To ταξίδι στην ηλεκτρονική μουσική των 90s συνεχίζεται. Αξίζει να ξεκινήσουμε το δεύτερο αυτό μέρος με μια νέα τάση που αρχίζει να διαφαίνεται κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας, όταν μια νέα ηχητική επανάσταση ήταν στα σκαριά. Η techno και η acid house είχαν ήδη κατακτήσει τα νυχτερινά κλαμπ και τις υπόγειες σκηνές, χτυπώντας το κοινό με ένταση και ρυθμό που το έκανε να χάνεται στις πίστες. Όμως, μερικοί μουσικοί παραγωγοί ονειρεύονταν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο πνευματικό και εξερευνητικό. Ήθελαν να πάνε πέρα από τους γνώριμους χορευτικούς ρυθμούς, να συνθέσουν ήχους που δεν χορεύονται απλώς, αλλά που διεγείρουν το μυαλό και το πνεύμα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους μουσικούς οραματιστές ήταν ο Aphex Twin, oι Autechre, οι Orbital και πολλοί άλλοι φίλοι τους.. Επηρεασμένοι από τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, τη λατρεία της φουτουριστικής αισθητικής και την επιστημονική φαντασία, άρχισαν να πειραματίζονται με σάμπλερ, συνθεσάιζερ, και τα πρώτα προγράμματα παραγωγής μουσικής. Τα στούντιό τους ήταν γεμάτα με πολύχρωμα καλώδια, αναλογικά synths και αινιγματικά κουτιά γεμάτα φώτα που αναβόσβηναν —ένας ονειρικός κόσμος για τους λάτρεις της μουσικής τεχνολογίας.
Οι ήχοι που δημιούργησαν δεν ακολούθησαν τις καθιερωμένες γραμμές της χορευτικής μουσικής. Οι μελωδίες έσπαγαν, οι ρυθμοί γίνονταν άναρχοι και αιθέριοι, οι μπάσες συχνότητες γλιστρούσαν από τη μία διάθεση στην άλλη. Ήταν σαν να έπαιζαν μουσική για το υποσυνείδητο, έναν κόσμο όπου το beat δεν ήταν βασιλιάς, αλλά ένας χαμαιλέοντας, που άλλαζε σχήμα και μορφή για να ταιριάξει στην κάθε στιγμή.
Το κοινό βρήκε αυτή τη νέα μουσική συναρπαστική. Άρχισαν να εμφανίζονται κλαμπ και ραδιοφωνικοί σταθμοί που προωθούσαν αυτό το νέο στυλ. Οι DJs έπαιζαν κομμάτια που ήταν γεμάτα αινιγματικά φωνητικά, σπασμένους ρυθμούς και ήχους που θύμιζαν απόηχους μακρινών γαλαξιών. Το όνομα “Intelligent Dance Music” (IDM) γεννήθηκε για να περιγράψει αυτή την απρόβλεπτη αλλά γοητευτική προσέγγιση στη ηλεκτρονική μουσική της Αγγλίας, και ειδικότερα στο ρόστερ που αγκάλιασε η Warp Records, η οποία κυκλοφορούσε άλμπουμ όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το μυαλό.
Η IDM δεν ήταν απλώς ένα είδος μουσικής. Ήταν μια δήλωση, μια απόδειξη ότι η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να είναι εξίσου εκφραστική και καλλιτεχνική όσο οποιοδήποτε άλλο είδος. Έτσι, το Shefield έγινε η γενέτειρα μιας από τις πιο επιδραστικές μουσικές επαναστάσεις της δεκαετίας, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, ενώ παράλληλα το αδιάκοπο σφυροκόπημα κυκλοφοριών από όλα τα υπόλοιπα υποείδη, δεν είχε σταματημό.
Front 242 – 05:22:09:12 Off (1993)
Tην εποχή που κυκλοφόρησε οι φανς της μπάντας το δέχθηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα, το ίδιο και οι μουσικοκριτικοί. Για πρώτη φορά ένα άλμπουμ των Front 242 περιείχε γυναικεία φωνητικά, αυτά της Christine «99» Kowalski, ενώ ο Jean-Luc De Meyer εμφανιζόταν μόνο σε μερικά κομμάτια. Στο “Evil Off” φαίνεται να μην έχει μεγάλη ή σημαντική συμβολή ο Richard 23, ο οποίος δεν αναφέρεται πουθενά στα liner-notes του άλμπουμ. Από την άλλη πλευρά, μια ποικιλία νέων συντελεστών αναφέρονταν ως μέλη των Front 242 σε αυτά τα άλμπουμ, όπως για παράδειγμα οι Jean-Marc Pauly και Pierre Pauly από τους Βέλγους Parade Ground. Το πιο σημαντικό, όμως, με αυτό το άλμπουμ (και το αδερφικό του “06:21:03:11 Up Evil”) είναι ότι ενώ τα περισσότερα electro industrial συγκροτήματα έμειναν στην «επιτυχημένη» συνταγή των 4/4, οι Front 242 αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους την πεπατειμένη και αγκάλιασαν νέα μουσικά στυλ και στοιχεία που αναδύονταν στην ηλεκτρονική μουσική σκηνή εκείνη την εποχή. Η ατμοσφαιρική και ρυθμική ατμόσφαιρα του άλμπουμ μπορεί να θεωρηθεί πρωτοποριακή και καινοτόμα για εκείνη την εποχή, ωστόσο η ξαφνική αλλαγή ύφους άφησε πίσω πολλούς μπερδεμένους φίλους τους.
The Higher Intelligence Agency – Colourform (1993)
Το σόλο πρότζεκτ του Robert “Bobby” Bird και το πρώτο του άλμπουμ, που είναι μια ηλεκτρονική “cult” δημιουργία. Ο Bird, με τη μοναδική του έμπνευση, συνέθεσε και παρήγαγε το άλμπουμ “Colourform” στο στούντιο της κρεβατοκάμαράς του, δημιουργώντας έναν ήχο που συνδυάζει την ατμόσφαιρα του ambient με πολύ πρωτοποριακές για την εποχή ιδέες. Οι Higher Intelligence Agency, το όνομα που χρησιμιποιούσε, συμπεριλήφθηκαν στη συλλογή “Artificial Intelligence II” της Warp το 1994, και ο Bird συνέχισε να συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Geir Jenssen των Biosphere. Το “Colourform” είναι ένα μοναδικό άλμπουμ που διατηρεί τη μυσταγωγία του ακόμα και 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Σήμερα, θα μπορούσε να καταταγεί εύκολα ανάμεσα στα πιο ψυχεδελικά ambient έργα της εποχής (πραγματικά ψυχεδελικά, όχι trance), καθώς κάθε κομμάτι του εξερευνά υπερβατικές ψυχεδελικές φιλοσοφίες που (ίσως) μόνο οι πιο ανοιχτόμυαλοι ακροατές μπορούν να κατανοήσουν πλήρως. Προσωπικά, κάθε φορά που ακούω αυτό το άλμπουμ, νιώθω μια αίσθηση ευτυχίας, καθώς αιωρούμαι μέσα στον χρόνο και τον χώρο που δημιουργεί, γεμάτο από τις υγρές και νωχελικές υφές του.
Chapterhouse Retranslated By Global Communication – Blood Music: Pentamerous Metamorphosis (1993)
Πρόκειται για μια πλήρη επανερμηνεία του LP “Blood Music” των shoegazers Chapterhouse από τους Global Communication, το δίδυμο των Mark Pritchard και Tom Middleton που παρήγαγε μερικά από τα πιο κρίσιμα κομμάτια ambient (και όχι μόνο) της ηλεκτρονικής μουσικής των αρχών της δεκαετίας του ’90. Με τα εκτεταμένα ambient ηχοτοπία του που θυμίζουν Orb και τα ευρηματικά beat-tracks στη λογική των σύγχρονων The Black Dog και Aphex Twin, το “Chapterhouse Retranslated By Global Communication – Blood Music: Pentamerous Metamorphosis” αξίζει πλήρως τον τίτλο του cult-classic.
Portishead – Dummy (1994)
Καλύτερα από οποιοδήποτε άλμπουμ πριν από αυτό, το “Dummy” συγχώνευσε τις ακριβείς παραγωγές του χορευτικού κόσμου με τα χαρακτηριστικά της ποπ, όπως η σπουδαία (και πολύ μελετημένη) σύνθεση τραγουδιών και οι εξαιρετικές φωνητικές εκτελέσεις. Ένα εσωστρεφές και πρωτοποριακό μπλουζ, διανθισμένο με hip-hop, τζαζ και dub. Το ντεμπούτο των Portishead του 1994 είναι ένα αριστούργημα κατάθλιψης και απελπισίας. Εφηύραν το δικό τους είδος δεξιοτεχνίας, που περιλάμβανε τη μουσικότητα, την τεχνολογία και την αύρα. Η ατμόσφαιρα που περιβάλλει το άλμπουμ είναι αρκετά απόκοσμη αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικά εθιστική λόγω των ανατριχιαστικών φωνητικών της Beth Gibbons και των απαλών ενορχηστρώσεων, ανάμεσα σε απαλά ζοφερές κιθαριστικές γραμμές, υπνωτικά beats, αλλόκοτα πλήκτρα και μια σκοτεινή ατμόσφαιρα που τυλίγει σαν σεντόνι την μίξη.
Richard H. Kirk – Virtual State (1994)
Γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Cabaret Voltaire, ο Richard H. Kirk εδώ απομακρύνεται από τον μετα-συνθ-πανκ ήχο του συγκροτήματος και βυθίζεται βαθύτερα στην ατμοσφαιρική και υβριδική ηχητική εξερεύνηση. Το “Virtual State” είναι γεμάτο με βαθιές, αιθέριες ηχητικές τοπιογραφίες, που κυμαίνονται από ambient περάσματα μέχρι πιο ρυθμικές, techno εμπνεύσεις. Κάθε κομμάτι στο άλμπουμ λειτουργεί σαν μια ηχητική εξερεύνηση σε έναν ψηφιακό, κυβερνοπάνκ κόσμο. Κομμάτια όπως το “Information Therapy” και το “Frequency Band” αποπνέουν μια αίσθηση τεχνολογικού υπνωτισμού, με τον Kirk να πειραματίζεται με στρώματα από συνθετικά και ρυθμικά μοτίβα. Το “Virtual State” ξεχωρίζει για τη διαχρονική ποιότητα και τη δυνατότητά του να μεταφέρει τον ακροατή σε έναν κόσμο όπου η ηλεκτρονική μουσική δεν είναι απλά χορευτική αλλά και βαθιά ψυχολογική. Το άλμπουμ παραμένει μια μοναδική ματιά στη μεταβατική περίοδο της ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, όπου το αναλογικό συναντά το ψηφιακό, και η ατμόσφαιρα ενώνεται με το ρυθμό για να δημιουργήσει κάτι που είναι τόσο στοχαστικό όσο και προκλητικό.
Leftfield – Leftism (1994)
Ένα εμβληματικό άλμπουμ που καθόρισε την κατεύθυνση της ηλεκτρονικής μουσικής τη δεκαετία του ’90. Συνδυάζοντας στοιχεία dub, techno και house, το άλμπουμ προσφέρει μια μοναδική επαναστατική ηχητική εμπειρία που ξεπερνά τα όρια της νυχτερινής διασκέδασης. Από την εναρκτήρια κομματάρα “Release the Pressure” μέχρι τη συνεργασία με τον John Lydon στο “Open Up”, το “Leftism” είναι γεμάτο δυναμικές μελωδίες και ρυθμικές εξερευνήσεις. Κάθε κομμάτι αποπνέει μια αίσθηση καινοτομίας, με το “Song of Life” και το “Black Flute” να παραμένουν κλασικά δείγματα της εποχής. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι εξαιρετική, με κλινικές λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την τέχνη των Leftfield στο να δημιουργούν μουσική που μπορεί να ακουστεί τόσο σε clubs όσο και στο σπίτι. Το “Leftism”, ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ για χορό, αλλά μια πλήρης καλλιτεχνική δήλωση που επαναστατεί απέναντι στις παραδοσιακές αντιλήψεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου, παραμένοντας επίκαιρο και επιδραστικό, και συνεχίζει να εμπνέει νέες γενιές καλλιτεχνών και ακροατών. Αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ηλεκτρονικής σκηνής των 90s, που παραμένει μια ισχυρή απόδειξη ότι η χορευτική μουσική μπορεί να είναι και βαθιά καλλιτεχνική.
The Sabres Of Paradise – Haunted Dancehall (1994)
Πολύ λίγα dance άλμπουμ έχουν αφαιρέσει εντελώς κάθε περιττό στολίδι στη σύνθεσή τους, από την άποψη ότι έχουν αρκετό αξιοπρεπές υλικό και μια σωστή δομή στα κομμάτια. Αυτό εδώ είναι ένα από αυτά. Τα κλινικά και άριστα μελετημένα beats υποστηρίζονται από κάποιες από τις πιο ευρηματικές χρήσεις συνθετητών που μπορεί να ακούσετε ποτέ. Η κεντρική φιγούρα του Andrew Weatherall, πίσω από την κονσόλα και τα κουμπάκια, είναι τόσο χαρισματική στο αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η ποιότητα που βγαίνει είναι σαν να γεννιέται μέσα από μια απίστευτη μπάντα, και έτσι λάμπει σαν να βγαίνει μέσα από τις συνεισφορές όλων των μελών. Πιστό στην αισθητική του dub, προσφέρει στον ακροατή μερικές από τις πιο όμορφες χορευτικές γραμμές που γράφτηκαν στα 90s. Mέχρι σήμερα επιτρέπει στον ακροατή να κάνει φανταστικές συνδέσεις και στην ουσία να «διαβάσει τι κρύβεται ανάμεσα στις ρυθικές γραμμές» των beats. Όταν τα beats δίνουν τη θέση τους σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μελωδία, τότε αυτή η μελωδία μένει για πάντα στο μυαλό και λειτουργεί σαν ελιξήριο μνήμης των πιο αξέχαστων πάρτι που ζήσαμε ποτέ.
