Η δεκαετία του ’90, όπως έχουμε πει στα προηγούμενα μέρη αυτού του μεγάλου αφιερώματος, υπήρξε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών και ατέρμονων πειραματισμών στον κόσμο της μουσικής. Τα συνθεσάιζερ και οι υπολογιστές, που αρχικά θεωρούνταν εργαλεία για τους ελάχιστους πρωτοπόρους, άρχισαν να διαπερνούν τον ήχο κάθε μουσικού είδους, ενσωματώνοντας ηλεκτρονικά στοιχεία σε ένα ευρύτερο φάσμα παραγωγών. Στο τέλος της δεκαετίας, και μόνο μερικά χρόνια πριν το μεγάλο βήμα στον νέο αιώνα, η ηλεκτρονική μουσική, που μέχρι τότε είχε εδραιωθεί σε underground σκηνές και clubs, βρήκε τον δρόμο της σε πιο mainstream κανάλια, επαναπροσδιορίζοντας τις ηχητικές ταυτότητες της εποχής. Τα beats, τα samplers και τα synths δεν ανήκαν πλέον μόνο στην dance ή την ambient, αλλά εισχώρησαν ακόμα και σε πιο παραδοσιακές, ροκ παραγωγές, δημιουργώντας ένα νέο υβρίδιο ήχου που έθρεψε μια ολόκληρη γενιά ακροατών και μουσικών.
Η τεχνολογική εξέλιξη δεν ήταν απλώς ένα καινούριο εργαλείο· ήταν ένας νέος τρόπος αντίληψης της δημιουργίας. Τα όρια μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού ήχου θόλωσαν, με τους καλλιτέχνες να εξερευνούν τη δυνατότητα να μιξάρουν την οργανική ζωντάνια των ζωντανών οργάνων με την ακρίβεια και τις άπειρες δυνατότητες των υπολογιστών. Οι παραγωγές των ’90s έφεραν μαζί τους μια αίσθηση πειραματισμού που παρέμεινε φρέσκια και τολμηρή, με ήχους που προκαλούν και επαναπροσδιορίζουν τις προδιαγραφές του τι μπορεί να είναι η μουσική.
Σε αυτό το άρθρο, το τέταρτο μέρος για τα 120 καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, εξετάζουμε 30 από τα πιο σημαντικά άλμπουμ του τέλους της δεκαετίας που αφομοίωσαν την ηλεκτρονική πρωτοπορία και άφησαν ανεξίτηλο σημάδι. Όπως και να το κάνουμε, τα 90s είναι η δεκαετία που οι τεχνολογικές εξελίξεις συνάντησαν τη δημιουργική φαντασία, και οι υπολογιστές και τα συνθεσάιζερ έγιναν όχι μόνο τα εργαλεία, αλλά και οι μαέστροι μιας νέας μουσικής επανάστασης.
Bob Marley – Dreams Of Freedom (Ambient Translations Of Bob Marley In Dub) (1997)
Ο Bill Laswell είναι ένα όνομα που θα βρει κανείς πίσω από δουλειές των Herbie Hancock, Motörhead, Sly & Robbie, Afrika Bambaataa, Brian Eno, George Clinton, Mick Jagger, PIL, Gil Scott-Heron και πολλών άλλων. Ιδιαίτερα, από τις σειρές Sacred System και Oscillations, τις dub επεξεργασίες του στο έργο του Lili Boniche και τις συνεργασίες του με τους Style Scott και Jah Wobble, ο Bill Laswell έχει καταφέρει να είναι ένα από τα πιο δυνατά ονόματα που σου έρχονται στο μυαλό αυτόματα όταν λες και μόνο την λέξη «dub». Και όλα τα παραπάνω είναι πραγματικά μόνο ένα κλάσμα της δουλειάς που έχει δημιουργήσει ο Laswell στον γενικότερο χώρο της dub και της ambient.
Αυτό εδώ είναι ένα άλμπουμ που γενικά έχει συγκεντρώσει πολλά παράπονα (περισσότερα από του Lemmy για την παραγωγή στο “Orgasmatron”). Μερικοί παραπονέθηκαν ότι αυτό δεν είναι πραγματικά ένα dub άλμπουμ, και άλλοι γκρίνιαξαν ότι δεν ήταν πραγματικά ambient. Υπήρξε, φυσικά, μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι ο Bob Marley δεν ακούγεται πραγματικά σε αυτό το άλμπουμ —ένα σχόλιο μάλλον διασκεδαστικό, καθώς το νόημα της dub είναι να εστιάζεις στη μουσική και να της δίνεις όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο με τους τραγουδιστές να περνούν στο περιθώριο. Η ιστορία του είναι μεγάλη, αλλά σε γενικές γραμμές όταν η Universal Music εξαγόρασε την Island Records του Chris Blackwell, τον άφησε να τρέχει το label. Tην εποχή που κυκλοφόρησε αυτό το άλμπουμ ο Blackwell απολύθηκε και η εταιρεία Axiom του Bill Laswell, που λειτουργούσε υπό τη σκέπη της Island ,έκλεισε. Για καλή τύχη όλων, αυτό το άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν φύγει ο Blackwell. Μπορεί να μην είναι αυστηρά ένα dub άλμπουμ, και μπορεί η δόση ambient να είναι λιγότερη από άλλες κυκλοφορίες της Axiom, ωστόσο αντιμετωπίζει τη μουσική του Marley με πολύ σεβασμό, είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένο, με πολύ μεράκι, γεμάτο κομψές ιδέες και επιλογές.
Radiohead – OK Computer (1997)
Το “OK Computer” σηματοδοτεί τη ρήξη με το παρελθόν και το τέλος μιας εποχής στην πορεία των Radiohead. Είναι σαφές, μάλιστα, ότι τα θέματα που διατρέχουν το άλμπουμ, καθώς και οι στίχοι του Yorke, οι ηχητικοί πειραματισμοί και ο ίδιος ο σχεδιασμός του εξωφύλλου, αποτελούν, με μια λέξη, μια κατάληξη, ένα κλείσιμο. Το “OK Computer” αντιπροσωπεύει τον αναλογικό θάνατο, την ψηφιακή αναγέννηση και μια νέα σχέση στη ζωή των Radiohead, με τον υπολογιστή. Σηματοδοτεί τη ρήξη με τις παραδοσιακές αναλογικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε το συγκρότημα μέχρι και το “The Bends” (1995), και εγκαινιάζει μια περίοδο ριζοσπαστικού και διεκδικητικού ψηφιακού πειραματισμού, που επιβεβαιώνεται, ίσως πιο καθαρά, με το επόμενο, εξ ίσου σπουδαίο, άλμπουμ, “Kid A” (2000). Από το NME μέχρι το Spin (που το χαρακτήρισε «ένα DIY electronica άλμπουμ φτιαγμένο με κιθάρες»), όλοι έχουν αναφερθεί στο άλμπουμ ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας του 1990 (ή όλων των εποχών). Ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί κανείς το άλμπουμ, το “OK Computer” σηματοδοτεί αυτό που είπαμε: μια σημαντική στροφή στο έργο του συγκροτήματος – δηλαδή, το άλμπουμ μένει στην ιστορία του κουιντέτου της Οξφόρδης σαν το σημάδι που δείχνει πότε ο ήχος τους αλλάζει αμετάκλητα. Το “OK Computer” δεν περικλείει μόνο το τέλος μιας εποχής όσον αφορά τις ηχητικές και τεχνικές ευαισθησίες του συγκροτήματος, αλλά αντανακλά και πολλά από τα εξω-μουσικά ζητήματα και τις συζητήσεις που αφορούν την τότε νέα χιλιετία, τα οποία εκφράζονται στη διάσταση του ηχητικού φάσματος του άλμπουμ.
Moodymann – Silentintroduction (1997)
Μια βαθιά, ατμοσφαιρική εξερεύνηση του house ήχου με έντονα jazz και soul στοιχεία. Από το πρώτο κομμάτι, ο Kenny Dixon Jr. μας καλωσορίζει σε έναν κόσμο όπου το groove συναντά το συναίσθημα, και η φωνή του Ντιτρόιτ αντηχεί μέσα από εκλεπτυσμένα beats και ζεστές μπασογραμμές. Ένα άλμπουμ γεμάτο από μουσικές στιγμές που μοιάζουν να γεννιούνται αυθόρμητα, σαν ζωντανές ηχογραφήσεις που αποτυπώνουν τη γνήσια ενέργεια ενός DJ set. Το κομμάτι “I Can’t Kick This Feeling When It Hits” με τα κοφτά, κυκλικά samples του και τη μινιμαλιστική προσέγγιση, είναι ένας εθιστικός ύμνος που παρασύρει τον ακροατή σε μια ατελείωτη χορευτική εμπειρία. Κάθε σύνθεση στο “Silentintroduction” συνδυάζει με μαεστρία το ηλεκτρονικό με το οργανικό στοιχείο, ενώ τα κομμάτια, όπως το “The Third Track” ή το “Sunday Morning”, αποπνέουν μια νοσταλγική αίσθηση των αυθεντικών house πάρτι του Ντιτρόιτ, όπου ο ρυθμός και η μελωδία γίνονται ένα με την ψυχή των ravers. Ο Moodymann δημιουργεί έναν ήχο μοναδικό και εντελώς προσωπικό, έναν ήχο που δεν ανήκει απλώς σε ένα μουσικό είδος, αλλά σε μια ολόκληρη φιλοσοφία δημιουργίας και έκφρασης. Το “Silentintroduction” είναι μια διαχρονική καταγραφή αυτής της φιλοσοφίας, μια ζωντανή απόδειξη της μαγείας της deep house.
I-F – Fucking Consumer (1998)
Το “Fucking Consumer” είναι ένα κομψό και όμορφα φτιαγμένο δείγμα της new-school electro σκηνής, που αναδύεται σαν ένα ηχητικό ταξίδι μέσα από τις πιο τολμηρές και πειραματικές εκφράσεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Στην καρδιά αυτού του άλμπουμ βρίσκεται η ικανότητα του I-F να συνδυάζει τους λεπτούς και κοφτούς ρυθμούς της breakdance μουσικής των ’80s με μελωδικά και φωνητικά στοιχεία που αντλούνται από το new wave και την techno-pop. Καθώς ακούς κομμάτια όπως το “Disko Slique”, το “Theme From Sunwheel Beach Bar” και το αμίμητο “Space Invaders Are Smoking Grass”, σε κατακλύζει μια αίσθηση ανατροπής. Αυτά τα κομμάτια δεν είναι απλώς ήχοι που παίζονται —είναι τολμηρές δηλώσεις που εξερευνούν τα όρια της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής στην post-rave εποχή. Η μουσική τους είναι αρκετά μονοχρωματική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή, καθώς τα beats των ρυθμικών κουτιών και οι μελωδικές υφές δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Η δομή των κομματιών είναι προσεκτικά συγκροτημένη, καθιστώντας τα ένα παράξενο αλλά ελκυστικό αδελφάκι της ποπ —απλά και επαναλαμβανόμενα, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά διασκεδαστικά. Κάθε κομμάτι σε καλεί να χορέψεις, να παραδοθείς στον ρυθμό και να ανακαλύψεις κρυφές γωνιές του ήχου. Η έκδοση σε CD του “Fucking Consumer” προσθέτει μια σειρά από δυσεύρετα κομμάτια από τις πρώτες κυκλοφορίες του I-F, συμπεριλαμβανομένου του ξεχωριστού “Cry”, που μας μεταφέρει σε μια πιο συναισθηματική διάσταση. Το άλμπουμ κλείνει με το “Endtheme”, ένα κομμάτι που διαθέτει ένα αξέχαστο cameo από τη φωνή της Gitane Demone, τραγουδίστριας της θρυλικής goth-rock μπάντας Christian Death.
Boards Of Canada – Music Has The Right To Children (1998)
Το “Music Has The Right To Children” των Boards of Canada μοιάζει με έναν υπόγειο, ονειρικό κήπο που ανακαλύπτεις τυχαία, κάπου ανάμεσα σε θραύσματα παιδικών αναμνήσεων και ξεχασμένων ραδιοσυχνοτήτων. Οι ήχοι του δεν είναι απλώς μουσική, αλλά ψίθυροι από το παρελθόν, φιλτραρισμένοι μέσα από μια ομίχλη νοσταλγίας που σε τυλίγει απαλά, σαν τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν τα όνειρα ξεθωριάζουν αργά και ο κόσμος ξυπνά με δισταγμό. Ηλεκτρονικά beats και αναλογικές συχνότητες στροβιλίζονται σε χαοτικούς κύκλους, δημιουργώντας ένα σύμπαν που μοιάζει ταυτόχρονα ρευστό και ακίνητο. Κάθε κομμάτι θυμίζει ένα παλιό, θολό βίντεο που βλέπεις σε ένα άδειο δωμάτιο, αλλά αντί να σε αποξενώνει, σε τραβάει σε μια εσωτερική περιπλάνηση. Οι ήχοι τους μοιάζουν με βροχή που πέφτει απαλά σε ένα εγκαταλελειμμένο πάρκο, ενώ κάπου στο βάθος ακούγονται τα θραύσματα από παιδικές φωνές που χάνονται στο χρόνο. Είναι μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία, που σε οδηγεί σε εσωτερικούς κόσμους που δεν ήξερες ότι υπήρχαν, γεμάτους φως και σκοτάδι, γαλήνη και ανησυχία. Η μουσική των Boards of Canada στο συγκεκριμένο άλμπουμ δεν απευθύνεται απλώς στα αυτιά σου, αλλά στο υποσυνείδητό σου – ένα παράθυρο σε μια αλλόκοτη, αλλά παράλληλα οικεία πραγματικότητα.
The Irresistible Force – It’s Tomorrow Already (1998)
Στο μαγευτικό σύμπαν της ηλεκτρονικής μουσικής, το άλμπουμ “It’s Tomorrow Already” από τον Mixmaster Morris που εδώ υπογράφει ως The Irresistible Force αναδύεται σαν ένα όνειρο που στροβιλίζεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικισμού και ανατροπής. Μελωδίες που μοιάζουν να προέρχονται από άλλες διαστάσεις, συνδυάζονται με ήχους που θυμίζουν αρχαίες τελετές και σύγχρονη τεχνολογία, δημιουργώντας μια μοναδική εμπειρία που μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη της φαντασίας μας. Από την πρώτη νότα, το άλμπουμ μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος και ο χώρος χάνουν την σημασία τους. Οι ήχοι κυλούν απαλά σαν νερό, καθώς οι ηλεκτρονικές μελωδίες πλέκονται με ρυθμούς που θυμίζουν χορούς κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάθε κομμάτι είναι μια ηχητική περιπέτεια, μια περιπλάνηση σε ηχητικά τοπία που συνδυάζουν την παράδοση με την καινοτομία. Η χρήση των samples είναι μαγευτική, καθώς οι ήχοι της φύσης, οι φωνές και τα μουσικά όργανα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια αίσθηση σύνδεσης με το παρελθόν και το μέλλον.
