Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής, μια καλοστημένη (παρα-)στάση εργασίας στο μετρό, έριξε την πόλη σε κυκλοφοριακό χάος. Η γιορτινή Αθήνα, βυθισμένη σε ένα χειμωνιάτικο κυκλοφοριακό χάος, είχε παραδοθεί για μια ακόμη φορά σε έναν ασφυκτικό ρυθμό· οι δρόμοι έμοιαζαν με αρτηρίες που πάσχιζαν να μεταφέρουν αίμα, αλλά είχαν μπλοκαριστεί από τον ίδιο τους τον εαυτό. Φτάσαμε αργά στο Arch. Δεν προλάβαμε τον Doric, χάσαμε την είσοδο των DVA και τα δύο πρώτα τους κομμάτια. Στο δρόμο, αναρωτηθήκαμε δυό-τρεις φορές μήπως γυρίσουμε πίσω, αλλά και η φορά ενάντια στο ρεύμα εκείνης της νύχτας ήταν μια δύσκολη απόφαση, ακόμα και αν υποστηριζόταν από τις «δικαιολογίες» παλαιότερων DVA gigs, ακόμα κι αν τα ρολόγια φαντάσματα στους τοίχους της πόλης μας έσπρωχναν προς τα μπροστά. Ακόμα, δεν ξέρω αν ήταν ο χρόνος που μας ξέφυγε ή εμείς που τον αφήσαμε να μας προσπεράσει. Η συναυλία είχε ήδη ξεκινήσει, και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπαίνοντας στο clun ήταν το φως της σκηνής, εκεί πάνω δεξιά από την σκοτεινή είσοδο, η οθόνη των visuals να τρεμοπαίζει μέσα από ένα ημιδιαφανή πέπλο, σαν να έβλεπα ένα όνειρο που είχα χάσει στο μισό. Οι Clock DVA είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν – όχι σαν μια μπάντα που περίμενες να δεις, αλλά σαν μια μνήμη που έπρεπε να κυνηγήσεις για να την πιάσεις.
Αυτή η καθυστέρηση, όμως, δεν ήταν απλή ατυχία. Ήταν μια μεταφορά. Έφτασα όπως φτάνουμε πάντα σε όλα τα πράγματα στη ζωή: καθυστερημένοι, προσπαθώντας να κατανοήσουμε κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει, κάτι που βρίσκεται ήδη στο 1/4 του κύκλου του. Στην περίπτωση των Clock DVA, αυτή η αίσθηση ήταν σχεδόν ποιητική. Ένα συγκρότημα που αλλάζει συνεχώς μορφές από το 1978, πάντα μια σκιά του παλιού του εαυτού, αλλά ταυτόχρονα κάτι νέο και ξένο.
Ο ήχος, το beat, η φωνή, οι εικόνες, όλα λειτουργούν σαν κομμάτια από ένα κρυπτογραφημένο παλίμψηστο. Κάθε ένα από αυτά και μια ανάγνωση του παρελθόντος και του μέλλοντος σε ένα σώμα που αρνείται να γεράσει. Και το Sheffield, εκεί που κάποτε γεννήθηκαν αυτές οι σκιές, τώρα ακούγεται σαν υπαινιγμός, σαν ένας σιωπηλός θρήνος πίσω από το laptop του Adi Newton, του μόνου που έμεινε να φυλάει τα ερείπια.
Φορώντας μια στολή εργάτη –ή μήπως κυβερνοπάνκ χειρουργού;– στέκεται σαν μοντέρνος ερημίτης, ανάμεσα σε δύο ακόμα μορφές: τον Maurizio Martinucci και την Gabriel Edvy. Τρεις άνθρωποι, τρεις οθόνες, τρεις κώδικες που ξεδιπλώνονται σε μια απροσδιόριστη χορογραφία του μηχανικού. Η σκηνή μοιάζει παράλογη, σχεδόν μεταφυσική. Η αόρατη κουρτίνα πάλεται, σαν πέπλο θανάτου, διαχωρίζει τους Clock DVA από το κοινό, μα και τους φέρνει πιο κοντά. Οι εικόνες που προβάλλονται επάνω του –ασανσέρ, μητροπόλεις, βαγόνια, καθρεφτισμένα σώματα σε έκσταση– είναι θραύσματα μνήμης. Ή μήπως είναι μελλοντικά οράματα;
Η μουσική τους, βουτηγμένη στον ήχο του χαλύβδινου παρελθόντος (και εδώ εννοώ το μηχανικό παρελθόν και όχι το post-punk-funk-industrial που προηγήθηκε αυτού), χτυπάει σαν μια γροθιά στα σωθικά. Η μηχανική στροφή του συγκροτήματος από τις αρχές των 90s και έπειτα γέννησε μια μουσική η οποία δεν είναι απλά για να την ακούσεις· είναι κάτι που νιώθεις μέσα στο δέρμα σου, όπως ο ηλεκτρισμός από ένα παλιό εργοστάσιο που καίγεται. Κάθε κομμάτι μεταμορφώνεται σε θέαμα, σε τελετή. Το κοινό ήδη κινείται. Όχι, δεν χορεύει απλά· γίνεται μέρος ενός κυκλώματος. Σαν να ήμασταν πάντα εκεί, προσπαθώντας να σπάσουμε την απόσταση από την οθόνη, την απόσταση από το «πραγματικό».
