Brian Wilson, Syd Barrett, Roky Erickson, Sinéad O’Connor, Poly Styrene, Nick Drake, Ian Curtis.
(Και) ο κόσμος της Μουσικής είναι γεμάτος από ανθρώπους που έπασχαν ή συνεχίζουν να υποφέρουν από σχιζοφρένεια ή σχιζοειδή διαταραχή.
Από «Τρελά Παιδιά». «Insane Lads», αγγλιστί. Ένα από αυτά τα «τρελά παιδιά» ήταν και ο ετεροθαλής αδελφός του David Bowie, ο Terry, στον οποίο είναι εξολοκλήρου αφιερωμένο το άλμπουμ «Aladdin Sane».
Επαναλάβετε ξανά τον τίτλο του, αλλά αργά αυτή τη φορά: Aladdin Sane, a lad insane. «Ένα τρελό αγόρι». Ο Terry Burns, ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Bowie, από τον πρώτο γάμο της κοινής τους μητέρας.
Η επιρροή του Terry στο παιδί, άνθρωπο και καλλιτέχνη David Jones και μετέπειτα Bowie ήταν καταλυτική: ως ένας άνθρωπος γεννημένος το 1937, ο Burns ναι μεν διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια όταν ο Μπάουι ήταν ακόμη μικρός και πέρασε τη ζωή του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά τις περιόδους που έβγαινε από αυτά για λίγο καιρό και μέχρι να εισαχθεί πάλι σε κάποιο από αυτά λόγω σχιζοειδών επεισοδίων, φρόντιζε για την καλλιτεχνική επιμόρφωση του μικρού, ετεροθαλούς του αδελφού: ο Τέρι ήταν αυτός που του έδωσε τους πρώτους τζαζ δίσκους, ο Τέρι ήταν αυτός που τον έβαλε να μελετήσει μοντέρνα λογοτεχνία, ο Τέρι ήταν αυτός που του έδειξε για πρώτη φορά πίνακες μοντέρνας τέχνης.
Η ζωή και ο θάνατος του Burns (αυτοκτόνησε τον Γενάρη του 1985 και αφού πρώτα είχε δραπετεύσει από ένα ακόμη ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου τον είχαν κλεισμένο) επηρέασε βαθιά τον Μπάουι και η ψυχική υγεία του «χαμένου του αδελφού» θα γινόταν ένα συχνό θέμα, ένα τακτικό «recurring theme» στην δισκογραφία του Μπάουι, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το single «Jump They Say» του 1993 ή το οριακό «All the Μadmen» από το άλμπουμ «Τhe Man Who Sold The World» του 1971.
Και μπορεί ο Μπάουι να είδε για τελευταία φορά από κοντά τον Τέρι στα τέλη του ’81 ή τις αρχές του ’82, όταν τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο Mayday του Croydon, ωστόσο οκτώ χρόνια νωρίτερα είχε προλάβει και τού είχε αφιερώσει ολόκληρο το άλμπουμ που θα χαρακτήριζε όλο το μπαουικό 1973.
Ο φόρος τιμής στον Τέρι ξεκινάει από το εξώφυλλο: ο Bowie απεικονίζεται σε μια από τις πιο γνωστές εικονιστικές του περσόνες, με το γνωστό carrot top, πορτοκαλί μαλλί του, τα μάτια του κλειστά, σαν να κοιμάται και με έναν κόκκινο-μπλε κεραυνό να διαπερνάει, πολύ συμβολικά, το πρόσωπό του, μια σημειολογία περί της σχιζοειδούς διαταραχής του Τέρι Μπερνς.
Ένας άνθρωπος κομμένος και μοιρασμένος στα δυο, ένας άνθρωπος που ακροβατεί ανάμεσα στην λογική και την παράνοια, που υπνοβατεί σαν σχοινοβάτης πάνω σε ένα σκοινί ψηλά στον ουρανό, με το κενό (της ψυχικής αρρώστιας) να απειλεί την ψυχοσωματική του ακεραιότητα. Η Μοναξιά του Παρανοϊκού Σκοινοβάτη την ώρα που παλεύει προκειμένου να μην διαβεί την Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, αυτή που οι ψυχίατροι θεωρούν, σημειολογικά, ως το όριο ανάμεσα στην λογική και την τρέλα.