Squarepusher – Music Is Rotted One Note (1998)
Ένα άλμπουμ που αψηφά τις προσδοκίες, διαλύοντας τα σύνορα μεταξύ της jazz, του funk και της ηλεκτρονικής μουσικής. Κυκλοφόρησε το 1998, σε μια περίοδο όπου ο Tom Jenkinson εξερευνούσε νέες ηχητικές διαδρομές, αφήνοντας πίσω του τα σπασμένα beats της drum ‘n’ bass για να βυθιστεί σε ένα πιο ελεύθερο, σχεδόν αυτοσχεδιαστικό ηχητικό τοπίο. Από την πρώτη στιγμή, το άλμπουμ δημιουργεί μια αίσθηση ασάφειας και ανασφάλειας, σαν να βρίσκεσαι σε ένα ζωντανό jam session όπου όλα μπορούν να συμβούν. Κομμάτια όπως το “Don’t Go Plastic” και το “My Sound” συνδυάζουν το χαοτικό funk των 70s με την ηλεκτρονική πειραματική του προσέγγιση, ενώ οι ρυθμοί και οι μελωδίες διακόπτονται και ξαναχτίζονται συνεχώς. Ο Squarepusher παίζει ο ίδιος τα περισσότερα όργανα, δημιουργώντας έναν ήχο τραχύ και ακατέργαστο, που μοιάζει περισσότερο με μια ηχογραφημένη πρόβα παρά με ολοκληρωμένη στούντιο παραγωγή. Ωστόσο, αυτή η αίσθηση του αυθορμητισμού είναι που δίνει στο άλμπουμ την ιδιαιτερότητά του. Το “Music Is Rotted One Note” είναι μια τολμηρή, πρωτότυπη δουλειά που αμφισβητεί τη δομή και τη φόρμα, επιβεβαιώνοντας την ικανότητα ενός ιδιοφυούς συνθέτη να καινοτομεί και να εκπλήσσει.
UNKLE – Psyence Fiction (1998)
Το “Psyence Fiction” ανοίγει μια πύλη προς έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο γεμάτο φθαρμένα θραύσματα πολιτισμού και εσωτερικές σκιές. Τα κομμάτια, δεμένα με νήματα από trip-hop, ηλεκτρονική και alternative rock, μοιάζουν με ονειρικά τοπία που αλλάζουν συνεχώς μορφή, απόσπασματικοί ψίθυροι και βαριά beats που συνθέτουν ένα μελαγχολικό, αλλά παράλληλα μαγευτικό κολάζ ήχων. Σαν soundtrack για μια sci-fi ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ, το “Psyence Fiction” αφηγείται ιστορίες από έναν κόσμο όπου η τεχνολογία και τα ανθρώπινα συναισθήματα συγκρούονται και συγχωνεύονται. Η εμπειρία που προσφέρει είναι βαθιά προσωπική, αναδύοντας εικόνες από αστικά τοπία που καταρρέουν και συναισθηματικούς λαβύρινθους που δεν έχουν έξοδο. Μέσα από τις διάσημες συνεργασίες και τα φωνητικά που περικλείουν διαφορετικά στυλ και αισθητικές, το άλμπουμ αποτυπώνει μια πνευματική αναζήτηση, έναν διάλογο με το άγνωστο, το ασύλληπτο, το υπαρξιακό. Η μουσική των UNKLE σε παρασύρει ενώ ταυτόχρονα σου προσφέρει έναν ανεξάντλητο κόσμο για να εξερευνήσεις. Ένα άλμπουμ που αγγίζει τα όρια του νου, αποκαλύπτοντας ότι τα πιο συναρπαστικά ταξίδια δεν είναι αυτά που κάνουμε στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά εκείνα που συμβαίνουν μέσα μας.
Shpongle – Are You Shpongled? (1998)
Οι Shpongle (δηλαδή ο Simon Posford και ο Raja Ram) ήταν πρωτοπόροι στον ηλεκτρονικό ψυχεδελικό κόσμο των 90s και μας άφησαν πραγματικά μια εμπειρία μοναδικών ρυθμών και μουσικής η οποία έχει αφήσει ένα πολύ καλό αποτύπωμα στη σκηνή της δεκαετίας. Αυτή η μουσική σίγουρα δεν είναι για όλους, καθώς οι περισσότεροι θα την έβρισκαν μάλλον ή πολύ παράξενη ή εξωπραγματική και η απουσία ξεκάθαρων μελωδιών ή κατεύθυνσης μπορεί να απωθήσει έναν ακροατή που τους ακούει για πρώτη φορά. Είναι ένα έντονο άλμπουμ, που μεταφέρει μια αίσθηση θαυμασμού για τον κόσμο γύρω μας. Προορίζεται για να ακούγεται προσεκτικά, και όχι απλά ως μουσική υπόκρουση, αργά το βράδυ με ένα υψηλής ποιότητας ηχοσύστημα ή σε οποιοδήποτε μέρος που μεταδίδει τον ήχο της φύσης στην πιο αγνή του μορφή. Η απίστευτη παραγωγή του απλά σε αφήνει με απορίες για το πώς αυτό το άλμπουμ και οι Shpongle αγνοούνται σε μουσικά βραβεία και κατηγορίες.
Leila – Like Weather (1998)
Το “Like Weather” της Leila είναι σαν μια βροχερή μέρα που μετατρέπεται σε γαλήνια νύχτα, ένας βαθύς, εσωτερικός διάλογος με τη μουσική που σε οδηγεί σε υπόγειες σκέψεις και ατμοσφαιρικά τοπία. Ο πειραματισμός με τον ήχο δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, σχεδόν μεταφυσικό σκηνικό. Η Leila ενσωματώνει γήινες και αφηρημένες μελωδίες, αναμειγνύοντας glitch, trip-hop και ambient στοιχεία, που συνδέονται μεταξύ τους σαν φυσικά φαινόμενα που εκτυλίσσονται απαλά αλλά αποφασιστικά. Το “Like Weather” είναι σαν μια ατμόσφαιρα που σε τυλίγει, σε αναγκάζει να σταματήσεις και να αφεθείς σε ένα υπόγειο κύμα σκέψεων. Η φωνή, αέρινη και αιθέρια, διαπερνά τα κομμάτια σαν ήχος από το μακρινό παρελθόν, στοιχειώνοντας την ψυχή, ενώ οι πειραματικές ενορχηστρώσεις λειτουργούν σαν υγρασία που αργά κατακάθεται στον αέρα. Οι ρυθμοί είναι αποσπασματικοί, σαν να υπαινίσσονται κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, που ωστόσο παραμένει κρυμμένο πίσω από κάθε beat. Η Leila καταφέρνει να δημιουργήσει μια ξεχωριστή εμπειρία ακρόασης, όπου οι ήχοι της απομακρύνονται από τα κλασικά καλούπια της ηλεκτρονικής μουσικής και κινούνται σε ένα χώρο πιο αφηρημένο, πιο συναισθηματικό. Το “Like Weather” είναι το μουσικό αντίστοιχο μιας ανεπαίσθητης αλλαγής καιρού, που δεν σε προετοιμάζει, αλλά σε καλεί να την αισθανθείς, να την ζήσεις και να την αφήσεις να σε παρασύρει σε έναν κόσμο ονειρικό και ατμοσφαιρικό.
Fatboy Slim – You’ve Come A Long Way, Baby (1998)
Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, το άλμπουμ “You’ve Come A Long Way, Baby” του Norman Cook, γνωστού και ως Fatboy Slim, αναδύεται από τις σκιές της μουσικής ιστορίας σαν ένας θρίαμβος της ηλεκτρονικής επανάστασης. Με την κυκλοφορία του το 1998, αυτό το έργο δεν ήταν απλώς ένα άλμα στην καριέρα του καλλιτέχνη· ήταν μια δήλωση που σφράγισε την εποχή του big beat και καθόρισε τη μουσική κουλτούρα της δεκαετίας. Από το πρώτο κομμάτι που ανοίγει, το “Right Here, Right Now”, ο ακροατής ηλεκτρίζεται, και έτσι ηλεκτρισμένος βυθίζεται σε έναν κόσμο γεμάτο ενέργεια και ζωντάνια. Οι θορυβώδεις ρυθμοί και οι αναγνωρίσιμες μελωδίες δημιουργούν μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης για χορό, σαν να μας καλεί η μουσική να αφήσουμε πίσω μας τις ανησυχίες και να παραδοθούμε στη στιγμή. Η αίσθηση αυτή επαναλαμβάνεται σε κομμάτια όπως το “The Rockafeller Skank” και το “Gangster Trippin’”, όπου η χρήση δειγμάτων από παλιές επιτυχίες συνδυάζεται με μοντέρνους ήχους για να δημιουργήσει μια μοναδική ηχητική εμπειρία. Το “You’ve Come A Long Way, Baby” είναι σαν ένα παζλ που έχει συναρμολογηθεί με κομμάτια από διαφορετικές εποχές και στυλ—από funk και soul μέχρι hip-hop και rave. Η ικανότητά του Cook να συνδυάζει ήχους και ρυθμούς με τέτοια μαεστρία αποδεικνύει ότι η δημιουργική διαδικασία δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά και τέχνη. Ωστόσο, πέρα από την επιφανειακή διασκέδαση που προσφέρει, το άλμπουμ κρύβει και μια πιο βαθιά διάσταση. Ο τίτλος “You’ve Come A Long Way, Baby” φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα της προόδου—όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Σε μια εποχή που οι πολιτισμικές αλλαγές ήταν έντονες, ο Cook καταφέρνει να αποτυπώσει αυτή τη δυναμική μέσα από τον ήχο του. Η επιτυχία του άλμπουμ δεν περιορίστηκε μόνο στις πωλήσεις· επηρεάσε ολόκληρη τη σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής και καθόρισε τη σχέση μεταξύ pop κουλτούρας και ηλεκτρονικών ήχων.
Pole – 1 (1998)
Η μουσική του Pole (Stefan Betke) στο ντεμπούτο άλμπουμ “1” είναι γεμάτη από δείγματα στατικών θορύβων, περασμένων μέσα από το φτωχό φίλτρο της Waldorf. Loops από pops και cracks σχηματίζουν grooves που τρέχουν και σχηματίζουν διαβρωμένα, αλλά σταθερά, beats που κυριαρχούν στο μουσικό τοπίο. Αυτοί οι συχνά υψηλοί ήχοι έρχονται σε αντίθεση με τις dub μπασογραμμές, οι οποίες αιωρούνται ήσυχα από κάτω, όπως στο “Tanzen”. Περιστασιακά μικρά synth drones πλέκονται μέσα και έξω από την εστίαση, προσθέτοντας ένα άλλο στρώμα πάνω από την καθαρή, dubby μπασογραμμή όπως στο “Fremd”. Ένα θεμελιώδες άλμπουμ του dub-techno ήχου, ένα μονολιθικό αλλά εμπνευσμένο πείραμα που άνοιξε τους δρόμους για μια ολόκληρη σκηνή τον επόμενο αιώνα.
Amon Tobin – Permutation (1998)
Μια εκρηκτική περιπλάνηση στους κόσμους της ηλεκτρονικής μουσικής, που ξεφεύγει από τα όρια του αναμενόμενου. Πρόκειται για μια μυσταγωγική σύνθεση ήχων και ρυθμών που διαπερνά τις αισθήσεις και σε οδηγεί σε έναν κόσμο γεμάτο πειραματισμούς και απροσδόκητες εναλλαγές. Το “Permutation” είναι ένα μείγμα jazz, breakbeat και drum ‘n’ bass που, στα χέρια του Tobin, μετατρέπεται σε κάτι υπερβατικό. Η χρήση της jazz εδώ δεν είναι απλώς νοσταλγική ή αναφορική. Είναι αναδομημένη, επανασυνδεδεμένη με το ψηφιακό μέλλον, δημιουργώντας νέα νοήματα από τις αρχέγονες ρίζες της. Ο Tobin παίρνει στοιχεία του παρελθόντος και τα ενσωματώνει σε ένα νέο, αποσπασματικό τοπίο, γεμάτο απόκοσμα ηχοτοπία και τεχνικά εξαιρετικά ρυθμικά κομμάτια. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ λειτουργεί σαν ένα καλειδοσκόπιο ήχων, όπου η μουσική εξελίσσεται και επανέρχεται σε νέες μορφές, σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν αποτελεί μια εύκολη ακρόαση, απαιτεί την πλήρη προσοχή και παράδοση του ακροατή. Αλλά, μέσα από αυτό το άλμπουμ, ο Amon Tobin εδραιώνει την θέση του ως ένας από τους πιο σημαντικούς πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής σκηνής της εποχής, προτείνοντας μια νέα προσέγγιση στη σύνθεση και παραγωγή ήχου. Γεμάτο σκοτεινή ενέργεια και υπόγεια μελωδικότητα, είναι μια κατάδυση στο απέραντο σύμπαν της μουσικής φαντασίας του Tobin, που δεν παύει να σε αιφνιδιάζει, να σε συναρπάζει και να σε προκαλεί να το εξερευνήσεις ξανά και ξανά.
Τhe Notwist – Shrink (1998)
Σε έναν ιδανικό κόσμο αυτό το άλμπουμ θα χαιρετιζόταν ως ένα αριστούργημα, όπως το “Kid A”. Οι Notwist είναι ένα γερμανικό συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1989 με τα αδέρφια Markus και Micha Acher καθώς και τον Martin Messerschmid, ενώ λίγο αργότερα, το 1997 προστέθηκε ο Martin Gretschmann. Το άλμπουμ εξακολουθεί να έχει τα ίδια στοιχεία από τους προηγούμενους δίσκους τους, τα ζοφερά φωνητικά και την κιθάρα του Markus, το μπάσο του Micha και τον Messerschmid στα τύμπανα, αλλά με την προσθήκη του Gretschmann είχαν κάποιον που δούλευε μόνιμα στον προγραμματισμό. Στο “Shrink” υπάρχει επίσης μια συλλογή από φιλοξενούμενα όργανα όπως, τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, μπάσο κλαρινέτο, κοντραμπάσο, τσέλο, βιμπράφωνο και theremin μεταξύ άλλων. Όλα αυτά συνενώνονται σε ένα glitchy, κυκλοθυμικό, έντονα προσεγμένο στην υφή blend, με αρκετές επιρροές από την Nu Jazz και το Post-Rock. Όπως και άλλα άλμπουμ της indietronica, το “Shrink” έχει σχεδιαστεί για να είναι υποβλητικό στη διάθεσή του, αυτό ενισχύεται από τους κάπως αφηρημένους στίχους που μοιάζουν σαν να έχουν σχεδιαστεί για να ερμηνεύσει ο ακροατής με πολλαπλούς τρόπους, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν απίστευτα προσωπικοί για τον στιχουργό Markus Acher.
