Το Olafaq κάνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και συγκεκριμένα στον Οκτώβριο του 1965, όταν ένας ακόμη άγνωστος Eric Clapton έπαιξε κιθάρα σε ένα ελληνικό συγκρότημα, τους Juniors.
Μια αναπάντεχη εμφάνιση που έλαβε χώρα τέτοιες ημέρες, πριν ακριβώς από 58 χρόνια και που δεν θα είχε πραγματοποιηθεί ποτέ αν πρώτα, μερικές ημέρες νωρίτερα, δεν είχε συμβεί ένα τραγικό γεγονός – ένα από τα τραγικότερα συμβάντα της ελληνικής μουσικής σκηνής, όχι μόνο για την δεκαετία του ’60, αλλά και για τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Την Κυριακή 10 Οκτωβρίου του 1965 λίγο μετά τις 6 το απόγευμα, ένα φορτηγό που κινούνταν στην Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας, στο ύψος των εργατικών κατοικιών της Νέας Φιλαδέλφειας, στο ρεύμα με κατεύθυνση προς τη Λαμία, ανατρέπεται, περνάει τη διαχωριστική νησίδα, μπαίνει στο αντίθετο ρεύμα και καρφώνεται με δύναμη πάνω σε ένα αυτοκίνητο.
Το ΙΧ ήταν ένα αυτοκίνητο μάρκας Peugeot, το οποίο οδηγούσε ο 30χρονος μάνατζερ των Juniors, ο Γιάννης Κρασούδης, ο οποίος ανασύρθηκε νεκρός, όπως και η 26χρονη σύζυγός του Ελένη, ο Θάνος Σουγιούλ, οργανίστας των Juniors, η 18χρονη μνηστή του Νανά Μπενέτου.
Επίσης τραυματίζεται βαριά, (αλλά διασώζεται τελικά) ο 18χρονος κιθαρίστας των Juniors, ο Αλέκος Καρακαντάς, συν-συνθέτης στις πρώτες επιτυχίες του συγκροτήματος (“Ladys’ talk”, “Special yanka 65”, “Babies’ yanka”, “It’s so easy”) – και όλα αυτά σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη στην Ελλάδα μεγάλες μπάντες, όπως μετέπειτα οι Aphrodite’s Child.
Το δυστύχημα γίνεται πρώτο θέμα στις εφημερίδες της εποχής ενώ το μέλλον του συγκροτήματος – το οποίο τότε ήταν το πιο «καυτό» εγχώριο σχήμα της Αθήνας – χαρακτηρίζεται αβέβαιο, με τον Καρακαντά στο νοσοκομείο και ανήμπορο να βοηθήσει και τον οργανίστα της μπάντας νεκρό.
Τότε είναι που μπαίνει στο «κάδρο» της όλης ιστορίας ο τότε 20χρονος Eric Clapton.
Την ίδια στιγμή που συμβαίνει το δυστύχημα, στην Aθήνα βρίσκεται και μια ομάδα / συγκρότημα Βρετανών μουσικών που έχει παρατήσει τα πάντα και περιοδεύει στην Ευρώπη παίζοντας μουσική και βγάζοντας τα προς το ζην.
Ανάμεσά τους ο τότε άγνωστος 20χρονος Eric Clapton, ο οποίος είχε μόλις εγκαταλείψει αποκαρδιωμένος τους φοβερούς και τρομερούς Yarbirds, διαφωνώντας ρητά και κατηγορηματικά με την κυκλοφορία του «For Your Love» και καταλογίζοντας στα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μια «απότομη εμπορική στροφή» μακριά από τις blues rock ρίζες τους.
H διήγηση του ίδιου του Eric Clapton
Στην προ 15ετίας αυτοβιογραφία του με τίτλο «Clapton: The Autobiography» (Broadway Books, 2007), ο ίδιος ο Clapton περιγράφει με λεπτομέρειες όλην αυτήν την εμπειρία που είχε το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1965 στην Αθήνα, λίγο πριν γυρίσει στο Λονδίνο και μετατραπεί σύντομα από ένας απλός ελπιδοφόρος κιθαρίστας στον «θεό της κιθάρας», τον «Eric Clapton Is God», όπως έγραφαν κάποιοι τοίχοι κτιρίων στη βρετανική πρωτεύουσα από το 1966 και έπειτα.
