Η Καλιφόρνια φημίζεται για τέσσερα πράγματα: τα πορτοκάλια της, το κρασί της, τις γυναίκες της και τον Brian Wilson με τους Beach Boys του.
Όσοι έχουν ζήσει στην Καλιφόρνια, έχουν να λένε για το, διαρκώς καλοκαιρινό κλίμα της μεγαλύτερης πολιτείας των Η.Π.Α., ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο. Στο κάτω κάτω είναι σχεδόν νομοτελειακό και αναπόφευκτα καρμικό να υμνείς την πιο φωτεινή εποχή του χρόνου, όταν κι εσύ ο ίδιος είδες κατακαλόκαιρο το πρώτο σου φως: γεννημένος στις 20 Ιουνίου του 1942, ο Wilson μεγάλωσε, κυριολεκτικά, με το ένα του πόδι να πατάει πάνω στην καλιφορνέζικη γη και το άλλο να ανακατεύει τον αμμώδη βυθό του Ειρηνικού Ωκεανού.
Περνάει όλα του τα καλοκαίρια μέχρι το 1960, κάνοντας ηλιοθεραπεία και σέρφινγκ μαζί με τα αδέλφια του, Carl και Denis (όχι και με μεγάλη επιτυχία, αλλά τέλος πάντων, οι περισσότεροι, λανθασμένα, θεωρούν πως τα παιδιά της οικογένειας Wilson ήταν δεινοί σέρφερ, ενώ στην ουσία μόνο ο Denis ήταν σχετικά καλός) και στο ενδιάμεσο των θαλάσσιων σπορ τους, σκαρώνουν κι ένα συγκρότημα, τους Beach Boys.
Έτσι, επιτέλους ο Wilson ανακαλύπτει το πραγματικό του ταλέντο: γράφει τραγούδια για γυναίκες και αυτοκίνητα, αυτοκίνητα και γυναίκες, χωρίς να παρεκκλίνει καθόλου απ’ το αγαπημένο του αυτό θεματικό δίπολο.
Όταν οι Beach Boys έσκασαν μύτη το 1961, παρέσυραν με τα παλιρροϊκά κύματα της μουσικής τους μια ολόκληρη γενιά νέων που διψούσαν για ποπ μουσική: η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη.
Ο Brian Wilson δεν είναι απλώς ο τραγουδιστής, μπασίστας, πιανίστας και βασικός συνθέτης του συγκροτήματος, αλλά μια διαρκώς ανήσυχη φύση που σχεδόν τον «υποχρεώνει» να εκτελεί, απ’ το 1963, ακόμη και χρέη παραγωγού, έναν ρόλο που, μέχρι τότε κατέχουν μόνο μεγάλα σε ηλικία και σεβαστά από άποψη κύρους, ονόματα της αμερικάνικης μουσικής βιομηχανίας.
Αυτός όμως είναι μόλις 21 ετών και μέσα στο περίπλοκο εγκεφαλικό του σύμπαν έχει αρχίσει ήδη να γράφεται το σενάριο ενός απ’ τα πιο μεγαλεπήβολα μουσικά project όλων των εποχών. Η μέχρι τότε πορεία της μπάντας του όμως, κάθε άλλο παρά ευχαριστημένο τον αφήνει, αφού πλέον ο ίδιος το έχει ρίξει στη βαριά κουλτούρα και έχει βαρεθεί να γράφει ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο ένα οποιοδήποτε γυναικείο όνομα.
Βγάζει μια για πάντα το κλασικό ριγέ πουκαμισάκι-σήμα κατατεθέν των Beach Boys για χάρη σκούρων και μονόχρωμων ρούχων, ενδεικτικών της συναισθηματικής πορείας που θα ακολουθούσε, σε ολοένα και πιο μισοσκότεινα μουσικά μονοπάτια.
«B» όπως Beethoven, Βrian Wilson κτλ
Το 1964 οι γιατροί διαγνώσκουν σχεδόν ολική κώφωση απ’ το ένα του αυτί: σε ποιον, τον άνθρωπο που, από μια ειρωνεία της τύχης, λατρεύει την «Ενάτη Συμφωνία» και τον ίδιο τον Beethoven σαν θεό. Η ταραγμένη του ψυχοσύνθεση δεν βοηθάει και πολύ την κατάσταση: έχει αεροφοβία και τρέμει τις πτήσεις όπως ο διάολος το λιβάνι. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους παθαίνει την πρώτη κρίση πανικού μέσα στο αεροπλάνο κι ένα μήνα μετά, κοντά στα Χριστούγεννα, νευρικό κλονισμό μέσα στο αεροσκάφος που τον μετέφερε στο Χιούστον.