Various – Artificial Intelligence II (1994)
Θα μπορούσε σε κάθε μέρος αυτού του αφιερώματος, το οποίο περιέχει 30 σπουδαία άλμπουμ από διαφορετικές περιόδους των 90s, να υπάρχει και μια συλλογή. Αυτή είναι μια σκέψη που έγινε, βέβαια, αφού είχε ήδη δημοσιευθεί το πρώτο μέρος, οπότε ως αλγοριθμικός κανόνας μπορεί να παίξει στα μέρη που θα ακολουθήσουν. Ναι, τα 90s ήταν η δεκαετία των συλλογών και των ρεμίξ και των δωδεκάιντσων και των σπάνιων κομματιών. Και αυτή εδώ είναι (αντικειμενικά) η πιο σπάνια, η πιο όμορφη, η πιο καλαίσθητη, η πιο εξαιρετική συλλογή ηλεκτρονικής μουσικής που κυκλοφόρησε στα 90s. Μπορεί να την ανταγωνίζεται η σειρά των “Trance Europe Express”, αλλά δυστυχώς οι ΤΕΕ δεν κερδίζουν, αρχικά λόγω πρωτοτυπίας (περιείχαν κομμάτια που είχαν ήδη κυκλοφορήσει σε singles ή άλλες συλλογές) και έπειτα λόγω έννοιολογικής αξίας, αφού αυτό εδώ το διαμάντι είναι τόσο δεμένο και σαν κάτι μαγικό ενώνει όλους τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν. Φυσικά, ο συνδετικός κρίκος και το μυστικό spice της συνταγής είναι η δισκογραφική Warp, αν και ο όρος “Electronic Listening Music” που επινόησε το label δεν επικράτησε ποτέ. Αντ’ αυτού, συμβιβαστήκαμε με το πολύ κακοποιημένο “Intelligent Dance Music”, το οποίο ως γνωστόν είναι εμπνευσμένο από αυτές τις δύο συλλογές, αλλά προήλθε από τις ΗΠΑ όταν το 1993 σχηματίστηκε μια ηλεκτρονική λίστα email με το όνομα “ΙDM list” για τη συζήτηση των Άγγλων καλλιτεχνών που εμφανίζονταν στην πρώτη “Artificial Intelligence”. Όπως και να ‘χει, εδώ υπάρχουν διαμάντια που έχουν ηχογραφηθεί αποκλειστικά για αυτή τη συλλογή από τους Richard H. Kirk, Balil, Link, Beaumont Hannant, Autechre, B12, Polygon Window, Kenny Larkin, Speedy J, The Higher Intelligence Agency, Mark Franklin, Seefeel, Scanner και Darrel Fitton.
Scorn – Evanescence (1994)
Μια πραγματική υπνωτική εμπειρία είναι αυτό το τρίτο και πιο καλογεμισμένο άλμπουμ των Scorn. Σχηματίστηκαν το 1991 ως ντουέτο από τα πρώην μέλη των Napalm Death, Mick Harris και Nik Bullen. Στα πρώτα τους χρόνια οι Scorn συνδέθηκαν (σχεδόν αυτόματα) με την industrial και την πιο πειραματική μουσική. Μετά την αποχώρηση του Nik Bullen τον Απρίλιο του 1995, οι Scorn συνέχισαν ως σόλο πρότζεκτ του Mick Harris και η μουσική τους είναι ένα σκοτεινό φάσμα από κυρίως μινιμαλιστικά beats με βαθιές μπασογραμμές, που συχνά ταξιδεύουν προς dub και trip-hop διαδρομές. Πάντα σκοτεινές. 30 χρόνια μετά την ηχογράφησή του, το “Evanescence” εξακολουθεί να ακούγεται σαν να κόπηκε τώρα, αλλά ομολογουμένως δεν είναι το πιο εύκολο άλμπουμ για να μπεις μέσα στον κόσμο τους – είναι τόσο κρύο και αφιλόξενο όσο και το Μπέρμιγχαμ που το γέννησε. Επίσης, με τους στίχους του Bullen αποκτά μια εξωπραγματική διάσταση με τις φωνητικές στρεβλώσεις του και γι΄αυτό μέχρι σήμερα καμαρώνει στο Hall of Fame της ηλεκτρονικής σκηνής σαν ένας από τους πιο σκοτεινούς και άβολους επιτάφιους που γράφτηκαν με ηλεκτρονικά μέσα.
The Prodigy – Music For The Jilted Generation (1994)
«What we’re dealing with here is a total lack of respect for the law». Mε αυτά τα λόγια από την ταινία “Smokey and the Bandit” (του σκηνοθέτη Hal Needham και με πρωταγωνιστές τον Burt Reynolds και την Sally Field) να το σημαδεύουν για πάντα, το δεύτερο άλμπουμ των Prodigy είναι κατά την άποψή μου το πιο σημαντικό της καριέρας τους γιατί κλείνει μέσα του, όσο κανένα άλλο, το αίσθημα των παράνομων raves και αναγγέλει όχι μόνο την άνοδο του ονόματος σε μεγάλα στάδια, αλλά και την κορυφαία παρουσία του σε μεγαλύτερα τσάρτ επιτυχιών, και όχι μόνο στα ανεξάρτητα. Το 1994, στην πατρίδα των Prodigy, η rave σκηνή είχε ήδη παγιωθεί. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση εκεί προσπαθούσε ήδη να περιορίσει τον πολύ κόσμο που περνούσε καλά σε υπαίθριες εκδηλώσεις με ηχοσυστήματα. Θεσμοθέτησαν, λοιπόν, κάτι που ονομαζόταν Criminal Justice Bill, γι’ αυτό και το τραγούδι “Their Law” περιελάμβανε εκτός από την αρχική φράση και τον στίχο «Fuck ’em and their law». Οι Prodigy δημιούργησαν ένα πολύ καλό άλμπουμ που αψηφούσε κάθε μουσικό είδος, και το οποίο φυσικά μπορούσε να μεταφράσει τα αισθήματα μιας ολόκληρης σκηνής. Και το παρήγαγαν τόσο μαζικά, χωρίς κανένα ίχνος αποδυνάμωσης. Χωρίς συμβιβασμούς. Και αυτό είναι κάτι σπάνιο. Και αυτό ήταν που τους οδήγησε στο επόμενο τεράστιο βήμα τους με το οποίο πλέον τους έμαθε όλος ο πλανήτης.
Nine Inch Nails – The Downward Spiral (1994)
Το “The Downward Spiral” των Nine Inch Nails είναι ένα άλμπουμ που μοιάζει με κατάδυση σε μια άβυσσο γεμάτη ηχητικές σκιές και ψιθύρους που στοιχειώνουν. Κάθε κομμάτι είναι σαν ένα ταξίδι μέσα από έναν λαβύρινθο σκοτεινών σκέψεων και ακατέργαστων συναισθημάτων, όπου τα συνθεσάιζερ και οι κιθάρες σφυροκοπούν σαν καρδιές που χτυπούν δυνατά, αναζητώντας κάποια λύτρωση. Η μουσική ξεδιπλώνεται άλλοτε σαν ένας σπασμένος καθρέφτης και άλλοτε σαν ένας πίνακας γεμάτος χαλασμένες γραμμές και βίαια χρώματα, ένας καμβάς όπου η οργή και ο πόνος αποκτούν σχήμα και μορφή. Στις κραυγές των κιθάρων, στα βίαια τύμπανα και τα κρουστά που μοιάζουν σε καλούν να αφεθείς μέσα σε έναν τυφώνα, η φωνή του Trent Reznor αιωρείται σαν μια κραυγή που αναζητά ελπίδα σε ένα τοπίο χωρίς φως. Είναι μια σκοτεινή ωδή στη θνητότητα και την αυτοκαταστροφή, όπου η ψυχή ξεγυμνώνεται μπροστά στην ίδια της τη φρίκη, και ο ακροατής παρασύρεται σε μια συναισθηματική σπείρα προς τα κάτω. Με κάθε άκουσμα, η μουσική μοιάζει να ψιθυρίζει αρχαία μυστικά, μια υπενθύμιση ότι ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι, υπάρχει μια παράξενη μορφή ομορφιάς.
Skylab – Skylab#1 (1994)
Οι Skylab είναι η διηπειρωτική συνεργασία των Howie B. και Mat Ducasse από τη Βρετανία με τους Ιάπωνες Kudo (Masayuki Kudo) και Toshi (Toshio Nakanishi), οι οποίοι συμμετείχαν επίσης στην πρώτη σύνθεση των UNKLE. Το πρώτο τους άλμπουμ είναι ένα από τα καλύτερα αργόσυρτα ambient spaced-out trip-hop άλμπουμ, πριν το είδος γίνει μουσική υπόκρουση για μοντέρνα μπάρμπεκιου και χλιδάτα ξενοδοχεία. Σε αντίθεση με το επόμενο τους, το “Skylab #1” είναι κατά κύριο λόγο ορχηστρικό, και ακόμη και όταν εμφανίζεται μια ανθρώπινη φωνή, όπως αυτή η φανταστική ερμηνεία της Debbie Sanders (θαμμένη ρε γαμώτο στην παραγωγή) στο απερίγραπτο “Seashell” αντιμετωπίζεται και αυτή ως μέρος της ορχηστρικής υφής του γενικού ηχοστρώματος. Αν και όλη η παραγωγή του παραμένει χαμηλή σε ένταση, αυτό το φανταστικό άλμπουμ είναι ένα ολοκληρωμένο ηχητικό ταξίδι, μια εκπληκτικά πλούσια ηχητική εμπειρία και (κατά την άποψή μου) το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει ο Howie B.
Biosphere – Patashnik (1994)
To “Pataschnik” είναι πολύ διαστημικό, ακόμη και ο τίτλος του στη ρωσική αργκό των κοσμοναυτών σημαίνει τον κοσμοναύτη που τη “γ#μησε”, επείδη το καλώδιο ασφαλείας του κόβεται από το σκάφος, με αποτέλεσμα να χαθεί, παρασυρόμενος για πάντα, άσκοπα, στο διάστημα. Η μουσική σε αυτό το άλμπουμ είναι αρκετά σκοτεινή σε σχέση με το υπονοούμενο θέμα της, και η επιρροή της techno από το ντεμπούτο “Microgravity” έχει ελατωθεί, γεγονός που δίνει τη θέση της σε πιο ατμοσφαιρικές πινελιές. Παρά τη βελτιωμένη ατμόσφαιρα της μουσικής, οι ήχοι από τα συνθεσάιζερ και οι επιρροές από την techno μπορεί να ακούγονται σχετικά φτηνοί και πρωτόγονοι σε σύγκριση με τις εξαιρετικές μεταγενέστερες δουλειές του Νορβηγού Geir Jenssen, αλλά αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι παραμένει ένα φανταστικό διαμάντι ambient house μουσικής. Εξακολουθεί να μοιάζει χαλασμένο, σχεδόν γ#αμημένο, αλλά με μια μαγική μαγνητική δύναμη πάντα θα μας καλεί να ανακαλύψουμε την πραγματική του ταυτότητα, χαμένη για πάντα στο διάστημα.
Björk – Post (1995)
Σε μια παλιά ιστορία, τόσο αρχαία όσο ο χρόνος, ένα κορίτσι από την ερημιά καταφέρνει να βρει το δρόμο της προς τη δόξα, μετακομίζοντας στην πόλη κατά τη διάρκεια της επιστροφής του Κρόνου. Εκεί, μέσα στο χάος και τη μοναξιά, ανακαλύπτει τον εαυτό της και δημιουργεί ένα art-pop αριστούργημα. Είναι 1995 και το “Post” ανοίγει μια πύλη στον παλλόμενο αισθησιασμό του βρετανικού trip-hop και της electronica, όπως την αντιλαμβάνεται η Björk. Με μια εκλεκτική προσέγγιση που συνδυάζει άγρια και τρυφερά κομμάτια, το άλμπουμ αποτυπώνει την πρώτη φορά που η Björk αναλαμβάνει τον ρόλο του tastemaker, συγκεντρώνοντας συνεργάτες από το underground για να υπηρετήσουν το όραμά της. Η μουσική της ακολουθεί τα συναισθήματα: κάθε αναλαμπή της ψυχής της συναντά ένα νέο χτύπημα ή ένα tribal drum break, ενώ οι βιομηχανικοί ρυθμοί και οι μυστήριες μελωδίες δημιουργούν ένα ηχητικό τοπίο γεμάτο αντιφάσεις. Με τη φωνή της, η οποία είναι γνωστό ότι έχει σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες, η Björk εκφράζει συναισθηματικά σενάρια, αποκαλύπτοντας εκείνες τις λέξεις που έμειναν κάποτε ανείπωτες στη μητρική της γλώσσα. Το “Post” εξερευνά την έννοια του σεξ χωρίς άγγιγμα, τη μουσική ως δύναμη ζωής, και τα όνειρα που μας ξυπνούν ευγνώμονες για ένα ακόμη πρωινό που θα δούμε τον ήλιο. Είναι ένα άλμπουμ που συνδυάζει απάθεια και επιθυμία, ανησυχία και ελευθερία, αποτυπώνοντας την πολύπλοκη ύπαρξη της Björk σε κάθε νότα.
Elecktroids – Elektroworld (1995)
Αυτή ήταν μια πραγματικά δυνατή κυκλοφορία του 1995, κάθε κομμάτι είναι ένα κόσμημα που άνοιξε τον δρόμο για πολλούς καλλιτέχνες της νέας σχολής. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα διαμάντι για τους λάτρεις του Detroit electro, και ένας φόρος τιμής στους δασκάλους του electro, τους Kraftwerk, από τα ρομποτικά beats μέχρι και την αισθητική του κιτρινόμαυρου εξωφύλλου. Για πολλά χρόνια κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποιοί ήταν οι Elecktroids και μετά από καιρό, τον Ιούλιο του 2008, όταν η Warp Records επανέφερε την CD έκδοση του άλμπουμ “Elektroworld” στον ιστότοπό της Warpmart, το κείμενο ανέφερε «Produced by Drexciya’s late James Stinson».