«Το καλοκαίρι του 1965, έξι από εμάς αποφασίσαμε αυθόρμητα να φτιάξουμε μια μπάντα και να γυρίσουμε τον κόσμο με αυτοκίνητο, χρηματοδοτώντας το ταξίδι δίνοντας συναυλίες καθ’ οδόν. Ονομάσαμε το συγκρότημα “Glands”. Ο John Bailey έκανε τα φωνητικά, ο Bernie Greenwood ήταν στο σαξόφωνο, ο Jake Milton στα ντραμς, ο Ben Palmer έπαιζε πιάνο και στο μπάσο είχαμε τον Bob Rae. Ο Bernie είχε ένα ΙΧ μάρκας MGA το οποίο ανταλλάξαμε για ένα αμερικάνικο Ford Galaxy stationwagon για τη μεταφορά μας. Εγώ είχα εξοικονομήσει μερικές εκατοντάδες στερλίνες και αγόρασα έναν ενισχυτή και δύο κιθάρες. Αφού στριμωχτήκαμε και οι έξι μας στο Ford Galaxy, ξεκινήσαμε τον Αύγουστο, διασχίζοντας τη Γαλλία και το Βέλγιο, με σκοπό να συνεχίσουμε ώσπου να βρούμε κάπου να παίξουμε. Δεν είχαμε ιδέα τι κάναμε, πιστεύοντας ότι κατά κάποιον τρόπο θα μας χαμογελούσε η τύχη καθώς ταξιδεύαμε».
Και συνεχίζει ο Clapton:
«Οδηγώντας μέσω Γιουγκοσλαβίας, σ’ ένα δρόμο ανάμεσα στο Ζάγκρεμπ και το Βελιγράδι, το αυτοκίνητο “έτρεμε” τόσο πολύ που στο τέλος διαλύθηκε. Το σασί κυριολεκτικά ξεκόλλησε. Αναγκαστήκαμε να το δέσουμε γύρω και κάτω από το αμάξι με σκοινί. Ετσι λοιπόν, τώρα ταξιδεύαμε έξι άνθρωποι μαζί με όλο τον εξοπλισμό μας σε ένα αυτοκίνητο που το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί. Οταν τελικά μπήκαμε στην Ελλάδα και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη ήμασταν τόσο πεινασμένοι, επειδή δεν είχαμε φάει τίποτα τόσες μέρες, που φάγαμε ωμό κρέας από έναν χασάπη. Συνεχίζοντας, φτάσαμε στην Αθήνα και πιάσαμε δουλειά σ’ ένα κλαμπ που λεγόταν Igloo. Ονομαζόταν έτσι επειδή το εσωτερικό του είχε σχεδιαστεί να μοιάζει με παγωμένη καλύβα. Το μαγαζί είχε ένα μόνιμο και σταθερό γκρουπ, τους Juniors, και ο μάνατζέρ τους χρειαζόταν άλλο ένα γκρουπ για support, επειδή το πρόγραμμά τους ξεκινούσε στις 7 το απόγευμα και τραβούσε μέχρι τις 2 ή 3 το πρωί».
Aυτό που περιγράφει ο Clapton συνέβη στις 7 Οκτώβρη του 1965, όταν και το συγκρότημα του Clapton έπιασε δουλειά στο Igloo, το οποίο βρισκόταν τότε στην Ιωάννου Δροσοπούλου, στην Κυψέλη.
Και κατόπιν συνέβη το τραγικό δυστύχημα της 10ης Οκτωβρίου.
