μία πλευρά τον «ευαίσθητο και πονεμένο καλλιτέχνη» Cobain και από την άλλη τον «ακτιβιστή» Eddie Vedder.
Οι Nirvana και οι Pearl Jam εμφανίστηκαν για να καταστρέψουν τους όποιους Guns n’ Roses στηριζόμενοι εξίσου πάνω σε αυτή την δυσανεξία απέναντι στην μουσική που έπαιζαν, αλλά και στα μουσικά δεκανίκια που είχε φροντίσει προηγουμένως να τους κληροδοτήσει η «Αγία Τριάδα της αμερικανικής εναλλακτικής ροκ σκηνής των ‘80s», δηλαδή, κατά σειρά σπουδαιότητας, οι Pixies, οι Ηusker Du και οι Replacements (ή, κατά άλλους, οι Wipers).
Και όταν, τον Σεπτέμβριο του 1991 κυκλοφόρησε το «Nevermind» των Nirvana, συνέπεσε ακριβώς με το λανσάρισμα του «Use Your Illusion I + II» των Guns n’ Roses.
Οι «Ψευδαισθήσεις» του Axl και του Slash πούλησαν, ασφαλώς, καραβιές από cd και έγιναν σύντομα Νο1 παντού, αλλά τελικά η μουσική παρακαταθήκη και σφραγίδα του «Nevermind» είναι πιο ισχυρή σήμερα από ποτέ.
Και αυτό συνέβη, ίσως, γιατί από το 1991 και έπειτα, οι ίδιοι οι Guns n’ Roses σταμάτησαν να είναι «επικίνδυνοι» και να έχουν «όρεξη για καταστροφή».
Το τελευταίο επικίνδυνο πράγμα που έκανε ο Axl ήταν να ανέβει στην κουπαστή ενός τάνκερ και να πηδήξει (πραγματικά) στη θάλασσα από ύψος 15 μέτρων για τις ανάγκες του βιντεοκλίπ του «Estranged».
Αλλά και πάλι, μπορεί μέχρι σήμερα, να αισθάνεται κάπως περήφανος. Γιατί μερικούς μήνες μετά την βουτιά του αυτή, εμφανίστηκε μια μπάντα από την Ουαλία και διακήρυξε:
«Θέλουμε να βγάλουμε το καλύτερο ντεμπούτο άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει ποτέ. Και αμέσως μετά να διαλυθούμε».
Λίγο μετά, οι Manic Street Preachers (που αν δείτε τις πρώτες τους φωτογραφήσεις, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι βρετανοί Guns n’ Roses) αυτοαναγγέλθηκαν με το εκρηκτικό, αναρχοαριστερό ντεμπούτο τους, «Generation Τerrorists» και, τουλάχιστον μέχρι την εξαφάνιση του κιθαρίστα τους, του Richey Edwards, τον Φεβρουάριο του 1995, το εναλλακτικό ροκ έγινε, έστω για λίγα χρόνια, ξανά λίγο «επικίνδυνο», διαμέσου κάποιων άλμπουμ όπως το «The Holy Bible».