Καταιγιστικοί, ωμοί, σκωπτικοί, μα παράλληλα συναισθηματικοί, οι Adolf Plays The Jazz επιδίδονται σε ένα ηχητικό μπαράζ που σε καταβυθίζει στη δίνη μιας σπειρωτής δυστοπίας, που δεν είναι άλλη από τη πραγματικότητα που διανύουμε. Ξεκινώντας από πιο 70s rock ρίζες και καταλήγοντας στις παρυφές του drone/noise, πορεύονται ακολουθώντας την ψυχογεωγραφία των Swans, Sonic Youth, Mogwai, Godspeed You! Black Emperor, των Στέρεο Νόβα, των Joy Division, κ.α. Συνεσταλμένοι και σκοτεινοί, ντύνουν την μουσική τους με στίχους που ταλαντεύονται μεταξύ ειρωνείας, κοινωνικής κριτικής και συναισθηματικής περισυλλογής.
Δημιουργήθηκαν το 2002, πριν από 20 χρόνια, κι από πολύ νωρίς υιοθέτησαν όπως μου εξηγούν «μια πιο jam λογική, χωρίς να υπάρχει ακριβώς σταθερός κορμός μελών». Κάπως έτσι συνεχίζουν μέχρι και σήμερα, με τη μπάντα να λειτουργεί μάλλον ως κολεκτίβα παρά με την τυπική μορφή μιας μπάντας.
Η πολυμελής μπάντα κινείται όπως υποδηλώνει το όνομά της, ανάμεσα σέ παραδοξότητες. Αν και στο άκουσμα εύκολα μπορεί να ανατριχιάσει κανείς, τα παιδιά δηλώνουν ξεκάθαρα αντιφασίστες και δεν τους αρέσει καθόλου να κρατάνε ίσες αποστάσεις, δεν μασάνε τα λόγια τους και σε καμία περίπτωση δεν κομπλάρουν.
Το Low Life, το τελευταίο τους album, αποτελεί μια προσπάθεια να αποτυπωθεί μέσα από 10 μικρές ιστορίες η επίδραση της δεκαετούς οικονομικής κρίσης στον ψυχισμό των ανθρώπων. Βγάζουν από το συρτάρι έναν μεγεθυντικό φακό σε τυχαίες σεκάνς του ζοφερού έργου που ονομάζεται «Ελλάδα της κρίσης», και μιλούν για το συλλογικό τραύμα αυτής της περιόδου. Αφηγούνται κάποιες ιστορίες από αυτές που πλέον έχουν γίνει καθημερινότητα: βία, υποτίμηση της ζωής, την απόλυτη εφαρμογή της αγριότητας του no alternative και του κεκαλυμμένου no room for the weak του νεοφιλελευθερισμού που ποδοπατά τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Λίγες ώρες πριν την αποψινή τους συναυλία στο Death Disco με τους King Garcia, οι Adolf Plays The Jazz μάς μιλούν για την 20χρονη πορεία τους, αλλά και για τη δυσοίωνη κοινωνική συνθήκη που διανύουμε.
– Πότε και πώς δημιουργήθηκαν οι Adolf Plays the Jazz;
Οι Adolf Plays The Jazz έκαναν το ξεκίνημα τους πριν 20 χρόνια, το 2002. Από πολύ νωρίς υιοθετήθηκε μια πιο jam λογική, χωρίς να υπάρχει ακριβώς σταθερός κορμός μελών. Κάπως έτσι συνεχίζεται μέχρι και σήμερα με τη μπάντα να λειτουργεί μάλλον ως κολεκτίβα παρά με την τυπική μορφή μιας μπάντας. Η αφορμή για το πρώτο από αυτά τα jam ήταν για να δημιουργήσουμε το soundtrack μιας μικρού μήκους ταινίας μιας φίλης.