«Το πρόγραμμα του Igloo αποτελείτο από εμάς, να παίζουμε τρία σετ κάθε μέρα, μαζί με τους Juniors που έπαιζαν τραγούδια των Beatles και των Kinks. Μιας και δεν τα ξέρανε τα κομμάτια αυτά καλά, τους βοηθούσαμε εμείς λιγάκι. Δυο βράδια αφότου πιάσαμε δουλειά, οι Juniors είχαν ένα τροχαίο δυστύχημα και δυο από αυτούς σκοτώθηκαν επί τόπου. Το επόμενο πρωί, πίναμε καφέ στο κλαμπ, όταν ο μάνατζερ όρμησε μέσα και άρχισε να ουρλιάζει το όνομα “Θάνος”, του κιμπορντίστα, με τον οποίο ήταν προφανώς ερωτευμένος και ήταν ένας από τους δύο που είχαν σκοτωθεί. Ούρλιαζε Θάνο-Θάνο-Θάνο και μετά άρχισε να πετάει ποτήρια στον καθρέφτη πίσω από το μπαρ. Κάποιος μας είπε ότι θα ήταν καλύτερα να βγούμε έξω, έτσι λοιπόν φύγαμε κι αυτός τα έκανε όλα λίμπα. Το κλαμπ έκλεισε για δύο μέρες και μας συμβούλεψαν να παραμείνουμε, διότι θα βρισκόταν κάποια λύση. Επισκεύασαν το κλαμπ και κάποιος που εκπροσωπούσε τον μάνατζερ [σ.σ: αναφέρεται στον τον ιδιοκτήτη του Igloo, τον Γιώργο Καραμουσαλή] με πλησίασε λέγοντάς μου ότι ήταν να βάλουν πάλι μπροστά το μαγαζί και ότι με ήθελαν να παίξω με τους Juniors. Ετσι πριν το καταλάβω καλά καλά βρέθηκα να παίζω ένα σετ μαζί τους, ένα σετ με το δικό μου γκρουπ, μετά ένα σετ μαζί τους κ.ο.κ έως ότου κατέληξα να παίζω έξι ώρες ασταμάτητα. Μετά από κάποιες μέρες, οι Juniors ξαφνικά την κοπάνησαν. Ηξερα όλα τα τραγούδια που ήθελαν να παίξω και φαίνεται ότι είχα συμβάλει στο γκρουπ με κάτι που δεν είχαν πριν. Και πριν το καταλάβω καλά καλά, βρεθήκαμε να παίζουμε στον Πειραιά μπροστά σε 10.000 άτομα».
Ο Clapton αναφέρει τον Πειραιά, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει για το μεγάλο live των Juniors στην Τερψιθέα, το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου -μια συναυλία που πραγματοποιήθηκε υπό πένθιμη και κατανυκτική ατμόσφαιρα και στην οποία χρέη κιθαρίστα στη θέση του τραυματία και νοσηλευόμενου Καρακαντά εκτέλεσε ο Eric Clapton.
Τα μέλη των Juniors φορούν λευκό ζιβάγκο και «πένθος» στο αριστερό μπράτσο ενώ στα αριστερά της σκηνής στέκεται ένας αδύνατος μακρυμάλλης κιθαρίστας, ο οποίος μάλιστα είναι εξολοκλήρου ντυμένος στα μαύρα, τιμώντας την μνήμη των νεκρών του δυστυχήματος. Είναι ο Eric Clapton.
Ωστόσο, η αποχώρηση του Clapton από την Ελλάδα, στα τέλη του Οκτώβρη του 1965, αποδείχτηκε εξαιρετικά επεισοδιακή:
«Στο μεταξύ οι Glands είχαν μπουχτίσει και τρώγονταν να φύγουν. Οταν είπα στον ντράμερ των Juniors ότι σκεφτόμουν να φύγω μου είπε: “Καλύτερα όχι, ο μάνατζερ θα σε κυνηγήσει αν προσπαθήσεις να φύγεις και θα σου κόψει τα χέρια”. Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν αστειευόταν κι έτσι καταστρώσαμε ένα σχέδιο διαφυγής. Ο Ben έβγαλε κρυφά εισιτήρια για το τρένο, ενώ οι υπόλοιποι μάζεψαν τα πράγματά τους ώστε να είναι έτοιμοι να φύγουν. Ενα απόγευμα εμφανίστηκα, όπως συνήθως, για πρόβα με τους Juniors, αλλά είχαμε κανονίσει να περιμένει ένα αυτοκίνητο από την άλλη πλευρά του κτιρίου. Μόλις δόθηκε το σινιάλο, είπα ότι πήγαινα τουαλέτα, βγήκα από την μπροστινή πόρτα, μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα κατευθείαν στο σταθμό, όπου μαζί με τον Ben πήραμε το τρένο για το Λονδίνο αφήνοντας τους Juniors σύξυλους. Ο ντράμερ των Juniors ήταν αυτός που μας βοήθησε και βασικά του χρωστάω τα χέρια μου. Σ’ ευχαριστώ, μάγκα μου, δεν θα μπορέσω ποτέ να σε ξεπληρώσω. Αφησα πίσω μου μια ωραία Gibson Les Paul και ένα ενισχυτή Marshall. Τα υπόλοιπα παιδιά συνέχισαν ανά τον κόσμο, αν και ένας θεός ξέρει πώς ακούγονταν χωρίς κιθάρα και πιάνο. Επέστρεψα στην Αγγλία στα τέλη του Οκτωβρίου του 1965».