Αν και το βινύλιο έχει τραβήξει τα βλέμματα της μουσικής βιομηχανίας και των μουσικόφιλων τα τελευταία χρόνια, το CD απρόοπτα παραμένει μια δημοφιλής επιλογή, κυρίως για τους συλλέκτες αλλά και για εκείνους που προτιμούν να ακούνε μουσική μέσω κάποιου φυσικού μέσου.
Παρά το γεγονός ότι οι ψηφιακοί δίσκοι (CD) σημείωναν σταθερή πτώση κατά τη διάρκεια της streaming εποχής, οι πηγές λιανικής πώλησης, παραγωγής και διανομής υποστηρίζουν ότι το άλλοτε αγαπημένο δισκάκι επιστρέφει στη ζωή μας και γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλές, και όχι μόνο ως memorabilia αντικείμενο.
Σύμφωνα με την Recording Industry Association of America (RIAA), τα τελευταία 3 χρόνια αγοράστηκαν 111 εκατομμύρια CD, ενώ το 2021 οι πωλήσεις νέων CD αυξήθηκαν για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια! Τα CD συνεχίζουν να βρίσκουν το δρόμο τους προς τα χέρια των ακροατών μουσικής, καθώς αποτελούν τη δεύτερη μορφή με τις περισσότερες πωλήσεις στο Discogs, αντιπροσωπεύοντας το 23,1% των συνολικών πωλήσεων της Αγοράς το 2022.
Τα CD, των οποίων το μεγαλύτερο ίσως πλεονέκτημα είναι η φορητότητά τους και ότι δεν επηρεάζονται προς το παρόν από αντίστοιχες καθυστερήσεις με αυτές που παρουσιάζονται στα εργοστάσια κοπής δίσκων βινυλίου -ακόμη η βιομηχανία προσπαθεί να ξεπεράσει το μπλακ αουτ με τον δίσκο “30” της Adele, όταν ζητήθηκαν 500 χιλιάδες κόπιες-, γίνονται και πάλι βασικός πυλώνας ακρόασης και οι πωλήσεις τους αυξάνονται ελαφρώς σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι (από 6,8 εκατομμύρια το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε 6,9 εκατομμύρια φέτος), σύμφωνα με τη Luminate.
fun fact: το «απομεινάρι» της χρυσής εποχής της μουσικής βιομηχανίας, το 2000, σημείωσε πωλήσεις κοντά στα 13,2 δισεκατομμύρια παγκοσμίως, χάρη στους *NSYNC, την Britney Spears και φυσικά τον Eminem.
Η ιστορία του CD σε λίγες γραμμές
Πριν από 41 χρόνια, στις 17 Αυγούστου του 1982, το πρώτο compact disc (CD) στον κόσμο, ένα αντίγραφο του “The Visitors” των ABBA, κατασκευάστηκε σε ένα εργοστάσιο της Philips στη Γερμανία, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας εποχής για τη μουσική βιομηχανία. Το CD, που αναπτύχθηκε από κοινού από τη Philips και τη Sony, είχε αρχικά σχεδιαστεί για να χωράει 60 λεπτά ήχου με διάμετρο δίσκου 115 χιλιοστών. Ωστόσο, η χωρητικότητα επεκτάθηκε τελικά σε 74 λεπτά και διάμετρο 120 mm, ώστε να χωρέσει μια πλήρη εκτέλεση της 9ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Τουλάχιστον αυτό αναφέρει ο θρύλος.
Η έλευση του CD σηματοδότησε επίσης την έναρξη της ψηφιακής μουσικής εποχής, ακόμη και αν τα bits και τα bytes του CD εξακολουθούσαν να περιορίζονται σε ένα φυσικό μέσο. Σε αντίθεση με τη σημερινή ψηφιακή μουσική, η οποία δεν δεσμεύεται πλέον από φυσικούς νόμους και διακτινίζεται στα smartphone μας μέσω streaming πλατφορμών.