«Έχουμε ιστορικό σχιζοφρένειας στην οικογένεια μου, από την πλευρά την μητέρας μου», παραδεχόταν ο ίδιος ο Μπάουι σε μια συνέντευξή του το 1975 στο μουσικό περιοδικό Rolling Stone, προσθέτοντας αυτοσαρκαστικά και σχεδόν πικρόχολα ότι «όλοι λένε ότι η οικογένειά μου είναι ένα μάτσο τρελάρες».
Με τον Τέρι να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικά ιδρύματα, τρεις θείες του να είναι μόνιμα κλεισμένες ως τρόφιμες σε «τρελάδικα» και την ίδια του την μητέρα να παλαντζάρει καθημερινά ανάμεσα στο «σωστό-λάθος» και να βρίσκεται υπό διαρκή φαρμακευτική αγωγή και ιατρική παρακολούθηση, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί δικαίως ότι ο Μπάουι είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για την ψυχική υγεία τόσο την δική του, όσο και τον απογόνων του.
Το ίδιο το – έκτο στουντιακό του – άλμπουμ είναι, μουσικά, σχιζοφρενικό, καθώς κάνει «μπαμ» από το πρώτο άκουσμα κιόλας ότι ο Μπάουι δεν επιθυμεί, ούτε και επιδιώκει να το οδηγήσει προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση ή προς ένα συγκεκριμένο «μεσσιανικό» concept – κάτι που, στην εποχή του δέχτηκε κριτική, με πολλούς κριτικούς να μιλάνε για αυτό το άλμπουμ ως μια «μέτρια μουσική παρένθεση» σε μια σειρά άλμπουμ που κυμαίνονταν από το «επιδραστικά» έως το «σπουδαία».
Και όμως, η γενναιότητα του Μπάουι στο άλμπουμ αυτό είναι ότι πλέον, και έχοντας προηγουμένως φροντίσει να αποτινάξει από πάνω του την περσόνα του Ziggy Stardust, τον οποίο είχε φροντίσει να «σκοτώσει» καλλιτεχνικά μερικούς μήνες νωρίτερα, δεν τον νοιάζει το πώς θα ακουστεί.
Το μόνο που τον νοιάζει είναι η Τέχνη του, την οποία προσεγγίζει με το μέγιστο της καλλιτεχνικής και προσωπικής του αυτοπεποίθησης. Γιατί αυτό είναι, κατά βάθος, το «Aladdin Sane»: είναι το Άλμπουμ της Καλλιτεχνικής Αυτοπεποίθησης του Μπάουι – γιατί όλα τα άλμπουμ του έχουν μια βαθύτερη σημασία και αισθητική και συμβολίζουν το πέρασμά του, ως multi-faceted καλλιτέχνη, από την μια εποχή της ζωής του στην άλλη, και από το ένα στάδιο της καριέρας του στο επόμενο.
Δεν μπορώ να γνωρίζω το πώς μπορεί να ακουγόταν τότε στα αυτιά κοινού και κριτικών το συγκεκριμένο άλμπουμ και αν, έστω ελάχιστα δικαιολογημένα, είχε τότε κάποιος λόγο να γκρινιάζει για τον Μπάουι, αλλά πλέον, μετά από μισόν αιώνα, το εν λόγω άλμπουμ είναι πλήρως δικαιωμένο και, ασφαλώς, κλασικό. Ούτε «παρένθεση» αποτελεί, ούτε φυσικά καμία δήθεν… παραφωνία στην, ούτως ή άλλως, εξοχότατη δισκογραφία του Μπάουι από το 1971 μέχρι το 1981.