Panasonic – Vakio (1995)
Κάθε φορά που ακούω το “Vakio” θυμάμαι τη φίλη μου Βασιλική να μου γκρινιάζει όταν το έβαζα να παίξει «έλα μωρέ, πάλι το απόλυτο “τίποτα” θα ακούσουμε;». Και γελάω όταν με θυμάμαι να προσπαθώ να της εξηγήσω ότι αυτό το απόλυτο τίποτα θέλει πολύ μαγκιά για να το αποτυπώσεις σε ένα άλμπουμ. Το ντεμπούτο άλμπουμ των Panasonic, “Vakio”, αποτελεί μια τολμηρή δήλωση στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι Ilpo Väisänen, Mika Vainio και Sami Salo, τρίο ακόμα, πριν φάνε τις δικαστικές και ασφαλιστικές σφαλιάρες για τη χρήση του ονόματος από την διάσημη γιαπωνέζικη εταιρεία τεχνολογίας, δημιούργησαν ένα ηχητικό σύμπαν που, ακόμα και σήμερα, ξεπερνά τα όρια της techno και της experimental μουσικής, προσφέροντας μια μοναδική ακουστική εμπειρία.
Από την αρχή ως το τέλος, το “Vakio” σε ταξιδεύει σε έναν κόσμο γεμάτο από ατμοσφαιρικά soundscapes και υπνωτικούς ρυθμούς. Κομμάτια όπως το “Radiokemia” και το “Urania” αποπνέουν μια αίσθηση μυστηρίου και έντονης απομόνωσης, με τους ήχους να δημιουργούν ένα σκοτεινό και ονειρικό περιβάλλον, σαν κι αυτό της πόλης που τους γέννησε στη Φινλανδία, το Τurku. Η ένταση στο άλμπουμ χτίζεται σταδιακά, καθώς τα κομμάτια ξετυλίγονται σαν ένα μουσικό κουβάρι. Η παραγωγή είναι εξαιρετική, με τους ηλεκτρονικούς ήχους να έχουν μια ωμή και πιο πανκ, ακατέργαστη ποιότητα. Οι Panasonic χρησιμοποιούν εδώ σπάνιο αναλογικό εξοπλισμό και ηχογραφήσουν όλα τα κομμάτια live, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό ηχητικό αποτύπωμα. Ναι, το “Vakio” δεν είναι ένα άλμπουμ για τα μαζικά ακροατήρια, αλλά απευθύνεται σε εκείνους που αναζητούν μια πιο προκλητική ακουστική εμπειρία. Ωστόσο, αν και μπορεί να μην είναι εύκολο στην πρώτη ακρόαση, το “Vakio” αποκαλύπτει τον πλούτο του με κάθε επανάληψη. Οι Panasonic καταφέρνουν να δημιουργούν ένα ηχητικό ταξίδι που σε παρασύρει σε έναν κόσμο αφαίρεσης και ελάχιστων ήχων, προσφέροντας ένα μοναδικό μανιφέστο για το μέλλον της μινιμαλιστικής ηλεκτρονικής μουσικής. Για όσους δεν το έχουν ακούσει και αναζητούν κάτι διαφορετικό και (πραγματικά) προκλητικό, το “Vakio” είναι ένα άλμπουμ που αξίζει να ανακαλύψουν.
Tricky – Maxinquaye (1995)
Το “Maxinquaye” του Tricky έφερε στο ραδιόφωνο “αργόμπιτα” ψυχεδελικά κύματα παράνοιας, σε μια εποχή που οι Oasis πάλευαν με τους Blur για το ποιος θα καθίσει στην κορυφή της Britpop. Ο Tricky συνέχισε να δημιουργεί αριστουργήματα: τα “Nearly God” και “Pre-Millenium Tension” του 1996, είναι επίσης δίσκοι που ισορροπούν στην κόψη μεταξύ απόλαυσης και ανησυχίας, μεθυσμένοι από τη δική τους παρανοϊκή σαγήνη. Κανένας, όμως, δεν είναι τόσο κομψά χαοτικός όσο το “Maxinquaye”, ένα έργο όμορφης αταξίας και μαγικών “λαθών”, ένα ταξίδι τόσο απίστευτα παράδοξο που καταλήγει να είναι απολύτως τέλειο και αξέχαστο. Η επιτυχία του ήταν σαν το θριαμβευτικό ταξίδι μιας απρόσμενης ποδοσφαιρικής ομάδας προς τον τελικό της νίκης: εκπληκτικά απίθανο, μα ταυτόχρονα αναπόφευκτο.
Mouse On Mars – Iaora Tahiti (1995)
To ντουέτο από το Ντίσελντορφ, οι Jan St. Werner και Andi Toma, υποτίθεται ότι συναντήθηκαν σε μια death-metal συναυλία και άρχισε να συνεργάζεται σε εκτεταμένες ηλεκτρονικές συνθέσεις υπό το όνομα Mouse on Mars. Η μουσική του ζεύγους, αν και έχει τις ρίζες της απροκάλυπτα σε προγόνους του krautrock όπως οι Kraftwerk και οι Neu!, αγκαλιάζει ολόψυχα τις δυνατότητες της σύγχρονης electronica. Για το δεύτερο άλμπουμ τους, διεύρυναν τις παραμέτρους που έθεσαν στο ντεμπού τους πέρα από κάθε λογική, ελπίδα και προσδοκία. Αν και στο “Vulvaland” απέτισαν φόρο τιμής στην ψυχή μιας ιδιοφυΐας του στούντιο με το “Die Seele Von Brian Wilson”, στο “Iaora Tahiti” διακηρύσσουν περήφανα ότι «αυτός ο δίσκος δεν παίζει καλά σε μονοφωνικά συστήματα» και στη συνέχεια οργανώνουν ένα στερεοφωνικό ταξίδι που χρησιμοποιεί ως αφετηρία το trippy dub του ντεμπούτου. Το άλμπουμ χρησιμοποιεί (αποφασιστικά) πολλά μη ηλεκτρονικά εργαλεία όπως ζωντανά τύμπανα και pedal steel κιθάρες σε αρκετά κομμάτια, αλλά μην σας ξεγελάει αυτό, το “Iaora Tahiti” απέχει πολύ από το να είναι ένας ροκ δίσκος.
The Chemical Brothers – Exit Planet Dust (1995)
Ένας ηχητικός κομήτης που διασχίζει το σύμπαν της μουσικής με ανείπωτη δύναμη. Όλο το άλμπουμ μοιάζει με ένα νυχτερινό ταξίδι σε έναν πλανήτη που ζει από παλλόμενες συχνότητες, έναν κόσμο όπου οι ρυθμοί σπέρνουν φωτιά και οι μελωδίες λιώνουν μέσα από τα ηχητικά τοπία σαν χρωματιστές λέιζερ ριπές στον αέρα. Από το “Leave Home” που ανοίγει τον δίσκο με τα επαναστατικά beats του, μέχρι το πιο νωχελικό και υπνωτιστικό “One Too Many Mornings,” κάθε κομμάτι είναι σαν ένα όνειρο που σε παρασέρνει μακριά από την καθημερινότητα, σε έναν χορό χωρίς τέλος. Το “Exit Planet Dust” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ· είναι ένα φαινόμενο, ένας ζωντανός οργανισμός που σε καλεί να εγκαταλείψεις τη γη και να βουτήξεις στα βάθη της άγνωστης ηλεκτρονικής ατμόσφαιρας. Εδώ, τα συνθεσάιζερ γίνονται οι γέφυρες που ενώνουν το παρελθόν με το μέλλον, τα beats είναι οι παλμοί μιας καρδιάς που χτυπάει σε ρυθμούς μιας επανάστασης που μόλις έχει ξεκινήσει. Σε έναν κόσμο όπου οι ήχοι αναμειγνύονται με τα συναισθήματα, το “Exit Planet Dust” προσφέρει μια υπερβατική εμπειρία, μια ψυχεδελική απόδραση που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός σε κάθε κύτταρο.
Το ντεμπούτο των Chemical Brothers ήταν μια υπόσχεση για όλα τα θαύματα που θα ακολουθούσαν. Μια πύλη σε έναν παράλληλο κόσμο όπου η μουσική είναι απελευθερωτική, αναρχική, και ταυτόχρονα απολύτως λυτρωτική. Ένα όνειρο που ακόμα μας καλεί να το ακολουθήσουμε: μια σκέψη καθώς το ακούω και νιώθω να βουτάω σε αμέτρητες αναμνήσεις ενός ηχητικού ορίζοντα που σβήνει αργά, αφήνοντας πίσω του μια μαγική σκόνη να χορεύει στο φως του Αυγούστου.
Foetus – Gash (1995)
Από το 1981 ο J.G. Thirwell έπαιζε πάντα με τους δικούς του κανόνες και με το βασικό του όχημα, τους Foetus (σε δεκάδες παραλλαγές ονομάτων), ήταν σαν να καβαλάει μια χαοτική μηχανή που ξεσκίζει τα πάντα στο πέρασμά της, πάντα με μια ξεκάθαρα μισάνθρωπη αίσθηση του χιούμορ. Αν υπάρχει ένας τρόπος για να περιγράψει κανείς την μουσική του Foetus, αυτός θα ήταν ένα ταιριαστό “post-industrial-mess”. Βέβαια, ενώ ο Jim παραμένει πιστός στο καλλιτεχνικό του όραμα και παράγει με συνέπεια μοναδικά άλμπουμ, υπάρχει πάντα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι συχνά κάτι είναι λάθος στη δουλειά του, σαν το «μουχλιασμένο τυρί». Αλλά, θα μου πείτε, μην ξεχνάς ότι υπάρχουν κι εκείνοι που λατρεύουν το ροκφόρ και την γκοργκονζόλα. Και αυτή η μοναδική του (ίσως) ατέλεια θεωρείται συνέπεια της συνεχούς πειραματικής του προσέγγισης στη μουσική. Το “Gash” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, κρύβει και κάνα δυό αμήχανες στιγμές, αλλά αν καταφέρεις και τις προσπεράσεις και φτάσεις το 11λεπτο “Slung” θα διαπιστώσεις ότι χάνεσαι στο πιο badass jazz κομμάτι που ηχογραφήθηκε στα 90s: σύντομες κοφτές τρομπέτες και τρομπόνια (από το μαγικό κουαρτέτο The Heresy Horns), φοβερές κιθάρες από τον Marc Ribot, οργισμένα φωνητικά από τον μαέστρο της παράνοιας κι ένα ξεκοιλιασμένο beat που μοιάζει να βγήκε από κάποια ηχογράφηση του Count Basie, τρέχει, σκοντάφτει και ξανασηκώνεται για το τελευταίο ξέσπασμα πριν το σκοτάδι.
The Black Dog – Spanners (1995)
Η τελευταία κυκλοφορία των Black Dog (πριν το τρίο διασπαστεί και οι Ed Handley και Andy Turner σχηματίσουν τους Plaid), είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ που αναδεικνύει την τέχνη της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής. Με μια μοναδική ικανότητα να αντλούν έμπνευση από μια μεγάλη ποικιλία ήχων, και από dub μέχρι avant-garde πειραματισμό, οι τρεις δημιουργοί συνθέτουν μια μεθυστική συλλογή που αποτυπώνει την πλούσια ηχητική τους παλέτα. Από το πρώτο κομμάτι, το “Raxmus”, γίνεται σαφές ότι το άλμπουμ ενσωματώνει την ηχητική ταυτότητα της Warp Records. Τα funk samples διαστρεβλώνονται και παραμορφώνονται, προσφέροντας μια ανατρεπτική προσέγγιση που αποφεύγει την απλή επαναχρησιμοποίηση. Οι φωνές αντικαθίστανται από ασαφή ή ακατάληπτα samples, δημιουργώντας μια αίσθηση μυστηρίου που διαπερνά όλο το έργο. Το “Spanners” είναι ένα ταξίδι στον ήχο που αψηφά τις συμβάσεις και μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τις ηχητικές αναζητήσεις των Black Dog (οι οποίοι μετά από αυτό το άλμπουμ θα ακολουθούν τις οδηγίες μόνο του Ken Downie). Με τις εκπλήξεις και τις ανατροπές του, το άλμπουμ δημιουργεί έναν απίστευτο ηχητικό σύμπαν, γεμάτο από την πλούσια δημιουργικότητα και την πειραματική διάθεση των εξαιρετικών καλλιτεχνών του.
Banco de Gaia – Last Train To Lhasa (1995)
Ένα από τα διαχρονικά κλασικά έργα της σύγχρονης electronica, το “Last Train to Lhasa” είναι ένα απίστευτο ηχητικό ταξίδι του οποίου τα εμπνευσμένα από την world μουσική, γεμάτα groove ηχοτοπία βοήθησαν να διαμορφωθεί το πλάνο για μεγάλο μέρος της σημερινής παγκόσμιας electronica. Μετά την επιτυχία του πρώτου άλμπουμ του “Maya” και μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Transglobal Underground, ο Toby Marks ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο συλλέγοντας έμπνευση. Έγινε μέλος της Ομάδας Υποστήριξης του Θιβέτ, και ως απάντηση στην απόφαση να κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος Qingzang μεταξύ των πόλεων Xining και της θιβετιανής πρωτεύουσας Lhasa, το 1995 ο Marks ηχογράφησε ένα φανταστικό 12λεπτο κομμάτι με λούπες θιβετιανών ψαλμών. Αυτό το κομμάτι ενέπνευσε τη δημιουργία ολόκληρου αυτού του ανεπανάληπτου άλμπουμ.