Madonna – Ray Of Light (1998)
Στην καρδιά της μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’90, το άλμπουμ “Ray οf Light” της Madonna αναδύεται σαν μια φωτεινή ακτίνα μέσα από την αμηχανία της pop των 90s, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία που συνδυάζει την ηλεκτρονική και την pop μουσική με μια πνευματική διάσταση. Αυτό το έργο σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τη θεά της pop, καθώς εξερευνά τις πιο βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και της μητρότητας. Από το πρώτο κομμάτι, “Drowned World/Substitute for Love”, η Madonna μας καλεί να την ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανακάλυψης. Οι ήχοι του ηλεκτρονικού κόσμου συνδυάζονται με τις ευαίσθητες μελωδίες της, δημιουργώντας μια αίσθηση μελαγχολίας αλλά και ελπίδας. Η φωνή της είναι γεμάτη από συναισθήματα, καθώς περιγράφει την κενότητα που νιώθει μέσα στη φήμη και την επιτυχία, αποκαλύπτοντας ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται στην αγάπη και τη σύνδεση. Η συνεργασία της με τον William Orbit αποδεικνύεται καθοριστική για τον ήχο του άλμπουμ. Οι ηλεκτρονικοί ρυθμοί και οι πλούσιες υφές δημιουργούν ένα ηχητικό τοπίο που μας μεταφέρει σε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία και μυστήριο. Κομμάτια όπως το “Ray of Light” και το “Frozen” είναι αριστουργήματα που αναδεικνύουν την ικανότητα της Madonna να συνδυάζει διαφορετικά μουσικά στυλ με τέτοια μαεστρία, με το ομότιτλο κομμάτι να ξεχωρίζει με τους γρήγορους ρυθμούς και την εκρηκτική ενέργεια του, προσκαλώντας μας να χορέψουμε και να γιορτάσουμε τη ζωή.
Η Madonna φαίνεται να βρίσκει μια νέα πηγή έμπνευσης, καθώς η φωνή της αναδύεται από τα βάθη του ηλεκτρονικού ήχου με μια αίσθηση ελευθερίας και αναγέννησης. Ωστόσο, το “Ray of Light” δεν είναι μόνο ένα άλμπουμ για πάρτι. Είναι επίσης μια βαθιά στοχαστική εξερεύνηση των θεμάτων της μητρότητας και του πένθους. Στο κομμάτι “Little Star”, η Madonna απευθύνεται στην κόρη της, Lourdes, εκφράζοντας την αγάπη και τη δέσμευσή της να είναι παρούσα στη ζωή της. Αυτή η προσωπική διάσταση προσθέτει βάθος στο έργο, κάνοντάς το ακόμα πιο συγκινητικό. Το άλμπουμ κλείνει με το “Mer Girl”, ένα κομμάτι που μας ταξιδεύει σε σκοτεινές ψυχικές περιοχές, όπου η Madonna αντιμετωπίζει τους φόβους και τις ανασφάλειές της. Η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν ονειρική, καθώς η φωνή της γίνεται ψιθυριστή, αποκαλύπτοντας τις πιο κρυφές σκέψεις της. Συνολικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα των 90s που αποτυπώνει την εξέλιξη μιας καλλιτέχνιδας η οποία δεν φοβάται να πειραματιστεί και να εξερευνήσει τα βάθη της ψυχής της. Και με κάθε ακρόαση του, μας βυθίζει σε έναν κόσμο γεμάτο ήχους που προκαλούν τη φαντασία μας και μας καλούν να αναλογιστούμε τη δική μας πορεία. Η Madonna δεν είναι απλώς μια pop σταρ —είναι μια καλλιτέχνιδα που συνεχίζει να μας εμπνέει με τη δύναμη και την ευαισθησία της. Το “Ray of Light” παραμένει ένα φωτεινό σημείο στη μουσική (της) ιστορία, ένας οδηγός για όλους όσους αναζητούν τη δική τους ακτίνα φωτός μέσα στο σκοτάδι.
Herbert With Dani Siciliano – Around The House (1998)
Ο Matthew Herbert, ένας σπουδαίος οραματιστής της μουσικής από την Αγγλία, είναι γνωστός περισσότερο για τη διαδικασία που ακολουθεί στη δημιουργία της μουσικής του παρά για τα ίδια τα κομμάτια του. Το έργο του καθοδηγείται από το μανιφέστο του «Contract for the Composition of Music», μια πραγματεία που θυμίζει το Dogma 95 στον κινηματογράφο, προσαρμοσμένη όμως στη μουσική δημιουργία στην εποχή της πληροφορίας. Ο Herbert απορρίπτει τη δειγματοληψία άλλων μουσικών, τα προρυθμισμένα presets των synths και των drum machines, επιβραβεύοντας αντίθετα το ανθρώπινο λάθος, την τυχαία ατέλεια σε μια ηχογράφηση. Οι αυτοεπιβαλλόμενοι περιορισμοί του τον οδήγησαν να ενσωματώσει μια ποικιλία ακουστικών οργάνων στην παραγωγή του, συμπεριλαμβανομένου του δικού του πιανιστικού ταλέντου, ενώ αναζητούσε ασυνήθιστες πηγές ήχου για να δημιουργήσει τις ρυθμικές του αλληλουχίες.
Τα τραγούδια στο “Around the House” έχουν τη φωνή της Dani Siciliano. Τραγουδάει σε λιγότερο από τα μισά κομμάτια, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούνται είτε από ορχηστρικά house μανούβρες (που εξακολουθούν να είναι γεμάτες με φωνητικά samples) είτε από πιο κυκλοθυμικά, πιο πειραματικά κομμάτια. Το αποκορύφωμα αυτού του ηχητικού ταξιδιού έρχεται νωρίς με το κομμάτι “So Now…”, που μας εισάγει σε έναν κόσμο γεμάτο συναισθηματική ένταση μετά από μια σύντομη ambient παλαβομάρα. Λαμπρά κομμάτια όπως το “Close to Me” και το “We Still Have (The Music)” αποπνέουν μια ζεστή ομορφιά, ενώ γαργαλιστικά ambient ιντερλούδια όπως το “We Go Wrong” γεμίζουν τον αέρα με αποχρώσεις ενός έντονου ηχητικού σχεδιασμού. Μια χούφτα λαμπρά κομμάτια ξεχωρίζουν στο υπόλοιπο άλμπουμ, το οποίο είναι φορτωμένο με μουσική εξαιρετικά υψηλής ποιότητας.
Red Snapper – Making Bones (1998)
Το “Making Bones” είναι ένα μοναδικό μείγμα acid jazz, trip-hop και ηλεκτρονικής μουσικής, που ξεχωρίζει για τη δυναμική του ενέργεια και την πλούσια, ατμοσφαιρική παραγωγή. Γεμάτο από τα γενναία grooves του Richard Thair, το funky διπλό μπάσο του Ali Friend και τις κομψές jazz κιθάρες του David Ayers, που συνδυάζονται με τη σκοτεινή υφή της ηλεκτρονικής μουσικής, παραμένει μια από τις πιο χαρακτηριστικές δουλειές της μπάντας, ενσωματώνοντας τα στοιχεία που την καθιέρωσαν στη σκηνή του πειραματικού ήχου, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τη δημιουργικότητά τους και την ικανότητα να συνδυάζουν διαφορετικά μουσικά είδη σε ένα αρμονικό σύνολο. Κομμάτια όπως το “Image of You” με τη χαρακτηριστική φωνή της Emma Shackleton και το “Crease” ξεχωρίζουν για την εκφραστικότητά τους, αναδεικνύοντας την ξεχωριστή ικανότητα του συγκροτήματος να ισορροπεί ανάμεσα στον οργανικό και τον ηλεκτρονικό ήχο. Οι Red Snapper καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που είναι ταυτόχρονα στοχαστικό και εκρηκτικό, ικανό να μεταφέρει τον ακροατή σε μια συναισθηματική διαδρομή γεμάτη ένταση και βάθος.
Grooverider – Mysteries Of Funk (1998)
Αφού υπηρέτησε, από την γέννησή της, την underground σκηνή της jungle, και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους και πιο επιδραστικούς DJs του drum ‘n’ bass παιδιού της, κατάφερε μετά από δέκα χρόνια στα πλατό και τις μίξεις να κυκλοφορήσει ένα μεγάλο άλμπουμ, αντάξιο του ονόματός του. Ενώ τα beats στο “Mysteries of Funk” θυμίζουν κομμάτια που μπορεί να προορίζονταν για το label του Prototype ο Grooverider τα έκανε τόσο δικά του με ατμόσφαιρες αφιερωμένες στα άκρα της επιστημονικής φαντασίας, της τζαζ και της fusion. Τα “Rainbows of Colour” και “Imagination” είναι επεκτατικές τετράλεπτες ταπετσαρίες, και ενώ υπάρχει ένα εξαιρετικό πιο σκοτεινό κομμάτι (“Where’s Jack the Ripper”), το “Mysteries of Funk” πετυχαίνει περισσότερο όταν ο Grooveider τυλίγει το two-step του γύρω από μια ξεκάθαρα mainstream προσοχή στην ατμόσφαιρα της house και της fusion.
Eliane Radigue – Trilogie De La Mort (1998)
Πολύ απλά και χωρίς πολλά λόγια η “Τριλογία του Θανάτου” αντιπροσωπεύει ό,τι πιο κοντινό έχετε βιώσει ποτέ στην ευδαιμονία: Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να της επιτρέψετε να σας κρατήσει, να σας περιβάλει, να σας αγκαλιάσει.
Rhythm & Sound w/ Tikiman – Showcase (1998)
Το “Showcase” συγκεντρώνει όλα τα τραγούδια από τα πέντε 10ίντσα single της Burial Mix από το 1996-1997. Η Burial Mix ήταν ένα παρακλάδι της δισκογραφικής Basic Channel στοχευμένο αποκλειστικά στην reggae αισθητική που κυκλοφόρησε μόνο αυτά τα πέντε 10ίντσα. Αν και υπάρχουν συνολικά 10 κομμάτια, στην πραγματικότητα είναι μόνο 5, επειδή κάθε φωνητικό κομμάτι συνοδεύεται από μια μη φωνητική «έκδοση». Επαναλαμβανόμενες, βαθιές, παλλόμενες dub μπασογραμμές είναι η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη αυτής της μουσικής, που τονίζεται από τα μελωδικά φωνητικά του Tikiman (Paul St. Hillaire) και τα ελάχιστα κρουστά και εφέ. Ο συνδυασμός του trance που προκαλεί ο lo-fi / Chain Reaction techno / house / dub ήχος με τον «παραδοσιακό» Τζαμαϊκανό reggae/dub ήχο και τον λυρισμό είναι πολύ ενδιαφέρων και ακούγεται διαχρονικά τόσο αφύσικα φυσικός.
Moby – Play (1999)
Από την πρώτη νότα του “Honey” μέχρι τις τελευταίες αποχρώσεις του “My Weakness”, το άλμπουμ ξεδιπλώνεται σαν μια φανταστική συνομιλία ανάμεσα στις ρίζες των blues και την ηλεκτρονική αιώρηση της σύγχρονης εποχής. Μελωδίες που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από ξεχασμένα τραγούδια των αμερικανικών πεδιάδων, οι οποίες μπερδεύονται γλυκά με την αιθέρια τεχνολογία του ηλεκτρονικού ήχου. Κάθε κομμάτι, και μια αξέχαστη ιστορία: το “Porcelain” αναδύεται σαν μια νοσταλγική ανάμνηση από ένα καλοκαίρι που ποτέ δεν τελείωσε, ενώ το “Natural Blues” σε παρασύρει με τη βαριά του ρυθμικότητα σε έναν κύκλο συναισθημάτων που διαρκώς επαναλαμβάνεται. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι σαν ένα προσεκτικά ζωγραφισμένο τοπίο, γεμάτο χρώματα και υφές, με κάθε τραγούδι να είναι μια νέα γωνιά αυτού του τοπίου που καλεί τον ακροατή να περιπλανηθεί. Υπάρχει μια εγγενής μελαγχολία στο “Play”, ένα είδος αναγνώρισης ότι ο χρόνος περνάει, αλλά το παρόν είναι γεμάτο από την ομορφιά του κάθε ήχου που μας περιβάλλει. Όπως η αυγή που ξετυλίγεται σιγά-σιγά μετά από μια νύχτα σε κάποιο πάρτυ, το “Play” φέρνει μαζί του την αίσθηση της προσμονής και της ανακάλυψης. Είναι το soundtrack για ένα εσωτερικό ταξίδι που, που παρά την (φαινομενική) απλότητά του, είναι γεμάτο με τις σύνθετες αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
The Magnetic Fields – 69 Love Songs (1999)
Σε έναν κόσμο όπου οι μπαλάντες αγάπης συνήθως παγιδεύονται σε κλισέ και υπερβολές, οι The Magnetic Fields καταφέρνουν να δημιουργήσουν κάτι που ταυτόχρονα σέβεται και ανατρέπει τις προσδοκίες μας. Το “69 Love Songs” είναι ένα έργο γεμάτο ευφυΐα, χιούμορ και ευαισθησία, ένα αληθινό αριστούργημα που όχι μόνο εξυμνεί την αγάπη, αλλά και αναδεικνύει όλες τις αντιφάσεις και τις εκπλήξεις που τη συνοδεύουν. Με μια ποικιλία στυλ, από indie pop και synthpop μέχρι cabaret και country, ο δίσκος μοιάζει με ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό που ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και την καινοτομία. Τα κομμάτια εναλλάσσονται από εξαιρετικά απλά και λυρικά, όπως το “The Book of Love”, μέχρι εξαιρετικά περίπλοκα και γεμάτα με ειρωνεία, όπως το “Yeah! Oh, Yeah!”. Το κάθε τραγούδι μοιάζει να λειτουργεί ως ένα μικρό διήγημα, μια μινιατούρα συναισθημάτων που ξεδιπλώνει με κομψότητα την εμπειρία της αγάπης, είτε μέσα από γλυκύτητα, είτε μέσα από σαρκασμό.
múm – Yesterday Was Dramatic – Today Is OK (1999)
Αυτό το άλμπουμ αποτυπώνει την ίδια την ουσία της αυθεντικής δημιουργικότητας, έναν κόσμο όπου το παιχνίδι με τον ήχο και την αντίληψη γίνεται μέσο έκφρασης και συναισθηματικής εξερεύνησης. Είναι ένας δίσκος που σε προσκαλεί να ξαναβρείς την αθωότητα και την περιέργεια της παιδικής ηλικίας, να χαθείς και να ξαναβρείς τον εαυτό σου σε ένα τοπίο γεμάτο εκπλήξεις και μαγεία. Με ρίζες στον παγωμένο, αλλά συνάμα μαγευτικό τοπίο της Ισλανδίας, οι múm δημιουργούν ένα ηχητικό σύμπαν που θυμίζει παιδικά όνειρα και μαγικά παραμύθια. Οι μελωδίες, απαλά κεντημένες με γλυκά glitch και διακριτικά beats, μεταφέρουν τον ακροατή σε μια διάσταση όπου η νοσταλγία και η αναπόληση ενώνονται με το παρόν. Με τον χαρακτηριστικό τους τρόπο, οι múm παραδίδουν μια δισκογραφική εμπειρία που είναι ταυτόχρονα εύθραυστη και πανίσχυρη, ένα κομμάτι μουσικής που πάντα θα σου θυμίζει ότι η τέχνη μπορεί να είναι όμορφη και αναζωογονητική και ριζοσπαστική.
