Η στιγμή της αποχώρησής του από αυτόν τον πλανήτη ήρθε σε ένα σημείο όταν το μεγάλο του όραμα ενός κόσμου και μιας αγάπης –εμπνευσμένο από την πίστη του στο Rastafari– άρχισε να ακούγεται και να γίνεται αισθητό σε όλο τον κόσμο, με αφετηρία την Ευρώπη, και ειδικότερα μια Αγγλία που εκείνη την εποχή ζούσε την μεγάλη έκρηξη του πανκ. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η τελευταία παγκόσμια τουρνέ του Bob Marley και των Wailers το 1980 στην Ευρώπη προσέλκυε τα μεγαλύτερα ακροατήρια από οποιοδήποτε άλλο συγκρότημα της εποχής εκείνης, για να καταλάβει ότι τα τραγούδια του τζαμαϊκανού ποιητή άγγιζαν όχι μόνο το μαύρο κοινό, αλλά και ένα ανήσυχο λευκό κοινό, που δεν εξέταζε διακρίσεις, αλλά κοιτούσε βαθιά σε ό,τι είχε να τραγουδήσει ο μεγάλος καλλιτέχνης.
Η ιστορία του Marley, μοιάζει με ιστορία ενός αρχέτυπου, και γι’ αυτό το λόγο συνεχίζει να έχει μια τόσο ισχυρή και συνεχώς αναπτυσσόμενη αντήχηση, αφού ενσωματώνει την πολιτική καταστολή, την μεταφυσική και την καλλιτεχνική ενόραση, την εχθροπραξία των συμμοριών (έτσι όπως θα την ανακάλυπταν πολλά χρόνια αργότερα οι αμερικάνοι ράπερς) αλλά και μεγάλες περιόδους μυστικιστικής απομόνωσης. Το ακροατήριο του συνεχίζει να μεγαλώνει, γιατί στους δυτικούς η αποκαλυπτική ποίηση του για αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «μια αγάπη» φαίνεται ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει ακόμα και την ίδια τη ζωή. Στον Τρίτο Κόσμο, ο αντίκτυπος της μουσικής και των στίχων του ανοίγεται σε μια μεγάλη γεωγραφική κλίμακα, όχι μόνο μεταξύ των τζαμαϊκανών, αλλά και μέσα στις λίγες οικογένειες των Ινδιάνων Χόπι στο Νέο Μεξικό, των φυλών της Ινδονησίας και της Ινδίας, και ειδικότερα σε όλα εκείνα τα σημεία της Δυτικής Αφρικής, απ’ όπου οι σκλάβοι έφταναν στον Νέο Κόσμο.
Πολλοί λένε ότι η reggae μουσική είναι η πιο ηλιόλουστη μουσική του πλανήτη, και σίγουρα κάτω από το καθαρό τζαμαϊκανό φως του ήλιου θα μπορέσει να βρει κάποιος όλα τα συστατικά από τα οποία αποτελείται ο μύθος του μεγάλου αυτού ανθρώπου: η θλίψη, η αγάπη, η κατανόηση κι ένα «θεόσταλτο ταλέντο», όπως πιστεύουν στην Τζαμάικα. Όχι, δεν πρόκειται για μια λαϊκή πίστη που έχει εξυψώσει τον εθνικό της ήρωα, αλλά για πραγματικά γεγονότα που δείχνουν ότι μπορεί στη φτωχή Τζαμάικα να μη συμβαίνουν πολλά πράγματα, αλλά αν φτάσεις εκεί, τότε δεν θα ακούσεις ούτε ένα κακό τραγούδι του Marley, γιατί απλούστατα δεν έγραψε ποτέ ούτε ένα τέτοιο. Αντίθετα, άφησε πίσω του ένα αξιοπρόσεκτο σώμα ηχογραφήσεων, που σύμφωνα με πολλούς, η δεξαμενή της μουσικής και της ποίησής του είναι τόσο μεγάλη όσο και μια εγκυκλοπαίδεια.