Aphex Twin – …I Care Because You Do (1995)
Η δεκαετία του ’90 ήταν ανεπανάληπτη και το “…I Care Because You Do” το αποδεικνύει. Ηχογραφήθηκε μεταξύ 1990 και 1994 και αποτελεί ένα κορυφαίο παράδειγμα της μουσικής ιδιοφυίας του προχωρημένου εφήβου. Το 1995, ήταν η χρονιά που το grunge και η brit-pop κυριάρχησαν στην εναλλακτική σκηνή, με την trip-hop πρόταση του Μπρίστολ να ακολουθεί σταθερά από πίσω. Και κάπως έτσι το “…I Care Because You Do” προσγειώθηκε στη shoegazing σκηνή εκείνης της εποχής σαν ιός που διαβρώνει τα πάντα και ό,τι αγγίζει δεν είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Η ηλεκτρονική μουσική εξακολουθούσε να απορρίπτεται από τον κύριο όγκο των μουσικόφιλων και να χαρακτηρίζεται ως ανυπόστατη και εύκολη από τους συνήθεις (καχύποπτους) ροκάδες. Όμως το “…I Care Because You Do” επηρέασε όλους όσους το άκουσαν. Μουσικούς και μουσικόφιλους. Άλλαξε προοπτικές, έσπασε κανόνες και κυρίως διαμόρφωσε το νεανικό μας μυαλό και την ιδιοσυγκρασία μας.
Xingu Hill – Maps οf The Impossible (1995)
Ο John Sellekaers πρωτοεμφανίστηκε στο label Nova Zembla στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με τρία άλμπουμ ως Xingu Hill, και έκτοτε έχει δημιουργήσει μια δισκογραφία περίπου εκατό δίσκων, με το δικό του όνομα και διάφορα ψευδώνυμα όπως Xingu Hill, Meeple, Night Sky Pulse, Feral Cities και Dead Hollywood Stars. To πρώτο του άλμπουμ ως Xingu Hill είναι ένα μοναδικό κράμα από acid και ambient, που σε ταξιδεύει σε μια ονειρική διάσταση. Από την πρώτη στιγμή, ο Sellekaers σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε έναν παράλληλο κόσμο, με τους ήχους να ξετυλίγονται σαν ένα μουσικό κουβάρι. Τα κομμάτια είναι μακρόσυρτα και υπνωτικά, με τις acid γραμμές να πλέκονται αρμονικά με τα καταπληκτικά ατμοσφαιρικά synths.
Bomb The Bass – Clear (1995)
Ο Tim Simenon, το δημιουργικό μυαλό πίσω από το project, καταφέρνει να δέσει ποικίλες μουσικές επιρροές με έναν υπνωτιστικό τρόπο. Από τα θραύσματα του dub μέχρι τους σπασμένους ρυθμούς της electronica και τις σκοτεινές υφές της trip-hop, κάθε κομμάτι έχει μια ατμοσφαιρική διάθεση που σε τραβάει βαθιά μέσα στο σύμπαν του άλμπουμ. Το “Clear” διακρίνεται για τον πειραματισμό του, τον βαθύ μπάσο χαρακτήρα του που γεννά συνεχόμενους υποχθόνιους παλμούς και την εφευρετική χρήση δειγμάτων και φωνητικών συνεργασιών. Καλλιτέχνες όπως ο φανταστικός μπασίστας Doug Wimbish (Living Color, Tackhead, Mark Stewart And The Maffia), η μυστηριώδης Leslie Winer (κολλητή του William S. Burroughs και του Jean-Michel Basquiat και γιαγιά του trip-hop σύμφωνα με το ΝΜΕ), η Sinéad O’Connor, o Atticus Ross, o Keith LeBlanc, ο Spikey T (ένας από τους αυθεντικούς Βρετανούς “rude boys”. και πολλοί άλλοι προσφέρουν μοναδικές φωνητικές πινελιές, προγραμματισμό, δείγματα, κιθάρες, κουμπάκια, κονσόλες, προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση στον καμβά του “Clear”. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που δεν ακολουθεί τις τυπικές φόρμες της pop μουσικής, αλλά διατηρεί την ουσία του ανεξάρτητου πνεύματος των 90s, σπάζοντας τα όρια και οδηγώντας την ηλεκτρονική μουσική σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. Βλέπετε, το “Clear” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ που ακούς· είναι μια εμπειρία που σε προκαλεί να εξερευνήσεις το άγνωστο, μια πρόσκληση να βουτήξεις σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι πιθανά και η μουσική των Bomb The Bass εδώ είναι εξίσου ζωντανή και επίκαιρη σήμερα όσο και την εποχή της κυκλοφορίας της.
Goldie – Timeless (1995)
Βυθισμένο στην κουλτούρα της jungle και drum ‘n’ bass σκηνής που ανθούσε στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’90, το “Timeless” ξεχωρίζει για την αβίαστη σύνδεση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο Goldie, με το όραμα και το μουσικό του ταλέντο, πήρε το θραύσμα του drum ‘n’ bass και το εκτόξευσε σε ένα άλλο επίπεδο, δημιουργώντας κάτι που ήταν πραγματικά, όπως λέει και ο τίτλος του άλμπουμ, διαχρονικό. Αυτό που κάνει το “Timeless” να ξεχωρίζει είναι η ικανότητα του Goldie να ενορχηστρώνει σύνθετες και συχνά αντίθετες μουσικές ιδέες σε ένα συνεκτικό και συναρπαστικό σύνολο. Το εναρκτήριο κομμάτι, το 21-λεπτο επικό “Timeless (Inner City Life / Pressure / Jah)”, συνδυάζει αιθέρια φωνητικά με βαθιές μπασογραμμές και γρήγορους ρυθμούς, δημιουργώντας ένα ηχητικό ταξίδι που αποτυπώνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Η φωνή της Diane Charlemagne προσθέτει μια διάσταση ψυχής και συναισθηματικής έντασης που διατρέχει ολόκληρο το έργο. Από το ψυχρό αλλά συναρπαστικό “Sea of Tears” μέχρι το σκοτεινό και απειλητικό “Kemistry” το “Timeless” απλώνεται σε ένα φάσμα συναισθημάτων και διαθέσεων. Είναι ένα άλμπουμ που σε τραβάει να ακούσεις προσεκτικά, να χαθείς μέσα στους ήχους του και να νιώσεις την ένταση της μουσικής του. Με αυτό ο Goldie έθεσε νέα θεμέλια για το μέλλον της ηλεκτρονικής μουσικής. Είναι μια υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί να είναι ένα καταφύγιο, ένας τόπος εξερεύνησης και ένας καθρέφτης των κοινωνικών και συναισθηματικών πτυχών της ζωής. Ακόμα και σήμερα, το άλμπουμ διατηρεί τη μαγεία και την επιρροή του, αποδεικνύοντας ότι ο τίτλος του ήταν κάτι παραπάνω από μια δήλωση —ήταν μια προφητεία.
David Holmes – This Films Crap Lets Slash The Seats (1995)
Εάν πρόκειται να ακούσετε αυτό το άλμπουμ για πρώτη φορά, είναι σημαντικό να το προσεγγίσετε ως μια δοκιμαστική εκτέλεση για soundtrack μιας ταινίας που δεν υπάρχει, παρά ως μια απλή techno προσπάθεια. Αν το δείτε διαφορετικά, ίσως να μην σας ενθουσιάσει. Το μακρόσυρτο εναρκτήριο κομμάτι “No Man’s Land” θα σας υποδεχτεί με μια δυναμική που θυμίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές του “Third Man” ή του “The Spy Who Came in From the Cold”, με καμπάνες και μοναχικά βήματα που δημιουργούν μια κυκλοθυμική ατμόσφαιρα αργά τη νύχτα. Καθώς η μουσική εξελίσσεται, αποκαλύπτει μια πιο ηλεκτρονική και λιγότερο κλασική προσέγγιση, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη μαγεία μιας μεγαλοπρεπούς δουλειάς. Κομμάτια όπως το “Inspired by Leyburn” ενσωματώνουν σπουδαίες κιθαριστικές φιγούρες που θυμίζουν John Barry και Ennio Morricone, χάρη σε έναν φοβερό Steve Hillage, ενώ το “Coming Home to the Sun” κλείνει το άλμπουμ με μια αίσθηση ελπίδας και αναγέννησης. Όταν ο Holmes υψώνει τη σημαία της techno, η μουσική του μπορεί να γεμίσει την πίστα, ειδικά με το ακατάπαυστο σφυροκόπημα από chords στο “Minus 61 in Detroit”. Ωστόσο, με τις αντιφάσεις και τις εκπλήξεις του, το “This Films Crap Lets Slash The Seats” μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία, γεμάτη από τις απρόβλεπτες ηχητικές αναζητήσεις του David Holmes.
Thomas Köner – Aubrite (1995)
Το “Aubrite” είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σκοτεινής ambient αφού είναι στον έλεγχο του απομονωτικής φόρμας του σπουδαίου γερμανικού καλλιτέχνη. Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, είναι προφανώς “σκοτεινό”, αλλά περισσότερο με την έννοια της αυστηρότητας και της μοναχικής του φύσης, παρά με κάτι υπερβολικά γοτθικό ή κινηματογραφικό, κρατώντας έναν σταθερό και μονότονο καμβά από μόλις και μετά βίας, με υπέρηχους και υπονοούμενα, και με μια διαχρονική γοητεία τόσο υποβλητική όσο και οι μικροί μετεωρίτες αχρονίτη που έπεσαν πρώτη φορά στη Γη το 1836 και του δανείζουν τον τίτλο του. Ο ίδιος ο Köner θα πει για αυτή τη σειρά των σκοτεινών δημιουργιών του «Όποιος ακούει την παραμόρφωση όλων των ήχων, σύντομα θα γίνει “υπερμαύρος” (ultrablack). Όποιος ακούει αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν έχει καμία στοργή για κανέναν από τους τόπους του, ακόμη και για τον τόπο του “Μαύρου Θορύβου”, μπορεί σύντομα να φτάσει στο “υπερμαύρο”. Όποιος κατανοεί το πνεύμα της αμεροληψίας μέσα από δέκα χιλιάδες εκατομμύρια υπο-ήχους, ακούει το “υπερμαύρο” αλλά δεν μπορεί να το μετρήσει. Κανένα μέτρο, κανένα περίβλημα, καμία ιδιότητα δεν είναι το σημάδι των “υπερμαύρων” ηχητικών θεμάτων». Το επίπεδο του εύρους και του πολυεπίπεδου βάθους είναι απλά απροσμέτρητα σπηλαιώδες και ακόμη και σε ορισμένα επίπεδα εμβρυϊκό, αποδίδοντας μια σειρά από ήσυχα, μη μουσικά γεγονότα, που αναστέλλουν τις αισθήσεις και στέλνουν τον αποδέκτη τους να επιπλέει μέσα σε μια πλούσια φανταστική βαθιά θάλασσα, η οποία βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του.
St Germain – Boulevard (The Complete Series) (1995)
Πολλοί καλλιτέχνες έχουν προσπαθήσει να συνδυάσουν στοιχεία τζαζ και house, αλλά κανείς δεν το έχει κάνει τόσο άψογα όσο ο Ludovic Navarre με τους St. Germain. Το ονειρικό, downtempo μείγμα dancefloor beats και cool-cat μουσικής του Navarre του έφερε τεράστια επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην πατρίδα του, τη Γαλλία, και να μην ξεχνάμε ότι αυτή η κυκλοφορία άνοιξε το δρόμο για άλλους επιτυχημένους καλλιτέχνες με το «γαλλικό άγγιγμα» στη μουσική τους όπως οι Air, οι Rinôçerôse, o Shazz και ο Etienne De Crecy. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “Boulevard” ήταν μια από τις πιο επιδραστικές κυκλοφορίες house μουσικής της δεκαετίας του 1990 – αλλά να σημειώσουμε ότι επιδραστική δεν σημαίνει πάντα σπουδαία, γιατί ενώ το ντεμπούτο των St. Germain, εξακολουθεί να είναι ένας κορυφαίος σταθμός των 90s, δεν φτάνει τη λάμψη του επόμενου “Tourist” που κυκλοφόρησε στην αρχή της επόμενης δεκαετίας. Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του “Boulevard” παραμένει ότι κυκλοφόρησε το 1995 και παρ’ όλες τις ελλείψεις του, όλα μέσα του ακούγονται ακόμα φρέσκα, και γενναία μπορεί να σταθεί και να ικανοποιήσει όλους τους φαν της jazzy house.
Silent Phase – (The Theory Of) (1995)
Ο Stacey Pullen, ένας από τους πρωταγωνιστές του δεύτερου κύματος παραγωγών του Ντιτρόιτ, υπό την άμεση καθοδήγηση του Derrick May, ο οποίος καθοδήγησε (όχι πάντα σωστά) τον νεαρό παραγωγό στην αποτύπωση της ουσίας του ήχου του, και του έδωσε και μια γεύση από τη ζωή ως ταξιδιώτης DJ. Έχοντας περάσει χρόνο με τον Kevin Saunderson δουλεύοντας πάνω σε remixes, καθώς και με διάφορους άλλους αποφοίτους της techno κοινότητας του Ντιτρόιτ, ο Pullen πήρε τις καλύτερες ιδέες της techno φόρμας και συσκεύασε όλη τη δημιουργικότητά του σε ένα πολύ χαρακτηριστικό για την εποχή άλμπουμ. Το “(The Theory of) Silent Phase” διαπνέεται από την δημιουργική έκρηξη ενός μουσικού που μας αφηγείται εμπειρίες, και που μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο του και στο μυαλό του. Αν και το συγκεκριμένο άλμπουμ πέρασε από πολλές περιπέτειες (ο Pullen ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν κατάφερε να κάνει το άλμπουμ να ακούγεται όπως το ήθελε) δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μέσα σε αυτό περιέχεται η μουσική ενός πραγματικά εμπνευσμένου και πολύ ταλαντούχου μουσικού.
