Την πρώτη φορά που άκουσα το «Frankie Teardrop» ήμουν 24 χρονών κι έβλεπα εφιάλτες όλο το βράδυ. Το τραγούδι περιγράφει την ανυπόφορη ζωή ενός εικοσιτετράχρονου εργάτη, παντρεμένου με παιδί που εργάζεται εξοντωτικά ωράρια σε ένα εργοστάσιο. Ο Frankie προσπαθεί να επιβιώσει αλλά η σκληρότητα της καθημερινότητας τον τσακίζει, και η απελπισία του τον οδηγεί να πυροβολήσει θανάσιμα τη γυναίκα και το παιδί του και στο τέλος να στρέψει τη κάννη προς τον εαυτό του. Μέσα σε λίγους στίχους ο Vega περιέγραψε με μια ιδιοφυή απλότητα την κατάσταση της εργατικής τάξης της σύγχρονης Αμερικής, καταλήγοντας: «Eίμαστε όλοι ένας Frankie, και βρισκόμαστε στην κόλαση»
Frankie teardrop
Twenty year old Frankie
He’s married he’s got a kid
And he’s working in a factoryHe’s working from seven to five
He’s just trying to survive
Well lets hear it for Frankie
Frankie FrankieWell Frankie can’t make it
‘Cause things are just too hard
Frankie can’t make enough money
Frankie can’t buy enough foodAnd Frankie’s getting evicted
Oh let’s hear it for Frankie
Oh Frankie Frankie
Oh Frankie FrankieFrankie is so desperate
He’s gonna kill his wife and kids
Frankie’s gonna kill his kid
Frankie picked up a gunPointed at the six month old in the crib
Oh Frankie
Frankie looked at his wifeShot her
“Oh what have I done?”
Let’s hear it for FrankieFrankie teardrop
Frankie put the gun to his head
Frankie’s deadFrankie’s lying in hell
We’re all Frankies
We’re all lying in hell
Ο Αμερικανός μουσικός Alan Vega, που γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1938 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης ήταν πάντα πρόθυμος να τρομάξει το κοινό του και όλοι πίστευαν ότι ήταν 10 χρόνια νεότερος από την πραγματική του ηλικία, μέχρι που κυκλοφόρησε ηχογραφήσεις με αφορμή τα 70α γενέθλιά του το 2008. Δημιούργησε το συγκρότημα Suicide, μαζί με τον ντράμερ και πληκτρά Martin Rev, ενώ παράλληλα, το 1969 δημιουργούσε γλυπτά με το όνομα «Alan Suicide». Αν οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι μουσικοί της εποχής είχαν είτε καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό υπόβαθρο, ο Vega ζούσε και στους δύο αυτούς κόσμους, και ήταν η χαωτική αυτή συγχώνευση που τον οδήγησε στη μουσική.
Το καλλιτεχνικό έργο του Alan Vega ήταν μια αντανάκλαση της ενέργειας που θα έφερνε αργότερα στους «Suicide». Τα έργα του αποτελούνταν από κολάζ, σχέδια και γλυπτά από αντικείμενα που έβρισκε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Από καλώδια και σπασμένους λαμπτήρες μέχρι σταυρούς. Το έργο του ήταν ένα έργο που αντανακλούσε τους αγώνες του να μεγαλώνεις ως φτωχός στη Νέα Υόρκη, κάτι που τροφοδοτούσε την οργή του, κι έβγαινε στους στίχους και τη μουσικής του.
Το 1968 ο Vega ίδρυσε μαζί με άλλους το «MUSEUM: The Project of Living Artists», έναν χώρο και μια ομάδα που επέτρεπε σε καλλιτέχνες και ομάδες να εκθέτουν ελεύθερα το έργο τους χωρίς εμπορικές διαμεσολαβήσεις ή περιορισμούς. Αυτό έγινε σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τον στερεοτυπικό κόσμο της τέχνης της εποχής, ο οποίος ήταν έντονα ελεγχόμενος. Επρόκειτο για έναν χώρο στον οποίο επιτρεπόταν στους καλλιτέχνες να συνυπάρξουν και ο οποίος ήταν ανοιχτός εικοσιτέσσερις ώρες την ημέρα.
Μία από τις ομάδες που χρησιμοποιούσαν αυτόν τον χώρο ήταν η Art Worker’s Coalition, στην οποία συμμετείχε και ο Vega από το 1969. Η ομάδα είχε σοσιαλιστικό προσανατολισμό επιδιώκοντας την αναγνώριση των δημιουργών στον κόσμο της τέχνης, οδηγώντας συχνά σε διαδηλώσεις κατά των θεσμών, όπως για παράδειγμα, διαμαρτυρίες κατά μουσείων διεκδικώντας καλλιτεχνική ισότητα και τη μεταρρύθμιση των μουσείων.