– Τι σημαίνει το όνομά σας Adolf Plays the Jazz;
Το όνομα μας ουσιαστικά εμπεριέχει δυο λέξεις που όλοι μας τις ακούμε στερεοτυπικά. Από τη μια ο Αδόλφος που παραπέμπει κατευθείαν σε απολυταρχικά καθεστώτα, ανελευθερία και συντηρητισμό ενώ από την άλλη η jazz η οποία είναι ίσως η πιο ελεύθερη μουσική φόρμα. Οπότε το όνομά μας ξεκίνησε ως ένα τέτοιο παράδοξο. Βέβαια το 2002 τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά σε σχέση με τις πολύ σκοτεινές εποχές που βρισκόμαστε τώρα με την άνοδο της ακροδεξιάς, οπότε συχνά πρέπει να εξηγήσουμε. Αυτό δεν είναι βέβαια πρόβλημα για μας από τη στιγμή που έχουμε αποφασίσει να υπερασπιστούμε το όνομα μας σε οποιοδήποτε χώρο. Άλλωστε μέσα στα 20 χρόνια πορείας έχουμε φροντίσει με τη στάση μας να ξεκαθαρίσουμε οποιαδήποτε αμφιβολία. Είμαστε ξεκάθαρα αντιφασίστες και δε μας αρέσει καθόλου να κρατάμε ίσες αποστάσεις, να μασάμε τα λόγια μας ή οτιδήποτε τέτοιο.
– Πως και πόσο έχετε αλλάξει μουσικά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια;
Πολύ! Θα λέγαμε πως η μουσική μας αλλάζει διαρκώς. Άλλωστε η ίδια η ζωή είναι κίνηση. Το ίδιο και μια μουσική που θέλει να εξελίσσεται. Σε κάθε βήμα της μπάντας είναι ξεκάθαρο αυτό. Κάθε album μας έχει να δώσει μια διαφορετική όψη μας, από το πιο 70s rock επηρεασμένο ντεμπούτο μας του 2006, μέχρι το πιο post-rock του Day 4 (2007) ή τις πιο post-metal-ικές παρεκτροπές του Dirty Waters (2009) και τις αντίστοιχες μελωδικές του Form Follows Function (2012). Το Tinder (2015) κυκλοφόρησε πριν 7 χρόνια εξερευνούσε την πιο drone/noise πλευρά μας ενώ στο φετινό Low Life, Low Life, έχοντας εντάξει πολύ περισσότερο τα φωνητικά στα τραγούδια μας, θα μπορούσε να πει κανείς πως υπάρχουν αρκετά στοιχεία post-rock αλλά και 90s alternative rock, shoegaze με παρούσες και τις συνήθεις στα κομμάτια μας jazz αναφορές. Σε αυτό βέβαια έχει παίξει και μεγάλο ρόλο το γεγονός πως τα μέλη της μπάντας δεν είναι και τόσο σταθερά. Ωστόσο θα λέγαμε πως την τελευταία τριετία έχει υπάρξει μια σταθερότητα στο line up.
– Ποια ήταν τα ερεθίσματα σας, και πώς αυτοπροσδιορίζεστε μουσικά;
Το δεύτερο κύμα του post-rock με τους Mogwai, τους Godspeed You! Black Emperor ήταν σίγουρα η βασική επιρροή στο ξεκίνημα των Adolf Plays The Jazz. Φυσικά, στα 6 μέχρι τώρα δισκογραφήματα μας, υπάρχουν μπόλικες επιρροές με κάποιες αρκετά εμφανείς όπως αυτή των Swans, των Joy Division ή των Mogwai αλλά και κάποιες λιγότερο προφανείς όπως οι Στέρεο Νόβα, οι Isis, οι Unwound, οι Bark Psychosis, οι Tortoise, οι Six. By Seven, οι Morphine. Επίσης οι Sonic Youth είναι σταθερά μια αναφορά για μας. Βρισκόμαστε ανάμεσα σε αρκετά είδη όπως το post-punk, το noise rock, το shoegaze ενώ και τα μέλη της μπάντας έχουν πολλές και αρκετά ετερόκλητες επιρροές οπότε δεν θα λέγαμε ότι είναι και τόσο εύκολο να δώσουμε ένα συγκεκριμένο όρο για τη μουσική μας. Τα τελευταία αρκετά χρόνια όταν κανείς μιλάει για post-rock αναφέρεται σε κάτι πολύ συγκεκριμένο και δυστυχώς πολύ στάσιμο. Για κάποιο λόγο σε μας ο όρος post-rock ταιριάζει αρκετά, όμως όπως χρησιμοποιούταν στην αρχή. Ως μετά-ροκ. Μια μουσική που ακούγεται ροκ αλλά αποποιείται τα βασικά στερεότυπα της. Για να το ελαφρύνουμε κάπως πάντως, κάποια στιγμή που βρισκόμασταν στο στούντιο για πρόβα και έτυχε να βρίσκεται εκεί μια αρκετά γνωστή έντεχνη καλλιτέχνης, αστειευόμενη (μάλλον) χαρακτήρισε τη μουσική μας «αναγεννησιακό punk». Οπότε τα λόγια περισσεύουν.
– Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί καθημερινά σαν μουσικούς και σας εμπνέει να μην το βάζετε κάτω;
Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορούν να σε ρίξουν κάτω. Να σε κάνουν να παραιτηθείς από τα πάντα και μπροστά σε αυτή την αγριότητα που βιώνουμε πλέον σαν κανονικότητα δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να σε απαλλάξουν από αυτό το βάρος. Και μόνο η ανάγκη να βγει από μέσα μας όλο αυτό, να περάσει μέσα από τα δάχτυλά μας και να γίνει ήχος και να μετασχηματιστεί σε κάτι είναι ένας πολύ βασικός λόγος να συνεχίζουμε.
– Ποιο είναι το κλειδί για μια επιτυχημένη και δημιουργική συνεργασία μαζί με μια ομάδα ανθρώπων που αποκαλείται «συγκρότημα»; Εσείς το έχετε εξελίξει ακόμα περισσότερο καθώς συνεργάζεστε με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών -ποιητές, φωτογράφους, εικαστικούς κτλ.- διαμορφώνοντας θα μπορούσα να πω μια ιδιότυπη καλλιτεχνική κολεκτίβα. Πώς λειτουργεί αυτό το εγχείρημα και ποιο είναι το δημιουργικό του αποτέλεσμα;
Πέρα από το μουσικό κομμάτι στο οποίο ο όρος κολεκτίβα θα μπορούσε ίσως και λίγο καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί, η σχέση μας με τους καλλιτέχνες που πήραν μέρος στο Low Life ήταν αποκλειστικά και μόνο για το συγκεκριμένο εγχείρημα που θα λέγαμε ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως collective έργο. Ωστόσο, δε μιλάμε για κάποια συνεργασία που να έχει να κάνει με κάποια αλληλεπίδραση σε σταθερή βάση. Όχι πως δεν θα το θέλαμε, αλλά δεν έτυχε μέχρι σήμερα. Βέβαια κανείς δεν ξέρει αν θα προκύψει κάποια πιο μόνιμη συνεργασία στο μέλλον αλλά για την ώρα κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο πλάνο. Ο στόχος ωστόσο στην περίπτωση του Low Life ήταν να συνομιλήσουν τα ίδια τα έργα. Τα κείμενα, τα εικαστικά, οι φωτογραφίες, οι στίχοι των τραγουδιών και φυσικά όλα αυτά μαζί με τη μουσική να δώσουν στον ακροατή/ θεατή τη δυνατότητα να προσθέσει τις δικές του εμπειρίες, εικόνες και τα βιώματα γύρω από τη θεματική αυτή και να αναλογιστεί το πως έχει βιώσει και ο ίδιος αυτή την περίοδο. Το feedback που πήραμε είναι αλήθεια ότι ήταν πολύ ενθαρρυντικό.
– Πείτε μου λίγα λόγια για τον τελευταίο σας δίσκο «Low Life | We Can’t Lose. We Have Already Lost».