Four Tet – Dialogue (1999)
Ο Kieran Hebden, γνωστός ως Four Tet, μας οδηγεί σε μια ηχητική περιπέτεια που συνδυάζει στοιχεία από την ambient, την IDM (Intelligent Dance Music) και τη folk, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου οι ήχοι αλληλεπιδρούν με μια μοναδική ευαισθησία. Οι ήχοι των φυσικών οργάνων συναντούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία με τέτοια αρμονία που η μουσική φαίνεται να ζωντανεύει μπροστά μας. Είναι σαν να βρισκόμαστε σε έναν κήπο γεμάτο χρώματα και αρώματα, όπου κάθε νότα είναι ένα λουλούδι που ανθίζει. Μέσα από τις ηχητικές του εξερευνήσεις στο πρώτο του άλμπουμ, ο Four Tet μας καλεί να αναλογιστούμε τη σχέση μας με τη μουσική και τον κόσμο γύρω μας. Το “Dialogue” είναι ένα αριστούργημα της ηλεκτρονικής μουσικής που αποτυπώνει την τέχνη της δημιουργίας ήχου με έναν τρόπο που είναι ταυτόχρονα ευαίσθητος και προκλητικός. Κάθε ακρόαση του είναι μια νέα περιπέτεια, μια ευκαιρία να βυθιστούμε σε έναν κόσμο γεμάτο ήχους που προκαλούν τη φαντασία μας και αναδεικνύουν την ομορφιά της ανθρώπινης εμπειρίας.
Nightmares On Wax – Carboot Soul (1999)
Το άλμπουμ “Carboot Soul” των Nightmares On Wax ξεχωρίζει για αρκετά στοιχεία που το διαφοροποιούν από άλλες κυκλοφορίες του συγκροτήματος του George Evelyn. Αρχικά, η σύνθεση του άλμπουμ είναι μια αριστουργηματική συγχώνευση διαφορετικών μουσικών ειδών, όπως το trip-hop, η soul και το dub, δημιουργώντας μια μοναδική ηχητική εμπειρία που αποπνέει μια ακόμα πιο έντονη αίσθηση χαλάρωσης και ελευθερίας. Σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές τους, το “Carboot Soul” ενσωματώνει περισσότερα οργανικά στοιχεία και ζωντανές ηχογραφήσεις, προσφέροντας μια πλουσιότερη και πιο πολυδιάστατη παραγωγή. Ο George Evelyn, η ψυχή πίσω από το Nightmares On Wax, καταφέρνει να δημιουργήσει μια συναισθηματική εμπειρία που αγγίζει το υποσυνείδητο. Κομμάτια όπως το “Morse” και το “Finer” φέρουν έναν νοσταλγικό και βαθιά προσωπικό τόνο, μια αναζήτηση του παρελθόντος μέσα από τη χαλαρή ροή του μέλλοντος. Είναι σαν μια βόλτα σε παλιά γειτονιά, όπου κάθε ήχος σου θυμίζει κάτι γνώριμο, αλλά παράλληλα φέρνει νέα χρώματα και αισθήσεις.
Round One To Round Five – 1993-99 (1999)
Η Main Street, ένα παρακλάδι της δισκογραφικής Basic Channel, κατάφερε να κυκλοφορήσει 5 EP μέσα σε 6 χρόνια, το καθένα ένα αριστούργημα από μόνο του. Σε αυτό το άλμπουμ υπάρχουν όλα τα tracks (και remix) της Main Street, ξεκινώντας με τα Chicago house vibes του Round One σε παραγωγή του Ron Trent, περνώντας μια εννιάλεπτη βόλτα από το κομμάτι/καταστατικό της dub-techno αισθητικής “Quadrant Dub II” και καταλήγοντας στους ψιθυριστούς dub απόηχους των Rhythm and Sound w/Tikiman στο Round Five. Συγκεντρωμένα όλα σε μια εξαιρετική συλλογή, που εύκολα μπορεί να κερδίσει τον τίτλο μιας από τις καλύτερες συλλογές μουσικής που έχουν αναδυθεί ποτέ από το Βερολίνο.
Dopplereffekt – Gesamtkunstwerk (1999)
Η δουλειά του Dopplereffekt (o Gerald Donald από το Ντιτρόιτ και επίσης το μισό του συγκροτήματος Drexciya με τον James Stinson) τη δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από μια τόσο ιδιοφυή αισθητική και τόνο που με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έγινε ευρέως γνωστή. Ουσιαστικά, πήραν δύο στοιχεία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80—την αραιή electro/Detroit techno και τους κυρίαρχους φόβους γύρω από την τεχνολογία, τον αυταρχισμό και την ηθική παρακμή της κοινωνίας —και τα μετέφεραν σε έναν κόσμο που διαμορφώθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εξερευνώντας γοητευτικά ρετρό ήχους και ρυθμούς. Το πρώτο μισό του άλμπουμ, που προέρχεται από το EP “Fascist State” του 1995, εστιάζει στην τεχνολογία και την επιστήμη, με κομμάτια όπως τα “Cellular Phone”, “Satellites” και “Scientist”. Αυτά τα κομμάτια δεν προσπαθούν να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, ωστόσο η έντονη ενέργεια του “Satellites” και ο νευρικός ρυθμός του “Cellular Phone” αποτυπώνουν τέλεια τους φόβους ότι η τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή και καταπίεση. Σε άλλα σημεία του δίσκου, κομμάτια όπως το “Plastiphilia” και το “Pornoviewer” αγκαλιάζουν τη σεξουαλικότητα με μια σχεδόν βιομηχανική προσέγγιση. Το “Pornoactress”, συγκεκριμένα, εξυμνεί την επιθυμία τόσο της πορνοστάρ όσο και του θεατή της πορνογραφίας. Όπως και στα κομμάτια που αφορούν την τεχνολογία στο πρώτο μισό του άλμπουμ, αυτά τα κομμάτια δεν φέρουν κάποιο πραγματικό μήνυμα. Είναι πολύ ουδέτερα και απογυμνωμένα για να εκφράσουν κάτι συγκεκριμένο, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να λένε τα πάντα μέσα από το γενικότερο ύφος του δίσκου.
Υπάρχουν πολλά άλμπουμ με minimal electro grooves. Υπάρχουν πολλά άλμπουμ που υιοθετούν το σκοτάδι της πειραματικής συνθετικής μουσικής της δεκαετίας του ’80. Υπάρχουν πολλά άλμπουμ που χρησιμοποιούν θέματα φασισμού, τεχνολογίας και σεξουαλικότητας για να δημιουργήσουν μια σκληρή ατμόσφαιρα. Αλλά δεν υπάρχουν πολλά που συμπυκνώνουν τόσο καλά τη ζοφερότητα του Ψυχρού Πολέμου και τη συναρπαστική μουσική που προέκυψε από τα πρώιμα πειράματα με τα φτηνά synths και drum machines, και φυσικά δεν μιλάμε για όλα αυτά που έγιναν εκ των υστέρων. Πρόκειται για μια μεγαλειώδη συλλογή μουσικής που οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά όποιος ισχυρίζεται ότι είναι λάτρης της oldschool techno ή electro μουσικής.
Add N To (X) – Avant Hard (1999)
Οι Add N Το (Χ) είναι αν μη τι άλλο ασυμβίβαστοι. Το πεδίο δράσης τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά είναι ίσως καλύτερο να τους περιγράψουμε ως ένα αυθεντικά synth-punk σύνολο. Κομμάτια όπως το «Fyuz» και το «Buckminster Fuller» σφυροκοπούν τα τέσσερα λεπτά τους με περισσότερο ωμό θόρυβο και ενέργεια από ό,τι θα περίμενε κανείς από απλούς ταλαντωτές, με επαναλαμβανόμενες, παραμορφωμένες λούπες να ξεσπούν πάνω από ροκ τύμπανα και τσιριχτά εφέ. Ανέκαθεν οργισμένοι ενάντια στις μηχανές εδώ δημιουργούν διεστραμμένα soundtracks για αλλοπρόσαλλες καταστάσεις. Σαν να λέμε σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι όπου οι Throbbing Gristle παλεύουν με τους Stereolab ενώ ο David Cronenberg τα βιντεοσκοπεί όλα. Ακούγεται αποσπασματικά, εκτός κι αν ψάχνετε κάποιου είδους ηχητικό γυαλόχαρτο για να καθαρίσετε τα αυτιά σας, οπότε το πάτε μονοκοπανιά.
Death In Vegas – The Contino Sessions (1999)
Το “The Contino Sessions”, που πήρε το όνομά του από το στούντιο στο οποίο ο Richard Fearless και ο Tim Holmes ηχογράφησαν τους περισσότερους δίσκους τους, είναι ένα παράξενο ταξίδι στα πιο κακόφημα μέρη του είδους της electronica. Για την ακρίβεια, μπορεί και να αισθάνεται λίγο παράξενο να το ονομάζουμε «electronica», όταν δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου σημάδια του είδους πουθενά στο άλμπουμ. Τα περισσότερα ντραμς προέρχονται από ένα ζωντανό κιτ, τα δείγματα κιθάρας έχουν αντικατασταθεί με πραγματικά overdubs κιθάρας, τα grooves στο μπάσο δεν είναι πλέον loops αλλά ένας πραγματικός ζωντανός μπασίστας. Τέσσερα από τα τραγούδια περιλαμβάνουν ακόμη και έναν πραγματικό τραγουδιστή! Ο Iggy Pop, ο Jim Reid των Jesus & Mary Chain, ο Bobby Gillespie των Primal Scream και η Dot Allison αποτελούν ένα ετερόκλητο πλήρωμα ειδικών guest εμφανίσεων που κάνουν αυτόν τον δίσκο να μοιάζει περισσότερο με ένα συμπαγές άλμπουμ αντί για μια συλλογή πειραμάτων όπως το ντεμπούτο τους.
Burzum – Hliðskjálf (1999)
Σε όλες τις μουσικές μου εξερευνήσεις και περιπέτειες έχω προσπαθήσει να στέκομαι αποστασιοποιημένος από τις ιδεολογίες του κάθε καλλιτέχνη, και να διαχωρίζω την προσωπική του ζωή από το έργο του. Από την άλλη, η σχέση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το έργο του είναι συχνά περίπλοκη και συζητήσιμη, ιδιαίτερα όταν οι προσωπικές πεποιθήσεις ή οι πράξεις του έρχονται σε σύγκρουση με σοβαρά ηθικά ή κοινωνικά πρότυπα. Η τέχνη είναι, κατά βάθος, μια μορφή επικοινωνίας. Η δημόσια συζήτηση γύρω από τα ηθικά διλήμματα που συνδέονται με την αμφιλεγόμενη ζωή ενός καλλιτέχνη μπορεί να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση και κριτική του έργου του. Όμως μόνο η συνειδητή προσέγγιση και ο δημόσιος διάλογος μπορούν να βοηθήσουν το κοινό να αποφασίσει εάν η απομάκρυνση από το έργο είναι απαραίτητη ή εάν η τέχνη του μπορεί να διαχωριστεί από τον ίδιο τον δημιουργό της.
Το “Hliðskjálf” (Hlidskjalf) είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του Νορβηγού (αποκρυφιστή και φιλοναζιστή) Burzum και στην ιστορία της παγκόσμιας δισκογραφίας ένα από τα πιο συγκλονιστικά dark ambient άλμπουμ. Είναι το δεύτερο που ηχογραφήθηκε από τον Varg Vikernes ενώ ήταν φυλακισμένος για φόνο και εμπρησμό και επίσης το δεύτερο πραγματικό ambient άλμπουμ των Burzum. Τόσο το “Dauði Baldrs” όσο και το “Hliðskjálf” δημιουργήθηκαν μόνο με συνθετικά όργανα, καθώς δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει άλλα όργανα όσο ήταν φυλακισμένος. Για αυτό το άλμπουμ, ο Vikernes είχε τη δυνατότητα να έχει τα πλήκτρα και τη συσκευή ηχογράφησης μόνο για μία εβδομάδα (στο προηγούμενο τον είχαν αφήσει να ηχογραφεί για δύο εβδομάδες). Βέβαια, όσο κι αν αυτό μειώνει την αξία της τεχνικής επεξεργασίας ή της καλλιτεχνικής μελέτης και εργασίας (αυτό είναι μια άλλη ιστορία) αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ατμόσφαιρά του είναι τόσο έντονη που μπορεί να αιχμαλωτίζει τη φαντασία και να σε απομακρύνει από μια πολύ βαρετή πραγματικότητα. Που σε πάει; «Άσχημο πράμα να μπεις στο μυαλό του φονιά», έλεγε μια γιαγιά στο χωριό μου. Αλλά, όντως υπάρχουν τόσα πολλά να εξερευνήσει ο ακροατής σε αυτό το άλμπουμ, είναι σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι, που θα μπορούσε να το ζει (σχεδόν) για πάντα (στους εφιάλτες του). Βασικά, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάτι τόσο βαθιά τρομερό (και σε σημεία συγκινητικό) θα μπορούσε να κατασκευαστεί μέσα σε μια φυλακή. Και ναι, το ταλέντο του (φονιά και φασίστα) Varg έλαμψε πραγματικά όταν δημιουργούσε την ατμόσφαιρα αυτού του άλμπουμ. Γιατί μουσικά είναι όντως εξαιρετικά συναισθηματικό. Τόσο που σε κάνει να σκέφτεσαι πως, ναι, η τέχνη έχει τη δυνατότητα να προκαλεί συναισθήματα, σκέψεις και συζητήσεις που ξεπερνούν τα όρια του ίδιου του δημιουργού της, αλλά η ηθική διάσταση της καλλιτεχνικής παραγωγής είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε από τους καλλιτέχνες ούτε από το κοινό.