Οι Suicide γεννήθηκαν μέσα από αυτόν τον χώρο, όπου ο νεαρός Vega και ο Martin Rev συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Ο Rev ήρθε μια μέρα αφού τον είχαν διώξει από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης επειδή οι μουσικοί του πειραματισμοί τους είχαν φανεί ανορθόδοξοι, καθώς έπαιζε Μπετόβεν με «τον δικό του τρόπο». Ο Rev κι ο Vega κάθε βράδυ έκαναν πρόβες και πειραματίζονταν ασταμάτητα με ηλεκτρονικούς ήχους. Πολύ συχνά μάλιστα οι δυο τους έπαιζαν τους άκρως πειραματικούς ρυθμούς τους σε τζαμαρίσματα και underground παραστάσεις στο MUSEUM, μέχρι που όλα αυτά προχώρησαν σε μια περεταίρω εξέλιξη, με τη σύνθεση τραγουδιών.
Ο Vega είπε οι Suicide ήθελαν να μιλήσουν «για την αυτοκτονία της κοινωνίας, ειδικά της αμερικανικής κοινωνίας. Η πόλη της Νέας Υόρκης κατέρρεε. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη. Το όνομα «Suicide» σήμαινε όλα αυτά για εμάς»
Αυτή η φιλία εξελίχθηκε σε ένα αχώριστο δίδυμο, όπου μαζί έκαναν σχεδόν τα πάντα. Πήγαιναν σε πορείες ειρήνης στην Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ και της προεδρίας του Νίξον, όπου για μια περίοδο και τα δύο μέλη χρειάστηκε να ζήσουν στην παρανομία. Εκείνος πάντα ήταν πάντα απένταρος και δούλευε στο μεροκάματο για να επιβιώσει, το ίδιο και ο Martin. Συνήθιζαν να τζαμάρουν για ώρες, με τον Vega να παίζει τρομπέτα παράλληλα με τα ντραμς του Rev, μαθαίνοντας πώς να τραγουδάει μέσα από τα σπλάχνα του, μιμούμενος τα πνευστά όργανα, κάτι που ήταν πρωτοποριακό στους ροκ κύκλους της εποχής.
Το όνομα τους ήταν εμπνευσμένο από τον τίτλο ενός τεύχους κόμικς του «Ghost Rider» που είχε τον τίτλο «Satan Suicide». Ο Vega είπε οι Suicide ήθελαν να μιλήσουν «για την αυτοκτονία της κοινωνίας, ειδικά της αμερικανικής κοινωνίας. Η πόλη της Νέας Υόρκης κατέρρεε. Ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη. Το όνομα «Suicide» σήμαινε όλα αυτά για εμάς». Με μια Αμερική που «σκότωνε τη νεολαία» της στο Βιετνάμ όπως ούρλιαξε στο Ghost Rider κι έχοντας, ας πούμε, ξεπεράσει τις φυλετικές διακρίσεις ετοιμαζόταν να τις μεταμφιέσει σε ακραία οικονομικές στα χρόνια του Ριγκανισμού που ερχόταν. Όλα αυτά τροφοδοτούσαν την πολιτική οργή του Vega που διαμόρφωνε τους στίχους του συγκροτήματος, ενώ το προκλητικό όνομα κράτησε το ντουέτο πίσω, μακριά από το ραδιόφωνο και τους μέινστριμ κύκλους.
Οι Suicide ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα που χρησιμοποίησαν την έννοια «punk» για να περιγράψουν τη μουσική τους. Στο Μπρούκλιν, την εποχή αυτή, η λέξη punk αποτελούσε χαρακτηρισμό ενός ατόμου που θεωρούνταν αλήτης και ρακένδυτος – αυτό ήταν κάτι που οι Vega ήθελαν να επανανοηματοδοτήσουν και να διεκδικήσουν μέσω της εικόνας και της μουσικής τους. Μόνο όταν η λέξη και το κίνημα είχαν γίνει μέρος της επικρατούσας τάσης, οι Suicide απομακρύνθηκαν από αυτόν τον όρο. Το συγκρότημα είχε αναγνωριστεί κι έλαβε επαίνους εκείνη την εποχή, αλλά ήταν ήδη πολύ πιο μπροστά από το punk rock κίνημα για να αγκαλιαστεί από αυτό, όπως κι από τις underground κοινότητες στις οποίες έπαιζαν. Ακόμα και η punk σκηνή απεχθανόταν τους Suicide.