➠ Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος του αφιερώματος στα καλύτερα “ηλεκτρονικά” άλμπουμ των 90s: 30 σπουδαία άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής από τα 90s (1990-1993)
To ταξίδι στην ηλεκτρονική μουσική των 90s συνεχίζεται. Αξίζει να ξεκινήσουμε το δεύτερο αυτό μέρος με μια νέα τάση που αρχίζει να διαφαίνεται κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας, όταν μια νέα ηχητική επανάσταση ήταν στα σκαριά. Η techno και η acid house είχαν ήδη κατακτήσει τα νυχτερινά κλαμπ και τις υπόγειες σκηνές, χτυπώντας το κοινό με ένταση και ρυθμό που το έκανε να χάνεται στις πίστες. Όμως, μερικοί μουσικοί παραγωγοί ονειρεύονταν κάτι διαφορετικό, κάτι πιο πνευματικό και εξερευνητικό. Ήθελαν να πάνε πέρα από τους γνώριμους χορευτικούς ρυθμούς, να συνθέσουν ήχους που δεν χορεύονται απλώς, αλλά που διεγείρουν το μυαλό και το πνεύμα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους μουσικούς οραματιστές ήταν ο Aphex Twin, oι Autechre, οι Orbital και πολλοί άλλοι φίλοι τους.. Επηρεασμένοι από τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο, τη λατρεία της φουτουριστικής αισθητικής και την επιστημονική φαντασία, άρχισαν να πειραματίζονται με σάμπλερ, συνθεσάιζερ, και τα πρώτα προγράμματα παραγωγής μουσικής. Τα στούντιό τους ήταν γεμάτα με πολύχρωμα καλώδια, αναλογικά synths και αινιγματικά κουτιά γεμάτα φώτα που αναβόσβηναν —ένας ονειρικός κόσμος για τους λάτρεις της μουσικής τεχνολογίας.
Οι ήχοι που δημιούργησαν δεν ακολούθησαν τις καθιερωμένες γραμμές της χορευτικής μουσικής. Οι μελωδίες έσπαγαν, οι ρυθμοί γίνονταν άναρχοι και αιθέριοι, οι μπάσες συχνότητες γλιστρούσαν από τη μία διάθεση στην άλλη. Ήταν σαν να έπαιζαν μουσική για το υποσυνείδητο, έναν κόσμο όπου το beat δεν ήταν βασιλιάς, αλλά ένας χαμαιλέοντας, που άλλαζε σχήμα και μορφή για να ταιριάξει στην κάθε στιγμή.
Το κοινό βρήκε αυτή τη νέα μουσική συναρπαστική. Άρχισαν να εμφανίζονται κλαμπ και ραδιοφωνικοί σταθμοί που προωθούσαν αυτό το νέο στυλ. Οι DJs έπαιζαν κομμάτια που ήταν γεμάτα αινιγματικά φωνητικά, σπασμένους ρυθμούς και ήχους που θύμιζαν απόηχους μακρινών γαλαξιών. Το όνομα “Intelligent Dance Music” (IDM) γεννήθηκε για να περιγράψει αυτή την απρόβλεπτη αλλά γοητευτική προσέγγιση στη ηλεκτρονική μουσική της Αγγλίας, και ειδικότερα στο ρόστερ που αγκάλιασε η Warp Records, η οποία κυκλοφορούσε άλμπουμ όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το μυαλό.
Η IDM δεν ήταν απλώς ένα είδος μουσικής. Ήταν μια δήλωση, μια απόδειξη ότι η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να είναι εξίσου εκφραστική και καλλιτεχνική όσο οποιοδήποτε άλλο είδος. Έτσι, το Shefield έγινε η γενέτειρα μιας από τις πιο επιδραστικές μουσικές επαναστάσεις της δεκαετίας, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, ενώ παράλληλα το αδιάκοπο σφυροκόπημα κυκλοφοριών από όλα τα υπόλοιπα υποείδη, δεν είχε σταματημό.
Front 242 – 05:22:09:12 Off (1993)
Tην εποχή που κυκλοφόρησε οι φανς της μπάντας το δέχθηκαν με ανάμεικτα συναισθήματα, το ίδιο και οι μουσικοκριτικοί. Για πρώτη φορά ένα άλμπουμ των Front 242 περιείχε γυναικεία φωνητικά, αυτά της Christine «99» Kowalski, ενώ ο Jean-Luc De Meyer εμφανιζόταν μόνο σε μερικά κομμάτια. Στο “Evil Off” φαίνεται να μην έχει μεγάλη ή σημαντική συμβολή ο Richard 23, ο οποίος δεν αναφέρεται πουθενά στα liner-notes του άλμπουμ. Από την άλλη πλευρά, μια ποικιλία νέων συντελεστών αναφέρονταν ως μέλη των Front 242 σε αυτά τα άλμπουμ, όπως για παράδειγμα οι Jean-Marc Pauly και Pierre Pauly από τους Βέλγους Parade Ground. Το πιο σημαντικό, όμως, με αυτό το άλμπουμ (και το αδερφικό του “06:21:03:11 Up Evil”) είναι ότι ενώ τα περισσότερα electro industrial συγκροτήματα έμειναν στην «επιτυχημένη» συνταγή των 4/4, οι Front 242 αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους την πεπατειμένη και αγκάλιασαν νέα μουσικά στυλ και στοιχεία που αναδύονταν στην ηλεκτρονική μουσική σκηνή εκείνη την εποχή. Η ατμοσφαιρική και ρυθμική ατμόσφαιρα του άλμπουμ μπορεί να θεωρηθεί πρωτοποριακή και καινοτόμα για εκείνη την εποχή, ωστόσο η ξαφνική αλλαγή ύφους άφησε πίσω πολλούς μπερδεμένους φίλους τους.
The Higher Intelligence Agency – Colourform (1993)
Το σόλο πρότζεκτ του Robert “Bobby” Bird και το πρώτο του άλμπουμ, που είναι μια ηλεκτρονική “cult” δημιουργία. Ο Bird, με τη μοναδική του έμπνευση, συνέθεσε και παρήγαγε το άλμπουμ “Colourform” στο στούντιο της κρεβατοκάμαράς του, δημιουργώντας έναν ήχο που συνδυάζει την ατμόσφαιρα του ambient με πολύ πρωτοποριακές για την εποχή ιδέες. Οι Higher Intelligence Agency, το όνομα που χρησιμιποιούσε, συμπεριλήφθηκαν στη συλλογή “Artificial Intelligence II” της Warp το 1994, και ο Bird συνέχισε να συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Geir Jenssen των Biosphere. Το “Colourform” είναι ένα μοναδικό άλμπουμ που διατηρεί τη μυσταγωγία του ακόμα και 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Σήμερα, θα μπορούσε να καταταγεί εύκολα ανάμεσα στα πιο ψυχεδελικά ambient έργα της εποχής (πραγματικά ψυχεδελικά, όχι trance), καθώς κάθε κομμάτι του εξερευνά υπερβατικές ψυχεδελικές φιλοσοφίες που (ίσως) μόνο οι πιο ανοιχτόμυαλοι ακροατές μπορούν να κατανοήσουν πλήρως. Προσωπικά, κάθε φορά που ακούω αυτό το άλμπουμ, νιώθω μια αίσθηση ευτυχίας, καθώς αιωρούμαι μέσα στον χρόνο και τον χώρο που δημιουργεί, γεμάτο από τις υγρές και νωχελικές υφές του.
Chapterhouse Retranslated By Global Communication – Blood Music: Pentamerous Metamorphosis (1993)
Πρόκειται για μια πλήρη επανερμηνεία του LP “Blood Music” των shoegazers Chapterhouse από τους Global Communication, το δίδυμο των Mark Pritchard και Tom Middleton που παρήγαγε μερικά από τα πιο κρίσιμα κομμάτια ambient (και όχι μόνο) της ηλεκτρονικής μουσικής των αρχών της δεκαετίας του ’90. Με τα εκτεταμένα ambient ηχοτοπία του που θυμίζουν Orb και τα ευρηματικά beat-tracks στη λογική των σύγχρονων The Black Dog και Aphex Twin, το “Chapterhouse Retranslated By Global Communication – Blood Music: Pentamerous Metamorphosis” αξίζει πλήρως τον τίτλο του cult-classic.
Portishead – Dummy (1994)
Καλύτερα από οποιοδήποτε άλμπουμ πριν από αυτό, το “Dummy” συγχώνευσε τις ακριβείς παραγωγές του χορευτικού κόσμου με τα χαρακτηριστικά της ποπ, όπως η σπουδαία (και πολύ μελετημένη) σύνθεση τραγουδιών και οι εξαιρετικές φωνητικές εκτελέσεις. Ένα εσωστρεφές και πρωτοποριακό μπλουζ, διανθισμένο με hip-hop, τζαζ και dub. Το ντεμπούτο των Portishead του 1994 είναι ένα αριστούργημα κατάθλιψης και απελπισίας. Εφηύραν το δικό τους είδος δεξιοτεχνίας, που περιλάμβανε τη μουσικότητα, την τεχνολογία και την αύρα. Η ατμόσφαιρα που περιβάλλει το άλμπουμ είναι αρκετά απόκοσμη αλλά ταυτόχρονα σαγηνευτικά εθιστική λόγω των ανατριχιαστικών φωνητικών της Beth Gibbons και των απαλών ενορχηστρώσεων, ανάμεσα σε απαλά ζοφερές κιθαριστικές γραμμές, υπνωτικά beats, αλλόκοτα πλήκτρα και μια σκοτεινή ατμόσφαιρα που τυλίγει σαν σεντόνι την μίξη.
Richard H. Kirk – Virtual State (1994)
Γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Cabaret Voltaire, ο Richard H. Kirk εδώ απομακρύνεται από τον μετα-συνθ-πανκ ήχο του συγκροτήματος και βυθίζεται βαθύτερα στην ατμοσφαιρική και υβριδική ηχητική εξερεύνηση. Το “Virtual State” είναι γεμάτο με βαθιές, αιθέριες ηχητικές τοπιογραφίες, που κυμαίνονται από ambient περάσματα μέχρι πιο ρυθμικές, techno εμπνεύσεις. Κάθε κομμάτι στο άλμπουμ λειτουργεί σαν μια ηχητική εξερεύνηση σε έναν ψηφιακό, κυβερνοπάνκ κόσμο. Κομμάτια όπως το “Information Therapy” και το “Frequency Band” αποπνέουν μια αίσθηση τεχνολογικού υπνωτισμού, με τον Kirk να πειραματίζεται με στρώματα από συνθετικά και ρυθμικά μοτίβα. Το “Virtual State” ξεχωρίζει για τη διαχρονική ποιότητα και τη δυνατότητά του να μεταφέρει τον ακροατή σε έναν κόσμο όπου η ηλεκτρονική μουσική δεν είναι απλά χορευτική αλλά και βαθιά ψυχολογική. Το άλμπουμ παραμένει μια μοναδική ματιά στη μεταβατική περίοδο της ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, όπου το αναλογικό συναντά το ψηφιακό, και η ατμόσφαιρα ενώνεται με το ρυθμό για να δημιουργήσει κάτι που είναι τόσο στοχαστικό όσο και προκλητικό.
Leftfield – Leftism (1994)
Ένα εμβληματικό άλμπουμ που καθόρισε την κατεύθυνση της ηλεκτρονικής μουσικής τη δεκαετία του ’90. Συνδυάζοντας στοιχεία dub, techno και house, το άλμπουμ προσφέρει μια μοναδική επαναστατική ηχητική εμπειρία που ξεπερνά τα όρια της νυχτερινής διασκέδασης. Από την εναρκτήρια κομματάρα “Release the Pressure” μέχρι τη συνεργασία με τον John Lydon στο “Open Up”, το “Leftism” είναι γεμάτο δυναμικές μελωδίες και ρυθμικές εξερευνήσεις. Κάθε κομμάτι αποπνέει μια αίσθηση καινοτομίας, με το “Song of Life” και το “Black Flute” να παραμένουν κλασικά δείγματα της εποχής. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι εξαιρετική, με κλινικές λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την τέχνη των Leftfield στο να δημιουργούν μουσική που μπορεί να ακουστεί τόσο σε clubs όσο και στο σπίτι. Το “Leftism”, ωστόσο, δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ για χορό, αλλά μια πλήρης καλλιτεχνική δήλωση που επαναστατεί απέναντι στις παραδοσιακές αντιλήψεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου, παραμένοντας επίκαιρο και επιδραστικό, και συνεχίζει να εμπνέει νέες γενιές καλλιτεχνών και ακροατών. Αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ηλεκτρονικής σκηνής των 90s, που παραμένει μια ισχυρή απόδειξη ότι η χορευτική μουσική μπορεί να είναι και βαθιά καλλιτεχνική.
The Sabres Of Paradise – Haunted Dancehall (1994)
Πολύ λίγα dance άλμπουμ έχουν αφαιρέσει εντελώς κάθε περιττό στολίδι στη σύνθεσή τους, από την άποψη ότι έχουν αρκετό αξιοπρεπές υλικό και μια σωστή δομή στα κομμάτια. Αυτό εδώ είναι ένα από αυτά. Τα κλινικά και άριστα μελετημένα beats υποστηρίζονται από κάποιες από τις πιο ευρηματικές χρήσεις συνθετητών που μπορεί να ακούσετε ποτέ. Η κεντρική φιγούρα του Andrew Weatherall, πίσω από την κονσόλα και τα κουμπάκια, είναι τόσο χαρισματική στο αποτέλεσμα, με αποτέλεσμα η ποιότητα που βγαίνει είναι σαν να γεννιέται μέσα από μια απίστευτη μπάντα, και έτσι λάμπει σαν να βγαίνει μέσα από τις συνεισφορές όλων των μελών. Πιστό στην αισθητική του dub, προσφέρει στον ακροατή μερικές από τις πιο όμορφες χορευτικές γραμμές που γράφτηκαν στα 90s. Mέχρι σήμερα επιτρέπει στον ακροατή να κάνει φανταστικές συνδέσεις και στην ουσία να «διαβάσει τι κρύβεται ανάμεσα στις ρυθικές γραμμές» των beats. Όταν τα beats δίνουν τη θέση τους σε μια πλήρως ανεπτυγμένη μελωδία, τότε αυτή η μελωδία μένει για πάντα στο μυαλό και λειτουργεί σαν ελιξήριο μνήμης των πιο αξέχαστων πάρτι που ζήσαμε ποτέ.