☞︎ Διαβάστε επίσης: 30 από τα καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής των 90s (1996-1997)
Η δεκαετία του ’90, όπως έχουμε πει στα προηγούμενα μέρη αυτού του μεγάλου αφιερώματος, υπήρξε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών και ατέρμονων πειραματισμών στον κόσμο της μουσικής. Τα συνθεσάιζερ και οι υπολογιστές, που αρχικά θεωρούνταν εργαλεία για τους ελάχιστους πρωτοπόρους, άρχισαν να διαπερνούν τον ήχο κάθε μουσικού είδους, ενσωματώνοντας ηλεκτρονικά στοιχεία σε ένα ευρύτερο φάσμα παραγωγών. Στο τέλος της δεκαετίας, και μόνο μερικά χρόνια πριν το μεγάλο βήμα στον νέο αιώνα, η ηλεκτρονική μουσική, που μέχρι τότε είχε εδραιωθεί σε underground σκηνές και clubs, βρήκε τον δρόμο της σε πιο mainstream κανάλια, επαναπροσδιορίζοντας τις ηχητικές ταυτότητες της εποχής. Τα beats, τα samplers και τα synths δεν ανήκαν πλέον μόνο στην dance ή την ambient, αλλά εισχώρησαν ακόμα και σε πιο παραδοσιακές, ροκ παραγωγές, δημιουργώντας ένα νέο υβρίδιο ήχου που έθρεψε μια ολόκληρη γενιά ακροατών και μουσικών.
Η τεχνολογική εξέλιξη δεν ήταν απλώς ένα καινούριο εργαλείο· ήταν ένας νέος τρόπος αντίληψης της δημιουργίας. Τα όρια μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού ήχου θόλωσαν, με τους καλλιτέχνες να εξερευνούν τη δυνατότητα να μιξάρουν την οργανική ζωντάνια των ζωντανών οργάνων με την ακρίβεια και τις άπειρες δυνατότητες των υπολογιστών. Οι παραγωγές των ’90s έφεραν μαζί τους μια αίσθηση πειραματισμού που παρέμεινε φρέσκια και τολμηρή, με ήχους που προκαλούν και επαναπροσδιορίζουν τις προδιαγραφές του τι μπορεί να είναι η μουσική.
Σε αυτό το άρθρο, το τέταρτο μέρος για τα 120 καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, εξετάζουμε 30 από τα πιο σημαντικά άλμπουμ του τέλους της δεκαετίας που αφομοίωσαν την ηλεκτρονική πρωτοπορία και άφησαν ανεξίτηλο σημάδι. Όπως και να το κάνουμε, τα 90s είναι η δεκαετία που οι τεχνολογικές εξελίξεις συνάντησαν τη δημιουργική φαντασία, και οι υπολογιστές και τα συνθεσάιζερ έγιναν όχι μόνο τα εργαλεία, αλλά και οι μαέστροι μιας νέας μουσικής επανάστασης.
Bob Marley – Dreams Of Freedom (Ambient Translations Of Bob Marley In Dub) (1997)
Ο Bill Laswell είναι ένα όνομα που θα βρει κανείς πίσω από δουλειές των Herbie Hancock, Motörhead, Sly & Robbie, Afrika Bambaataa, Brian Eno, George Clinton, Mick Jagger, PIL, Gil Scott-Heron και πολλών άλλων. Ιδιαίτερα, από τις σειρές Sacred System και Oscillations, τις dub επεξεργασίες του στο έργο του Lili Boniche και τις συνεργασίες του με τους Style Scott και Jah Wobble, ο Bill Laswell έχει καταφέρει να είναι ένα από τα πιο δυνατά ονόματα που σου έρχονται στο μυαλό αυτόματα όταν λες και μόνο την λέξη «dub». Και όλα τα παραπάνω είναι πραγματικά μόνο ένα κλάσμα της δουλειάς που έχει δημιουργήσει ο Laswell στον γενικότερο χώρο της dub και της ambient.
Αυτό εδώ είναι ένα άλμπουμ που γενικά έχει συγκεντρώσει πολλά παράπονα (περισσότερα από του Lemmy για την παραγωγή στο “Orgasmatron”). Μερικοί παραπονέθηκαν ότι αυτό δεν είναι πραγματικά ένα dub άλμπουμ, και άλλοι γκρίνιαξαν ότι δεν ήταν πραγματικά ambient. Υπήρξε, φυσικά, μεγαλύτερη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι ο Bob Marley δεν ακούγεται πραγματικά σε αυτό το άλμπουμ —ένα σχόλιο μάλλον διασκεδαστικό, καθώς το νόημα της dub είναι να εστιάζεις στη μουσική και να της δίνεις όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο με τους τραγουδιστές να περνούν στο περιθώριο. Η ιστορία του είναι μεγάλη, αλλά σε γενικές γραμμές όταν η Universal Music εξαγόρασε την Island Records του Chris Blackwell, τον άφησε να τρέχει το label. Tην εποχή που κυκλοφόρησε αυτό το άλμπουμ ο Blackwell απολύθηκε και η εταιρεία Axiom του Bill Laswell, που λειτουργούσε υπό τη σκέπη της Island ,έκλεισε. Για καλή τύχη όλων, αυτό το άλμπουμ κυκλοφόρησε πριν φύγει ο Blackwell. Μπορεί να μην είναι αυστηρά ένα dub άλμπουμ, και μπορεί η δόση ambient να είναι λιγότερη από άλλες κυκλοφορίες της Axiom, ωστόσο αντιμετωπίζει τη μουσική του Marley με πολύ σεβασμό, είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένο, με πολύ μεράκι, γεμάτο κομψές ιδέες και επιλογές.
Radiohead – OK Computer (1997)
Το “OK Computer” σηματοδοτεί τη ρήξη με το παρελθόν και το τέλος μιας εποχής στην πορεία των Radiohead. Είναι σαφές, μάλιστα, ότι τα θέματα που διατρέχουν το άλμπουμ, καθώς και οι στίχοι του Yorke, οι ηχητικοί πειραματισμοί και ο ίδιος ο σχεδιασμός του εξωφύλλου, αποτελούν, με μια λέξη, μια κατάληξη, ένα κλείσιμο. Το “OK Computer” αντιπροσωπεύει τον αναλογικό θάνατο, την ψηφιακή αναγέννηση και μια νέα σχέση στη ζωή των Radiohead, με τον υπολογιστή. Σηματοδοτεί τη ρήξη με τις παραδοσιακές αναλογικές μεθόδους που χρησιμοποιούσε το συγκρότημα μέχρι και το “The Bends” (1995), και εγκαινιάζει μια περίοδο ριζοσπαστικού και διεκδικητικού ψηφιακού πειραματισμού, που επιβεβαιώνεται, ίσως πιο καθαρά, με το επόμενο, εξ ίσου σπουδαίο, άλμπουμ, “Kid A” (2000). Από το NME μέχρι το Spin (που το χαρακτήρισε «ένα DIY electronica άλμπουμ φτιαγμένο με κιθάρες»), όλοι έχουν αναφερθεί στο άλμπουμ ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας του 1990 (ή όλων των εποχών). Ανεξάρτητα από το πώς αξιολογεί κανείς το άλμπουμ, το “OK Computer” σηματοδοτεί αυτό που είπαμε: μια σημαντική στροφή στο έργο του συγκροτήματος – δηλαδή, το άλμπουμ μένει στην ιστορία του κουιντέτου της Οξφόρδης σαν το σημάδι που δείχνει πότε ο ήχος τους αλλάζει αμετάκλητα. Το “OK Computer” δεν περικλείει μόνο το τέλος μιας εποχής όσον αφορά τις ηχητικές και τεχνικές ευαισθησίες του συγκροτήματος, αλλά αντανακλά και πολλά από τα εξω-μουσικά ζητήματα και τις συζητήσεις που αφορούν την τότε νέα χιλιετία, τα οποία εκφράζονται στη διάσταση του ηχητικού φάσματος του άλμπουμ.
Moodymann – Silentintroduction (1997)
Μια βαθιά, ατμοσφαιρική εξερεύνηση του house ήχου με έντονα jazz και soul στοιχεία. Από το πρώτο κομμάτι, ο Kenny Dixon Jr. μας καλωσορίζει σε έναν κόσμο όπου το groove συναντά το συναίσθημα, και η φωνή του Ντιτρόιτ αντηχεί μέσα από εκλεπτυσμένα beats και ζεστές μπασογραμμές. Ένα άλμπουμ γεμάτο από μουσικές στιγμές που μοιάζουν να γεννιούνται αυθόρμητα, σαν ζωντανές ηχογραφήσεις που αποτυπώνουν τη γνήσια ενέργεια ενός DJ set. Το κομμάτι “I Can’t Kick This Feeling When It Hits” με τα κοφτά, κυκλικά samples του και τη μινιμαλιστική προσέγγιση, είναι ένας εθιστικός ύμνος που παρασύρει τον ακροατή σε μια ατελείωτη χορευτική εμπειρία. Κάθε σύνθεση στο “Silentintroduction” συνδυάζει με μαεστρία το ηλεκτρονικό με το οργανικό στοιχείο, ενώ τα κομμάτια, όπως το “The Third Track” ή το “Sunday Morning”, αποπνέουν μια νοσταλγική αίσθηση των αυθεντικών house πάρτι του Ντιτρόιτ, όπου ο ρυθμός και η μελωδία γίνονται ένα με την ψυχή των ravers. Ο Moodymann δημιουργεί έναν ήχο μοναδικό και εντελώς προσωπικό, έναν ήχο που δεν ανήκει απλώς σε ένα μουσικό είδος, αλλά σε μια ολόκληρη φιλοσοφία δημιουργίας και έκφρασης. Το “Silentintroduction” είναι μια διαχρονική καταγραφή αυτής της φιλοσοφίας, μια ζωντανή απόδειξη της μαγείας της deep house.
I-F – Fucking Consumer (1998)
Το “Fucking Consumer” είναι ένα κομψό και όμορφα φτιαγμένο δείγμα της new-school electro σκηνής, που αναδύεται σαν ένα ηχητικό ταξίδι μέσα από τις πιο τολμηρές και πειραματικές εκφράσεις της ηλεκτρονικής μουσικής. Στην καρδιά αυτού του άλμπουμ βρίσκεται η ικανότητα του I-F να συνδυάζει τους λεπτούς και κοφτούς ρυθμούς της breakdance μουσικής των ’80s με μελωδικά και φωνητικά στοιχεία που αντλούνται από το new wave και την techno-pop. Καθώς ακούς κομμάτια όπως το “Disko Slique”, το “Theme From Sunwheel Beach Bar” και το αμίμητο “Space Invaders Are Smoking Grass”, σε κατακλύζει μια αίσθηση ανατροπής. Αυτά τα κομμάτια δεν είναι απλώς ήχοι που παίζονται —είναι τολμηρές δηλώσεις που εξερευνούν τα όρια της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής στην post-rave εποχή. Η μουσική τους είναι αρκετά μονοχρωματική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη ζωή, καθώς τα beats των ρυθμικών κουτιών και οι μελωδικές υφές δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Η δομή των κομματιών είναι προσεκτικά συγκροτημένη, καθιστώντας τα ένα παράξενο αλλά ελκυστικό αδελφάκι της ποπ —απλά και επαναλαμβανόμενα, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά διασκεδαστικά. Κάθε κομμάτι σε καλεί να χορέψεις, να παραδοθείς στον ρυθμό και να ανακαλύψεις κρυφές γωνιές του ήχου. Η έκδοση σε CD του “Fucking Consumer” προσθέτει μια σειρά από δυσεύρετα κομμάτια από τις πρώτες κυκλοφορίες του I-F, συμπεριλαμβανομένου του ξεχωριστού “Cry”, που μας μεταφέρει σε μια πιο συναισθηματική διάσταση. Το άλμπουμ κλείνει με το “Endtheme”, ένα κομμάτι που διαθέτει ένα αξέχαστο cameo από τη φωνή της Gitane Demone, τραγουδίστριας της θρυλικής goth-rock μπάντας Christian Death.
Boards Of Canada – Music Has The Right To Children (1998)
Το “Music Has The Right To Children” των Boards of Canada μοιάζει με έναν υπόγειο, ονειρικό κήπο που ανακαλύπτεις τυχαία, κάπου ανάμεσα σε θραύσματα παιδικών αναμνήσεων και ξεχασμένων ραδιοσυχνοτήτων. Οι ήχοι του δεν είναι απλώς μουσική, αλλά ψίθυροι από το παρελθόν, φιλτραρισμένοι μέσα από μια ομίχλη νοσταλγίας που σε τυλίγει απαλά, σαν τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν τα όνειρα ξεθωριάζουν αργά και ο κόσμος ξυπνά με δισταγμό. Ηλεκτρονικά beats και αναλογικές συχνότητες στροβιλίζονται σε χαοτικούς κύκλους, δημιουργώντας ένα σύμπαν που μοιάζει ταυτόχρονα ρευστό και ακίνητο. Κάθε κομμάτι θυμίζει ένα παλιό, θολό βίντεο που βλέπεις σε ένα άδειο δωμάτιο, αλλά αντί να σε αποξενώνει, σε τραβάει σε μια εσωτερική περιπλάνηση. Οι ήχοι τους μοιάζουν με βροχή που πέφτει απαλά σε ένα εγκαταλελειμμένο πάρκο, ενώ κάπου στο βάθος ακούγονται τα θραύσματα από παιδικές φωνές που χάνονται στο χρόνο. Είναι μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία, που σε οδηγεί σε εσωτερικούς κόσμους που δεν ήξερες ότι υπήρχαν, γεμάτους φως και σκοτάδι, γαλήνη και ανησυχία. Η μουσική των Boards of Canada στο συγκεκριμένο άλμπουμ δεν απευθύνεται απλώς στα αυτιά σου, αλλά στο υποσυνείδητό σου – ένα παράθυρο σε μια αλλόκοτη, αλλά παράλληλα οικεία πραγματικότητα.
The Irresistible Force – It’s Tomorrow Already (1998)
Στο μαγευτικό σύμπαν της ηλεκτρονικής μουσικής, το άλμπουμ “It’s Tomorrow Already” από τον Mixmaster Morris που εδώ υπογράφει ως The Irresistible Force αναδύεται σαν ένα όνειρο που στροβιλίζεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυστικισμού και ανατροπής. Μελωδίες που μοιάζουν να προέρχονται από άλλες διαστάσεις, συνδυάζονται με ήχους που θυμίζουν αρχαίες τελετές και σύγχρονη τεχνολογία, δημιουργώντας μια μοναδική εμπειρία που μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τα βάθη της φαντασίας μας. Από την πρώτη νότα, το άλμπουμ μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος και ο χώρος χάνουν την σημασία τους. Οι ήχοι κυλούν απαλά σαν νερό, καθώς οι ηλεκτρονικές μελωδίες πλέκονται με ρυθμούς που θυμίζουν χορούς κάτω από το φως του φεγγαριού. Κάθε κομμάτι είναι μια ηχητική περιπέτεια, μια περιπλάνηση σε ηχητικά τοπία που συνδυάζουν την παράδοση με την καινοτομία. Η χρήση των samples είναι μαγευτική, καθώς οι ήχοι της φύσης, οι φωνές και τα μουσικά όργανα συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια αίσθηση σύνδεσης με το παρελθόν και το μέλλον.
