Κάθε άλμπουμ των Depeche Mode που προέκυψε μετά από μια απώλεια (φυσική ή μη) ήταν ένας θρίαμβος για το βρετανικό συγκρότημα: όταν ο Vince Clarke αποχώρησε εθελουσίως το 1981 από την μπάντα προκειμένου να σχηματίσει αρχικά τους Yazoo και κατόπιν τους Erasure, οι DM κυκλοφόρησαν το «A Broken Frame», το πρώτο πραγματικά σπουδαίο άλμπουμ τους, το 1982.
Και όταν ο αντικαταστάτης του, ο Alan Wilder, αποφάσισε και αυτός να αποχωρήσει στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι DM αμέσως μετά έβγαλαν το πραγματικά τελευταίο πολύ σημαντικό άλμπουμ τους, το «Ultra» του 1997.
Γιατί λοιπόν το νέο τους άλμπουμ με τίτλο «Memento Mori» να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον άτυπο κανόνα;
Ο «Fletch», όπως ήταν το συντομογραφημένο του παρατσούκλι, δεν ήταν απλώς ένας εξαιρετικός μουσικός που έκρυβε την ικανότητά του αυτή (και την δεινότητα του στο να συνθέτει εξαιρετικά τραγούδια) πίσω από τόνους αυτοσαρκασμού και βρετανικού φλέγματος.
Ήταν η «κόλλα» που ένωνε τις, συχνά, τραχείς και έντονες διαφωνίες που είχαν ο Dave Gahan με τον Martin Gore, ειδικά μετά την οικειοθελή αποχώρηση του τέταρτου μέλους της μπάντας, του Alan Wilder, το 1995, μετά από πολλά χρόνια εσωτερικών συγκρούσεων ως προς την μουσική κατεύθυνση που θα έπαιρνε το συγκρότημα.
Και όχι μόνο η «κόλλα»: καθαρά και ξάστερα, ο συνδετικός αρμός όλου του depechemode-ικού οικοδομήματος, αυτός που στο τέλος της ημέρας θα μεσολαβούσε προκειμένου ο Gore με τον Gahan να συνέχιζαν να μιλάνε, να συνθέτουν και να αντέχουν, τέλος πάντων, ο ένας τον άλλον στο ίδιο δωμάτιο, προκειμένου το συγκρότημα από «ενεργό» να αποφύγει να βάλει τον διακόπτη στο «out of order».
Το συγκρότημα τελικά όχι μόνο δεν βγήκε «εκτός λειτουργίας», αλλά κυκλοφόρησε προ ημερών το 15ο στουντιακό του άλμπουμ με έναν τίτλο που δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος: «να θυμάσαι ότι κάποτε θα πεθάνεις», ήτοι Memento Mori στα λατινικά. Ένα άλμπουμ που μάς υπενθυμίζει ότι είμαστε θνητοί, τόσο ως άνθρωποι, όσο και ως καλλιτεχνικές οντότητες.
Το δίδυμο που πλέον αποτελεί τους DM, ο Ντέιβ Γκάχαν και ο Μάρτιν Γκορ, το γνωρίζει καλά βέβαια αυτό: ο δε Γκάχαν έχει πεθάνει (φυσικά) για μερικά λεπτά και ξαναγυρίσει στην ζωή στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά από overdose ναρκωτικών, ενώ ο (βασικός συνθέτης των τραγουδιών τους από το 1981 κιόλας) Γκορ έχει τονίσει επανειλλημμένα σε συνεντεύξεις του ότι, συχνά πυκνά, νιώθει, τα τελευταία χρόνια, «την Μούσα του να τον εγκαταλείπει».
Ωστόσο, η Μούσα του Γκορ και των DM είναι πανταχού παρούσα σε αυτό το άλμπουμ, που είναι μάλλον το καλύτερο που κυκλοφόρησαν μέσα στον τρέχοντα αιώνα και σίγουρα το καλύτερό τους από την εποχή του «Ultra» -με την θέση του στην δισκογραφία της μπάντας να είναι ξεκάθαρα δίπλα στα προαναφερθέντα δυο, που βγήκαν μετά τις αποχωρήσεις του Clarke και του Wilder.
Οι Depeche Mode εξακολουθούν λοιπόν να γράφουν «τραγούδια πίστης και αφοσίωσης», songs of faith and devotion, μόνο που αυτή τη φορά είναι εξολοκλήρου αφιερωμένα στον Φλέτσερ.
Και οι καλλιτεχνικές επιρροές τους ως προς το νέο τους άλμπουμ είναι εξίσου – και σημειολογικά μιλώντας – περιστρεφόμενες γύρω από την έννοια του Θανάτου και της Απώλειας: ο Λέοναρντ Κοέν, ο Σκοτ Γουόκερ, ο Νικ Ντρέικ και ο Τιμ Μπάκλεϊ (αλλά και οι… Kraftwerk) τούς παίρνουν, μουσικά μιλώντας, από το χέρι και τους περνάνε μέσα από την βιβλική «Κοιλάδα της Σκιάς Θανάτου», διαμέσου της ίδιας τους της πρότερης δισκογραφίας και προς το ξέφωτο της κάθαρσης.