Μουσικά το Low Life είναι η πρώτη προσπάθεια της μπάντας να βάλει σε μεγαλύτερο ποσοστό τα φωνητικά στη μουσική της, να προχωρήσει σε σχέση με το προηγούμενο της album και να ανανεώσει τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσει τις συνθέσεις της ενώ παράλληλα να πειραματιστεί αρκετά με διαφορετικά κουρδίσματα. Στο στιχουργικό και εικαστικό κομμάτι βρίσκεται η προσπάθεια μας να μιλήσουμε για αυτό που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Είναι η δική μας προσπάθεια να απαντήσουμε στο ερώτημα πως μπορεί η τέχνη, ή καλύτερα η δημιουργία να μιλήσει και να αποτυπώσει αυτά που συμβαίνουν σε παροντικό χρόνο και να πάρει θέση. Το Low Life είναι μια προσπάθεια να αποτυπωθεί μέσα από 10 μικρές ιστορίες η επίδραση της δεκαετούς οικονομικό-κοινωνικής κρίσης στον ψυχισμό των ανθρώπων που έτυχε να ζήσουμε στον τόπο αυτό στο συγκεκριμένο διάστημα. Να βάλουμε κατά ένα τρόπο ένα μεγεθυντικό φακό σε τυχαίες σεκάνς αυτού του μάλλον ζοφερού έργου που ονομάζεται «Ελλάδα της κρίσης», να μιλήσουμε μέσω της μουσικής μας και σε συνδυασμό με τα έργα που αναφέρθηκαν παραπάνω για το συλλογικό τραύμα αυτής της περιόδου.
– Τι αφηγούνται αυτές οι δέκα μικρές ιστορίες αστικής μυθοπλασίας που συμπεριλαμβάνονται στον δίσκο;
Πότε πιο αφηρημένα και πότε πιο άμεσα, μέσα από τα δέκα τραγούδια του album, αλλά και σε συνδυασμό με το artwork, αφηγούνται κάποιες ιστορίες από αυτές που πλέον έχουν γίνει καθημερινότητα. Η βία, η υποτίμηση της ίδιας της ζωής, η απόλυτη εφαρμογή της αγριότητας του No alternative και του κεκαλυμμένου No Room For the Weak του νεοφιλελευθερισμού που ποδοπατά τις κοινωνίες των ανθρώπων. Για παράδειγμα στο Sleep περιγράφεται σε πρώτο πρόσωπο η απόγνωση των ανθρώπων με χρόνιες ασθένειες όπως ο καρκίνος που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα διαρκώς όλο και περισσότερο υποβιβασμένο σύστημα υγείας που τους αφήνει απροστάτευτους και παρατημένους στο μαρτύριο της ασθένειας τους. Το μοναχικό μαρτύριο που περνούν, τον τρόμο μπροστά στο θάνατο αλλά και την θλίψη για τους ανθρώπους που αφήνουν πίσω. Στο Death Is A Faithful Partner από την άλλη αναφέρεται σε μια γυναικοκτονία. Ένα από τα πιο ζοφερά φαινόμενα που βρίσκεται σε φοβερή έξαρση τα τελευταία χρόνια, ιδωμένο από την πλευρά του θύτη που αδυνατεί ακόμα και μετά από την πράξη του να αντιληφθεί και να βγει από τα πατριαρχικά στερεότυπα και μιας σολιψιστικής οπτικής της ζωής. Στο Threads από την άλλη βλέπουμε την αποξένωση και απομόνωση του ανθρώπου που βρίσκεται βυθισμένος στη μάχη του με την καθημερινότητα, τα άγχη του, το κυνηγητό της επιβίωσης. Τις αόρατες κλωστές που τον πάνε και τον φέρνουν από τη δουλειά στο σπίτι και πάλι στη δουλειά, από το κυνήγι του επόμενου λεωφορείου, του επόμενου λογαριασμού, του αδίστακτου δείκτη του ρολογιού. Το Filthy Angels θα λέγαμε πως είναι μια παραβολή του καθημερινού αγώνα της εργατικής τάξης απέναντι στην καταπίεση που υφίσταται αλλά και στην προσπάθεια να μπορέσουν να καλλιεργήσουν μια συνείδηση ταξική μέσα από τα τραγούδια της και τις ιστορίες της που κάποτε θα οδηγήσει στο να αποτινάξει τα δεσμά της. Στο Henry Spencer, που έχει πάρει το όνομά του βέβαια από τον ήρωα του Eraserhead του David Lynch, θα λέγαμε πως είναι η δική μας εκδοχή του πως θα ηχούσε το soundtrack ενός drive μέσα στον εγκέφαλο ενός απελπισμένου, ενός ανθρώπου που νιώθει πραγματικά ηττημένος μπροστά στο αδιέξοδο της ζωής του και που μπορεί να τον οδηγήσει στη βία. Μια τυφλή βία που μπορεί να στραφεί απέναντι σε κάποιον άλλο, σε κάποιον γνωστό ή και κάποιον που πιστεύει πως αγαπά ή ακόμα και απέναντι στον εαυτό του.
