Αυτό είναι το τρίτο μέρος της σειράς με τα καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, της δεκαετίας που τα νέα ηλεκτρονικά είδη άνθισαν σαν φως που διαπερνά τα σκοτάδια, ανατρέποντας τα όρια και διαμορφώνοντας νέους ηχητικούς κόσμους. Από τα υπόγεια clubs μέχρι τα φεστιβάλ της ανοιχτής υπαίθρου, τα beats και τα synths έγιναν το soundtrack μιας γενιάς που αναζητούσε την απόδραση, την εξέλιξη και την ενδοσκόπηση. Εδώ, μέσα από έναν ονειρικό καμβά από ambient ηχοτοπία, υπνωτικά grooves και ρυθμούς που σμιλεύουν το μέλλον, συγκεντρώνουμε 30 καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής που κυκλοφόρησαν το 1996 και το 1997, κάθε ένα από αυτά μια πύλη σε έναν διαφορετικό, μαγευτικό κόσμο.

LFO – Advance (1996)
Έχει μείνει στην ιστορία της bleep μουσικής ως το άλμπουμ-που-σχεδόν-δεν-έγινε-ποτέ, το “Advance” πήρε πέντε ολόκληρα χρόνια για τη δημιουργία του, χωρίς σχεδόν να ακουστεί οποιοδήποτε νέο υλικό στο ενδιάμεσο. Το αποτέλεσμα μπορεί να μην ακούγεται τόσο ουσιαστικό, ή έστω εντυπωσιακό, όσο το ντεμπούτο τους, αλλά η ανάπτυξη και η ωριμότητα του ντουέτου είναι εμφανείς, ιδιαίτερα στην εστίαση και το βάθος των συνθέσεων. Όταν ρώτησαν τον Mark Bell για το κενό ανάμεσα στα δύο άλμπουμ είχε πει ότι «είναι εύκολο να κάνεις το πρώτο σου άλμπουμ, καθώς έχεις όλο το πρώτο μέρος της ζωής σου να εκφράσεις. Το δεύτερο είναι πιο δύσκολο, εκτός αν πρόκειται να επαναλάβεις τον εαυτό σου… και η επανάληψη με κουράζει λίγο, είναι μια εντελώς χαμένη ευκαιρία να είσαι δημιουργικός».

DJ Shadow – Endtroducing….. (1996)
Στον κόσμο της μουσικής, υπάρχουν έργα που δεν είναι απλώς άλμπουμ, αλλά ολόκληρες εμπειρίες που σε ταξιδεύουν σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Το “Endtroducing” του DJ Shadow είναι ένα τέτοιο έργο, ένα αριστούργημα που συνδυάζει την τέχνη του sampling με την αίσθηση της ονειρικής πραγματικότητας. Από την πρώτη νότα, ο ακροατής βυθίζεται σε μια θάλασσα ήχων, όπου οι ρυθμοί και οι μελωδίες πλέκονται με μαεστρία, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που μοιάζει με ένα ονειρικό ταξίδι. Κάθε κομμάτι είναι μια μικρή ιστορία, μια αναδρομή σε ξεχασμένα ηχοτοπία, γεμάτα από σκόνη, φωνές, tapes και μνήμες. Ο DJ Shadow, με τη μοναδική του ικανότητα να χρησιμοποιεί παλιές ηχογραφήσεις και να τις μετατρέπει σε κάτι καινούργιο, μας προσκαλεί να εξερευνήσουμε τις γωνιές της μουσικής που σπάνια ακούμε. Η μαγεία του “Endtroducing” έγκειται στη ικανότητά του να συνδυάζει διαφορετικά είδη και επιρροές, από το hip-hop μέχρι την ψυχεδέλεια, δημιουργώντας μια αίσθηση ανατροπής και ανακάλυψης. Οι ήχοι του δίσκου είναι σαν ένα καλειδοσκόπιο, όπου οι ήχοι και οι φωνές εναλλάσσονται, αφήνοντας τον ακροατή σε μια κατάσταση συνεχούς αναμονής. Η σύνθεση των κομματιών είναι μια τέχνη από μόνη της. Ο Shadow δεν ακολουθεί τις συμβατικές δομές, αλλά δημιουργεί ένα δικό του ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει αβίαστα, με τις μεταβάσεις να είναι τόσο ομαλές που σχεδόν χάνουμε την αίσθηση του χρόνου. Κάθε κομμάτι είναι μια πύλη σε έναν νέο κόσμο, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συγχωνεύονται. Ακούγοντας το “Endtroducing”, νιώθεις σαν να περιπλανιέσαι σε μια πόλη ονείρων, όπου οι ήχοι των δρόμων, οι ψίθυροι του ανέμου και οι ξεχασμένες μελωδίες συνθέτουν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Σαν ένας σύγχρονος μάγος, μας καθοδηγεί μέσα από αυτή τη μουσική περιπέτεια, αφήνοντάς μας να ανακαλύψουμε τις δικές μας συναισθηματικές αντιδράσεις. Ωστόσο, η δύναμη του “Endtroducing” δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνική του. Κάθε μικρό ή μεγάλο του απόσπασμα είναι μια πρόσκληση να εξερευνήσουμε το εσωτερικό μας, να ανακαλύψουμε τις κρυφές γωνιές της ψυχής μας. Συνολικά, το “Endtroducing” είναι ένα αριστούργημα που αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, ένα έργο που συνεχίζει να εμπνέει και να συναρπάζει. Είναι μια μοναδική εμπειρία που μας υπενθυμίζει ότι η μουσική μπορεί να είναι όχι μόνο ήχος, αλλά και συναίσθημα, ιστορία και τέχνη.