Η λεγόμενη «μαγεία του βινυλίου», η διαδικασία μύησης δηλαδή όταν ήθελες να βάλεις έναν δίσκο να παίξει, μεταβιβάστηκε και στο νέο format ακρόασης -το CD- καθώς το unboxing, αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο όρο, παρέμεινε αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας ακρόασης. Μια διαδικασία που σε έκανε να εκτιμήσεις την αγοραστική αξία του μέσου και το έργο του καλλιτέχνη, αλλά αναπόφευκτα έσβησε στην εποχή του streaming.
Σύμφωνα με την Recording Industry Association of America (RIAA), οι πωλήσεις άλμπουμ CD στις ΗΠΑ έχουν μειωθεί κατά 95% από την κορύφωσή τους το 2000 και βρίσκονται σήμερα στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1986, όταν το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ της Whitney Houston βρέθηκε στην κορυφή των charts του Billboard.
Έχοντας πληγεί από την άνοδο της ανταλλαγής αρχείων, του παράνομου download και των MP3 player στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι πωλήσεις CD μειώθηκαν σχεδόν στο μισό μεταξύ 2000 και 2007, όταν δηλαδή εμφανίστηκαν τα smartphones και οι πρώτες υπηρεσίες streaming μουσικής για να βάλουν την υπογραφή τους στο μικρό στρογγυλό «φέρετρο» του compact disc. Το 2021, ωστόσο, υπήρξε μια σχετική ανάσταση, καθώς τα νέα άλμπουμ και οι επανακυκλοφορίες από μεγάλους καλλιτέχνες όπως η Adele, η Taylor Swift και οι BTS προκάλεσαν αύξηση των πωλήσεων CD για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 20 χρόνια.
Πώς όμως άντεξαν τα CD στην φθορά της αγοράς και γιατί αυξάνεται και πάλι η δημοτικότητά τους; Ο καλύτερος τρόπος για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα είναι να αναλύσουμε τα τελευταία στοιχεία του Discogs και να δούμε πώς οι καλλιτέχνες, οι φαν τους και οι δισκογραφικές εταιρείες έχουν συμβάλει στην επιστροφή των CD.
Το μεγάλο comeback
Η αύξηση των πωλήσεων θα μπορούσε να είναι ένα αντίστοιχο σημάδι coolness, παρόμοιο με την απροσδόκητη και συνεχή αναβίωση του vinyl revival που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κυρίως με τους χιπστερς, η οποία τροφοδοτήθηκε από κυκλοφορίες limited-edition που κόπηκαν σε έγχρωμο βινύλιο και άλλες φιοριτούρες. Η Taylor Swift, για παράδειγμα, εκμεταλλεύτηκε αυτή την τάση και την προσάρμοσε σε CD για το τελευταίο άλμπουμ της “Midnights”, ενώ το παράδειγμά της το ακολούθησαν και άλλοι καλλιτέχνες, μεταξύ αρκετών K-pop συγκροτημάτων με περίτεχνα και συλλεκτικά CD box sets.
Εν τω μεταξύ, οι δισκογραφικές εταιρείες, αρπάζοντας την ευκαιρία της ανόδου που σημειώθηκε στις πωλήσεις βινυλίου, βρήκαν την τέλεια αφορμή για να αυξήσουν τα κέρδη τους ανεβάζοντας τις τιμές στις νέες κυκλοφορίες τους. Παράλληλα, το αγοραστικό κοινό των δίσκων έπεσε «με τα μούτρα» στα μεταχειρισμένα παλαιότερων εκδόσεων, κάτι που έφερε σταδιακά την αύξηση στις τιμές των second hand και «εξαφανίζοντας» από την αγορά κάποια κλασικά άλμπουμ.
Έτσι, με τη μέση τιμή του βινυλίου να πλησιάζει τα 25-30 ευρώ και τις καθυστερήσεις στην κατασκευή να συνεχίζουν να ταλαιπωρούν τη βιομηχανία, το CD απέκτησε ξανά δημοτικότητα ως merch προϊόν των καλλιτεχνών -μπλούζα, καπέλο, σημειωματάριο, CD.