– Τι προσδοκίες ή τυχόν πίεση νιώθετε εσωτερικά κάθε φορά που κυκλοφορείτε καινούργιο δίσκο;
Η δημιουργία από μόνη της είναι μια ενέργεια που απελευθερώνει. Το μοίρασμα της όμως εμπεριέχει την ανάγκη να φτάσει σε κάποιον άλλο/ους. Να βρει αυτούς τους άλλους που θα βρουν σε αυτή κάποια κομμάτια τους. Η αγωνία του να μην βρεθεί τρόπος να φτάσει σε αυτόν τον κάποιο είναι μάλλον η μεγαλύτερη αγωνία που μπορεί να έχουμε. Προσδοκίες από την άλλη δεν έχουμε και πολλές μάλλον.
– Πώς θα σχολιάζατε την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα;
Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί εύκολα με μια λέξη δύο συλλαβών. Ζόφος. Η επικράτηση των πιο ακραίων οικονομικών θεωριών αλλά και η έλλειψη μια εναλλακτικής πολιτικής πρότασης απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα έχουν φέρει τα πράγματα σε ένα φοβερό αδιέξοδο. Η ανάγκη αυτής της πλευράς να αποδομήσει οποιαδήποτε θεωρία προτάσσει τον άνθρωπο έναντι του κέρδους αλλά και ο κρετινισμός των πολιτικών εκφραστών της ανά τον κόσμο, τους έχει οδηγήσει να προσπαθούν να ξυπνήσουν τα πιο άγρια και οπισθοδρομικά ένστικτα των κοινωνιών. Με την αρωγή των κατευθυνόμενων ΜΜΕ και την κυριαρχία των fake news και των συνωμοσιολογιών έχουν καταφέρει να πάνε τον κόσμο προς τα πίσω και σε μόλις λίγα χρόνια να έχουν χαθεί κεκτημένα δεκάδων χρόνων. Έτσι ο κόσμος στρέφεται σε καιροσκόπους, δήθεν αντισυστημικούς τσαρλατάνους και μιασάνθρωπα ακροδεξιά σκουλήκια που έχουν βγει μέσα από τις βρωμερές τρύπες που κρύβονταν και φέρνουν μαζί τους στην επιφάνεια όλη αυτή την αθλιότητα. Στην Ελλάδα εν μέσω αυτής της παγκόσμιας αυτής συγκυρίας έχουμε την ατυχία να έχουμε μια εντελώς συντηρητική κυβέρνηση, χουντολάγνα και στρατόκαυλη που γυρνάει την κοινωνία μας πολλά χρόνια πίσω σε δικαιώματα και ελευθερίες, ενώ παράλληλα μιλάμε για ένα ακραίο πλιάτσικο πάνω στο ίδιο το κράτος αλλά και στις ζωές των ανθρώπων που ζουν εδώ. Ο πολιτισμός και οι όποιες αξίες είχαν απομείνει σε αυτόν τον τόπο βρίσκονται ήδη σε μεγάλη απαξίωση και η ίδια η ζωή έχει απαξιωθεί εντελώς. Μιλάμε για μια μεγάλη μαύρη τρύπα.
– Υπάρχουν τρόποι να αντισταθούμε σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα;
Πάντα υπάρχουν. Για την ώρα όλα δείχνουν πως θα πάρει καιρός για να μπορέσει να γυρίσει η κατάσταση, αλλά όπως λένε πριν το ξημέρωμα είναι το πιο βαθύ σκοτάδι. Ο μόνος τρόπος είναι να συνεχίζουμε να πολεμάμε, να δίνουμε τις μάχες σε κάθε επίπεδο και παρ’ όλες τις ήττες. Πάντως η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη.
