H Βρετανική σκηνή υπήρξε το λίκνο για ένα από τα σημαντικότερα παρακλάδια της rock μουσικής.Το progressive rock προκάλεσε τους συμβατικούς κανόνες πού ίσχυαν μέχρι την έλευση του: την ίδια στιγμή που μπορούσε να χαθεί σε λαβύρινθους τεχνικής κατάφερνε να βρει το νήμα της εξόδου προς την μελωδία η οποία εν τέλει χάρισε στο progressive rock το χρίσμα της κλασσικής μουσικής. Αυτός δεν είναι και ο ορισμός της κλασσικής μουσικής: όχι μόνο να υπερβαίνει τα σύνορα των δημιουργών της αποκτώντας μια οικουμενική διάσταση αλλά και η ανθεκτικότητα της στο χρόνο;
Yes – Fragile (1971)
Ένας απο τους ιδρυτικούς μύθους του punk, όταν αυτό εμφανίστηκε κάνοντας άμεσα πάταγο στη Βρετανική σκηνή, ήταν πως πρέσβευε την αμεσότητα και την απλότητα που ειχε απολέσει το progressive ροκ: το δημοφιλές μουσικό κίνημα που σκόπευε να αποκαθηλώσει στα τέλη της δεκαετίας του 70. Ένας μύθος χωρίς κανένα έρεισμα στη πραγματικότητα. Η συγκρουσιακή διάσταση ανάμεσα στα δύο μουσικά είδη δεν ήταν τίποτα παραπάνω απο ένα δημοσιογραφικό κατασκεύασμα που εξυπηρετούσε τη φιλοτέχνηση σαγηνευτικών ιστοριών για τις εφημερίδες της εποχής.
Το punk ήταν κυρίως αντίδραση στο λεγόμενο «δεινοσαυρικό ροκ»: τις μπάντες που είχαν ξεκινήσει τη καριέρα τους απο τα τέλη των 60s και με την αδιάλειπτη επιτυχία τους εμπόδιζαν στις νεώτερες μπάντες το πέρασμα στην ευρεία αναγνώριση. Ο μύθος όμως παρέμενε δημοφιλής γιατί μπορούσε να εξηγήσει το εκ διαμέτρου διαφορετικό στυλ των δυο μουσικών ειδών: απο τη μια πλευρά μικρά τραγούδια με έντονους ,απλούς, ρυθμούς που πολλές φορές δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες γνώσεις για να φανερώσουν το ανατρεπτικό τους πάθος και από την άλλη, μπάντες με μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις που εξερευνούσαν τις άφατες δυνατότητες του ροκ.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν οι Yes οι οποίοι στάθηκαν καθοριστικοί στη διαμόρφωση του ήχου της προοδευτικής μουσικής και των γνωρισμάτων της. Οι κλασσικοί Yes με τη φωνή του Jon Anderson, το μπάσο του Chris Squire, τη κιθάρα του Steve Howe, τα ντραμς του Bill Bruford και τα πληκτρα του Rick Wakeman, με μια σειρά δίσκων συνέβαλαν στην διάδοση της προοδευτικής μουσικής που κάποτε μονοπωλούσε τις λίστες με τους ευπώλητους δίσκους της Μ. Βρετανίας.
Το Fragile πρέπει να ξεχωρίζει από τη δισκογραφία τους. Το εναρκτήριο Roundabout εισάγει τον ακροατή στους ίσως πιο διάσημους ρυθμούς της μπάντας. Το South Side of the Sky σε μια ξεχωριστή δομημένα σύνθεση, το Heart of the Sunrise με το μνημειώδες του riff. Μερικά από τα καλύτερα κομμάτια που γέννησε η Βρετανική προοδευτική μουσική περικλείονται στο Fragile και λειτουργούν ως φάρος για τις επόμενες γενιές μουσικών.
Jethro Tull – Aqualung (1971)
Το Aqualung συνιστά ένα εμβληματικό σημείο συνάντησης των folk παραδόσεων του παρελθόντος με τις προοδευτικές ανησυχίες του παρόντος του. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που ακούγεται σκληρό συμβαδίζοντας με τη γέννηση και την έκρηξη του heavy στην Μ.Βρετανία. Ο Ian Anderson, με το φλάουτο του, στήνει μια τοιχογραφία ήχων που ισορροπούν ανάμεσα στην ένταση και στην ατμόσφαιρα.
