Η Beth Gibbons, η στοιχειωμένη φωνή των Portishead, ανέβηκε στον Λυκαβηττό για να μας δείξει τι απομένει όταν η μουσική απογυμνωθεί από το στιλ και γίνει καθαρή ανάγκη. Το setlist της στην Αθήνα κινήθηκε σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από τα τραγούδια του Lives Outgrown, του σπαρακτικά ήσυχου, εσωστρεφούς δίσκου που φέρει το στίγμα μιας γυναίκας η οποία ξέρει πώς να κουβαλάει την απώλεια, την ηλικία και την επιμονή σαν ιερό τρίπτυχο.

Με πλήρες 7μελές σχήμα επί σκηνής (έγχορδα, πνευστά, κρουστά, μια εξαιρετική μπάντα που ακολουθούσε κάθε σπάσιμο στη φωνή της) η Beth χθες το βράδυ περισσότερο εξομολογήθηκε, παρά τραγούδησε. Όπως κάνει κάθε φορά μπροστά από ένα μικρόφωνο. Όσοι περίμεναν μια βραδιά νοσταλγίας ικανοποιήθηκαν μόνο στιγμιαία, όταν στο encore ακούστηκαν το “Roads” και το “Glory Box”, που έσκασαν πραγματικά σαν φαντάσματα, τα οποία ήρθαν να την αγκαλιάσουν και να τη χαϊδέψουν (κι εμάς μαζί) από το παρελθόν. Ανάμεσα στα κομμάτια του νέου δίσκου, χώρεσαν και θραύσματα από την εμβληματική της συνεργασία με τον Rustin Man, με το “Mysteries” και το “Τom The Model” να αιωρούνται σαν ψαλμοί για κάτι που δεν λέγεται ποτέ μέχρι τέλους.

Ήταν μια Νύχτα (ναι, με κεφαλαίο Ν) που θα μπορούσες να τη συνοψίσεις με την αρχή και το τέλος της, αν δεν φοβόσουν πως κάτι τέτοιο θα πρόδιδε τη μαγεία της, θα την πρόδιδε σαν κάποιο λάθος όνομα σε έναν παλιό έρωτα. Ξεκίνησε, τυλίγοντάς μας με αρώματα Ανατολής, με ένα drone που έμοιαζε να αναδύεται από τα βάθη μιας πρόσφατης πετρελαιοκηλίδας του νου, και με ρυθμούς που σε παρέσερναν σαν φίδι που τυλίγεται γύρω από τον αστράγαλο σου για να σκαρφαλώσει πάνω σου. Και κατέληξε σ’ έναν οργιαστικό χορό με μάτια κλειστά και σώματα αφημένα, να λικνίζονται κάτω από τύμπανα που κυλούσαν σαν τους βράχους από τον κουραστικό λόφο που σκαρφαλώσαμε, και μια φωνή που έμοιαζε να μην είχε αφήσει ούτε μια μέρα το υπόγειο βασίλειό της. Γιατί, η Beth χθες ήταν σαν να μην έφυγε ποτέ από κοντά μας. Ναι, πάντα εκεί, στο μέρος που την βολεύει, αλλά μαζί με όλους εμάς, και απλώς αυτή τη φορά, μίλησε λιγότερο σαν είδωλο και περισσότερο σαν άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που παραπατά, αλλά στέκεται. Και τραγουδάει όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να επιβιώσει.

Επίσης η φωνή της Beth μπορεί ακόμα και αιωρείται. Άλλοτε αιθέρια, άλλοτε σπασμένη, άλλοτε λυρική, άλλοτε εύθραυστη. Σαν να εκπέμπει μέσα από το σώμα της ένα παράξενο κύμα, κάτι σαν ένα ανθρώπινο theremin που πάλλεται ανάμεσα στην σιωπή και το φως της σκηνής. Οι λέξεις της, πεντακάθαρες και ευκρινείς, έφτασαν στα αυτιά (όλων θα ήθελα να πιστεύω) σαν προσευχές που δεν χρειάζονται καμία ερμηνεία, παρά μόνο αφοσίωση. Αλίμονο, όμως, δύσκολο πράγμα η αφοσίωση στις μέρες μας.

Και όμως, παρόλο που στο μεγαλύτερο μέρος στέκεται σχεδόν ακίνητη, αφοσιωμένη με μια λιτότητα σχεδόν ιερατική, δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Μίλησε ελάχιστα, δυο-τρία ευχαριστώ (και στα ελληνικά), μια μικρή υπόκλιση σαν παιδί που ντρέπεται για την αγάπη που του δείχνεις, και μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους στο τέλος.

Όσο την άκουγα ευλαβικά στο “Lost Changes” καταλάβαινα καλύτερα την αρχή κι αυτό το σημερινό “τέλος”, το ενδιάμεσο και τα κενά του, όχι ως κομμάτια μιας βραδιάς. Ήταν η αφήγηση μιας μνήμης που γράφεται σχεδόν μόνη της. Μιας ιστορίας που σου λέει: «Ήσουν κι εσύ εκεί μαζί μου, και ας μην μπορείς να το αποδείξεις». Αυτό το κομμάτι-μανιφέστο για τη χαμένη κοινότητα των ανθρώπων, όπου ο στίχος «time changes, life changes / is what changes thing / we’re all lost together» έπεσε σαν μαύρη βροχή: σκοτεινή, αλλά λυτρωτική.

Αναμφίβολα, η πιο αγαπημένη μου στιγμή ήταν και η πιο αναπάντεχη, ίσως γιατί άνοιξε αυτή η χαραμάδα στον χρόνο και να πέρασε μέσα της κάτι που δεν περίμενα πια να ζήσω. Οι πρώτες νότες του “Roads” απλώθηκαν στον αέρα και τον γέμισαν σαν ομίχλη που κουβαλάει μνήμη. Κάποιοι από τους καθισμένους σηκώθηκαν αυθόρμητα, σχεδόν από ένστικτο, όχι για να χειροκροτήσουν, αλλά γιατί δεν μπορούσαν πια να μείνουν καθιστοί μπροστά σε κάτι τόσο εύθραυστο και πανίσχυρο ταυτόχρονα. …Και μετά, ακολουθεί το “Glory Box”. Καμία συνέχεια, μόνο μια ακόμη αποκάλυψη, σαν να περνάς από την ομίχλη του “Roads” στη λάβα ενός ονείρου που καίει αργά. Η σκηνή σκοτεινιάζει λίγο ακόμη, και η Beth τραγουδάει λες και σκαλίζει με νύχια το μέσα μας. Η σαγήνη δεν είναι φτιαγμένη από φωνή, είναι φτιαγμένη από απόφαση: «I’m so tired of playing, playing with this bow and arrow, gonna give my heart away, leave it to the other girls to play…» και ξαφνικά είμαστε όλοι εκεί, μετέωροι, ανάμεσα στην επιθυμία και στην παραίτηση.

Η Beth Gibbons, χθες το βράδυ, λοιπόν, σαν πλάσμα βγαλμένο από τη σκιά και το φως μαζί, δεν επιβεβαίωσε απλά την αξία της, την ξεπέρασε. Η φωνή της, σοφή και τρυφερή σαν γνώριμο παλιό τραύμα που έγινε χθες πολύτιμη προσευχή, αποδεικνύει πως όσο περνούν τα χρόνια, εκείνη δεν γερνά: μετουσιώνει. Και το ότι ακόμη συνεχίζει να ταξιδεύει, να τραγουδά, να μας θυμίζει τι θα πει αληθινή παρουσία είναι, για εμένα, καθαρή μαγεία.

 

 

Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.