Στους Arcade Fire αρέσουν τα concept albums.
Τους αρέσουν γιατί οι Καναδοί είναι, τόσο κατά βάθος, όσο και επιφανειακά, «ρετροποπάδες» και μαζί «παλιοροκάδες». Τους αρέσει ο παλαιικός ήχος –γενικά, αρέσκονται στις βιντατζιές πάσης φύσεως, από τα ρούχα που φοράνε στις συναυλίες τους, μέχρι τις μουσικές τους επιρροές.
Και επειδή, όπως λέει ο λαός, πρώτα θα σου βγει το χούι και μετά η ανάσα, συνεχίζουν να κάνουν concept albums, ακόμη και είκοσι χρόνια μετά από την στιγμή που πρωτοσχηματίστηκαν.
Το «Funeral» του 2005 ήταν ουσιαστικά η λυγμολαλιά των επίδοξων Gen X’s που μεταμορφώνονται σταδιακά σε boomers μέσα σε ένα μετά-αποκαλυπτικό περιβάλλον ελέω 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στο «Neon Bible» του 2007 ασχολήθηκαν με την οργανωμένη θρησκεία, στο «The Suburbs» του 2010 με τον μικροαστισμό των αμερικανικών (και καναδικών) προαστίων και στο «Reflektor» του 2013 με τις νέες τεχνολογίες και την (αλγεινή) επιρροή τους επάνω μας.
Σε αυτό το άλμπουμ, με τίτλο «WE» (Εμείς), οι Arcade Fire συνεχίζουν να ασχολούνται (ήμαρτον) με τις νέες τεχνολογίες και την (αλγεινή) επιρροή τους επάνω μας, μόνο που αυτή τη φορά οι όποιες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις τους πάνω στην διάδρασή μας με την τεχνολογία ακούγονται περισσότερο σαν διδαχές παρά ως μια ουσιαστική και με λόγο ύπαρξης διαλεκτική παρέμβαση εκ μέρους τους.
«I wanna get free», τραγουδάει σε κάποιο σημείο ο Butler και στη συνέχεια προσθέτει εμφατικά «I unsubscribe», αλλά φυσικά η επανάσταση κατά αυτής της τεχνολογικής δυστοπίας θα αργήσει για τον Win, όταν το 80% των όσων κάνει καθημερινά, το πράττει διαμέσου των social networks, οπότε ποιος ο λόγος να γραφεί στίχους και να κραυγάζει τσιτάτα που ακούγονται τόσο παιδιάστικα και παιδικά αφελείς ακόμη και σε έναν 15χρονο;
Για να το πω ορθά κοφτά, οι Arcade Fire ακούγονται πλέον σαν τον μπάρμπα που στο γιορτινό τραπέζι θα κάτσει με την νεολαία προκειμένου να νιώσει και ο ίδιος λίγο πιο νέος. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, μοιάζει νομοτελειακά αδύνατο στο αταβιστικό σύμπαν των Καναδών –μιας παρέας ανθρώπων που λατρεύουν την «παράδοση» (με ό,τι αυτό σημαίνει ή συνεπάγεται για τους ίδιους) και την έχουνε εικόνισμα, εδώ και μια εικοσαετία, πάνω από τα κεφάλια τους.
Και αν σε στιχουργικό επίπεδο, οι Arcade Fire μηρυκάζουν ανεπιτυχώς κλισεδιές και μπούρδες που μας έχουν πει (οι ίδιοι ή άλλοι) πολύ καλύτερα προ δεκαετίας, ευτυχώς, σε μουσικό επίπεδο, το «WE» είναι τουλάχιστον δυο επίπεδα πιο πάνω από το απόλυτο δισκογραφικό ναδίρ τους, το «Everything Now» του 2017.
Προσέλαβαν τον παραγωγό Nigel Godrich (μαρτυρώντας ίσως και την διάθεση τους από «νέοι U2», όπως τους έχουν χαρακτηρίσει πολλάκις, να γίνουν «οι νέοι Radiohead») και η αλήθεια είναι πως ο ήχος στο συγκεκριμένο άλμπουμ είναι απίστευτος –όπως και αντίστοιχα μια χούφτα από τραγούδια που αξίζει να τα ακούς και να τα ξανακούς. Διαθέτει κομμάτια όπως το «Age of Anxiety I», «Age of Anxiety II (Rabbit Hole)», «The Lightning I-II» και «Unconditional I (Lookout Kid)» που έχουν ξεκάθαρη θέση σε ένα μελλοντικό best of της καριέρας τους. Ωστόσο όταν σου αρχίζει ο Win αυτές τις διδακτικές μαλακίες του, εκεί κάπως χάνεις το focus σου και θέλεις να του πεις απλά «σταμάτα να μιλάς ρε φίλε και παίξε εκεί τις ωραίες μουσικές σου».
Εν κατακλείδι, έχω καταλάβει ακριβώς σε ποιο σημείο της καριέρας τους βρίσκονται αυτή την στιγμή οι Καναδοί: είναι στο αντίστοιχο σημείο όπου βρέθηκαν και οι U2 το 1997, όταν βρίσκονταν στην κορυφή ενός κόσμου που δύει και ενός άλλου, τεχνολογικά νέου αλλά εξίσου διεστραμμένου, που μόλις ανέτειλε στην προ Υ2Κ εποχή.
Οι Αrcade Fire βρίσκονται λοιπόν στο δικό τους «Pop», ένα άλμπουμ που, όπως και το «WE», αγκαλιάζει όλες τις νέες μουσικές τεχνολογίες, διαθέτει την καλύτερη δυνατή παραγωγή και μερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια της καριέρας τους. Ενδέχεται να είναι όμως, εν γνώση ή εν αγνοία τους, ο επιθανάτιος ρόγχος της σχεδόν εικοσαετούς καριέρας τους –μια συλλογή σπάνιων και μοναδικά εμπνευσμένων τραγουδιών που θα τους βάλουν στο Πάνθεον της μουσικής ιστορίας και από εκεί στην απόλυτη καλλιτεχνική ανυπαρξία (και απραξία), όπως συνέβη και στην περίπτωση των U2 μετά το 1997.
Επειδή όμως οι Arcade Fire ανήκουν στην σπάνια αυτή ράτσα συγκροτημάτων που συνδυάζουν και τα δυο θετικά σημεία της μουσικής / καλλιτεχνικής υπόστασης, δηλαδή την σχεδόν μαζική αποδοχή από τους κριτικούς και την ταυτόχρονη εμπορικότητα από το ευρύ κοινό, ίσως να κάνω και λάθος και η πτώση τους να αργήσει λίγο περισσότερο.