Ο ανθρώπινος παράγοντας που αλλάζει το ηχητικό τοπίο στο «Αladdin Sane» έχει, ασφαλώς, όνομα και ταυτότητα: ονομάζεται Μάικ Γκάρσον και είναι ένας από τους σπουδαιότερους πιανίστες της ροκ και ποπ κουλτούρας καθώς και, για ένα διάστημα, μόνιμος μουσικός συνεργάτης του Μπάουι (αυτό έλειπε, να χάσει ο Ντέιβιντ τέτοιο «λαχείο» που τού έτυχε).
Ο Γκάρσον μεγάλωσε μέσα στα ωδεία και τα κονσερβατόρια, είχε κάνει κλασικές σπουδές πιάνου, αλλά σε κάποιο σημείο – και ενώ η πορεία του διαγραφόταν μετεωρική, σε ακαδημαϊκό επίπεδο, ο τύπος δηλαδή προοριζόταν να διευθύνει κοτζάμ ορχήστρες – γνώρισε τον Μπάουι και αποφάσισε ότι θέλει να μπει στο χώρο της ποπ και ροκ μουσικής.
Και η επιρροή του Γκάρσον, οι πιανιστικές πρωτοβουλίες και τα παιξίματά του καθ΄ όλη την διάρκεια του άλμπουμ αναδεικνύεται ως κομβικής σημασίας για το τελικό παραγόμενο αποτέλεσμα.
Ο μουσικός εκλεκτισμός και εστετισμός του Aladdin Sane
Η δε συλλογή των, επί συνόλω, 10 τραγουδιών είναι μέχρι και σήμερα μια από τις πιο δυνατές που παραδόθηκαν και «συνελήφθησαν» ποτέ σε αυλάκια βινυλίου με την επωνυμία «David Bowie» από πάνω του.
Σχιζοφρενική μεν, σε μουσικό επίπεδο, άκρως πολυσυλλεκτική και multi-εκλεκτική δε, καθώς μετακινείται ευσχήμως και με την ευλυγισία ενός street walking cheetah ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη (για να θυμηθούμε και το, σχεδόν, σύγχρονό του «Search And Destroy» των Stooges), μόνο που εδώ η «καρδιά γεμάτη με βόμβα ναπάλμ» δεν ανήκει στον ίδιο τον Μπάουι, αλλά στον Γκάρσον, ο οποίος έχει μπει εντελώς στο κλίμα της Βαϊμάρης του Μεσοπολέμου κινούμενος από το γερμανικό καμπαρέ (το «Time») μέχρι το doo wop (του «Drive-In Saturday», το οποίο ο Μπάουι συνέθεσε ενώ έκανε ένα road trip με το αυτοκίνητό του μέσα από την αφιλόξενη έρημο της Αριζόνα).
Ενδιάμεσα, στο ομώνυμο του άλμπουμ τραγούδι, το «Aladdin Sane (1913–1938–197?)», ένα από τα πλέον avant-garde όλης της δισκογραφίας του, ο Μπάουι συνεχίζει στο δυστοπικό νιτσεϊκό κλίμα του «Τhe Man Who Sold The World», αναρωτώμενος – και ταυτόχρονα ρίχνοντας και το «μπαλάκι» στον ακροατή του – «πότε άραγε θα ξεσπάσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος;» (οι χρονολογίες 1913 και 1938 είναι τα έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των δυο πρώτων παγκοσμίων πολέμων).
Κατά τ’ άλλα, το glam-rock κλίμα συνεχίζει να διαπερνάει, σχεδόν ανεπαίσθητα και αβρόχοις ποσί, την ηχητική ραχοκοκαλιά της δισκογραφίας του με τα «Watch That Man» και κυρίως το εμβληματικό πρώτο single του άλμπουμ, το υπέροχο Ronson-αριστό «The Jean Genie» (το κιθαριστικό ριφ του οποίου μερικούς μήνες μετά κατάκλεψαν ανερυθρίαστα και οι Sweet με το δικό τους τραγούδι «Blockbuster»), ενώ η όψιμα πειραματική βουτιά στο proto-metal συνεχίζεται διαμέσου του πρωτόλεια διαπεραστικού «Panic in Detroit».