Οι ρίζες ενός μύθου
«Rastaman vibration, positive»
Στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισε να δίνεται μια ιδιαίτερη (και περισσότερο πολιτική) έμφαση στην αφρικανική κληρονομιά, ένας μαύρος τζαμαϊκανός ιεροκύρηκας, ο Marcus Garvey, ίδρυσε την Universal Negro Improvement Association, μια ένωση που θα πάλευε για την ανανέωση της ζωής των μαύρων, με στόχο την ίδρυση ενός νέου κράτους σε μια Αφρική, απαλλαγμένη από την λευκή κυριαρχία. Σαν πρώτο βήμα σε αυτό το όνειρο, ο Garvey ίδρύσε μια εταιρία ατμόπλοιων (με την ονομασία Black Star Line), η οποία, στην λαϊκή φαντασία τουλάχιστον, επρόκειτο να πάρει τον μαύρο πληθυσμό από την Αμερική πίσω στην Αφρική.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1930 στην μακρινή Αιθιοπία, ο Ras Tafari Makonnen, στέφθηκε αυτοκράτορας της αφρικανικής χώρας και πήρε ένα καινούργιο όνομα, το Haile Selassie. O αυτοκράτορας ισχυριζόταν ότι ήταν ο 225ος κυβερνήτης σε μια χρονική γραμμή, που ξεκινούσε από τον Μένελικ, γιο του Σολομώντα και της Σίμπα. Οι τζαμαϊκανοί οπαδοί του Garvey, αφού συμβουλεύτηκαν τις διαθήκες τους για κάποιο σημάδι, θεώρησαν ότι ο Haile Selassie ήταν ο μαύρος βασιλιάς που είχε προφητεύσει ο Garvey, και ότι αυτός θα έσωζε την μαύρη φυλή. Αυτή και μόνο η σκέψη ήταν η έναρξη μιας νέας θρησκείας, της αποκαλούμενης Rastafari.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στο Rhoden Island, στο βόρειο άκρο της Τζαμάικα, γεννήθηκε ο Bob Marley. Η μητέρα του ήταν ένα δεκαοχτάχρονο μαύρο κορίτσι που το έλεγαν Cedella Booker ενώ ο πατέρας του ήταν λευκός, ο Norvan Marley, ένας καπετάνιος στην υπηρεσία της Αγγλικής Κυβερνητικής Διοίκησης. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1944 και ο Robert Nesta Marley γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1945. Για τους κατοίκους των φτωχών χωριών της Τζαμάικα, η πρωτεύουσα Kingston ήταν η πόλη των ονείρων, η γη της επαγγελίας, το πρόσφορο έδαφος της ευκαιρίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η πρωτεύουσα είχε λίγη εργασία να προσφέρει, αλλά ο κόσμος δεν το ήξερε κι έτσι στις αρχές των 60s νέοι άνθρωποι πλημμύρισαν την πόλη. Βέβαια, οι νεοφερμένοι, αν και γρήγορα απομυθοποιούσαν την πλούσια εικόνα του Kingston, σπάνια επέστρεφαν πίσω στα αγροτικά χωριά. Αντ’ αυτού στέριωσαν στα προάστια της πόλης, με πιο γνωστό το Trench Town. Εκεί μεγάλωσε ο Bob κι εκεί, μαζί με το φίλο του Bunny Livingstone, συνήθιζαν να ακούν το ραδιοφωνικό σταθμό της Νέας Ορλεάνης και να μαγεύονται από τις μουσικές του Ray Charles, του Fats Domino και του Curtis Mayfield.
Όταν ο Marley πάτησε τα δεκατέσσερα χρόνια, άφησε το σχολείο. Στο μυαλό του είχε μόνο ένα όνειρο: την μουσική. Το 1962 ηχογράφησε τα δύο πρώτα του σινγκλ “Judge Not” και “One Cup Of Coffee” που πέρασαν απαρατήρητα, αλλά τα ακούσαμε αργότερα από τις μεταθανάτιες ανθολογίες του. Ένα χρόνο μετά, οι Marley, Livingstone και ο Peter Mackintosh (γνωστός αργότερα σαν απλά Tosh) σχημάτισαν ένα συγκρότημα που έπαιζε ska και rock-steady (πρώιμες μορφές reggae μουσικής) και που ενώ στην αρχή υιοθέτησαν το όνομα The Teenagers, αργότερα κατέληξαν να λέγονται The Wailers. Φυσικά, η επιτυχία δεν ήρθε ποτέ από την αρχή, και ο Marley αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αμερική, όπου δούλεψε για μερικά χρόνια στην Chrysler. Μόνο που η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε στο νησί του, έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια (dreadlocks), που έγιναν το σήμα κατατεθέν του και αργότερα παγκόσμια μόδα.
Μια ανοδική, αλλά σύντομη, πορεία
«Ο σερίφης Τζον Μπράουν πάντα με μισούσε,
δεν ξέρω για πιο λόγο,’
κάθε φορά που φύτευα ένα σπόρο,
Έλεγε, «σκότωσε τον πριν φυτρώσει»
Έλεγε, «σκότωσέ τους όλους πριν φυτρώσουν»
Κι έτσι, πυροβόλησα τον σερίφη».
Το 1968 οι Wailers ξεκίνησαν να ηχογραφούν από την αρχή κάποια από τα παλιά τους κομμάτια, χτύπησαν τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών και το 1972 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο « Catch A Fire», ενώ ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το “Burnin’» που περιείχε μεγάλα τραγούδια σαν το “Get Up, Stand Up” και το “I Shot The Sheriff” που έγινε παγκόσμια επιτυχία με τη διασκευή του Eric Clapton (έφτασε στο νούμερο ένα του αμερικανικού τοπ) και βοήθησε στην εκτόξευση της δημοτικότητας του Marley. Βέβαια, δεν άργησαν και οι εσωτερικές διαφωνίες, με αποτέλεσμα το συγκρότημα να διαλυθεί, ο Bunny Wailer και ο Peter Tosh ακολούθησαν σόλο καριέρα και ο Marley κράτησε το όνομα του συγκροτήματος και εμφανιζόταν ως Bob Marley & The Wailers, ενώ τους συνόδευε πάντα στα φωνητικά το γυναικείο τρίο I Threes, που το αποτελούσαν η γυναίκα του Rita, η Marcia και η Judy.
Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία θα έρθει το 1975 με το μοναδικό και πραγματικά αξέχαστο No Woman, No Cry» ενώ ένα χρόνο αργότερα θα κυκλοφορήσει το θρυλικό “Rastaman Vibration” που έμεινε τέσσερις εβδομάδες στο τοπ-10 της Αμερικής. Τώρα πια, όχι μόνο διάσημος, αλλά ένας καλλιτέχνης παγκόσμιου βεληνεκούς, με sold-out συναυλίες όπου κι αν πηγαίνει, μαθαίνει στον πλανήτη ένα νέο είδος μουσικής, τη reggae, ένα μοναδικό αμάλγαμα από ska, rhythm & blues και rock, μια μουσική νευρώδη τεμπέλικη συγχρόνως. Ένα είδος που θα γίνει μια νέα μουσική παγκόσμια γλώσσα και θα επηρεάσει πολλούς καλλιτέχνες σε κάθε σημείο του πλανήτη. Το 1976 θα επιστρέψει σαν ήρωας στην Τζαμάικα, για να παίξει το ρόλο του στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του, όταν άγνωστοι προσπαθούν να τον δολοφονήσουν μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Θα φύγει βιαστικά από το νησί και θα εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου θα ηχογραφήσει δύο νέα άλμπουμ, τα “Exodus” και “Kaya”, για να γυρίσει το 1978 πάλι πίσω στο Κινγστον για μια συναυλία πολιτικής συμφιλίωσης που έμεινε στην ιστορία σαν “One Love Peace Concert”.
Λίγο πριν, τον Ιούλιο του 1977, κάποια μέρα, εκεί που έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του (το αγαπημένο του άθλημα) χτύπησε το μεγάλο δάχτυλό του ποδιού του. Οι ενοχλήσεις συνεχίστηκαν, υποβλήθηκε σε εξετάσεις, και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα, του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να του σώσουν τη ζωή, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Αρνήθηκε να συντάξει ακόμα και οποιαδήποτε διαθήκη για να διευθετήσει τα πνευματικά του δικαιώματα και τα περιουσιακά του, καθότι είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Το απαγόρευε κι αυτό ο Ρασταφαριανισμός.
Πάλεψε τη νόσο όσο μπορούσε για τους επόμενους μήνες, ο καρκίνος, όμως, εξαπλώθηκε γρήγορα στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πιτσμπουργκ και βρισκόταν ένα βήμα πριν το θάνατο όταν κάλεσε έναν Γερμανό γιατρό να τον βοηθήσει. Μετακόμισε στην κλινική του Dr. Joseph Issels στη Βαυαρία, έμεινε εκεί τους επόμενους οκτώ μήνες, αλλά ενώ η κατάστασή του είχε σταθεροποιηθεί, η μάχη με τον καρκίνο φαινόταν να μην μπορεί να νικηθεί. Στις αρχές του Μαίου του 1981, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του στην Τζαμάικά, ένα ταξίδι που δεν ολοκλήρωσε ποτέ. Έφυγε από τη ζωή το πρωί της Δευτέρας, 11 Μαίου, σε κάποιο νοσοκομείο του Μαϊάμι.
Ο Marley αγαπήθηκε από εκατομμύρια φίλους της μουσικής. Έγραψε τραγούδια και μίλησε για τον έρωτα, αλλά και για την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς, μέσα από μια μουσική που όποιος την ακούει δεν μπορεί να μην την αγαπήσει. Βρέθηκε μέσα στη δίνη τεράστιων πολιτικών αντιπαραθέσεων στην πατρίδα του, δοκίμασε το φόβο με μια εις βάρος του απόπειρα δολοφονίας, αλλά γρήγορα έγινε ένας λαϊκός ήρωας, που τα τραγούδια του, αποτελούν τον μουσικό πλούτο μιας μικρής χώρας. Η επιρροή που άσκησε ο λόγος του σε όλους τους καλλιτέχνες της ραπ (δεν είναι λίγοι οι σύγχρονοι μουσικολόγοι που τον θεωρούν «νονό του Χιπ-Χοπ») το μεγάλο του όραμα για μια και μοναδική αγάπη που θα ενώσει όλες τις φυλές του κόσμου, και φυσικά ο τίτλος του «Βασιλιάς της Reggae», τον καθιστούν πάντα επίκαιρο στο σύγχρονο μουσικό χάρτη. Το άλμπουμ “Legend» που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά το θάνατό του και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, έχει γίνει δέκα φορές πλατινένιο με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 12 εκατομμύρια πωλήσεις.