Third Eye Foundation – Semtex (1996)
O Matt Elliott κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ ως The Third Eye Foundation τo 1996, στη δική του εταιρεία με την υποστήριξη της Domino Recordings (η αρχή μιας μακροχρόνιας συνεργασίας). Ηχογραφήθηκε σε μια κατάληψη την οποία μοιραζόταν με τον Matt Jones από τους Crescent, σε ένα τετρακάναλο που δανείστηκε από τον Dave Pearce των Flying Saucer Attack. Η μίξη έγινε με ακουστικά πάρα πολύ δυνατά που είχε ως αποτέλεσμα μια μόνιμη απώλεια ακοής γύρω στα 3 khz στα αυτιά του Matt. Το αποτέλεσμα είναι βάναυσο και ασυμβίβαστο, και διαθέτει ένα μείγμα από θορυβώδεις σκισμένες κιθάρες και σχιζοφρενικά drum machines με τα φωνητικά της Debbie Parsons σε μερικά τραγούδια. Το “Semtex” είναι ο αντίποδας της ηλεκτρονικής dancefloor μουσικής και επρόκειτο να στιγματίσει το ύφος του στη δισκογραφία του Matt, όπου η κοινωνική αναταραχή, η μοναξιά, η πολιτική σύγχυση, ο θυμός και τα αντι-καθεστωτικά συναισθήματα είναι συνηθισμένα θέματα. Η υπόλοιπη ιστορία είναι περισσότερο γνωστή. Ο Matt Elliott σταδιακά εγκατέλειψε να δουλεύει στο laptop του για να αναπτύξει τις κιθαριστικές και φωνητικές του ικανότητες, οι οποίες πλέον βρίσκονται στο επίκεντρο της «σόλο» δισκογραφίας του, ξεκινώντας από το υβριδικό “The Mess We Made” (2003), την εντυπωσιακή, μεγάλης κλίμακας τριλογία “Songs” (2004-2009) ή το πιο αισιόδοξο “Only Myocardial Infarcation Can Break Your Heart” (2013). Ωστόσο, το φάντασμα του The Third Eye Foundation δεν ήταν ποτέ μακριά από τον Matt, και γι΄αυτό επαναφέρει το project από καιρό σε καιρό.

Paperclip People – The Secret Tapes Of Dr. Eich (1996)
Ο Carl Craig δεν χρειάζεται συστάσεις. Το άλμπουμ του πρότζεκτ του Paperclip People αποτέλεσε το αποκορύφωμα της techno στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και είναι ένα ακόμα ορόσημο στην εξαιρετική techno που προέρχεται από το Detroit, ένα διαμάντι που συνεχίζει να μας εμπνέει.

Orbital – In Sides (1996)
Το “In Sides”, το τέταρτο άλμπουμ των Orbital, μοιάζει σαν ένα ηλεκτρονικό ντοκιμαντέρ που αιωρείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, προσκαλώντας τον ακροατή σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος κυλάει αργά και τα κομμάτια του απλώνονται σαν ατελείωτοι ορίζοντες. Μια ηλεκτρονική ωδή στην ανθρώπινη ψυχή, όπου οι μελωδίες είναι συνάμα απαλές και αιχμηρές, αγκαλιάζοντας το σκοτάδι και το φως με την ίδια λεπτότητα. Το άλμπουμ ανοίγει με το “The Girl with the Sun in Her Head”, ένα κομμάτι που μοιάζει να αναδύεται από τα βάθη του διαστήματος, όπου οι ηλιακές ακτίνες διαχέονται σε ηλεκτρονικές παλμικές γραμμές. Είναι ένας ύμνος στη ζωή και το φως, που εξελίσσεται σιγά-σιγά, σαν ένα ηχητικό καλειδοσκόπιο που αλλάζει συνεχώς χρώματα. Καθώς προχωράμε στο “P.E.T.R.O.L.”, οι Orbital μας μεταφέρουν σε ένα πιο μηχανικό, αστικό τοπίο, γεμάτο ενέργεια και ένταση, σαν να βρισκόμαστε σε μια τεράστια μητρόπολη τη νύχτα. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, γεμάτος ανησυχία, αλλά και μια αίσθηση απελευθέρωσης, καθώς κάθε χτύπος μας παρασύρει πιο βαθιά στην καρδιά της πόλης.