Η ιστορία του δίσκου θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι στη θεσμοθετημένη θρησκεία για την αποτυχία της να απαλύνει τις πόνο της οικονονομικής ανέχειας την οποία βιώνουν οι πιστοί της. Ταυτόχρονα, τα βέλη της κριτικής δεν περιορίζονται μόνο εκεί, αλλά εκτείνονται προς κάθε θεσμό που αναπαράγει και διαιωνίζει την αδικία.
Ο Aqualung είναι η μορφή που κοσμεί τον εξώφυλλο και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που εκτυλίσσεται στα πρώτα τρία τραγούδια. Η σκληρή εισαγωγή του ομώνυμου κομματιού συνοδευει τους πρώτους στίχους οι οποίοι περιγράφουν χλευαστικά τον ζητιάνο. Τα μελωδικά φωνητικά αρχίζουν να λειαίνουν τη κριτική προκειμένου να καταλάβουμε τα προβλήματα που έπλασαν τη διαδρομή της ζωής του. Απέναντι στην ανήκεστο ένδεια και το κρύο που τον περικυκλώνει, η μόνη σωτηρία του είναι η κατανόηση μας.
Οι μεθυστικές μελωδίες από το φλάουτο έρχονται με το Cross Eyed Mary (διασκευασμένο μετέπειτα από τους Iron Maiden) . Μέσα από τα μάτια του ήρωα βλέπουμε την αναβίωση της ιστορίας μιας σύγχρονης Μαρίας Μαγδαληνής. Όπως και στα Ευαγγέλια, η φιγούρα της παραμένει σεπτή και αυτοί που βρίσκονται στο κατηγορητήριο είναι η υποκρισία όσων εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο. Το μικρό σε διάρκεια πικρό Cheep day return αποχαιρετά τον ήρωα μας στη θλιβερή του καθημερινότητα.
Στη συνέχεια το Mother Goose έρχεται με τους σουρρεαλιστικούς τους στίχους για να αλλάξει θεαματικά την ατμόσφαιρα. Το Wondering Aloud, με τα συμφωνικά του στοιχεία, αρχίζει σαν ενα τραγούδι αγαπης για να συμπυκνώσει ίσως το μήνυμα του δισκου: η δοτικότητα ειναι αυτή που πρέπει να χαρακτηριζει τους ανθρώπους στα πλαίσια μιας κοινωνίας που προτάσσει το ατομικό συμφέρον.
Η δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι αφιερωμένη στη σύγκρουση που σοβεί ανάμεσα στην υπόσχεσης αδελφοσύνης των ανθρώπων απο το Θεό και της πραγματικότητας που βιώνουνε οι πίστοι του. Η ιστορία της Αγγλικής εκλησσίας, βουτηγμένη στο αίμα και στα ψέμματα,αποκαλύπτεται στο καθηλωτικό My God. Οι folk μελωδίες του συνυφαίνονται με ενα σκληρό, σχεδόν metal, riff για να ξεπηδήσει στη πορεία ενα ξέφρενο solo του Ian Anderson.
Η φλογερή κριτική συνεχίζεται στο Hymn 43 Slipstream στα οποίο μαθαίνουμε πως η επίκληση στο όνομα του Ιησού είναι ενας εύκολος τροπος πλουτισμού για τους επιτήδειους που εκμεταλλεύονται την ευπείθεια των πιστών.
To Locomotive Βreath διεκδικεί το χρίσμα του πιο διάσημου κομματιού του δίσκου. Πολυπαιγμένο σε ραδιόφωνα και ταίνιες η προβολή του αφενός επιβραβεύει ένα σπουδαίο κομμάτι αφετέρου όμως ίσως συσκοτίζει την αξία των υπολοίπων τραγουδιών του δίσκου. Στο καταληκτικό Wind Up το μανιφέστο προς την οργανωμένη θρησκεία ολοκληρώνεται και μαζί του ένας από τους καλύτερους δίσκους που γέννησε το μυαλό του Ian Anderson.