Various – Artificial Intelligence II (1994)
Θα μπορούσε σε κάθε μέρος αυτού του αφιερώματος, το οποίο περιέχει 30 σπουδαία άλμπουμ από διαφορετικές περιόδους των 90s, να υπάρχει και μια συλλογή. Αυτή είναι μια σκέψη που έγινε, βέβαια, αφού είχε ήδη δημοσιευθεί το πρώτο μέρος, οπότε ως αλγοριθμικός κανόνας μπορεί να παίξει στα μέρη που θα ακολουθήσουν. Ναι, τα 90s ήταν η δεκαετία των συλλογών και των ρεμίξ και των δωδεκάιντσων και των σπάνιων κομματιών. Και αυτή εδώ είναι (αντικειμενικά) η πιο σπάνια, η πιο όμορφη, η πιο καλαίσθητη, η πιο εξαιρετική συλλογή ηλεκτρονικής μουσικής που κυκλοφόρησε στα 90s. Μπορεί να την ανταγωνίζεται η σειρά των “Trance Europe Express”, αλλά δυστυχώς οι ΤΕΕ δεν κερδίζουν, αρχικά λόγω πρωτοτυπίας (περιείχαν κομμάτια που είχαν ήδη κυκλοφορήσει σε singles ή άλλες συλλογές) και έπειτα λόγω έννοιολογικής αξίας, αφού αυτό εδώ το διαμάντι είναι τόσο δεμένο και σαν κάτι μαγικό ενώνει όλους τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν. Φυσικά, ο συνδετικός κρίκος και το μυστικό spice της συνταγής είναι η δισκογραφική Warp, αν και ο όρος “Electronic Listening Music” που επινόησε το label δεν επικράτησε ποτέ. Αντ’ αυτού, συμβιβαστήκαμε με το πολύ κακοποιημένο “Intelligent Dance Music”, το οποίο ως γνωστόν είναι εμπνευσμένο από αυτές τις δύο συλλογές, αλλά προήλθε από τις ΗΠΑ όταν το 1993 σχηματίστηκε μια ηλεκτρονική λίστα email με το όνομα “ΙDM list” για τη συζήτηση των Άγγλων καλλιτεχνών που εμφανίζονταν στην πρώτη “Artificial Intelligence”. Όπως και να ‘χει, εδώ υπάρχουν διαμάντια που έχουν ηχογραφηθεί αποκλειστικά για αυτή τη συλλογή από τους Richard H. Kirk, Balil, Link, Beaumont Hannant, Autechre, B12, Polygon Window, Kenny Larkin, Speedy J, The Higher Intelligence Agency, Mark Franklin, Seefeel, Scanner και Darrel Fitton.
Scorn – Evanescence (1994)
Μια πραγματική υπνωτική εμπειρία είναι αυτό το τρίτο και πιο καλογεμισμένο άλμπουμ των Scorn. Σχηματίστηκαν το 1991 ως ντουέτο από τα πρώην μέλη των Napalm Death, Mick Harris και Nik Bullen. Στα πρώτα τους χρόνια οι Scorn συνδέθηκαν (σχεδόν αυτόματα) με την industrial και την πιο πειραματική μουσική. Μετά την αποχώρηση του Nik Bullen τον Απρίλιο του 1995, οι Scorn συνέχισαν ως σόλο πρότζεκτ του Mick Harris και η μουσική τους είναι ένα σκοτεινό φάσμα από κυρίως μινιμαλιστικά beats με βαθιές μπασογραμμές, που συχνά ταξιδεύουν προς dub και trip-hop διαδρομές. Πάντα σκοτεινές. 30 χρόνια μετά την ηχογράφησή του, το “Evanescence” εξακολουθεί να ακούγεται σαν να κόπηκε τώρα, αλλά ομολογουμένως δεν είναι το πιο εύκολο άλμπουμ για να μπεις μέσα στον κόσμο τους – είναι τόσο κρύο και αφιλόξενο όσο και το Μπέρμιγχαμ που το γέννησε. Επίσης, με τους στίχους του Bullen αποκτά μια εξωπραγματική διάσταση με τις φωνητικές στρεβλώσεις του και γι΄αυτό μέχρι σήμερα καμαρώνει στο Hall of Fame της ηλεκτρονικής σκηνής σαν ένας από τους πιο σκοτεινούς και άβολους επιτάφιους που γράφτηκαν με ηλεκτρονικά μέσα.
The Prodigy – Music For The Jilted Generation (1994)
«What we’re dealing with here is a total lack of respect for the law». Mε αυτά τα λόγια από την ταινία “Smokey and the Bandit” (του σκηνοθέτη Hal Needham και με πρωταγωνιστές τον Burt Reynolds και την Sally Field) να το σημαδεύουν για πάντα, το δεύτερο άλμπουμ των Prodigy είναι κατά την άποψή μου το πιο σημαντικό της καριέρας τους γιατί κλείνει μέσα του, όσο κανένα άλλο, το αίσθημα των παράνομων raves και αναγγέλει όχι μόνο την άνοδο του ονόματος σε μεγάλα στάδια, αλλά και την κορυφαία παρουσία του σε μεγαλύτερα τσάρτ επιτυχιών, και όχι μόνο στα ανεξάρτητα. Το 1994, στην πατρίδα των Prodigy, η rave σκηνή είχε ήδη παγιωθεί. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση εκεί προσπαθούσε ήδη να περιορίσει τον πολύ κόσμο που περνούσε καλά σε υπαίθριες εκδηλώσεις με ηχοσυστήματα. Θεσμοθέτησαν, λοιπόν, κάτι που ονομαζόταν Criminal Justice Bill, γι’ αυτό και το τραγούδι “Their Law” περιελάμβανε εκτός από την αρχική φράση και τον στίχο «Fuck ’em and their law». Οι Prodigy δημιούργησαν ένα πολύ καλό άλμπουμ που αψηφούσε κάθε μουσικό είδος, και το οποίο φυσικά μπορούσε να μεταφράσει τα αισθήματα μιας ολόκληρης σκηνής. Και το παρήγαγαν τόσο μαζικά, χωρίς κανένα ίχνος αποδυνάμωσης. Χωρίς συμβιβασμούς. Και αυτό είναι κάτι σπάνιο. Και αυτό ήταν που τους οδήγησε στο επόμενο τεράστιο βήμα τους με το οποίο πλέον τους έμαθε όλος ο πλανήτης.
Nine Inch Nails – The Downward Spiral (1994)
Το “The Downward Spiral” των Nine Inch Nails είναι ένα άλμπουμ που μοιάζει με κατάδυση σε μια άβυσσο γεμάτη ηχητικές σκιές και ψιθύρους που στοιχειώνουν. Κάθε κομμάτι είναι σαν ένα ταξίδι μέσα από έναν λαβύρινθο σκοτεινών σκέψεων και ακατέργαστων συναισθημάτων, όπου τα συνθεσάιζερ και οι κιθάρες σφυροκοπούν σαν καρδιές που χτυπούν δυνατά, αναζητώντας κάποια λύτρωση. Η μουσική ξεδιπλώνεται άλλοτε σαν ένας σπασμένος καθρέφτης και άλλοτε σαν ένας πίνακας γεμάτος χαλασμένες γραμμές και βίαια χρώματα, ένας καμβάς όπου η οργή και ο πόνος αποκτούν σχήμα και μορφή. Στις κραυγές των κιθάρων, στα βίαια τύμπανα και τα κρουστά που μοιάζουν σε καλούν να αφεθείς μέσα σε έναν τυφώνα, η φωνή του Trent Reznor αιωρείται σαν μια κραυγή που αναζητά ελπίδα σε ένα τοπίο χωρίς φως. Είναι μια σκοτεινή ωδή στη θνητότητα και την αυτοκαταστροφή, όπου η ψυχή ξεγυμνώνεται μπροστά στην ίδια της τη φρίκη, και ο ακροατής παρασύρεται σε μια συναισθηματική σπείρα προς τα κάτω. Με κάθε άκουσμα, η μουσική μοιάζει να ψιθυρίζει αρχαία μυστικά, μια υπενθύμιση ότι ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι, υπάρχει μια παράξενη μορφή ομορφιάς.
Skylab – Skylab#1 (1994)
Οι Skylab είναι η διηπειρωτική συνεργασία των Howie B. και Mat Ducasse από τη Βρετανία με τους Ιάπωνες Kudo (Masayuki Kudo) και Toshi (Toshio Nakanishi), οι οποίοι συμμετείχαν επίσης στην πρώτη σύνθεση των UNKLE. Το πρώτο τους άλμπουμ είναι ένα από τα καλύτερα αργόσυρτα ambient spaced-out trip-hop άλμπουμ, πριν το είδος γίνει μουσική υπόκρουση για μοντέρνα μπάρμπεκιου και χλιδάτα ξενοδοχεία. Σε αντίθεση με το επόμενο τους, το “Skylab #1” είναι κατά κύριο λόγο ορχηστρικό, και ακόμη και όταν εμφανίζεται μια ανθρώπινη φωνή, όπως αυτή η φανταστική ερμηνεία της Debbie Sanders (θαμμένη ρε γαμώτο στην παραγωγή) στο απερίγραπτο “Seashell” αντιμετωπίζεται και αυτή ως μέρος της ορχηστρικής υφής του γενικού ηχοστρώματος. Αν και όλη η παραγωγή του παραμένει χαμηλή σε ένταση, αυτό το φανταστικό άλμπουμ είναι ένα ολοκληρωμένο ηχητικό ταξίδι, μια εκπληκτικά πλούσια ηχητική εμπειρία και (κατά την άποψή μου) το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει ο Howie B.
Biosphere – Patashnik (1994)
To “Pataschnik” είναι πολύ διαστημικό, ακόμη και ο τίτλος του στη ρωσική αργκό των κοσμοναυτών σημαίνει τον κοσμοναύτη που τη “γ#μησε”, επείδη το καλώδιο ασφαλείας του κόβεται από το σκάφος, με αποτέλεσμα να χαθεί, παρασυρόμενος για πάντα, άσκοπα, στο διάστημα. Η μουσική σε αυτό το άλμπουμ είναι αρκετά σκοτεινή σε σχέση με το υπονοούμενο θέμα της, και η επιρροή της techno από το ντεμπούτο “Microgravity” έχει ελατωθεί, γεγονός που δίνει τη θέση της σε πιο ατμοσφαιρικές πινελιές. Παρά τη βελτιωμένη ατμόσφαιρα της μουσικής, οι ήχοι από τα συνθεσάιζερ και οι επιρροές από την techno μπορεί να ακούγονται σχετικά φτηνοί και πρωτόγονοι σε σύγκριση με τις εξαιρετικές μεταγενέστερες δουλειές του Νορβηγού Geir Jenssen, αλλά αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι παραμένει ένα φανταστικό διαμάντι ambient house μουσικής. Εξακολουθεί να μοιάζει χαλασμένο, σχεδόν γ#αμημένο, αλλά με μια μαγική μαγνητική δύναμη πάντα θα μας καλεί να ανακαλύψουμε την πραγματική του ταυτότητα, χαμένη για πάντα στο διάστημα.
Björk – Post (1995)
Σε μια παλιά ιστορία, τόσο αρχαία όσο ο χρόνος, ένα κορίτσι από την ερημιά καταφέρνει να βρει το δρόμο της προς τη δόξα, μετακομίζοντας στην πόλη κατά τη διάρκεια της επιστροφής του Κρόνου. Εκεί, μέσα στο χάος και τη μοναξιά, ανακαλύπτει τον εαυτό της και δημιουργεί ένα art-pop αριστούργημα. Είναι 1995 και το “Post” ανοίγει μια πύλη στον παλλόμενο αισθησιασμό του βρετανικού trip-hop και της electronica, όπως την αντιλαμβάνεται η Björk. Με μια εκλεκτική προσέγγιση που συνδυάζει άγρια και τρυφερά κομμάτια, το άλμπουμ αποτυπώνει την πρώτη φορά που η Björk αναλαμβάνει τον ρόλο του tastemaker, συγκεντρώνοντας συνεργάτες από το underground για να υπηρετήσουν το όραμά της. Η μουσική της ακολουθεί τα συναισθήματα: κάθε αναλαμπή της ψυχής της συναντά ένα νέο χτύπημα ή ένα tribal drum break, ενώ οι βιομηχανικοί ρυθμοί και οι μυστήριες μελωδίες δημιουργούν ένα ηχητικό τοπίο γεμάτο αντιφάσεις. Με τη φωνή της, η οποία είναι γνωστό ότι έχει σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες, η Björk εκφράζει συναισθηματικά σενάρια, αποκαλύπτοντας εκείνες τις λέξεις που έμειναν κάποτε ανείπωτες στη μητρική της γλώσσα. Το “Post” εξερευνά την έννοια του σεξ χωρίς άγγιγμα, τη μουσική ως δύναμη ζωής, και τα όνειρα που μας ξυπνούν ευγνώμονες για ένα ακόμη πρωινό που θα δούμε τον ήλιο. Είναι ένα άλμπουμ που συνδυάζει απάθεια και επιθυμία, ανησυχία και ελευθερία, αποτυπώνοντας την πολύπλοκη ύπαρξη της Björk σε κάθε νότα.
Elecktroids – Elektroworld (1995)
Αυτή ήταν μια πραγματικά δυνατή κυκλοφορία του 1995, κάθε κομμάτι είναι ένα κόσμημα που άνοιξε τον δρόμο για πολλούς καλλιτέχνες της νέας σχολής. Παραμένει μέχρι σήμερα ένα διαμάντι για τους λάτρεις του Detroit electro, και ένας φόρος τιμής στους δασκάλους του electro, τους Kraftwerk, από τα ρομποτικά beats μέχρι και την αισθητική του κιτρινόμαυρου εξωφύλλου. Για πολλά χρόνια κανείς δεν ήξερε πραγματικά ποιοί ήταν οι Elecktroids και μετά από καιρό, τον Ιούλιο του 2008, όταν η Warp Records επανέφερε την CD έκδοση του άλμπουμ “Elektroworld” στον ιστότοπό της Warpmart, το κείμενο ανέφερε «Produced by Drexciya’s late James Stinson».