Βλέποντας την ακοή του να επιδεινώνεται, κλείνεται στο σπίτι του, παρέα μόνο με την σύζυγό του, Marilyn Rovell, και ενα μεγάλο πιάνο με ουρά. Έχει μια τόσο μεγάλη εμμονή με τον τόπο καταγωγής του, που όσοι μπαίνουν στο σαλόνι του βλέπουν το πάτωμα γύρω απ’ το πιάνο να είναι καλυμμένο με καλιφορνέζικη άμμο, ώστε να βάζει μέσα τα πόδια του, την ώρα που συνθέτει τα νέα τραγούδια της μπάντας. «Τριπάρει» με τη νέα μόδα, το LSD και γενικώς κάνει ό,τι μπορεί για να οδηγήσει το, ήδη αλλοπρόσαλλο μυαλό του, σε άλλες, περισσότερο technicolor, διαστάσεις, όπως προτάσσει άλλωστε και το χίπικο κλίμα της εποχής.
Αυτό όμως που έμελλε να αλλάξει μια για πάντα όχι μόνο τον μουσικό, αλλά και τον άνθρωπο Wilson, ήταν μια «Λαστιχένια Ψυχή» απ’ την άλλη άκρη του Ατλαντικού: οι Beatles, κυκλοφορώντας το άλμπουμ Rubber Soul, ρίχνουν ένα δυνατό κροσέ κι ένα ακόμη ισχυρότερο άπερκατ στην συνθετική πένα του Wilson.
Ο ίδιος δηλώνει πως περνάει ολόκληρα μερόνυχτα ακούγοντας το άλμπουμ ξανά και ξανά, μέχρι που αυτό μπαίνει τόσο πολύ μες’ το πετσί του που βάζει στοίχημα με τον εαυτό του να δώσει πολύ σύντομα μια εξίσου αποστομωτική μουσική απάντηση στον Lennon και τον McCartney, τους οποίους θεωρούσε άμεσους ανταγωνιστές του στην κατηγορία του πιο ταλαντούχου νέου ποπ μουσικού.
Στις 12 Ιουλίου του 1965 οι Beach Boys μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση κάποιων νέων τραγουδιών και, λίγες μέρες μετά, ο Brian ανακοινώνει στους υπολοίπους τέσσερις πως δεν θα τους ακολουθήσει στην περιοδεία τους, αλλά θα απομονωθεί στο σπίτι του, ώστε να αφοσιωθεί στην ολοκλήρωση του επόμενου δίσκου τους που θα ονομαζόταν «Pet Sounds» (λογοπαίγνιο με τη λέξη pet που σημαίνει τόσο «κατοικίδιο ζώο», όσο και «αγαπημένο», εξού και το εξώφυλλο του άλμπουμ δείχνει τους πέντε Beach Boys να ταΐζουν ζώα σε έναν ζωολογικό κήπο).
Όχι μόνο οι μουσικόφιλοι του 1966, αλλά καλά καλά ούτε καν οι μουσικόφιλοι του 2023 δεν είναι ακόμη επαρκώς προετοιμασμένοι για να δεχτούν ένα τόσο σύνθετο άλμπουμ σαν το Pet Sounds -γι’ αυτό άλλωστε και το, θεωρούμενο, ως magnum opus των Beach Boys πούλησε, στην εποχή του γύρω στα 100.000 κομμάτια, ενώ σήμερα έχει φτάσει να θεωρείται ως ένα απ’ τα καλύτερα όλων των εποχών για την ποπ μουσική, δίπλα σε αντίστοιχα όπως το «Revolver» των Beatles.
Ο Paul McCartney πάντως, προ ετών δήλωσε πως εκτιμάει τόσο πολύ το Pet Sounds ώστε αγόρασε «από ένα αντίτυπο του δίσκου για το κάθε παιδί μου, γιατί κανείς δεν έχει εκπαιδευτεί μουσικά, αν δεν έχει ακούσει αυτό το άλμπουμ. Είναι ένας πλήρης και κλασικός δίσκος που από πολλές πλευρές δεν πρόκειται να ξεπεραστεί», ενώ ο παραγωγός των «Σκαθαριών», ο George Martin, παραδέχτηκε πως «αν υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που θα έπρεπε να επιλέξω ως μια ζωντανή ιδιοφυΐα της μοντέρνας μουσικής, θα διάλεγα τον Brian Wilson».