Οι πρώτες εμφανίσεις του συγκροτήματος κατέληγαν νομοτελειακά σε βίαιες ταραχές. Πετάγονταν μπουκάλια, και όλων των λογιών αντικείμενα. Ήταν γνωστός για το ότι έσερνε μια αλυσίδα ποδηλάτου στη σκηνή, την οποία χρησιμοποιούσε συχνά για να ακρωτηριαστεί. Ντυνόταν σαν κακοποιός και συχνά αυτοτραυματιζόταν επί σκηνής ουρλιάζοντας βρισιές στο κοινό μόνο και μόνο για να προκαλέσει περισσότερη αναστάτωση. Βελόνιζε με παραμάνες μέρη του σώματός του, κατέβαινε στις πρώτες σειρές κι έδινε χαστούκια σε ξαναμμένους νεαρούς. Όχι χωρίς τίμημα. Σωματικό, φυσικά. Του έσπασαν τα μούτρα αμέτρητες φορές, τον έκαναν να ματώσει ακόμα περισσότερες. Στα δεκαπέντε χρόνια της καριέρας του, έχει παραδεχτεί ότι φοβόταν για τη ζωή του όταν βρισκόταν στη σκηνή, καθώς σε μια συναυλία στη Γλασκόβη το 1978 όπου βρίσκονταν σε περιοδεία με τους Clash, κάποιος από το κοινό εκσφενδόνισε ένα τσεκούρι στο κεφάλι του. «Κάθε λάιβ εμφάνιση των Suicide, είχε μια αίσθηση ενός Γ’ Παγκόσμιου Πολέμου», έλεγε.
«Όταν πετούσαν μπουκάλια και διάφορα αντικείμενα από παντού, ήξερα ότι τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά. Ήξερα ότι αναστατώναμε κάποιον, και αυτό ήταν πραγματικά οι Suicide».
Η αντιπαράθεση που επιδίωκε το συγκρότημα ήταν μια μορφή τέχνης που έκανε τους ανθρώπους να αντιδράσουν και να σκεφτούν – κάτι που κατάφεραν να πετύχουν με την σκληρή τους θεματολογία. Ωστόσο, ο Vega έχει παραδεχτεί ότι αν το έκανε αυτό στη σύγχρονη εποχή, θα ήταν περισσότερο κάτι σαν διασκεδαστής. Με τόση βία στην εποχή μας, δεν θα επεδίωκε να προκαλέσει την αντιπαράθεση που επεδίωκε σε προηγούμενες εποχές.
Ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ να κάνει καλλιτεχνική καριέρα ή να δεχτεί τόσο μεγάλη φήμη, αλλά ήταν γεγονός ότι ο Vega έλαβε μεγάλη προσοχή από άλλους μουσικούς καλλιτέχνες: Οι Soft Cell ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του σε ένα πρότζεκτ το οποίο δεν καρποφόρησε ποτέ. Ο Bruce Springsteen ήταν επίσης θαυμαστής του έργου του. Επίσης εμφανίστηκε ζωντανά με τους Primal Scream.
Μετά από μια δεκαετή παύση στα μουσικά δρώμενα μετά την κυκλοφορία του «Why Βe Blue» του 1992, το συγκρότημα επέστρεψε το 2002 με το «American Supreme». Ενώ το είχαν κρατήσει χαμηλούς τόνους σε σχέση με τη χρυσή τους εποχή, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την τεράστια επιρροή που άσκησαν στην post-punk σκηνή, επηρεάζοντας μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του είδους όπως οι Jesus and Mary Chain, οι Bauhaus, οι Joy Division, ο Nick Cave, οι Soft Cell, οι New Order, οι Radiohead, οι Depeche Mode, οι Nine Inch Nails και άλλοι.
Οι Suicide σίγουρα έπαιξαν επαναστατικό και καθοριστικό ρόλο για το punk και και post-punk κίνημα. Η μπάντα ήταν απρόβλεπτη και αληθινή, καταπιανόταν με σκληρές θεματολογίες, προκαλώντας ταραχές και αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα και την οξυδερκή ματιά στην πολιτική πραγματικότητα της εποχής. Βέβαια πρέπει να αντιληφθούμε ότι όλα αυτά συνέβαιναν επειδή ακριβώς ήταν η δεκαετία του ’70 – αυτό είναι κάτι που δεν παρατηρείται στη σύγχρονη εποχή της μουσικής. Κατά την περίοδο αυτή, η πολιτική αναταραχή που προκάλεσε μεγάλο μέρος της σκηνής είναι κάτι που δεν παρατηρείται στη σύγχρονη εποχή. Είτε προκύψει ξανά είτε όχι, υπήρχε κάτι αληθινό στη μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’70 και στους καλλιτέχνες που έδρασαν μέσα σε αυτή. Στην πραγματικότητα η μουσική των Suicide αποτυπώνει έναν θυμό, μια απογοήτευση και έναν καταπιεσμένο, παλλόμενο ήχο. Τα δυσοίωνα συνθς, τα ουρλιαχτά του Vega, τα επιληπτικά επαναλαμβανόμενα ηλεκτρονικά μοτίβα του Rev και η σκληρή τους θεματολογία σε προκαλούν ακόμα και σήμερα να κοιτάξεις καχύποπτα τη νέα τάξη πραγμάτων.