Τα στοιχεία του Discogs
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Discogs, το CD αντιπροσωπεύει πλέον το 25% του ετήσιου συνόλου των νέων καταχωρήσεων στη βάση δεδομένων του. Συγκεκριμένα: το 2022 υποβλήθηκαν 295 χιλιάδες κυκλοφορίες σε CD και το 2023, μέχρι στιγμής, ο αριθμός αυτός είναι 113 χιλιάδες.
Καθώς η επιθυμία του κοινού για ακρόαση μουσικής σε φυσικό μέσο αυξάνεται, οι καλλιτέχνες που καθορίζουν τις εξελίξεις (βλ. Beyonce, BTS, Taylor Swift κ.α.) έχουν συμβάλλει στην ενίσχυση των πωλήσεων CD με τις τελευταίες τους κυκλοφορίες. Αυτή η τάση, σε συνδυασμό με τις limited edition κυκλοφορίες σε CD, έχει δώσει νέα ζωή στο μέσο και οι νεότεροι συλλέκτες μουσικής του δίνουν μια ακόμα, ίσως τελευταία, ευκαιρία.
Όσο για τις πωλήσεις, αυτές έχουν αυξηθεί αρκετά στο marketplace της πλατφόρμας από το 2018. Αυτή την στιγμή, στο Discogs, υπάρχουν περισσότερα από 20 εκατομμύρια CD που είναι διαθέσιμα για αγορά και η Gen Z είναι το μεγαλύτερο αγοραστικό κοινό τους.
fun fact: τα CD αντιπροσωπεύουν το 1/5 όλων των αγορών στο Discogs και κατά μέσο όρο πωλούνται 3 εκατομμύρια CD κάθε χρόνο.
Οι τιμές των φυσικών μέσων
Παρόλο που οι καθυστερήσεις στη κοπή βινυλίου που σχετίστηκαν με την πανδημία σταδιακά μειώνονται, ώθησαν τους καλλιτέχνες στην αναζήτηση εναλλακτικών πόρων εσόδων και τα CD έκαναν την επανεμφάνιση τους στις merch καμπάνιες τους. Ειδικά τα συγκροτήματα που ήθελαν να υποστηρίξουν κάποια επερχόμενη περιοδεία τους με την κυκλοφορία κάποιο άλμπουμ, έτσι «Η προσπάθεια να προμηθευτούν εγκαίρως βινύλιο ήταν αδύνατη, και προτίμησαν αμέσως τα CD», είχε δηλώσει ο Ric Sherman, ιδιοκτήτης της The Production Department.
Όμως, σύμφωνα με το Billboard, το περιθώριο κέρδους για τα άλμπουμ βινυλίου είναι ελαφρώς υψηλότερο από τα CD. Ένα CD αξίας 15 δολαρίων θα απέδιδε περίπου 13,50 δολάρια κέρδος, ενώ ένα άλμπουμ βινυλίου αξίας 30 δολαρίων, 15 δολάρια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Tony van Veen, CEO της εταιρείας κατασκευής βινυλίου και CD “Disc Makers” με έδρα το Νιου Τζέρσεϊ, η κατασκευή 100 CD κοστίζει 150 δολάρια, σε σύγκριση με 1.500 δολάρια για 100 άλμπουμ βινυλίου. Ενώ λοιπόν το βινύλιο μπορεί να αποφέρει υψηλότερα κέρδη, το CD είναι πιο φθηνό και οι εταιρείες μπορούν να επενδύσουν πιο άμεσα σε αυτό.
Ταυτόχρονα, κάποιος που θέλει να αποκτήσει σε φυσική μορφή το “Dark Side Of The Moon” των Pink Floyd, στην ελληνική αγορά, θα πρέπει να δώσει περίπου 10 ευρώ για το CD ενώ για σε βινύλιο, κάποιες εκδόσεις, αγγίζουν τα 45 ευρώ. Εν μέσω της αύξησης του κόστους ζωής, είναι λογικό λοιπόν ο κόσμος να στρέφεται στο CD, το οποίο στην τελική δεν έχει να ζηλέψει και τόσα πολλά από το βινύλιο. Άλλωστε, η μουσική έχει σημασία και όχι το μέσο ακρόασης.
Με πληροφορίες από: Discogs, Billboard, Statista, Axios, Popsci