Panasonic – Vakio (1995)
Κάθε φορά που ακούω το “Vakio” θυμάμαι τη φίλη μου Βασιλική να μου γκρινιάζει όταν το έβαζα να παίξει «έλα μωρέ, πάλι το απόλυτο “τίποτα” θα ακούσουμε;». Και γελάω όταν με θυμάμαι να προσπαθώ να της εξηγήσω ότι αυτό το απόλυτο τίποτα θέλει πολύ μαγκιά για να το αποτυπώσεις σε ένα άλμπουμ. Το ντεμπούτο άλμπουμ των Panasonic, “Vakio”, αποτελεί μια τολμηρή δήλωση στον κόσμο της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι Ilpo Väisänen, Mika Vainio και Sami Salo, τρίο ακόμα, πριν φάνε τις δικαστικές και ασφαλιστικές σφαλιάρες για τη χρήση του ονόματος από την διάσημη γιαπωνέζικη εταιρεία τεχνολογίας, δημιούργησαν ένα ηχητικό σύμπαν που, ακόμα και σήμερα, ξεπερνά τα όρια της techno και της experimental μουσικής, προσφέροντας μια μοναδική ακουστική εμπειρία.
Από την αρχή ως το τέλος, το “Vakio” σε ταξιδεύει σε έναν κόσμο γεμάτο από ατμοσφαιρικά soundscapes και υπνωτικούς ρυθμούς. Κομμάτια όπως το “Radiokemia” και το “Urania” αποπνέουν μια αίσθηση μυστηρίου και έντονης απομόνωσης, με τους ήχους να δημιουργούν ένα σκοτεινό και ονειρικό περιβάλλον, σαν κι αυτό της πόλης που τους γέννησε στη Φινλανδία, το Τurku. Η ένταση στο άλμπουμ χτίζεται σταδιακά, καθώς τα κομμάτια ξετυλίγονται σαν ένα μουσικό κουβάρι. Η παραγωγή είναι εξαιρετική, με τους ηλεκτρονικούς ήχους να έχουν μια ωμή και πιο πανκ, ακατέργαστη ποιότητα. Οι Panasonic χρησιμοποιούν εδώ σπάνιο αναλογικό εξοπλισμό και ηχογραφήσουν όλα τα κομμάτια live, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό ηχητικό αποτύπωμα. Ναι, το “Vakio” δεν είναι ένα άλμπουμ για τα μαζικά ακροατήρια, αλλά απευθύνεται σε εκείνους που αναζητούν μια πιο προκλητική ακουστική εμπειρία. Ωστόσο, αν και μπορεί να μην είναι εύκολο στην πρώτη ακρόαση, το “Vakio” αποκαλύπτει τον πλούτο του με κάθε επανάληψη. Οι Panasonic καταφέρνουν να δημιουργούν ένα ηχητικό ταξίδι που σε παρασύρει σε έναν κόσμο αφαίρεσης και ελάχιστων ήχων, προσφέροντας ένα μοναδικό μανιφέστο για το μέλλον της μινιμαλιστικής ηλεκτρονικής μουσικής. Για όσους δεν το έχουν ακούσει και αναζητούν κάτι διαφορετικό και (πραγματικά) προκλητικό, το “Vakio” είναι ένα άλμπουμ που αξίζει να ανακαλύψουν.
Tricky – Maxinquaye (1995)
Το “Maxinquaye” του Tricky έφερε στο ραδιόφωνο “αργόμπιτα” ψυχεδελικά κύματα παράνοιας, σε μια εποχή που οι Oasis πάλευαν με τους Blur για το ποιος θα καθίσει στην κορυφή της Britpop. Ο Tricky συνέχισε να δημιουργεί αριστουργήματα: τα “Nearly God” και “Pre-Millenium Tension” του 1996, είναι επίσης δίσκοι που ισορροπούν στην κόψη μεταξύ απόλαυσης και ανησυχίας, μεθυσμένοι από τη δική τους παρανοϊκή σαγήνη. Κανένας, όμως, δεν είναι τόσο κομψά χαοτικός όσο το “Maxinquaye”, ένα έργο όμορφης αταξίας και μαγικών “λαθών”, ένα ταξίδι τόσο απίστευτα παράδοξο που καταλήγει να είναι απολύτως τέλειο και αξέχαστο. Η επιτυχία του ήταν σαν το θριαμβευτικό ταξίδι μιας απρόσμενης ποδοσφαιρικής ομάδας προς τον τελικό της νίκης: εκπληκτικά απίθανο, μα ταυτόχρονα αναπόφευκτο.
Mouse On Mars – Iaora Tahiti (1995)
To ντουέτο από το Ντίσελντορφ, οι Jan St. Werner και Andi Toma, υποτίθεται ότι συναντήθηκαν σε μια death-metal συναυλία και άρχισε να συνεργάζεται σε εκτεταμένες ηλεκτρονικές συνθέσεις υπό το όνομα Mouse on Mars. Η μουσική του ζεύγους, αν και έχει τις ρίζες της απροκάλυπτα σε προγόνους του krautrock όπως οι Kraftwerk και οι Neu!, αγκαλιάζει ολόψυχα τις δυνατότητες της σύγχρονης electronica. Για το δεύτερο άλμπουμ τους, διεύρυναν τις παραμέτρους που έθεσαν στο ντεμπού τους πέρα από κάθε λογική, ελπίδα και προσδοκία. Αν και στο “Vulvaland” απέτισαν φόρο τιμής στην ψυχή μιας ιδιοφυΐας του στούντιο με το “Die Seele Von Brian Wilson”, στο “Iaora Tahiti” διακηρύσσουν περήφανα ότι «αυτός ο δίσκος δεν παίζει καλά σε μονοφωνικά συστήματα» και στη συνέχεια οργανώνουν ένα στερεοφωνικό ταξίδι που χρησιμοποιεί ως αφετηρία το trippy dub του ντεμπούτου. Το άλμπουμ χρησιμοποιεί (αποφασιστικά) πολλά μη ηλεκτρονικά εργαλεία όπως ζωντανά τύμπανα και pedal steel κιθάρες σε αρκετά κομμάτια, αλλά μην σας ξεγελάει αυτό, το “Iaora Tahiti” απέχει πολύ από το να είναι ένας ροκ δίσκος.
The Chemical Brothers – Exit Planet Dust (1995)
Ένας ηχητικός κομήτης που διασχίζει το σύμπαν της μουσικής με ανείπωτη δύναμη. Όλο το άλμπουμ μοιάζει με ένα νυχτερινό ταξίδι σε έναν πλανήτη που ζει από παλλόμενες συχνότητες, έναν κόσμο όπου οι ρυθμοί σπέρνουν φωτιά και οι μελωδίες λιώνουν μέσα από τα ηχητικά τοπία σαν χρωματιστές λέιζερ ριπές στον αέρα. Από το “Leave Home” που ανοίγει τον δίσκο με τα επαναστατικά beats του, μέχρι το πιο νωχελικό και υπνωτιστικό “One Too Many Mornings,” κάθε κομμάτι είναι σαν ένα όνειρο που σε παρασέρνει μακριά από την καθημερινότητα, σε έναν χορό χωρίς τέλος. Το “Exit Planet Dust” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ· είναι ένα φαινόμενο, ένας ζωντανός οργανισμός που σε καλεί να εγκαταλείψεις τη γη και να βουτήξεις στα βάθη της άγνωστης ηλεκτρονικής ατμόσφαιρας. Εδώ, τα συνθεσάιζερ γίνονται οι γέφυρες που ενώνουν το παρελθόν με το μέλλον, τα beats είναι οι παλμοί μιας καρδιάς που χτυπάει σε ρυθμούς μιας επανάστασης που μόλις έχει ξεκινήσει. Σε έναν κόσμο όπου οι ήχοι αναμειγνύονται με τα συναισθήματα, το “Exit Planet Dust” προσφέρει μια υπερβατική εμπειρία, μια ψυχεδελική απόδραση που σε κάνει να νιώθεις ζωντανός σε κάθε κύτταρο.
Το ντεμπούτο των Chemical Brothers ήταν μια υπόσχεση για όλα τα θαύματα που θα ακολουθούσαν. Μια πύλη σε έναν παράλληλο κόσμο όπου η μουσική είναι απελευθερωτική, αναρχική, και ταυτόχρονα απολύτως λυτρωτική. Ένα όνειρο που ακόμα μας καλεί να το ακολουθήσουμε: μια σκέψη καθώς το ακούω και νιώθω να βουτάω σε αμέτρητες αναμνήσεις ενός ηχητικού ορίζοντα που σβήνει αργά, αφήνοντας πίσω του μια μαγική σκόνη να χορεύει στο φως του Αυγούστου.
Foetus – Gash (1995)
Από το 1981 ο J.G. Thirwell έπαιζε πάντα με τους δικούς του κανόνες και με το βασικό του όχημα, τους Foetus (σε δεκάδες παραλλαγές ονομάτων), ήταν σαν να καβαλάει μια χαοτική μηχανή που ξεσκίζει τα πάντα στο πέρασμά της, πάντα με μια ξεκάθαρα μισάνθρωπη αίσθηση του χιούμορ. Αν υπάρχει ένας τρόπος για να περιγράψει κανείς την μουσική του Foetus, αυτός θα ήταν ένα ταιριαστό “post-industrial-mess”. Βέβαια, ενώ ο Jim παραμένει πιστός στο καλλιτεχνικό του όραμα και παράγει με συνέπεια μοναδικά άλμπουμ, υπάρχει πάντα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι συχνά κάτι είναι λάθος στη δουλειά του, σαν το «μουχλιασμένο τυρί». Αλλά, θα μου πείτε, μην ξεχνάς ότι υπάρχουν κι εκείνοι που λατρεύουν το ροκφόρ και την γκοργκονζόλα. Και αυτή η μοναδική του (ίσως) ατέλεια θεωρείται συνέπεια της συνεχούς πειραματικής του προσέγγισης στη μουσική. Το “Gash” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, κρύβει και κάνα δυό αμήχανες στιγμές, αλλά αν καταφέρεις και τις προσπεράσεις και φτάσεις το 11λεπτο “Slung” θα διαπιστώσεις ότι χάνεσαι στο πιο badass jazz κομμάτι που ηχογραφήθηκε στα 90s: σύντομες κοφτές τρομπέτες και τρομπόνια (από το μαγικό κουαρτέτο The Heresy Horns), φοβερές κιθάρες από τον Marc Ribot, οργισμένα φωνητικά από τον μαέστρο της παράνοιας κι ένα ξεκοιλιασμένο beat που μοιάζει να βγήκε από κάποια ηχογράφηση του Count Basie, τρέχει, σκοντάφτει και ξανασηκώνεται για το τελευταίο ξέσπασμα πριν το σκοτάδι.
The Black Dog – Spanners (1995)
Η τελευταία κυκλοφορία των Black Dog (πριν το τρίο διασπαστεί και οι Ed Handley και Andy Turner σχηματίσουν τους Plaid), είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ που αναδεικνύει την τέχνη της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής. Με μια μοναδική ικανότητα να αντλούν έμπνευση από μια μεγάλη ποικιλία ήχων, και από dub μέχρι avant-garde πειραματισμό, οι τρεις δημιουργοί συνθέτουν μια μεθυστική συλλογή που αποτυπώνει την πλούσια ηχητική τους παλέτα. Από το πρώτο κομμάτι, το “Raxmus”, γίνεται σαφές ότι το άλμπουμ ενσωματώνει την ηχητική ταυτότητα της Warp Records. Τα funk samples διαστρεβλώνονται και παραμορφώνονται, προσφέροντας μια ανατρεπτική προσέγγιση που αποφεύγει την απλή επαναχρησιμοποίηση. Οι φωνές αντικαθίστανται από ασαφή ή ακατάληπτα samples, δημιουργώντας μια αίσθηση μυστηρίου που διαπερνά όλο το έργο. Το “Spanners” είναι ένα ταξίδι στον ήχο που αψηφά τις συμβάσεις και μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τις ηχητικές αναζητήσεις των Black Dog (οι οποίοι μετά από αυτό το άλμπουμ θα ακολουθούν τις οδηγίες μόνο του Ken Downie). Με τις εκπλήξεις και τις ανατροπές του, το άλμπουμ δημιουργεί έναν απίστευτο ηχητικό σύμπαν, γεμάτο από την πλούσια δημιουργικότητα και την πειραματική διάθεση των εξαιρετικών καλλιτεχνών του.
Banco de Gaia – Last Train To Lhasa (1995)
Ένα από τα διαχρονικά κλασικά έργα της σύγχρονης electronica, το “Last Train to Lhasa” είναι ένα απίστευτο ηχητικό ταξίδι του οποίου τα εμπνευσμένα από την world μουσική, γεμάτα groove ηχοτοπία βοήθησαν να διαμορφωθεί το πλάνο για μεγάλο μέρος της σημερινής παγκόσμιας electronica. Μετά την επιτυχία του πρώτου άλμπουμ του “Maya” και μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τους Transglobal Underground, ο Toby Marks ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο συλλέγοντας έμπνευση. Έγινε μέλος της Ομάδας Υποστήριξης του Θιβέτ, και ως απάντηση στην απόφαση να κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος Qingzang μεταξύ των πόλεων Xining και της θιβετιανής πρωτεύουσας Lhasa, το 1995 ο Marks ηχογράφησε ένα φανταστικό 12λεπτο κομμάτι με λούπες θιβετιανών ψαλμών. Αυτό το κομμάτι ενέπνευσε τη δημιουργία ολόκληρου αυτού του ανεπανάληπτου άλμπουμ.