Το εναρκτήριο του άλμπουμ κομμάτι με τίτλο «My Cosmos Is Mine» βρίσκει τους DM σε industrial κλίμα, εκεί γύρω στην εποχή 1985-86 με όλα τα μεγάλα τους s&m τραγούδια. Ένα τραγούδι που πιθανώς να έβγαζε ο Fad Gadget ή Francis John Tovey αν ζούσε σήμερα.
Βαθιά και ταυτόχρονα βαριά μπάσα οδηγούν τη φωνή του Γκάχαν, η οποία δηλώνει ότι «No rain, no clouds, no pain, no shrouds / No final breaths, no senseless deaths», με το φάντασμα του Φλέτσερ να πλανάται, από την πρώτη κιόλας νότα του δίσκου, πάνω από την ατμόσφαιρα.
Μαζί με το φάντασαμα του εκλιπόντα μουσικού, εξίσου δυναμικά πλανώνται πάνω από το άλμπουμ και οι πρώτες επιρροές του συγκροτήματος, ειδικά οι Kraftwerk. Το «Wagging Tongue» (με τον υπέροχο scottwalker-ικό στίχο «Everything seems hollow when you watch another angel die») και το «People Are Good» κινούνται προς αυτή την kraut-motorik μουσική κατεύθυνση, με το τελευταίο να κλείνει το μάτι στο, προ 40ετίας, τραγούδι τους «People are People», με τον Γκάχαν, ωστόσο, να ξεκαθαρίζει, αντιστρέφοντας τον αρχικό του κυνισμό, ότι πλέον θεωρεί ότι «People are good / Keep fooling yourself».
Το «Never Let Me Go» επίσης μοιάζει να αποτελεί, κάπως νοητά, την συνέχεια του «Νever Let Me Down Again», με τους DM να αντιγράφουν εύσχημα και σε άψογο meta- κλίμα τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ενδιάμεσα, κυκλοφορούν ένα από τα πλέον ποπ single της πρόσφατης δισκογραφίας τους, το «Ghosts Again», ενώ με το «Caroline’s Monkey» (ξανα)κλείνουν το μάτι στους οπαδούς του συγκροτήματος των Psychedelic Furs (ο τραγουδιστής των οποίων, Richard Butler μοιράζεται τον ρόλο του συν-συνθέτη τεσσάρων τραγουδιών μέσα στο «Memento Mori», μαζί με τον Γκορ), καθώς επαναφέρει, στιχουργικά, το πρόσωπο και την περσόνα της Κάρολαϊν («Caroline laughs and it’s raining all day / She loves to be one of the girls») από την επιτυχία τους «Pretty In Pink» του 1986.
Το άλμπουμ έχει και τις λιγότερο δυνατές στιγμές του, εκεί που ο Γκάχαν μπορεί να εκφράζεται ως τυπικός 60άρης crooner: στα «Don’t Say You Love Me» και «Speak to Me» θυμίζει, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, τους «καταραμένους» μουσικούς ποιητές Τιμ Μπάκλεϊ και Νικ Ντρέικ, άλλοτε συνοδευόμενος από τις πλούσιες, συβαρίτικες ενορχηστρώσεις των άλμπουμ του Νικ Κέιβ και άλλοτε από την σπαρτιάτικη και ηχητικά απογυμνωμένη δομή των τραγουδιών του Λέοναρντ Κοέν.
Το «Memento Mori» είναι από τα άλμπουμ που, σε αντίθεση με τα άλμπουμ των DM που προηγήθηκαν, ειδικά αυτά της τελευταίας 15ετίας, δεν είναι ένα grower άλμπουμ. Δεν είναι από αυτά που πρέπει να τα πιέσεις σώνει και ντε με… μπατονέτα μέσα στο αυτί σου, προκειμένου να πείσεις τον εαυτό σου ότι σου άρεσαν, με στόχο να ικανοποιήσεις το υποσυνείδητό σου, ως ακραιφνούς οπαδού του συγκροτήματος.
Είναι ένα άλμπουμ που ενώ ουσιαστικά δεν επανεφευρίσκει τίποτα, ούτε τον μουσικό τροχό, ούτε την θέση του Γκορ και του Γκάχαν στο σύμπαν μιας μπάντας που έκλεισε 43 χρόνια ζωής, εντούτοις μάς υπενθυμίζει σε όλους μας, μέσα από μια συλλογή κατά βάση αισιόδοξων τραγουδιών, όχι μόνο ότι είμαστε θνητοί, σε φυσικό αλλά και δημιουργικό / καλλιτεχνικό επίπεδο, αλλά το εξής σοφό: ότι μετά από την καταιγίδα έρχεται η ηρεμία και ότι το μεγαλύτερο και το περισσότερο φως προκύπτει μετά από ένα πολύ έντονο σκοτάδι.