Κατόπιν γράφει ένα τραγούδι σχεδόν συνώνυμο με το Μέλλον του και την περσόνα του, εκτός και εντός σκηνής (το γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα «Cracked Actor»), διασκευάζει μια χαρά και με την πανκ διάθεση ενός Iggy Pop ένα από τα πιο galloping τραγούδια των Rolling Stones («Let’s Spend the Night Together») και αφιερώνει ένα ακόμη κομμάτι στη σύζυγο του, Angie, καθώς κάποιοι από τους στίχους του «The Prettiest Star» (που θυμίζει και λίγο το «Kooks» από το άλμπουμ «Hunky Dory» του 1971) αποτελούσαν μέρος της πρότασης γάμου που τής έκανε, στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με ένα από τα 5-6 σπουδαιότερα τραγούδια όλης της δισκογραφίας του – όσο εύκολα ή αψήφιστα μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για μια αχανή δισκογραφία όπως αυτή του Μπάουι: το οριακό «Lady Grinning Soul».
Σε αυτό, το πιάνο του Γκάρσον μιμείται, στην αρχή του, τον ήχο μιας φλαμένκο κιθάρας προτού δώσει χώρο για να μπει η, σχεδόν μπουρλέσκ, φωνή του Μπάουι σε όλο της το μεγαλείο. Ο Γκάρσον, μιλώντας τότε στο περιοδικό Rolling Stones, περιέγραψε το παίξιμό του ως «όσο πιο ρομαντικό γίνεται, με αρκετή δόση από το ύφος του Franz Liszt» (πως φαίνονται τα έτη που «έλιωσε» μέσα στα ωδεία και τα κονσερβατόρια).
Σύμφωνα δε με τον ίδιο τον Μπάουι, οι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν με μια συγκεκριμένη γυναίκα κατά νου (του): την αμερικανίδα soul τραγουδίστρια Claudia Lennear. «Το έγραψα για ένα υπέροχο κορίτσι που δεν έχω δει για περισσότερα από 30 χρόνια. Όταν το έγραψα, εκείνη ήταν τότε 20 και κάτι ετών», είχε παραδεχτεί στις αρχές της δεκαετίας του ’00, σε μια συνέντευξή του ο ίδιος ο Μπάουι.
Η, 77χρονη σήμερα, Lennear, ασφαλώς, μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς η Claudia Joy Offley, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, ξεκίνησε την καριέρα της ως τραγουδίστρια των Superbs και αργότερα έγινε μέλος του φωνητικού τρίο που συνόδευε τους Ike & Tina Turner Revue, ενώ έχει κάνει φωνητικά σε άλμπουμ των Joe Cocker, Leon Russell και Freddie King.
Κυρίως όμως, αποτυπώθηκε στην ποπ κουλτούρα και ως «μούσα» διάσημων μουσικών, όπως ο Μπάουι, αλλά και ο Mick Jagger, για την οποία έγραψε τους στίχους του τραγουδιού «Brown Sugar» [και στην οποία Lennear είναι, τύποις, εξολοκλήρου αφιερωμένο το συγκεκριμένο τραγούδι].
Με το συνολικό ηχητικό εκτόπισμα του άλμπουμ να συνεχίζει να κινείται ξεκάθαρα στο ύφος του Gene Vincent των ’60s, το «Aladdin Sane» μοιάζει πολύ με το μικρό αδελφάκι του «Ziggy Stardust», όπως ακριβώς και ο Μπάουι ήταν ο κατά δέκα χρόνια μικρότερος αδελφός του Τέρι Μπερνς.
Και αν το «Ziggy Stardust» είναι ένας αμφίσημος rock n’ roll δίσκος με glam τραγούδια, τότε το «Aladdin Sane» είναι ένας ξεκάθαρα glam δίσκος με rock n’ roll τραγούδια.