Η ουσία είναι πως το Pet Sounds πείσμωσε τους τέσσερις Αγγλους μουσικούς και ο άτυπος αυτός συναγωνισμός μεταξύ Beatles και Brian Wilson οδήγησε, ένα χρόνο μετά, στην κυκλοφορία του «Sgt.Pepper’s Lonely Hearts Club Band».
«Όταν έγινα 25 ετών “έσβησα τα φώτα” γιατί δεν μπορούσα να αντέξω την αντηλιά που τύφλωνε τα κουρασμένα μου μάτια», τραγουδάει κατόπιν με σπαρακτικό τρόπο ο ίδιος ο Wilson σε ένα απ’ τα τραγούδια του, αναφερόμενος σε εκείνη την εποχή.
Απ’ το 1968 κι έπειτα ο Wilson «τα χάνει»: δουλεύει υπό καθεστώς άγχους για να προλάβει τα deadline του επόμενου άλμπουμ του, ονόματι Smile, αλλά ο ψυχισμός του δεν είναι απλά εύθραυστος, είναι θρυμματισμένος.
Παθαίνει ένα δεύτερο νευρικό κλονισμό τις ημέρες των ηχογραφήσεων του άλμπουμ και οι γιατροί τον αναγκάζουν να βρίσκεται κάτω από τη συνεχή ψυχιατρική παρακολούθηση. Παθαίνει ένα κυριολεκτικό black out, κατεβάζει το ρελέ του εγκεφάλου του και φυσικά παρατάει το Smile, το οποίο τελικά κυκλοφορεί στη μορφή που θα το ήθελε ο εμπνευστής του με καθυστέρηση… 35 ετών, το 2004.
Μέχρι το 1973 δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το κάθεται στο king size κρεβάτι του, να τρώει, να σνιφάρει γραμμές κοκαΐνης, να ξανατρώει και να κοιμάται. Οι Beach Boys κυκλοφορούν τα επόμενα άλμπουμ τους με τον ανεπίσημο αρχηγό τους σε κατάσταση χειμερίας νάρκης μακράς διαρκείας.
Παίρνει τα «πάνω» του στα τέλη της δεκαετίας του ’70, οπότε και βγαίνει για λίγο απ’ την έπαυλή του για να περιοδεύσει λίγο με την μπάντα του… αλλά απ’ το 1981 πέφτει ξανά μανά με τα μούτρα στην κόκα και έκτοτε μην τον είδατε, τον συναντήσατε.
Ο Wilson κατέχει και ένα άλλο ρεκόρ: πρέπει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που οι ποσότητες κοκαΐνης που κατανάλωνε ήταν αντιστρόφως ανάλογες της όρεξής του για φαγητό: αντί να αδυνατίζει, πάχαινε συνεχώς, με αποτέλεσμα, κάπου εκεί γύρω στο 1983, να ζυγίζει πάνω από 170 κιλά και οι γιατροί να φοβούνται πως η καρδιά του δεν θα αντέξει υπό το βάρος των κιλών και των ναρκωτικών.
Τελικά όμως, και κόντρα σε όλα τα αρνητικά προγνωστικά, άντεξε.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά τα τελευταία είκοσι χρόνια γυρνάει τον κόσμο, πλέον ως ευτραφής παππούς, παρέα με τις κόρες και τις εγγονές του στη σκηνή, τραγουδώντας τα ίδια εκείνα κομμάτια που έγραψε πριν 50-60 χρόνια.
Και οι συναυλίες του είναι ένα μοναδικό ποπ πανηγύρι, με τον ίδιο φυσικά να κάθεται στο πιάνο και να τραγουδάει χαμογελαστός, ακόμη κι αν τον βλέπεις πως δεν είναι το ίδιο εκείνο ανέμελο παιδί που το 1961 έκανε σέρφινγκ στις καλιφορνέζικες παραλίες, γράφοντας τραγούδια για γρήγορα αυτοκίνητα κι όμορφες, λυγερόκορμες γυναίκες…