– Κάποιο σκηνικό που έχετε ζήσει σαν συγκρότημα και σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
Σίγουρα η επί σκηνής παρουσίαση της δικής μας εκδοχής του Soundtrack του Eraserhead με παράλληλη προβολή της ταινίας πίσω μας στο Θέατρο Εμπρός είναι κάτι που δεν θα ξεχάσουμε. Η ένταση πάνω στη σκηνή και η προσήλωσή μας ώστε να συγχρονιστούμε 8 άτομα και κάθε ήχος μας με κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας, αλλά και να πετύχουμε την ατμόσφαιρα που θέλαμε ήταν πραγματικά μια πολύ δυνατή εμπειρία, όπως και όλη η προετοιμασία αυτού του εγχειρήματος που μας έβαλε σε μια άλλη λογική ως μπάντα.
– Μιλήστε μου για τις διαφορές ψηφιακού και αναλογικού ήχου. Τί επιλέγετε εσείς σαν μπάντα;
Το κάθε ένα είναι ένα εργαλείο με τη δική του προσέγγιση. Χρησιμοποιούμε ό,τι κάθε φορά εξυπηρετεί την αισθητική μας.
– Ποιο κομμάτι είναι αυτό που σας αρέσει να παίζετε επί σκηνής;
Μάλλον το Tendency to Fall από το Tinder που αναφέρεται στο Tennant του Roman Polanski.
– Σε ποιες ταινίες θα ήταν ιδανικό σάουντρακ οι Adolf Plays the Jazz;
Ενδεχομένως. Θα μπορούσε να ντύσει το προαναφερθέν Tennant μιας και το κομμάτι της κλειστοφοβίας που είναι τόσο δομικό στοιχείο της Appartment Trilogy του Polanski είναι αρκετά έντονο και στα κομμάτια μας. Επίσης, σε κάποιες του Lynch όπως πχ το Lost Highway. Βέβαια, τα soundtrack του Badalamenti είναι απίστευτα, οπότε δεν τα ακουμπάς. Το Blood Simple των αδερφών Cohen επίσης θα μπορούσε. Κατά το παρελθόν έχουμε χρησιμοποιήσει αρκετά samples από αυτές τις ταινίες στα τραγούδια μας ή σκηνές τους στα visuals μας ούτως ή άλλως.
– Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Στις επόμενες μέρες έχουμε ήδη κανονίσει κάποια live. Το πρώτο από αυτά θα πραγματοποιηθεί αύριο, στις 4 Δεκεμβρίου στο Death Disco με τους King Garcia. Είναι αλήθεια ότι πέρα από την παρουσίαση του Low Life τον περασμένο Μάιο δεν κάναμε κάποια live για να το αναδείξουμε. Ωστόσο, είμαστε μια μπάντα που μας αρέσει να μη μένουμε στάσιμοι και ανυπομονούμε να ασχοληθούμε με νέο υλικό, οπότε έχουμε αρχίσει να ασχολούμαστε με κάποιες νέες ιδέες. Στόχος μας είναι σύντομα να μπορέσουμε να πάμε στο επόμενο δισκογραφικό μας βήμα. Η 7χρονη απόσταση του Tinder με το Low Life δεν ήταν κάτι που θέλαμε και σίγουρα δεν πρόκειται να μας πάρει πάλι πολύ χρόνο μέχρι να επανέλθουμε δισκογραφικά. Επίσης υπάρχουν οι σκέψεις μήπως δοκιμάσουμε ένα εγχείρημα αντίστοιχο με αυτό του εναλλακτικού soundtrack που δημιουργήσαμε επί σκηνής για το Eraserhead.
– Κλείστε αυτή την συνέντευξη με έναν στίχο που σας εκφράζει.
Από το Filthy Angels, κομμάτι από το τελευταίο μας album.
“Day after day we dig our fall / And we left nothing / Nothing But our songs, our ugly words / Our misery, our daily tombs / Just to teach our sons / Our dirty words / Our guilty blues / Our vulgar songs”.