Και όμως, η ζεστασιά που αναδύεται από τον μηχανικό ήχο είναι σχεδόν ειρωνική. Μηχανές και οθόνες, αλλά η καρδιά χτυπάει. Κάθε ήχος που παράγεται από τα laptops μοιάζει παράξενα ανθρώπινος, σαν μια κραυγή που έμεινε εγκλωβισμένη στο ακατέργαστο εργοστασιακό μέταλλο. Ο Newton στέκεται σαν ο αρχιερέας αυτής της βιομηχανικής λειτουργίας, κοιτάζοντας το κοινό να του σκάνε οι εικόνες του πάνω. Εκείνες τις εικόνες που είναι σχεδόν δικές μας – πόλεις που δεν κατοικήσαμε, αλλά θυμόμαστε· ρολόγια που χτύπησαν σε χρόνους και τόπους που δεν ζήσαμε.
Καθώς το set συνεχίζεται, νιώθω ότι το πέπλο γίνεται λεπτότερο. Η απόσταση μεταξύ κοινού και μπάντας εξαφανίζεται, ή ίσως ποτέ δεν υπήρξε. Ήμασταν πάντα στην άλλη πλευρά της οθόνης. Και χορεύουμε σαν να προσπαθούμε να διαπεράσουμε αυτό το διαχωριστικό, να φτάσουμε την πηγή του ήχου. Στον κόσμο του Clock DVA, ο χρόνος δεν έχει γραμμικότητα· είναι κύκλος. Είναι 1978 και 2024 ταυτόχρονα. Είναι το αργοπορημένο χθες που δεν ξεπεράσαμε, και το αύριο που δεν θα φτάσουμε ποτέ.
Για μια στιγμή σκέφτομαι πως το να φτάσω αργά ίσως ήταν το σημείο κλειδί εκείνης της νύχτας. Όχι μόνο γιατί προσπαθούσα να προλάβω κάτι που είχε ξεκινήσει, αλλά γιατί αυτή η καθυστέρηση με ανάγκασε να δω τα πράγματα αλλιώς: με την απόσταση της νοσταλγίας, σαν να παρακολουθούσα κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω ολοκληρωτικά. Εξάλλου, στον κόσμο των Clock DVA, ο χρόνος ήταν πάντα κάτι που δεν μπορούσες να πιάσεις. Ήταν κύκλος, ήχος, εικόνα – αλλά ποτέ σταθερή γραμμή.
Στο τελευταίο κομμάτι, το “The Hacker”, η αίσθηση του χρόνου χάθηκε. Το κομμάτι μου φάνηκε σαν μια δεκάλεπτη (και βάλε) εκδοχή της «hacked/re-hacked» εκδοχής του απόκοσμου αυτού ύμνου. Μπορεί να ήταν και πιο μικρή. Δεν είχα χρόνο να χρονομετρήσω την πραγματικότητα, άλλωστε, είχα χαθεί στην λούπα ενός άλλου παράλληλου χρόνου. Κάθε χτύπος, κάθε παραμορφωμένη μεταλλική συνθ νότα ήταν σαν να ξεκολλάει ένα κομμάτι από τον χρόνο που χάθηκε, σαν να ξαναζούσαμε έναν χαλασμένο κύκλο ζωής μέσα από τα σπασμένα δεδομένα του παρελθόντος. Και εκεί, στην οθόνη, η φιγούρα του William S. Burroughs –μια μορφή γεμάτη ρωγμές, σαν χάρτης μιας άλλης εποχής–, έμοιαζε να ψιθυρίζει κάτι για την ψευδαίσθηση του ελέγχου, για το πώς ο χρόνος είναι ένας ιός, ένας κώδικας που σπάει και μας αφήνει αιχμάλωτους στις ίδιες μας τις αναμνήσεις.