Squarepusher – Music Is Rotted One Note (1998)
Ένα άλμπουμ που αψηφά τις προσδοκίες, διαλύοντας τα σύνορα μεταξύ της jazz, του funk και της ηλεκτρονικής μουσικής. Κυκλοφόρησε το 1998, σε μια περίοδο όπου ο Tom Jenkinson εξερευνούσε νέες ηχητικές διαδρομές, αφήνοντας πίσω του τα σπασμένα beats της drum ‘n’ bass για να βυθιστεί σε ένα πιο ελεύθερο, σχεδόν αυτοσχεδιαστικό ηχητικό τοπίο. Από την πρώτη στιγμή, το άλμπουμ δημιουργεί μια αίσθηση ασάφειας και ανασφάλειας, σαν να βρίσκεσαι σε ένα ζωντανό jam session όπου όλα μπορούν να συμβούν. Κομμάτια όπως το “Don’t Go Plastic” και το “My Sound” συνδυάζουν το χαοτικό funk των 70s με την ηλεκτρονική πειραματική του προσέγγιση, ενώ οι ρυθμοί και οι μελωδίες διακόπτονται και ξαναχτίζονται συνεχώς. Ο Squarepusher παίζει ο ίδιος τα περισσότερα όργανα, δημιουργώντας έναν ήχο τραχύ και ακατέργαστο, που μοιάζει περισσότερο με μια ηχογραφημένη πρόβα παρά με ολοκληρωμένη στούντιο παραγωγή. Ωστόσο, αυτή η αίσθηση του αυθορμητισμού είναι που δίνει στο άλμπουμ την ιδιαιτερότητά του. Το “Music Is Rotted One Note” είναι μια τολμηρή, πρωτότυπη δουλειά που αμφισβητεί τη δομή και τη φόρμα, επιβεβαιώνοντας την ικανότητα ενός ιδιοφυούς συνθέτη να καινοτομεί και να εκπλήσσει.
UNKLE – Psyence Fiction (1998)
Το “Psyence Fiction” ανοίγει μια πύλη προς έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο γεμάτο φθαρμένα θραύσματα πολιτισμού και εσωτερικές σκιές. Τα κομμάτια, δεμένα με νήματα από trip-hop, ηλεκτρονική και alternative rock, μοιάζουν με ονειρικά τοπία που αλλάζουν συνεχώς μορφή, απόσπασματικοί ψίθυροι και βαριά beats που συνθέτουν ένα μελαγχολικό, αλλά παράλληλα μαγευτικό κολάζ ήχων. Σαν soundtrack για μια sci-fi ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ, το “Psyence Fiction” αφηγείται ιστορίες από έναν κόσμο όπου η τεχνολογία και τα ανθρώπινα συναισθήματα συγκρούονται και συγχωνεύονται. Η εμπειρία που προσφέρει είναι βαθιά προσωπική, αναδύοντας εικόνες από αστικά τοπία που καταρρέουν και συναισθηματικούς λαβύρινθους που δεν έχουν έξοδο. Μέσα από τις διάσημες συνεργασίες και τα φωνητικά που περικλείουν διαφορετικά στυλ και αισθητικές, το άλμπουμ αποτυπώνει μια πνευματική αναζήτηση, έναν διάλογο με το άγνωστο, το ασύλληπτο, το υπαρξιακό. Η μουσική των UNKLE σε παρασύρει ενώ ταυτόχρονα σου προσφέρει έναν ανεξάντλητο κόσμο για να εξερευνήσεις. Ένα άλμπουμ που αγγίζει τα όρια του νου, αποκαλύπτοντας ότι τα πιο συναρπαστικά ταξίδια δεν είναι αυτά που κάνουμε στο εξωτερικό περιβάλλον, αλλά εκείνα που συμβαίνουν μέσα μας.
Shpongle – Are You Shpongled? (1998)
Οι Shpongle (δηλαδή ο Simon Posford και ο Raja Ram) ήταν πρωτοπόροι στον ηλεκτρονικό ψυχεδελικό κόσμο των 90s και μας άφησαν πραγματικά μια εμπειρία μοναδικών ρυθμών και μουσικής η οποία έχει αφήσει ένα πολύ καλό αποτύπωμα στη σκηνή της δεκαετίας. Αυτή η μουσική σίγουρα δεν είναι για όλους, καθώς οι περισσότεροι θα την έβρισκαν μάλλον ή πολύ παράξενη ή εξωπραγματική και η απουσία ξεκάθαρων μελωδιών ή κατεύθυνσης μπορεί να απωθήσει έναν ακροατή που τους ακούει για πρώτη φορά. Είναι ένα έντονο άλμπουμ, που μεταφέρει μια αίσθηση θαυμασμού για τον κόσμο γύρω μας. Προορίζεται για να ακούγεται προσεκτικά, και όχι απλά ως μουσική υπόκρουση, αργά το βράδυ με ένα υψηλής ποιότητας ηχοσύστημα ή σε οποιοδήποτε μέρος που μεταδίδει τον ήχο της φύσης στην πιο αγνή του μορφή. Η απίστευτη παραγωγή του απλά σε αφήνει με απορίες για το πώς αυτό το άλμπουμ και οι Shpongle αγνοούνται σε μουσικά βραβεία και κατηγορίες.
Leila – Like Weather (1998)
Το “Like Weather” της Leila είναι σαν μια βροχερή μέρα που μετατρέπεται σε γαλήνια νύχτα, ένας βαθύς, εσωτερικός διάλογος με τη μουσική που σε οδηγεί σε υπόγειες σκέψεις και ατμοσφαιρικά τοπία. Ο πειραματισμός με τον ήχο δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, σχεδόν μεταφυσικό σκηνικό. Η Leila ενσωματώνει γήινες και αφηρημένες μελωδίες, αναμειγνύοντας glitch, trip-hop και ambient στοιχεία, που συνδέονται μεταξύ τους σαν φυσικά φαινόμενα που εκτυλίσσονται απαλά αλλά αποφασιστικά. Το “Like Weather” είναι σαν μια ατμόσφαιρα που σε τυλίγει, σε αναγκάζει να σταματήσεις και να αφεθείς σε ένα υπόγειο κύμα σκέψεων. Η φωνή, αέρινη και αιθέρια, διαπερνά τα κομμάτια σαν ήχος από το μακρινό παρελθόν, στοιχειώνοντας την ψυχή, ενώ οι πειραματικές ενορχηστρώσεις λειτουργούν σαν υγρασία που αργά κατακάθεται στον αέρα. Οι ρυθμοί είναι αποσπασματικοί, σαν να υπαινίσσονται κάτι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, που ωστόσο παραμένει κρυμμένο πίσω από κάθε beat. Η Leila καταφέρνει να δημιουργήσει μια ξεχωριστή εμπειρία ακρόασης, όπου οι ήχοι της απομακρύνονται από τα κλασικά καλούπια της ηλεκτρονικής μουσικής και κινούνται σε ένα χώρο πιο αφηρημένο, πιο συναισθηματικό. Το “Like Weather” είναι το μουσικό αντίστοιχο μιας ανεπαίσθητης αλλαγής καιρού, που δεν σε προετοιμάζει, αλλά σε καλεί να την αισθανθείς, να την ζήσεις και να την αφήσεις να σε παρασύρει σε έναν κόσμο ονειρικό και ατμοσφαιρικό.
Fatboy Slim – You’ve Come A Long Way, Baby (1998)
Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, το άλμπουμ “You’ve Come A Long Way, Baby” του Norman Cook, γνωστού και ως Fatboy Slim, αναδύεται από τις σκιές της μουσικής ιστορίας σαν ένας θρίαμβος της ηλεκτρονικής επανάστασης. Με την κυκλοφορία του το 1998, αυτό το έργο δεν ήταν απλώς ένα άλμα στην καριέρα του καλλιτέχνη· ήταν μια δήλωση που σφράγισε την εποχή του big beat και καθόρισε τη μουσική κουλτούρα της δεκαετίας. Από το πρώτο κομμάτι που ανοίγει, το “Right Here, Right Now”, ο ακροατής ηλεκτρίζεται, και έτσι ηλεκτρισμένος βυθίζεται σε έναν κόσμο γεμάτο ενέργεια και ζωντάνια. Οι θορυβώδεις ρυθμοί και οι αναγνωρίσιμες μελωδίες δημιουργούν μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης για χορό, σαν να μας καλεί η μουσική να αφήσουμε πίσω μας τις ανησυχίες και να παραδοθούμε στη στιγμή. Η αίσθηση αυτή επαναλαμβάνεται σε κομμάτια όπως το “The Rockafeller Skank” και το “Gangster Trippin’”, όπου η χρήση δειγμάτων από παλιές επιτυχίες συνδυάζεται με μοντέρνους ήχους για να δημιουργήσει μια μοναδική ηχητική εμπειρία. Το “You’ve Come A Long Way, Baby” είναι σαν ένα παζλ που έχει συναρμολογηθεί με κομμάτια από διαφορετικές εποχές και στυλ—από funk και soul μέχρι hip-hop και rave. Η ικανότητά του Cook να συνδυάζει ήχους και ρυθμούς με τέτοια μαεστρία αποδεικνύει ότι η δημιουργική διαδικασία δεν είναι απλώς τεχνική, αλλά και τέχνη. Ωστόσο, πέρα από την επιφανειακή διασκέδαση που προσφέρει, το άλμπουμ κρύβει και μια πιο βαθιά διάσταση. Ο τίτλος “You’ve Come A Long Way, Baby” φέρνει στο προσκήνιο την ιδέα της προόδου—όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Σε μια εποχή που οι πολιτισμικές αλλαγές ήταν έντονες, ο Cook καταφέρνει να αποτυπώσει αυτή τη δυναμική μέσα από τον ήχο του. Η επιτυχία του άλμπουμ δεν περιορίστηκε μόνο στις πωλήσεις· επηρεάσε ολόκληρη τη σκηνή της ηλεκτρονικής μουσικής και καθόρισε τη σχέση μεταξύ pop κουλτούρας και ηλεκτρονικών ήχων.
Pole – 1 (1998)
Η μουσική του Pole (Stefan Betke) στο ντεμπούτο άλμπουμ “1” είναι γεμάτη από δείγματα στατικών θορύβων, περασμένων μέσα από το φτωχό φίλτρο της Waldorf. Loops από pops και cracks σχηματίζουν grooves που τρέχουν και σχηματίζουν διαβρωμένα, αλλά σταθερά, beats που κυριαρχούν στο μουσικό τοπίο. Αυτοί οι συχνά υψηλοί ήχοι έρχονται σε αντίθεση με τις dub μπασογραμμές, οι οποίες αιωρούνται ήσυχα από κάτω, όπως στο “Tanzen”. Περιστασιακά μικρά synth drones πλέκονται μέσα και έξω από την εστίαση, προσθέτοντας ένα άλλο στρώμα πάνω από την καθαρή, dubby μπασογραμμή όπως στο “Fremd”. Ένα θεμελιώδες άλμπουμ του dub-techno ήχου, ένα μονολιθικό αλλά εμπνευσμένο πείραμα που άνοιξε τους δρόμους για μια ολόκληρη σκηνή τον επόμενο αιώνα.
Amon Tobin – Permutation (1998)
Μια εκρηκτική περιπλάνηση στους κόσμους της ηλεκτρονικής μουσικής, που ξεφεύγει από τα όρια του αναμενόμενου. Πρόκειται για μια μυσταγωγική σύνθεση ήχων και ρυθμών που διαπερνά τις αισθήσεις και σε οδηγεί σε έναν κόσμο γεμάτο πειραματισμούς και απροσδόκητες εναλλαγές. Το “Permutation” είναι ένα μείγμα jazz, breakbeat και drum ‘n’ bass που, στα χέρια του Tobin, μετατρέπεται σε κάτι υπερβατικό. Η χρήση της jazz εδώ δεν είναι απλώς νοσταλγική ή αναφορική. Είναι αναδομημένη, επανασυνδεδεμένη με το ψηφιακό μέλλον, δημιουργώντας νέα νοήματα από τις αρχέγονες ρίζες της. Ο Tobin παίρνει στοιχεία του παρελθόντος και τα ενσωματώνει σε ένα νέο, αποσπασματικό τοπίο, γεμάτο απόκοσμα ηχοτοπία και τεχνικά εξαιρετικά ρυθμικά κομμάτια. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ λειτουργεί σαν ένα καλειδοσκόπιο ήχων, όπου η μουσική εξελίσσεται και επανέρχεται σε νέες μορφές, σαν ένας ζωντανός οργανισμός. Δεν αποτελεί μια εύκολη ακρόαση, απαιτεί την πλήρη προσοχή και παράδοση του ακροατή. Αλλά, μέσα από αυτό το άλμπουμ, ο Amon Tobin εδραιώνει την θέση του ως ένας από τους πιο σημαντικούς πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής σκηνής της εποχής, προτείνοντας μια νέα προσέγγιση στη σύνθεση και παραγωγή ήχου. Γεμάτο σκοτεινή ενέργεια και υπόγεια μελωδικότητα, είναι μια κατάδυση στο απέραντο σύμπαν της μουσικής φαντασίας του Tobin, που δεν παύει να σε αιφνιδιάζει, να σε συναρπάζει και να σε προκαλεί να το εξερευνήσεις ξανά και ξανά.
Τhe Notwist – Shrink (1998)
Σε έναν ιδανικό κόσμο αυτό το άλμπουμ θα χαιρετιζόταν ως ένα αριστούργημα, όπως το “Kid A”. Οι Notwist είναι ένα γερμανικό συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1989 με τα αδέρφια Markus και Micha Acher καθώς και τον Martin Messerschmid, ενώ λίγο αργότερα, το 1997 προστέθηκε ο Martin Gretschmann. Το άλμπουμ εξακολουθεί να έχει τα ίδια στοιχεία από τους προηγούμενους δίσκους τους, τα ζοφερά φωνητικά και την κιθάρα του Markus, το μπάσο του Micha και τον Messerschmid στα τύμπανα, αλλά με την προσθήκη του Gretschmann είχαν κάποιον που δούλευε μόνιμα στον προγραμματισμό. Στο “Shrink” υπάρχει επίσης μια συλλογή από φιλοξενούμενα όργανα όπως, τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, μπάσο κλαρινέτο, κοντραμπάσο, τσέλο, βιμπράφωνο και theremin μεταξύ άλλων. Όλα αυτά συνενώνονται σε ένα glitchy, κυκλοθυμικό, έντονα προσεγμένο στην υφή blend, με αρκετές επιρροές από την Nu Jazz και το Post-Rock. Όπως και άλλα άλμπουμ της indietronica, το “Shrink” έχει σχεδιαστεί για να είναι υποβλητικό στη διάθεσή του, αυτό ενισχύεται από τους κάπως αφηρημένους στίχους που μοιάζουν σαν να έχουν σχεδιαστεί για να ερμηνεύσει ο ακροατής με πολλαπλούς τρόπους, ενώ ταυτόχρονα μοιάζουν απίστευτα προσωπικοί για τον στιχουργό Markus Acher.