King Crimson – Lark’s Tongues in Aspic (1973)
Στη δισκογραφία τους είχαν ήδη προηγηθεί δίσκοι όπως το In the Court of the Crimson King και το Lizard και θα ακολουθούσε έπειτα το Red. Ο πέμπτος δίσκος των King Crimson όμως πρέπει να ξεχωρίζει και σίγουρα συγκαταλέγεται στους σπουδαιότερους της δεκαετίας του 70. Εξυπακούεται δε, πως η ακτινοβολία του Το Lark’s Tongues in Aspic, εκπέμπει τα φώτα της πολύ πιο μακριά από την περίοδο που το γέννησε.
Οι King Crimson, ανακαινισμένοι εκ βάθρων, με τον Robert Fripp να είναι πάντα μοναδική συνισταμένη τους, καταφέρνουν ένα απίστευτο άθλο. Με απαράμιλλα σπουδαίους μουσικούς στην σύνθεση τους φτιάχνουν το πρότυπο της avant garde μουσικής, ένα μοναδικό ορόσημο για μια εποχή σύμφυτη με αυτά.
Από τη μια, κοιτώντας προς το ρεύμα της εποχής τους (στην οποία κατατάσσονταν ως εμπροσθοφυλακή) στο προοδευτικό rock το οποίο ήταν ακόμα νέο ηλικιακά και απο την άλλη, προς τη κλασσική μουσική παράδοση. Δίπλα στα προηγούμενα τολμούν να αφήσουν το πειραματισμό να οργιάζει χωρίς περιστολές και σε στιγμές αγγίζουν μέχρι και το heavy metal.
Το Lark’s Τongues in Αspic συνιστά ίσως τη κορύφωση του κινήματος του progressive rock και τη μεγαλύτερη στιγμή της μπάντας όντας ένα μνημείο πειραματικής μουσικής. Η υπογραφή του Robert Fripp στο Larks’ Tongues in Aspic επικυρώνει το τίτλο της μεγαλοφυίας που πρέπει άπαντες να του αποδώσουν.
Genesis – Selling England by the Pound (1973)
Από τη τοιχογραφία των κλασσικών προοδευτικών συγκροτημάτων το όνομα των Genesis ξεχωρίζει τόσο για τη πορεία του σαν μπάντα όσο και για το γεγονός πως έγινε το μετέπειτα εφαλτήριο για επιτυχημένες προσωπικές καριέρες των κάποτε μελών της μπάντας. Το Selling England by the Pound ήταν ο πέμπτος δίσκος στη καριέρα των Genesis και μαζί με αυτόν που ακολούθησε (The Lamb Lies Down on Broadway) θεωρούνται οι εμβληματικότεροι από το σύνολο της καριέρας τους.
Ο τίτλος Selling England by the Pound παραπέμπει στο σύνθημα των Εργατικών το οποίο σχολίαζε δηκτικά την επιδεινούμενη κατάσταση της εγχώριας οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 70. Η δήλωση όμως κυρίως σκιαγραφεί την επικείμενη παρακμή της Αγγλικής πολιτισμικής ταυτότητας μπροστά από την επέλαση της αμερικάνικης επιρροής που έτεινε να ηγεμονεύσει την παγκόσμια κουλτούρα.
Η φωνή του Peter Gabriel ανοίγει το δίσκο με το μελαγχολικό έρωτημα “Can you tell me where my country lies?” και οι κλασσικοί πλέον ήχοι του Dancing With the Moonlight Knight ξεχύνονται. Οι μελωδίες των Genesis που γεννιούνται από τα πλήκτρα του Tony Banks στο πρώτο κομμάτι και στο Firth Of Fifth. Η κιθάρα του Steve Hackett μαζί με τα ντράμς του Phil Collins (η φωνή του ακούγεται στο στο More Fool Me). To Cinema Show και μελαγχολικός λυρισμος που διαπνέει το δίσκο μαζί με το φλεγματικό χίουμορ είναι οι κλασσικοί Genesis.
Ο δίσκος καταφέρνει να έχει υπο τη σκέπη του κομμάτια που εκτείνονται σε μεγάλο χρόνο και δίπλα τους πιο pop κομμάτια όπως το I Know What I Like (In Your Wardrobe), κομμάτια που συνομιλούν με το προοδευτικό rock χωρίς να χάνουν την μελωδία που διαπερνά κάθε στιγμή τους. Το Selling England by the Pound είναι ένας από τος θεμέλιους λίθους της προοδευτικής μουσικής εν γένει.