Όταν όλα τελείωσαν, η πόλη έξω έμοιαζε πιο σιωπηλή, πιο ήσυχη. Τα ρολόγια φαντάσματα στους τοίχους είχαν σταματήσει. Αλλά μέσα μας, κάτι ακόμα χτυπούσε. Σαν το τελικό echo από μια κασέτα που δεν θα τελειώσει ποτέ.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Εκείνο το βράδυ της Παρασκευής, μια καλοστημένη (παρα-)στάση εργασίας στο μετρό, έριξε την πόλη σε κυκλοφοριακό χάος. Η γιορτινή Αθήνα, βυθισμένη σε ένα χειμωνιάτικο κυκλοφοριακό χάος, είχε παραδοθεί για μια ακόμη φορά σε έναν ασφυκτικό ρυθμό· οι δρόμοι έμοιαζαν με αρτηρίες που πάσχιζαν να μεταφέρουν αίμα, αλλά είχαν μπλοκαριστεί από τον ίδιο τους τον εαυτό. Φτάσαμε αργά στο Arch. Δεν προλάβαμε τον Doric, χάσαμε την είσοδο των DVA και τα δύο πρώτα τους κομμάτια. Στο δρόμο, αναρωτηθήκαμε δυό-τρεις φορές μήπως γυρίσουμε πίσω, αλλά και η φορά ενάντια στο ρεύμα εκείνης της νύχτας ήταν μια δύσκολη απόφαση, ακόμα και αν υποστηριζόταν από τις «δικαιολογίες» παλαιότερων DVA gigs, ακόμα κι αν τα ρολόγια φαντάσματα στους τοίχους της πόλης μας έσπρωχναν προς τα μπροστά. Ακόμα, δεν ξέρω αν ήταν ο χρόνος που μας ξέφυγε ή εμείς που τον αφήσαμε να μας προσπεράσει. Η συναυλία είχε ήδη ξεκινήσει, και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπαίνοντας στο clun ήταν το φως της σκηνής, εκεί πάνω δεξιά από την σκοτεινή είσοδο, η οθόνη των visuals να τρεμοπαίζει μέσα από ένα ημιδιαφανή πέπλο, σαν να έβλεπα ένα όνειρο που είχα χάσει στο μισό. Οι Clock DVA είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν – όχι σαν μια μπάντα που περίμενες να δεις, αλλά σαν μια μνήμη που έπρεπε να κυνηγήσεις για να την πιάσεις.
Αυτή η καθυστέρηση, όμως, δεν ήταν απλή ατυχία. Ήταν μια μεταφορά. Έφτασα όπως φτάνουμε πάντα σε όλα τα πράγματα στη ζωή: καθυστερημένοι, προσπαθώντας να κατανοήσουμε κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει, κάτι που βρίσκεται ήδη στο 1/4 του κύκλου του. Στην περίπτωση των Clock DVA, αυτή η αίσθηση ήταν σχεδόν ποιητική. Ένα συγκρότημα που αλλάζει συνεχώς μορφές από το 1978, πάντα μια σκιά του παλιού του εαυτού, αλλά ταυτόχρονα κάτι νέο και ξένο.
Ο ήχος, το beat, η φωνή, οι εικόνες, όλα λειτουργούν σαν κομμάτια από ένα κρυπτογραφημένο παλίμψηστο. Κάθε ένα από αυτά και μια ανάγνωση του παρελθόντος και του μέλλοντος σε ένα σώμα που αρνείται να γεράσει. Και το Sheffield, εκεί που κάποτε γεννήθηκαν αυτές οι σκιές, τώρα ακούγεται σαν υπαινιγμός, σαν ένας σιωπηλός θρήνος πίσω από το laptop του Adi Newton, του μόνου που έμεινε να φυλάει τα ερείπια.
Φορώντας μια στολή εργάτη –ή μήπως κυβερνοπάνκ χειρουργού;– στέκεται σαν μοντέρνος ερημίτης, ανάμεσα σε δύο ακόμα μορφές: τον Maurizio Martinucci και την Gabriel Edvy. Τρεις άνθρωποι, τρεις οθόνες, τρεις κώδικες που ξεδιπλώνονται σε μια απροσδιόριστη χορογραφία του μηχανικού. Η σκηνή μοιάζει παράλογη, σχεδόν μεταφυσική. Η αόρατη κουρτίνα πάλεται, σαν πέπλο θανάτου, διαχωρίζει τους Clock DVA από το κοινό, μα και τους φέρνει πιο κοντά. Οι εικόνες που προβάλλονται επάνω του –ασανσέρ, μητροπόλεις, βαγόνια, καθρεφτισμένα σώματα σε έκσταση– είναι θραύσματα μνήμης. Ή μήπως είναι μελλοντικά οράματα;
Η μουσική τους, βουτηγμένη στον ήχο του χαλύβδινου παρελθόντος (και εδώ εννοώ το μηχανικό παρελθόν και όχι το post-punk-funk-industrial που προηγήθηκε αυτού), χτυπάει σαν μια γροθιά στα σωθικά. Η μηχανική στροφή του συγκροτήματος από τις αρχές των 90s και έπειτα γέννησε μια μουσική η οποία δεν είναι απλά για να την ακούσεις· είναι κάτι που νιώθεις μέσα στο δέρμα σου, όπως ο ηλεκτρισμός από ένα παλιό εργοστάσιο που καίγεται. Κάθε κομμάτι μεταμορφώνεται σε θέαμα, σε τελετή. Το κοινό ήδη κινείται. Όχι, δεν χορεύει απλά· γίνεται μέρος ενός κυκλώματος. Σαν να ήμασταν πάντα εκεί, προσπαθώντας να σπάσουμε την απόσταση από την οθόνη, την απόσταση από το «πραγματικό».