Madonna – Ray Of Light (1998)
Στην καρδιά της μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’90, το άλμπουμ “Ray οf Light” της Madonna αναδύεται σαν μια φωτεινή ακτίνα μέσα από την αμηχανία της pop των 90s, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία που συνδυάζει την ηλεκτρονική και την pop μουσική με μια πνευματική διάσταση. Αυτό το έργο σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τη θεά της pop, καθώς εξερευνά τις πιο βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και της μητρότητας. Από το πρώτο κομμάτι, “Drowned World/Substitute for Love”, η Madonna μας καλεί να την ακολουθήσουμε σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ανακάλυψης. Οι ήχοι του ηλεκτρονικού κόσμου συνδυάζονται με τις ευαίσθητες μελωδίες της, δημιουργώντας μια αίσθηση μελαγχολίας αλλά και ελπίδας. Η φωνή της είναι γεμάτη από συναισθήματα, καθώς περιγράφει την κενότητα που νιώθει μέσα στη φήμη και την επιτυχία, αποκαλύπτοντας ότι η πραγματική ευτυχία βρίσκεται στην αγάπη και τη σύνδεση. Η συνεργασία της με τον William Orbit αποδεικνύεται καθοριστική για τον ήχο του άλμπουμ. Οι ηλεκτρονικοί ρυθμοί και οι πλούσιες υφές δημιουργούν ένα ηχητικό τοπίο που μας μεταφέρει σε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία και μυστήριο. Κομμάτια όπως το “Ray of Light” και το “Frozen” είναι αριστουργήματα που αναδεικνύουν την ικανότητα της Madonna να συνδυάζει διαφορετικά μουσικά στυλ με τέτοια μαεστρία, με το ομότιτλο κομμάτι να ξεχωρίζει με τους γρήγορους ρυθμούς και την εκρηκτική ενέργεια του, προσκαλώντας μας να χορέψουμε και να γιορτάσουμε τη ζωή.
Η Madonna φαίνεται να βρίσκει μια νέα πηγή έμπνευσης, καθώς η φωνή της αναδύεται από τα βάθη του ηλεκτρονικού ήχου με μια αίσθηση ελευθερίας και αναγέννησης. Ωστόσο, το “Ray of Light” δεν είναι μόνο ένα άλμπουμ για πάρτι. Είναι επίσης μια βαθιά στοχαστική εξερεύνηση των θεμάτων της μητρότητας και του πένθους. Στο κομμάτι “Little Star”, η Madonna απευθύνεται στην κόρη της, Lourdes, εκφράζοντας την αγάπη και τη δέσμευσή της να είναι παρούσα στη ζωή της. Αυτή η προσωπική διάσταση προσθέτει βάθος στο έργο, κάνοντάς το ακόμα πιο συγκινητικό. Το άλμπουμ κλείνει με το “Mer Girl”, ένα κομμάτι που μας ταξιδεύει σε σκοτεινές ψυχικές περιοχές, όπου η Madonna αντιμετωπίζει τους φόβους και τις ανασφάλειές της. Η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν ονειρική, καθώς η φωνή της γίνεται ψιθυριστή, αποκαλύπτοντας τις πιο κρυφές σκέψεις της. Συνολικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα των 90s που αποτυπώνει την εξέλιξη μιας καλλιτέχνιδας η οποία δεν φοβάται να πειραματιστεί και να εξερευνήσει τα βάθη της ψυχής της. Και με κάθε ακρόαση του, μας βυθίζει σε έναν κόσμο γεμάτο ήχους που προκαλούν τη φαντασία μας και μας καλούν να αναλογιστούμε τη δική μας πορεία. Η Madonna δεν είναι απλώς μια pop σταρ —είναι μια καλλιτέχνιδα που συνεχίζει να μας εμπνέει με τη δύναμη και την ευαισθησία της. Το “Ray of Light” παραμένει ένα φωτεινό σημείο στη μουσική (της) ιστορία, ένας οδηγός για όλους όσους αναζητούν τη δική τους ακτίνα φωτός μέσα στο σκοτάδι.
Herbert With Dani Siciliano – Around The House (1998)
Ο Matthew Herbert, ένας σπουδαίος οραματιστής της μουσικής από την Αγγλία, είναι γνωστός περισσότερο για τη διαδικασία που ακολουθεί στη δημιουργία της μουσικής του παρά για τα ίδια τα κομμάτια του. Το έργο του καθοδηγείται από το μανιφέστο του «Contract for the Composition of Music», μια πραγματεία που θυμίζει το Dogma 95 στον κινηματογράφο, προσαρμοσμένη όμως στη μουσική δημιουργία στην εποχή της πληροφορίας. Ο Herbert απορρίπτει τη δειγματοληψία άλλων μουσικών, τα προρυθμισμένα presets των synths και των drum machines, επιβραβεύοντας αντίθετα το ανθρώπινο λάθος, την τυχαία ατέλεια σε μια ηχογράφηση. Οι αυτοεπιβαλλόμενοι περιορισμοί του τον οδήγησαν να ενσωματώσει μια ποικιλία ακουστικών οργάνων στην παραγωγή του, συμπεριλαμβανομένου του δικού του πιανιστικού ταλέντου, ενώ αναζητούσε ασυνήθιστες πηγές ήχου για να δημιουργήσει τις ρυθμικές του αλληλουχίες.
Τα τραγούδια στο “Around the House” έχουν τη φωνή της Dani Siciliano. Τραγουδάει σε λιγότερο από τα μισά κομμάτια, ενώ τα υπόλοιπα αποτελούνται είτε από ορχηστρικά house μανούβρες (που εξακολουθούν να είναι γεμάτες με φωνητικά samples) είτε από πιο κυκλοθυμικά, πιο πειραματικά κομμάτια. Το αποκορύφωμα αυτού του ηχητικού ταξιδιού έρχεται νωρίς με το κομμάτι “So Now…”, που μας εισάγει σε έναν κόσμο γεμάτο συναισθηματική ένταση μετά από μια σύντομη ambient παλαβομάρα. Λαμπρά κομμάτια όπως το “Close to Me” και το “We Still Have (The Music)” αποπνέουν μια ζεστή ομορφιά, ενώ γαργαλιστικά ambient ιντερλούδια όπως το “We Go Wrong” γεμίζουν τον αέρα με αποχρώσεις ενός έντονου ηχητικού σχεδιασμού. Μια χούφτα λαμπρά κομμάτια ξεχωρίζουν στο υπόλοιπο άλμπουμ, το οποίο είναι φορτωμένο με μουσική εξαιρετικά υψηλής ποιότητας.
Red Snapper – Making Bones (1998)
Το “Making Bones” είναι ένα μοναδικό μείγμα acid jazz, trip-hop και ηλεκτρονικής μουσικής, που ξεχωρίζει για τη δυναμική του ενέργεια και την πλούσια, ατμοσφαιρική παραγωγή. Γεμάτο από τα γενναία grooves του Richard Thair, το funky διπλό μπάσο του Ali Friend και τις κομψές jazz κιθάρες του David Ayers, που συνδυάζονται με τη σκοτεινή υφή της ηλεκτρονικής μουσικής, παραμένει μια από τις πιο χαρακτηριστικές δουλειές της μπάντας, ενσωματώνοντας τα στοιχεία που την καθιέρωσαν στη σκηνή του πειραματικού ήχου, ενώ παράλληλα αναδεικνύει τη δημιουργικότητά τους και την ικανότητα να συνδυάζουν διαφορετικά μουσικά είδη σε ένα αρμονικό σύνολο. Κομμάτια όπως το “Image of You” με τη χαρακτηριστική φωνή της Emma Shackleton και το “Crease” ξεχωρίζουν για την εκφραστικότητά τους, αναδεικνύοντας την ξεχωριστή ικανότητα του συγκροτήματος να ισορροπεί ανάμεσα στον οργανικό και τον ηλεκτρονικό ήχο. Οι Red Snapper καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που είναι ταυτόχρονα στοχαστικό και εκρηκτικό, ικανό να μεταφέρει τον ακροατή σε μια συναισθηματική διαδρομή γεμάτη ένταση και βάθος.
Grooverider – Mysteries Of Funk (1998)
Αφού υπηρέτησε, από την γέννησή της, την underground σκηνή της jungle, και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους και πιο επιδραστικούς DJs του drum ‘n’ bass παιδιού της, κατάφερε μετά από δέκα χρόνια στα πλατό και τις μίξεις να κυκλοφορήσει ένα μεγάλο άλμπουμ, αντάξιο του ονόματός του. Ενώ τα beats στο “Mysteries of Funk” θυμίζουν κομμάτια που μπορεί να προορίζονταν για το label του Prototype ο Grooverider τα έκανε τόσο δικά του με ατμόσφαιρες αφιερωμένες στα άκρα της επιστημονικής φαντασίας, της τζαζ και της fusion. Τα “Rainbows of Colour” και “Imagination” είναι επεκτατικές τετράλεπτες ταπετσαρίες, και ενώ υπάρχει ένα εξαιρετικό πιο σκοτεινό κομμάτι (“Where’s Jack the Ripper”), το “Mysteries of Funk” πετυχαίνει περισσότερο όταν ο Grooveider τυλίγει το two-step του γύρω από μια ξεκάθαρα mainstream προσοχή στην ατμόσφαιρα της house και της fusion.
Eliane Radigue – Trilogie De La Mort (1998)
Πολύ απλά και χωρίς πολλά λόγια η “Τριλογία του Θανάτου” αντιπροσωπεύει ό,τι πιο κοντινό έχετε βιώσει ποτέ στην ευδαιμονία: Το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να της επιτρέψετε να σας κρατήσει, να σας περιβάλει, να σας αγκαλιάσει.
Rhythm & Sound w/ Tikiman – Showcase (1998)
Το “Showcase” συγκεντρώνει όλα τα τραγούδια από τα πέντε 10ίντσα single της Burial Mix από το 1996-1997. Η Burial Mix ήταν ένα παρακλάδι της δισκογραφικής Basic Channel στοχευμένο αποκλειστικά στην reggae αισθητική που κυκλοφόρησε μόνο αυτά τα πέντε 10ίντσα. Αν και υπάρχουν συνολικά 10 κομμάτια, στην πραγματικότητα είναι μόνο 5, επειδή κάθε φωνητικό κομμάτι συνοδεύεται από μια μη φωνητική «έκδοση». Επαναλαμβανόμενες, βαθιές, παλλόμενες dub μπασογραμμές είναι η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη αυτής της μουσικής, που τονίζεται από τα μελωδικά φωνητικά του Tikiman (Paul St. Hillaire) και τα ελάχιστα κρουστά και εφέ. Ο συνδυασμός του trance που προκαλεί ο lo-fi / Chain Reaction techno / house / dub ήχος με τον «παραδοσιακό» Τζαμαϊκανό reggae/dub ήχο και τον λυρισμό είναι πολύ ενδιαφέρων και ακούγεται διαχρονικά τόσο αφύσικα φυσικός.
Moby – Play (1999)
Από την πρώτη νότα του “Honey” μέχρι τις τελευταίες αποχρώσεις του “My Weakness”, το άλμπουμ ξεδιπλώνεται σαν μια φανταστική συνομιλία ανάμεσα στις ρίζες των blues και την ηλεκτρονική αιώρηση της σύγχρονης εποχής. Μελωδίες που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από ξεχασμένα τραγούδια των αμερικανικών πεδιάδων, οι οποίες μπερδεύονται γλυκά με την αιθέρια τεχνολογία του ηλεκτρονικού ήχου. Κάθε κομμάτι, και μια αξέχαστη ιστορία: το “Porcelain” αναδύεται σαν μια νοσταλγική ανάμνηση από ένα καλοκαίρι που ποτέ δεν τελείωσε, ενώ το “Natural Blues” σε παρασύρει με τη βαριά του ρυθμικότητα σε έναν κύκλο συναισθημάτων που διαρκώς επαναλαμβάνεται. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι σαν ένα προσεκτικά ζωγραφισμένο τοπίο, γεμάτο χρώματα και υφές, με κάθε τραγούδι να είναι μια νέα γωνιά αυτού του τοπίου που καλεί τον ακροατή να περιπλανηθεί. Υπάρχει μια εγγενής μελαγχολία στο “Play”, ένα είδος αναγνώρισης ότι ο χρόνος περνάει, αλλά το παρόν είναι γεμάτο από την ομορφιά του κάθε ήχου που μας περιβάλλει. Όπως η αυγή που ξετυλίγεται σιγά-σιγά μετά από μια νύχτα σε κάποιο πάρτυ, το “Play” φέρνει μαζί του την αίσθηση της προσμονής και της ανακάλυψης. Είναι το soundtrack για ένα εσωτερικό ταξίδι που, που παρά την (φαινομενική) απλότητά του, είναι γεμάτο με τις σύνθετες αποχρώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
The Magnetic Fields – 69 Love Songs (1999)
Σε έναν κόσμο όπου οι μπαλάντες αγάπης συνήθως παγιδεύονται σε κλισέ και υπερβολές, οι The Magnetic Fields καταφέρνουν να δημιουργήσουν κάτι που ταυτόχρονα σέβεται και ανατρέπει τις προσδοκίες μας. Το “69 Love Songs” είναι ένα έργο γεμάτο ευφυΐα, χιούμορ και ευαισθησία, ένα αληθινό αριστούργημα που όχι μόνο εξυμνεί την αγάπη, αλλά και αναδεικνύει όλες τις αντιφάσεις και τις εκπλήξεις που τη συνοδεύουν. Με μια ποικιλία στυλ, από indie pop και synthpop μέχρι cabaret και country, ο δίσκος μοιάζει με ένα πλούσιο μουσικό μωσαϊκό που ισορροπεί ανάμεσα στη νοσταλγία και την καινοτομία. Τα κομμάτια εναλλάσσονται από εξαιρετικά απλά και λυρικά, όπως το “The Book of Love”, μέχρι εξαιρετικά περίπλοκα και γεμάτα με ειρωνεία, όπως το “Yeah! Oh, Yeah!”. Το κάθε τραγούδι μοιάζει να λειτουργεί ως ένα μικρό διήγημα, μια μινιατούρα συναισθημάτων που ξεδιπλώνει με κομψότητα την εμπειρία της αγάπης, είτε μέσα από γλυκύτητα, είτε μέσα από σαρκασμό.
múm – Yesterday Was Dramatic – Today Is OK (1999)
Αυτό το άλμπουμ αποτυπώνει την ίδια την ουσία της αυθεντικής δημιουργικότητας, έναν κόσμο όπου το παιχνίδι με τον ήχο και την αντίληψη γίνεται μέσο έκφρασης και συναισθηματικής εξερεύνησης. Είναι ένας δίσκος που σε προσκαλεί να ξαναβρείς την αθωότητα και την περιέργεια της παιδικής ηλικίας, να χαθείς και να ξαναβρείς τον εαυτό σου σε ένα τοπίο γεμάτο εκπλήξεις και μαγεία. Με ρίζες στον παγωμένο, αλλά συνάμα μαγευτικό τοπίο της Ισλανδίας, οι múm δημιουργούν ένα ηχητικό σύμπαν που θυμίζει παιδικά όνειρα και μαγικά παραμύθια. Οι μελωδίες, απαλά κεντημένες με γλυκά glitch και διακριτικά beats, μεταφέρουν τον ακροατή σε μια διάσταση όπου η νοσταλγία και η αναπόληση ενώνονται με το παρόν. Με τον χαρακτηριστικό τους τρόπο, οι múm παραδίδουν μια δισκογραφική εμπειρία που είναι ταυτόχρονα εύθραυστη και πανίσχυρη, ένα κομμάτι μουσικής που πάντα θα σου θυμίζει ότι η τέχνη μπορεί να είναι όμορφη και αναζωογονητική και ριζοσπαστική.