Camel – Mirage (1974)
Με τη ραγδαία πρόοδο και διάδοση της τεχνολογίας στον Εικοστό αιώνα, όπως η ευρεία της χρήσης της φωτογραφικής μηχανής, η λεγόμενη υψηλή τέχνη έχανε τη μοναδικότητα της: οι αυθεντικοί πίνακες λόγου χάρη μπορούσαν πλέον να αναπαραχθούν σε χιλιάδες αντίτυπα: το πρωτότυπο εικαστικό έργο έχανε την αρχική του αξία σε ένα ωκεανό αντιγραφών. Από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν τη μεγάλη αλλαγή πρέπει να ήταν ο Andy Warhol o οποίος επέλεγε αντικείμενα της καθημερινότητας για να τα αποδώσει με ένα τρόπο που δεν παραγνώριζε τη κοινοτoπία τους,αντίθετα αυτή ήθελε να τονίσει.
Ίσως τα προηγούμενα εξηγούν το λόγο που το 1974 οι Camel επιλέγουν για εξώφυλλο του δεύτερο δίσκο τους μια ελαφριά παραλλαγή ενός διαδεδομένου προιόντος που δεν ήταν άλλο απο ένα πακέτο τσιγάρο της μάρκας με την οποία μοιράζονται το ίδιο όνομα. Το εξώφυλλο, που στήριζε αντιφατικά τη πρωτοτυπία του στη προβολή ενός πασίγνωστου αντικειμένου, έμελλε να γίνει από τα πιο αντιπροσωπευτικά της κλασσικής προοδευτικής εποχής.
Ήταν επίσης ο λόγος νομικής διένεξης με τη εταιρία που τους ανάγκασε να το άλλαξουν στη Αμερικάνικη κυκλοφορία του δίσκου(μια κατάσχημη εναλλακτική). Τελικά, μεταξύ των δύο πλευρών, επήλθε συμβιβασμός. Οι ιθύνοντες της Camel επέλεξαν ως μέσο προώθησης των τσιγάρων τους τη κυκλοφορία πακέτων που έφεραν το εξώφυλλο του Mirage μαζί με το playlist του. Από την άλλη, οι Camel στις συναυλίες διέθεταν τσιγάρα της ομώνυμης μάρκας στους θεατές τους…
Αλλή μια πρόταση της εταιρείας τσιγάρων ήταν να τροποιηθούν οι τίτλοι των τραγουδιών ώστε να λειτουργούν ως προώθηση των προιόντών. Ευτυχώς η πρόταση δεν υλοποιήθηκε -οι συζητήσεις γίνονταν σε επίπεδο νομικών αντιπροσώπων- και oι Camel άφησαν απαράλλαχτα τα ονόματα των τραγουδιών τους. Tα συγκεκριμένα τραγούδια που τους έδωσαν το πρώτο κλασικό υλικό της σημαντικής πορείας τους. Τα πρώτα μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια των Camel εμφανίζονται στο Mirage και εδώ ο πειραματισμός συνδυάζεται έξοχα με τις μελαγχολικές μελωδίες. Η μεγαλοφυία του Andrew Latimer συνεπικουρούμενη απο την υπόλοιπη μπάντα, με απίστευτούς μουσικούς όπως ο Peter Bardens,στήνουν ένα δίσκο χαρακτηριστικό του progressive rock εποχής.
Αν και οι Camel βρίσκονται μονίμως στη σκιά των μεγάλων της εποχή, δίσκοι όπως το Mirage ή το Moonmadness, διεκδικούν το δικό τους μερίδιο για την εκτόξευση του προοδευτικό ροκ του ’70. Δεν είναι εύκολο να συναντήσεις άλλη μπάντα που να δίνει έμφαση στη μελωδία σε μεγάλα σε έκταση κομμάτια με μια απροσδιόριστη μελαγχολία να διέπει όλο της το έργο.