Και όμως, η ζεστασιά που αναδύεται από τον μηχανικό ήχο είναι σχεδόν ειρωνική. Μηχανές και οθόνες, αλλά η καρδιά χτυπάει. Κάθε ήχος που παράγεται από τα laptops μοιάζει παράξενα ανθρώπινος, σαν μια κραυγή που έμεινε εγκλωβισμένη στο ακατέργαστο εργοστασιακό μέταλλο. Ο Newton στέκεται σαν ο αρχιερέας αυτής της βιομηχανικής λειτουργίας, κοιτάζοντας το κοινό να του σκάνε οι εικόνες του πάνω. Εκείνες τις εικόνες που είναι σχεδόν δικές μας – πόλεις που δεν κατοικήσαμε, αλλά θυμόμαστε· ρολόγια που χτύπησαν σε χρόνους και τόπους που δεν ζήσαμε.
Καθώς το set συνεχίζεται, νιώθω ότι το πέπλο γίνεται λεπτότερο. Η απόσταση μεταξύ κοινού και μπάντας εξαφανίζεται, ή ίσως ποτέ δεν υπήρξε. Ήμασταν πάντα στην άλλη πλευρά της οθόνης. Και χορεύουμε σαν να προσπαθούμε να διαπεράσουμε αυτό το διαχωριστικό, να φτάσουμε την πηγή του ήχου. Στον κόσμο του Clock DVA, ο χρόνος δεν έχει γραμμικότητα· είναι κύκλος. Είναι 1978 και 2024 ταυτόχρονα. Είναι το αργοπορημένο χθες που δεν ξεπεράσαμε, και το αύριο που δεν θα φτάσουμε ποτέ.
Για μια στιγμή σκέφτομαι πως το να φτάσω αργά ίσως ήταν το σημείο κλειδί εκείνης της νύχτας. Όχι μόνο γιατί προσπαθούσα να προλάβω κάτι που είχε ξεκινήσει, αλλά γιατί αυτή η καθυστέρηση με ανάγκασε να δω τα πράγματα αλλιώς: με την απόσταση της νοσταλγίας, σαν να παρακολουθούσα κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω ολοκληρωτικά. Εξάλλου, στον κόσμο των Clock DVA, ο χρόνος ήταν πάντα κάτι που δεν μπορούσες να πιάσεις. Ήταν κύκλος, ήχος, εικόνα – αλλά ποτέ σταθερή γραμμή.
Στο τελευταίο κομμάτι, το “The Hacker”, η αίσθηση του χρόνου χάθηκε. Το κομμάτι μου φάνηκε σαν μια δεκάλεπτη (και βάλε) εκδοχή της «hacked/re-hacked» εκδοχής του απόκοσμου αυτού ύμνου. Μπορεί να ήταν και πιο μικρή. Δεν είχα χρόνο να χρονομετρήσω την πραγματικότητα, άλλωστε, είχα χαθεί στην λούπα ενός άλλου παράλληλου χρόνου. Κάθε χτύπος, κάθε παραμορφωμένη μεταλλική συνθ νότα ήταν σαν να ξεκολλάει ένα κομμάτι από τον χρόνο που χάθηκε, σαν να ξαναζούσαμε έναν χαλασμένο κύκλο ζωής μέσα από τα σπασμένα δεδομένα του παρελθόντος. Και εκεί, στην οθόνη, η φιγούρα του William S. Burroughs –μια μορφή γεμάτη ρωγμές, σαν χάρτης μιας άλλης εποχής–, έμοιαζε να ψιθυρίζει κάτι για την ψευδαίσθηση του ελέγχου, για το πώς ο χρόνος είναι ένας ιός, ένας κώδικας που σπάει και μας αφήνει αιχμάλωτους στις ίδιες μας τις αναμνήσεις.
Όταν όλα τελείωσαν, η πόλη έξω έμοιαζε πιο σιωπηλή, πιο ήσυχη. Τα ρολόγια φαντάσματα στους τοίχους είχαν σταματήσει. Αλλά μέσα μας, κάτι ακόμα χτυπούσε. Σαν το τελικό echo από μια κασέτα που δεν θα τελειώσει ποτέ.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.