Four Tet – Dialogue (1999)
Ο Kieran Hebden, γνωστός ως Four Tet, μας οδηγεί σε μια ηχητική περιπέτεια που συνδυάζει στοιχεία από την ambient, την IDM (Intelligent Dance Music) και τη folk, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου οι ήχοι αλληλεπιδρούν με μια μοναδική ευαισθησία. Οι ήχοι των φυσικών οργάνων συναντούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία με τέτοια αρμονία που η μουσική φαίνεται να ζωντανεύει μπροστά μας. Είναι σαν να βρισκόμαστε σε έναν κήπο γεμάτο χρώματα και αρώματα, όπου κάθε νότα είναι ένα λουλούδι που ανθίζει. Μέσα από τις ηχητικές του εξερευνήσεις στο πρώτο του άλμπουμ, ο Four Tet μας καλεί να αναλογιστούμε τη σχέση μας με τη μουσική και τον κόσμο γύρω μας. Το “Dialogue” είναι ένα αριστούργημα της ηλεκτρονικής μουσικής που αποτυπώνει την τέχνη της δημιουργίας ήχου με έναν τρόπο που είναι ταυτόχρονα ευαίσθητος και προκλητικός. Κάθε ακρόαση του είναι μια νέα περιπέτεια, μια ευκαιρία να βυθιστούμε σε έναν κόσμο γεμάτο ήχους που προκαλούν τη φαντασία μας και αναδεικνύουν την ομορφιά της ανθρώπινης εμπειρίας.
Nightmares On Wax – Carboot Soul (1999)
Το άλμπουμ “Carboot Soul” των Nightmares On Wax ξεχωρίζει για αρκετά στοιχεία που το διαφοροποιούν από άλλες κυκλοφορίες του συγκροτήματος του George Evelyn. Αρχικά, η σύνθεση του άλμπουμ είναι μια αριστουργηματική συγχώνευση διαφορετικών μουσικών ειδών, όπως το trip-hop, η soul και το dub, δημιουργώντας μια μοναδική ηχητική εμπειρία που αποπνέει μια ακόμα πιο έντονη αίσθηση χαλάρωσης και ελευθερίας. Σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές τους, το “Carboot Soul” ενσωματώνει περισσότερα οργανικά στοιχεία και ζωντανές ηχογραφήσεις, προσφέροντας μια πλουσιότερη και πιο πολυδιάστατη παραγωγή. Ο George Evelyn, η ψυχή πίσω από το Nightmares On Wax, καταφέρνει να δημιουργήσει μια συναισθηματική εμπειρία που αγγίζει το υποσυνείδητο. Κομμάτια όπως το “Morse” και το “Finer” φέρουν έναν νοσταλγικό και βαθιά προσωπικό τόνο, μια αναζήτηση του παρελθόντος μέσα από τη χαλαρή ροή του μέλλοντος. Είναι σαν μια βόλτα σε παλιά γειτονιά, όπου κάθε ήχος σου θυμίζει κάτι γνώριμο, αλλά παράλληλα φέρνει νέα χρώματα και αισθήσεις.
Round One To Round Five – 1993-99 (1999)
Η Main Street, ένα παρακλάδι της δισκογραφικής Basic Channel, κατάφερε να κυκλοφορήσει 5 EP μέσα σε 6 χρόνια, το καθένα ένα αριστούργημα από μόνο του. Σε αυτό το άλμπουμ υπάρχουν όλα τα tracks (και remix) της Main Street, ξεκινώντας με τα Chicago house vibes του Round One σε παραγωγή του Ron Trent, περνώντας μια εννιάλεπτη βόλτα από το κομμάτι/καταστατικό της dub-techno αισθητικής “Quadrant Dub II” και καταλήγοντας στους ψιθυριστούς dub απόηχους των Rhythm and Sound w/Tikiman στο Round Five. Συγκεντρωμένα όλα σε μια εξαιρετική συλλογή, που εύκολα μπορεί να κερδίσει τον τίτλο μιας από τις καλύτερες συλλογές μουσικής που έχουν αναδυθεί ποτέ από το Βερολίνο.
Dopplereffekt – Gesamtkunstwerk (1999)
Η δουλειά του Dopplereffekt (o Gerald Donald από το Ντιτρόιτ και επίσης το μισό του συγκροτήματος Drexciya με τον James Stinson) τη δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από μια τόσο ιδιοφυή αισθητική και τόνο που με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν έγινε ευρέως γνωστή. Ουσιαστικά, πήραν δύο στοιχεία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80—την αραιή electro/Detroit techno και τους κυρίαρχους φόβους γύρω από την τεχνολογία, τον αυταρχισμό και την ηθική παρακμή της κοινωνίας —και τα μετέφεραν σε έναν κόσμο που διαμορφώθηκε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, εξερευνώντας γοητευτικά ρετρό ήχους και ρυθμούς. Το πρώτο μισό του άλμπουμ, που προέρχεται από το EP “Fascist State” του 1995, εστιάζει στην τεχνολογία και την επιστήμη, με κομμάτια όπως τα “Cellular Phone”, “Satellites” και “Scientist”. Αυτά τα κομμάτια δεν προσπαθούν να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα, ωστόσο η έντονη ενέργεια του “Satellites” και ο νευρικός ρυθμός του “Cellular Phone” αποτυπώνουν τέλεια τους φόβους ότι η τεχνολογία μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή και καταπίεση. Σε άλλα σημεία του δίσκου, κομμάτια όπως το “Plastiphilia” και το “Pornoviewer” αγκαλιάζουν τη σεξουαλικότητα με μια σχεδόν βιομηχανική προσέγγιση. Το “Pornoactress”, συγκεκριμένα, εξυμνεί την επιθυμία τόσο της πορνοστάρ όσο και του θεατή της πορνογραφίας. Όπως και στα κομμάτια που αφορούν την τεχνολογία στο πρώτο μισό του άλμπουμ, αυτά τα κομμάτια δεν φέρουν κάποιο πραγματικό μήνυμα. Είναι πολύ ουδέτερα και απογυμνωμένα για να εκφράσουν κάτι συγκεκριμένο, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να λένε τα πάντα μέσα από το γενικότερο ύφος του δίσκου.
Υπάρχουν πολλά άλμπουμ με minimal electro grooves. Υπάρχουν πολλά άλμπουμ που υιοθετούν το σκοτάδι της πειραματικής συνθετικής μουσικής της δεκαετίας του ’80. Υπάρχουν πολλά άλμπουμ που χρησιμοποιούν θέματα φασισμού, τεχνολογίας και σεξουαλικότητας για να δημιουργήσουν μια σκληρή ατμόσφαιρα. Αλλά δεν υπάρχουν πολλά που συμπυκνώνουν τόσο καλά τη ζοφερότητα του Ψυχρού Πολέμου και τη συναρπαστική μουσική που προέκυψε από τα πρώιμα πειράματα με τα φτηνά synths και drum machines, και φυσικά δεν μιλάμε για όλα αυτά που έγιναν εκ των υστέρων. Πρόκειται για μια μεγαλειώδη συλλογή μουσικής που οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά όποιος ισχυρίζεται ότι είναι λάτρης της oldschool techno ή electro μουσικής.
Add N To (X) – Avant Hard (1999)
Οι Add N Το (Χ) είναι αν μη τι άλλο ασυμβίβαστοι. Το πεδίο δράσης τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά είναι ίσως καλύτερο να τους περιγράψουμε ως ένα αυθεντικά synth-punk σύνολο. Κομμάτια όπως το «Fyuz» και το «Buckminster Fuller» σφυροκοπούν τα τέσσερα λεπτά τους με περισσότερο ωμό θόρυβο και ενέργεια από ό,τι θα περίμενε κανείς από απλούς ταλαντωτές, με επαναλαμβανόμενες, παραμορφωμένες λούπες να ξεσπούν πάνω από ροκ τύμπανα και τσιριχτά εφέ. Ανέκαθεν οργισμένοι ενάντια στις μηχανές εδώ δημιουργούν διεστραμμένα soundtracks για αλλοπρόσαλλες καταστάσεις. Σαν να λέμε σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι όπου οι Throbbing Gristle παλεύουν με τους Stereolab ενώ ο David Cronenberg τα βιντεοσκοπεί όλα. Ακούγεται αποσπασματικά, εκτός κι αν ψάχνετε κάποιου είδους ηχητικό γυαλόχαρτο για να καθαρίσετε τα αυτιά σας, οπότε το πάτε μονοκοπανιά.
Death In Vegas – The Contino Sessions (1999)
Το “The Contino Sessions”, που πήρε το όνομά του από το στούντιο στο οποίο ο Richard Fearless και ο Tim Holmes ηχογράφησαν τους περισσότερους δίσκους τους, είναι ένα παράξενο ταξίδι στα πιο κακόφημα μέρη του είδους της electronica. Για την ακρίβεια, μπορεί και να αισθάνεται λίγο παράξενο να το ονομάζουμε «electronica», όταν δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου σημάδια του είδους πουθενά στο άλμπουμ. Τα περισσότερα ντραμς προέρχονται από ένα ζωντανό κιτ, τα δείγματα κιθάρας έχουν αντικατασταθεί με πραγματικά overdubs κιθάρας, τα grooves στο μπάσο δεν είναι πλέον loops αλλά ένας πραγματικός ζωντανός μπασίστας. Τέσσερα από τα τραγούδια περιλαμβάνουν ακόμη και έναν πραγματικό τραγουδιστή! Ο Iggy Pop, ο Jim Reid των Jesus & Mary Chain, ο Bobby Gillespie των Primal Scream και η Dot Allison αποτελούν ένα ετερόκλητο πλήρωμα ειδικών guest εμφανίσεων που κάνουν αυτόν τον δίσκο να μοιάζει περισσότερο με ένα συμπαγές άλμπουμ αντί για μια συλλογή πειραμάτων όπως το ντεμπούτο τους.
Burzum – Hliðskjálf (1999)
Σε όλες τις μουσικές μου εξερευνήσεις και περιπέτειες έχω προσπαθήσει να στέκομαι αποστασιοποιημένος από τις ιδεολογίες του κάθε καλλιτέχνη, και να διαχωρίζω την προσωπική του ζωή από το έργο του. Από την άλλη, η σχέση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το έργο του είναι συχνά περίπλοκη και συζητήσιμη, ιδιαίτερα όταν οι προσωπικές πεποιθήσεις ή οι πράξεις του έρχονται σε σύγκρουση με σοβαρά ηθικά ή κοινωνικά πρότυπα. Η τέχνη είναι, κατά βάθος, μια μορφή επικοινωνίας. Η δημόσια συζήτηση γύρω από τα ηθικά διλήμματα που συνδέονται με την αμφιλεγόμενη ζωή ενός καλλιτέχνη μπορεί να προσφέρει βαθύτερη κατανόηση και κριτική του έργου του. Όμως μόνο η συνειδητή προσέγγιση και ο δημόσιος διάλογος μπορούν να βοηθήσουν το κοινό να αποφασίσει εάν η απομάκρυνση από το έργο είναι απαραίτητη ή εάν η τέχνη του μπορεί να διαχωριστεί από τον ίδιο τον δημιουργό της.
Το “Hliðskjálf” (Hlidskjalf) είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του Νορβηγού (αποκρυφιστή και φιλοναζιστή) Burzum και στην ιστορία της παγκόσμιας δισκογραφίας ένα από τα πιο συγκλονιστικά dark ambient άλμπουμ. Είναι το δεύτερο που ηχογραφήθηκε από τον Varg Vikernes ενώ ήταν φυλακισμένος για φόνο και εμπρησμό και επίσης το δεύτερο πραγματικό ambient άλμπουμ των Burzum. Τόσο το “Dauði Baldrs” όσο και το “Hliðskjálf” δημιουργήθηκαν μόνο με συνθετικά όργανα, καθώς δεν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει άλλα όργανα όσο ήταν φυλακισμένος. Για αυτό το άλμπουμ, ο Vikernes είχε τη δυνατότητα να έχει τα πλήκτρα και τη συσκευή ηχογράφησης μόνο για μία εβδομάδα (στο προηγούμενο τον είχαν αφήσει να ηχογραφεί για δύο εβδομάδες). Βέβαια, όσο κι αν αυτό μειώνει την αξία της τεχνικής επεξεργασίας ή της καλλιτεχνικής μελέτης και εργασίας (αυτό είναι μια άλλη ιστορία) αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ατμόσφαιρά του είναι τόσο έντονη που μπορεί να αιχμαλωτίζει τη φαντασία και να σε απομακρύνει από μια πολύ βαρετή πραγματικότητα. Που σε πάει; «Άσχημο πράμα να μπεις στο μυαλό του φονιά», έλεγε μια γιαγιά στο χωριό μου. Αλλά, όντως υπάρχουν τόσα πολλά να εξερευνήσει ο ακροατής σε αυτό το άλμπουμ, είναι σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι, που θα μπορούσε να το ζει (σχεδόν) για πάντα (στους εφιάλτες του). Βασικά, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κάτι τόσο βαθιά τρομερό (και σε σημεία συγκινητικό) θα μπορούσε να κατασκευαστεί μέσα σε μια φυλακή. Και ναι, το ταλέντο του (φονιά και φασίστα) Varg έλαμψε πραγματικά όταν δημιουργούσε την ατμόσφαιρα αυτού του άλμπουμ. Γιατί μουσικά είναι όντως εξαιρετικά συναισθηματικό. Τόσο που σε κάνει να σκέφτεσαι πως, ναι, η τέχνη έχει τη δυνατότητα να προκαλεί συναισθήματα, σκέψεις και συζητήσεις που ξεπερνούν τα όρια του ίδιου του δημιουργού της, αλλά η ηθική διάσταση της καλλιτεχνικής παραγωγής είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί, ούτε από τους καλλιτέχνες ούτε από το κοινό.
☞︎ Διαβάστε επίσης: 30 από τα καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής των 90s (1996-1997)