Pink Floyd – Wish You Were Here (1975)
Αυτό και αν ήταν επίκαιρο εξώφυλλο. Η εικόνα των δύο ανδρών που κάνουν χειραψία έτεινε πρόσφατα να γίνει μια πράξη ασύγγνωστης απροσεξίας αναφορικά με τους κανόνες της προσωπικής υγιεινής και κρινόμενη υπο το πρίσμα της” ατομικής ευθύνης”, εξόχως επονειδιστή για το συλλογικό καλό. Στο εξώφυλλο ο ανδρας πυρπολείται όχι γιατί καταπάτησε το σημερινό απαράβατο κανόνα του social distancing, αλλα επειδή επέτρεψε στον εαυτό να περάσει τα εσκαμμένα της επιχειρηματικής λογικής. Σαν homo economicus οι σχέσεις του με τους άλλους υπαγορεύονται απο τους κανόνες της αγοράς. Αν κάποιος το αμελήσει και διαβεί το Ρουβίκωνα των διαπροσωπικών σχέσεων αναζητώντας τη εγγύτητα πέρα απο το ατομικό συμφέρον ίσως το περιμένει καταστροφική μοίρα.
Ο ένατος δισκος των Pink Floyd διαδέχτηκε το πανθομολογούμενο αριστούργημα Dark Side of the Moon και δεν υπολείπεται σχεδόν καθόλου σε αξία σε σχέση με αυτό. Το μεγαλύτερο του μέρος καταλαμβάνει ένα απο καλύτερα κομμάτια που έχουν συνθέσει ποτέ στη καριέρα τους. Το Shine On You Crazy Diamond χωρισμένο σε δυο μέρη, το πρώτο ανοίγει το δίσκο και το δεύτερο ρίχνει την αυλαία, είναι χαρακτηριστικότατο δείγμα του ήχου τους και των ποιητικών στίχων που συνήθως εξετάζουν με μελαγχολία τον ανθρώπινο βιο.
Το κομμάτι (όπως και το άλμπουμ) είναι αφιερωμένο στο πρώην συνοδοιπόρο τους Syd Barret, ο οποιός υπήρξε το ιδρυτικό μέλος της μπάντας. Μέχρι τη στιγμή που η χρήση L.S.D. και των ταξιδιών που υποσχόταν τον μετέφεραν σε ενα σκοτεινό προορισμό απο τον οποίον ηταν αδύνατο να αποδράσει. Οι Pink Floyd αναζητούν τον Syd Barret πριν αυτός βουλιάξει στις συμπληγάδες των παραισθήσεων, το νέο άνθρωπο με τις πολλά υποσχόμενες προοπτικές που χάθηκε σε ενα εφιαλτικό λαβύρινθο
Στη συνέχεια το Welcome to the Μachine αλλάζει το ύφος με την ανατριχιαστική του ατμόσφαιρα που στηρίζεται στα εκπληκτικά keyboards και τους πειραματισμους του. Εδώ ο ήρωας επιλέγει να παραμείνει δρων υποκείμενο της κοινωνίας για να δει τα όνειρα της παιδικής του ηλικίας να συντρίβονται στη φάση της μετάβασης προν τον ενήλικο βίο.
Στο Ηave Α Cigar στηλιτεύεται η αδηφάγα λογική της μουσικής βιομηχανίας που απομυζά χωρίς τύψεις τις προσπάθειες των καλλιτεχνών της. Στη φωνή βρίσκεται ενας αφανής ήρωας της rock ιστορίας, για τον οποίο οι Led Zeppelin εχουν αφιερώσει κομμάτι στο όνομα του: ο Roy Ηarper. Το ομώνυμο κομμάτι είναι ίσως το πιο διάσημο του δίσκου. Ενα ακουστικό κομμάτι γραμμένο απο τον Waters, που η μια ανάγνωση του το αφιερώνει στον απόντα Syd Barret. Mε την εναλλακτική ανάγνωση να προτείνει πως οι στίχοι αναφέρονται στη μάχη που λαμβάνει χώρα εντός του Waters: ανάμεσα στη ιδεαλιστική του πλευρά και το αναπόδραστο συμπλήρωμα της τoν πραγματισμό.
Μαζί με το επόμενο άλμπουμ Animals η μπάντα τελούσε σε απίστευτη έμπνευση. Κάθε δίσκος τους, όταν το rock μπορούσε ακόμα να εξερευνά κάθε πτυχή των άπλετων δυνατοτήτων του, ήταν και σημείο αναφοράς.