Aphex Twin – …I Care Because You Do (1995)
Η δεκαετία του ’90 ήταν ανεπανάληπτη και το “…I Care Because You Do” το αποδεικνύει. Ηχογραφήθηκε μεταξύ 1990 και 1994 και αποτελεί ένα κορυφαίο παράδειγμα της μουσικής ιδιοφυίας του προχωρημένου εφήβου. Το 1995, ήταν η χρονιά που το grunge και η brit-pop κυριάρχησαν στην εναλλακτική σκηνή, με την trip-hop πρόταση του Μπρίστολ να ακολουθεί σταθερά από πίσω. Και κάπως έτσι το “…I Care Because You Do” προσγειώθηκε στη shoegazing σκηνή εκείνης της εποχής σαν ιός που διαβρώνει τα πάντα και ό,τι αγγίζει δεν είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Η ηλεκτρονική μουσική εξακολουθούσε να απορρίπτεται από τον κύριο όγκο των μουσικόφιλων και να χαρακτηρίζεται ως ανυπόστατη και εύκολη από τους συνήθεις (καχύποπτους) ροκάδες. Όμως το “…I Care Because You Do” επηρέασε όλους όσους το άκουσαν. Μουσικούς και μουσικόφιλους. Άλλαξε προοπτικές, έσπασε κανόνες και κυρίως διαμόρφωσε το νεανικό μας μυαλό και την ιδιοσυγκρασία μας.
Xingu Hill – Maps οf The Impossible (1995)
Ο John Sellekaers πρωτοεμφανίστηκε στο label Nova Zembla στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με τρία άλμπουμ ως Xingu Hill, και έκτοτε έχει δημιουργήσει μια δισκογραφία περίπου εκατό δίσκων, με το δικό του όνομα και διάφορα ψευδώνυμα όπως Xingu Hill, Meeple, Night Sky Pulse, Feral Cities και Dead Hollywood Stars. To πρώτο του άλμπουμ ως Xingu Hill είναι ένα μοναδικό κράμα από acid και ambient, που σε ταξιδεύει σε μια ονειρική διάσταση. Από την πρώτη στιγμή, ο Sellekaers σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε έναν παράλληλο κόσμο, με τους ήχους να ξετυλίγονται σαν ένα μουσικό κουβάρι. Τα κομμάτια είναι μακρόσυρτα και υπνωτικά, με τις acid γραμμές να πλέκονται αρμονικά με τα καταπληκτικά ατμοσφαιρικά synths.
Bomb The Bass – Clear (1995)
Ο Tim Simenon, το δημιουργικό μυαλό πίσω από το project, καταφέρνει να δέσει ποικίλες μουσικές επιρροές με έναν υπνωτιστικό τρόπο. Από τα θραύσματα του dub μέχρι τους σπασμένους ρυθμούς της electronica και τις σκοτεινές υφές της trip-hop, κάθε κομμάτι έχει μια ατμοσφαιρική διάθεση που σε τραβάει βαθιά μέσα στο σύμπαν του άλμπουμ. Το “Clear” διακρίνεται για τον πειραματισμό του, τον βαθύ μπάσο χαρακτήρα του που γεννά συνεχόμενους υποχθόνιους παλμούς και την εφευρετική χρήση δειγμάτων και φωνητικών συνεργασιών. Καλλιτέχνες όπως ο φανταστικός μπασίστας Doug Wimbish (Living Color, Tackhead, Mark Stewart And The Maffia), η μυστηριώδης Leslie Winer (κολλητή του William S. Burroughs και του Jean-Michel Basquiat και γιαγιά του trip-hop σύμφωνα με το ΝΜΕ), η Sinéad O’Connor, o Atticus Ross, o Keith LeBlanc, ο Spikey T (ένας από τους αυθεντικούς Βρετανούς “rude boys”. και πολλοί άλλοι προσφέρουν μοναδικές φωνητικές πινελιές, προγραμματισμό, δείγματα, κιθάρες, κουμπάκια, κονσόλες, προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση στον καμβά του “Clear”. Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που δεν ακολουθεί τις τυπικές φόρμες της pop μουσικής, αλλά διατηρεί την ουσία του ανεξάρτητου πνεύματος των 90s, σπάζοντας τα όρια και οδηγώντας την ηλεκτρονική μουσική σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. Βλέπετε, το “Clear” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ που ακούς· είναι μια εμπειρία που σε προκαλεί να εξερευνήσεις το άγνωστο, μια πρόσκληση να βουτήξεις σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι πιθανά και η μουσική των Bomb The Bass εδώ είναι εξίσου ζωντανή και επίκαιρη σήμερα όσο και την εποχή της κυκλοφορίας της.
Goldie – Timeless (1995)
Βυθισμένο στην κουλτούρα της jungle και drum ‘n’ bass σκηνής που ανθούσε στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’90, το “Timeless” ξεχωρίζει για την αβίαστη σύνδεση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος της ηλεκτρονικής μουσικής. Ο Goldie, με το όραμα και το μουσικό του ταλέντο, πήρε το θραύσμα του drum ‘n’ bass και το εκτόξευσε σε ένα άλλο επίπεδο, δημιουργώντας κάτι που ήταν πραγματικά, όπως λέει και ο τίτλος του άλμπουμ, διαχρονικό. Αυτό που κάνει το “Timeless” να ξεχωρίζει είναι η ικανότητα του Goldie να ενορχηστρώνει σύνθετες και συχνά αντίθετες μουσικές ιδέες σε ένα συνεκτικό και συναρπαστικό σύνολο. Το εναρκτήριο κομμάτι, το 21-λεπτο επικό “Timeless (Inner City Life / Pressure / Jah)”, συνδυάζει αιθέρια φωνητικά με βαθιές μπασογραμμές και γρήγορους ρυθμούς, δημιουργώντας ένα ηχητικό ταξίδι που αποτυπώνει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Η φωνή της Diane Charlemagne προσθέτει μια διάσταση ψυχής και συναισθηματικής έντασης που διατρέχει ολόκληρο το έργο. Από το ψυχρό αλλά συναρπαστικό “Sea of Tears” μέχρι το σκοτεινό και απειλητικό “Kemistry” το “Timeless” απλώνεται σε ένα φάσμα συναισθημάτων και διαθέσεων. Είναι ένα άλμπουμ που σε τραβάει να ακούσεις προσεκτικά, να χαθείς μέσα στους ήχους του και να νιώσεις την ένταση της μουσικής του. Με αυτό ο Goldie έθεσε νέα θεμέλια για το μέλλον της ηλεκτρονικής μουσικής. Είναι μια υπενθύμιση ότι η μουσική μπορεί να είναι ένα καταφύγιο, ένας τόπος εξερεύνησης και ένας καθρέφτης των κοινωνικών και συναισθηματικών πτυχών της ζωής. Ακόμα και σήμερα, το άλμπουμ διατηρεί τη μαγεία και την επιρροή του, αποδεικνύοντας ότι ο τίτλος του ήταν κάτι παραπάνω από μια δήλωση —ήταν μια προφητεία.
David Holmes – This Films Crap Lets Slash The Seats (1995)
Εάν πρόκειται να ακούσετε αυτό το άλμπουμ για πρώτη φορά, είναι σημαντικό να το προσεγγίσετε ως μια δοκιμαστική εκτέλεση για soundtrack μιας ταινίας που δεν υπάρχει, παρά ως μια απλή techno προσπάθεια. Αν το δείτε διαφορετικά, ίσως να μην σας ενθουσιάσει. Το μακρόσυρτο εναρκτήριο κομμάτι “No Man’s Land” θα σας υποδεχτεί με μια δυναμική που θυμίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές του “Third Man” ή του “The Spy Who Came in From the Cold”, με καμπάνες και μοναχικά βήματα που δημιουργούν μια κυκλοθυμική ατμόσφαιρα αργά τη νύχτα. Καθώς η μουσική εξελίσσεται, αποκαλύπτει μια πιο ηλεκτρονική και λιγότερο κλασική προσέγγιση, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί τη μαγεία μιας μεγαλοπρεπούς δουλειάς. Κομμάτια όπως το “Inspired by Leyburn” ενσωματώνουν σπουδαίες κιθαριστικές φιγούρες που θυμίζουν John Barry και Ennio Morricone, χάρη σε έναν φοβερό Steve Hillage, ενώ το “Coming Home to the Sun” κλείνει το άλμπουμ με μια αίσθηση ελπίδας και αναγέννησης. Όταν ο Holmes υψώνει τη σημαία της techno, η μουσική του μπορεί να γεμίσει την πίστα, ειδικά με το ακατάπαυστο σφυροκόπημα από chords στο “Minus 61 in Detroit”. Ωστόσο, με τις αντιφάσεις και τις εκπλήξεις του, το “This Films Crap Lets Slash The Seats” μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία, γεμάτη από τις απρόβλεπτες ηχητικές αναζητήσεις του David Holmes.
Thomas Köner – Aubrite (1995)
Το “Aubrite” είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σκοτεινής ambient αφού είναι στον έλεγχο του απομονωτικής φόρμας του σπουδαίου γερμανικού καλλιτέχνη. Για να είμαστε απολύτως δίκαιοι, είναι προφανώς “σκοτεινό”, αλλά περισσότερο με την έννοια της αυστηρότητας και της μοναχικής του φύσης, παρά με κάτι υπερβολικά γοτθικό ή κινηματογραφικό, κρατώντας έναν σταθερό και μονότονο καμβά από μόλις και μετά βίας, με υπέρηχους και υπονοούμενα, και με μια διαχρονική γοητεία τόσο υποβλητική όσο και οι μικροί μετεωρίτες αχρονίτη που έπεσαν πρώτη φορά στη Γη το 1836 και του δανείζουν τον τίτλο του. Ο ίδιος ο Köner θα πει για αυτή τη σειρά των σκοτεινών δημιουργιών του «Όποιος ακούει την παραμόρφωση όλων των ήχων, σύντομα θα γίνει “υπερμαύρος” (ultrablack). Όποιος ακούει αυτόν τον κόσμο, αλλά δεν έχει καμία στοργή για κανέναν από τους τόπους του, ακόμη και για τον τόπο του “Μαύρου Θορύβου”, μπορεί σύντομα να φτάσει στο “υπερμαύρο”. Όποιος κατανοεί το πνεύμα της αμεροληψίας μέσα από δέκα χιλιάδες εκατομμύρια υπο-ήχους, ακούει το “υπερμαύρο” αλλά δεν μπορεί να το μετρήσει. Κανένα μέτρο, κανένα περίβλημα, καμία ιδιότητα δεν είναι το σημάδι των “υπερμαύρων” ηχητικών θεμάτων». Το επίπεδο του εύρους και του πολυεπίπεδου βάθους είναι απλά απροσμέτρητα σπηλαιώδες και ακόμη και σε ορισμένα επίπεδα εμβρυϊκό, αποδίδοντας μια σειρά από ήσυχα, μη μουσικά γεγονότα, που αναστέλλουν τις αισθήσεις και στέλνουν τον αποδέκτη τους να επιπλέει μέσα σε μια πλούσια φανταστική βαθιά θάλασσα, η οποία βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του.
St Germain – Boulevard (The Complete Series) (1995)
Πολλοί καλλιτέχνες έχουν προσπαθήσει να συνδυάσουν στοιχεία τζαζ και house, αλλά κανείς δεν το έχει κάνει τόσο άψογα όσο ο Ludovic Navarre με τους St. Germain. Το ονειρικό, downtempo μείγμα dancefloor beats και cool-cat μουσικής του Navarre του έφερε τεράστια επιτυχία στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην πατρίδα του, τη Γαλλία, και να μην ξεχνάμε ότι αυτή η κυκλοφορία άνοιξε το δρόμο για άλλους επιτυχημένους καλλιτέχνες με το «γαλλικό άγγιγμα» στη μουσική τους όπως οι Air, οι Rinôçerôse, o Shazz και ο Etienne De Crecy. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το “Boulevard” ήταν μια από τις πιο επιδραστικές κυκλοφορίες house μουσικής της δεκαετίας του 1990 – αλλά να σημειώσουμε ότι επιδραστική δεν σημαίνει πάντα σπουδαία, γιατί ενώ το ντεμπούτο των St. Germain, εξακολουθεί να είναι ένας κορυφαίος σταθμός των 90s, δεν φτάνει τη λάμψη του επόμενου “Tourist” που κυκλοφόρησε στην αρχή της επόμενης δεκαετίας. Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο του “Boulevard” παραμένει ότι κυκλοφόρησε το 1995 και παρ’ όλες τις ελλείψεις του, όλα μέσα του ακούγονται ακόμα φρέσκα, και γενναία μπορεί να σταθεί και να ικανοποιήσει όλους τους φαν της jazzy house.
Silent Phase – (The Theory Of) (1995)
Ο Stacey Pullen, ένας από τους πρωταγωνιστές του δεύτερου κύματος παραγωγών του Ντιτρόιτ, υπό την άμεση καθοδήγηση του Derrick May, ο οποίος καθοδήγησε (όχι πάντα σωστά) τον νεαρό παραγωγό στην αποτύπωση της ουσίας του ήχου του, και του έδωσε και μια γεύση από τη ζωή ως ταξιδιώτης DJ. Έχοντας περάσει χρόνο με τον Kevin Saunderson δουλεύοντας πάνω σε remixes, καθώς και με διάφορους άλλους αποφοίτους της techno κοινότητας του Ντιτρόιτ, ο Pullen πήρε τις καλύτερες ιδέες της techno φόρμας και συσκεύασε όλη τη δημιουργικότητά του σε ένα πολύ χαρακτηριστικό για την εποχή άλμπουμ. Το “(The Theory of) Silent Phase” διαπνέεται από την δημιουργική έκρηξη ενός μουσικού που μας αφηγείται εμπειρίες, και που μας επιτρέπει να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο του και στο μυαλό του. Αν και το συγκεκριμένο άλμπουμ πέρασε από πολλές περιπέτειες (ο Pullen ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν κατάφερε να κάνει το άλμπουμ να ακούγεται όπως το ήθελε) δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μέσα σε αυτό περιέχεται η μουσική ενός πραγματικά εμπνευσμένου και πολύ ταλαντούχου μουσικού.
➠ Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος του αφιερώματος στα καλύτερα “ηλεκτρονικά” άλμπουμ των 90s: 30 σπουδαία άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής από τα 90s (1990-1993)