Το άλμπουμ, όμως, δεν είναι μόνο μια ηλεκτρονική οδύσσεια. Στο “Dwr Budr”, οι Orbital παρουσιάζουν έναν ύμνο στη φύση, με ήχους νερού και γήινες μελωδίες να στροβιλίζονται γύρω από ένα βαθιά συναισθηματικό πυρήνα. Υπάρχει μια αίσθηση κάθαρσης, σαν η μουσική να ξεπλένει κάθε βάρος από την ψυχή, προσφέροντας μια στιγμή απόλυτης ηρεμίας μέσα στην ηλεκτρονική καταιγίδα. Το “Out There Somewhere”, ένα από τα πιο επιβλητικά κομμάτια του άλμπουμ, ολοκληρώνει την εμπειρία με έναν επικό τρόπο. Σαν ένα αργό ταξίδι μέσα στο κενό, η μουσική κινείται σαν κυματομορφές που εξαπλώνονται στο διάστημα, με κάθε νέα φάση να αποκαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, ένα νέο συναίσθημα. Είναι το τέλειο κλείσιμο για ένα άλμπουμ που, σαν ένα ταξίδι στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης, μας αφήνει με την αίσθηση ότι έχουμε δει κάτι βαθιά αληθινό και όμορφο. Το “In Sides” των Orbital δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής· είναι μια ηχητική εμπειρία, μια περιπλάνηση σε κόσμους που αντηχούν με συναισθήματα, εικόνες και ήχους που παραμένουν μαζί μας πολύ μετά την τελευταία νότα. Οι Orbital, με την ικανότητά τους να αναμειγνύουν το ανθρώπινο με το ηλεκτρονικό, έχουν δημιουργήσει εδώ ένα έργο που αντηχεί μέσα μας, σαν ένα όνειρο που δεν θέλουμε να τελειώσει ποτέ.

Lamb – Lamb (1996)
Το ντεμπούτο των Lamb είναι σαν ένας συναισθηματικός χορός ανάμεσα στο εύθραυστο και το πολύ δυνατό, όπου η trip-hop μελωδικότητα συναντά την πειραματική electronica. Οι αιθέριες φωνές της Louise Rhodes ξεδιπλώνονται σαν ψίθυροι μέσα σε ένα στροβιλισμένο σύμπαν από beats και ambient ηχοτοπία, ενώ οι ρυθμοί του Andrew Barlow δίνουν μια παλλόμενη ένταση που συνεχώς εξελίσσεται. Κάθε κομμάτι μοιάζει με μια υπόγεια συναισθηματική περιπέτεια, φέρνοντας στο προσκήνιο το σκοτάδι και το φως σε μια ευαίσθητη ισορροπία. Ένα άλμπουμ που κυλάει αργά, σαν μια βαθιά ανάσα σε έναν σιωπηλό κόσμο.

CJ Bolland – The Analogue Theatre (1996)
Το “The Analogue Theatre” του CJ Bolland είναι ένας ηλεκτρονικός καμβάς γεμάτος ένταση και βάθος, όπου η techno συναντά τον πειραματισμό με την ακρίβεια ενός χειρουργού. Οι δυναμικές μπασογραμμές και τα σπασμένα beats ξεδιπλώνονται σαν μηχανικές εκρήξεις σε έναν βιομηχανικό κόσμο, ενώ τα μελωδικά layers φωτίζουν σκοτεινές γωνίες με φευγαλέα λάμψη. Είναι ένα άλμπουμ που συνδυάζει την ενέργεια του club με μια πιο στοχαστική, σχεδόν κινηματογραφική αίσθηση, σαν να αφηγείται μια ιστορία για το μέλλον, γεμάτη αποξένωση και πολλά κρυμμένα μυστικά. Μέσα από τον αναλογικό ήχο, ο Bolland δημιουργεί μια διαρκή ένταση ανάμεσα στην ακατέργαστη δύναμη και την εύθραυστη λεπτομέρεια.

Neotropic – 15 Levels Of Magnification (1996)
Η Αγγλίδα Riz Maslen είναι μία από τις λίγες γυναίκες μουσικούς της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής που ξεχώρισαν στην post-techno εποχή. Ξεκίνησε να ηχογραφεί με το ψευδώνυμο Small Fish With Spine, τα δύο EP της οποίας συγκεντρώθηκαν στο “Ultimate Sushi” (Oxygen Music Works, 1996) και στη συνέχεια ακολούθησε το πιο ολοκληρωμένο και συμπαγές “Small Fish With Spine” (R&S, 1997). Με μια μεγάλη εμπειρία στις σκηνές και τα στούντιο του Λονδίνου, η Maslen δεν άργησε να εστιάσει στο πρότζεκτ Neotropic για το “15 Levels οf Magnification” (το οποίο κυκλοφόρησε στην Νtone, ένα ξεχασμένο (σήμερα) παρακλάδι της Ninja Tune), το οποίο εισήγαγε την ονειρική, αποδομημένη εκδοχή της συνθέτριας στο trip-hop και το drum ‘n’ bass είδος. Ένα μεγάλο μέρος του άλμπουμ είναι έντονο, ένα άλλο είναι πιο ονειρικό (ή μάλλον ξεχασμένο σε ένα κουτί με έντονες αναμνήσεις), αλλά στο σύνολό του αποτελεί ένα πολύ όμορφο κεφάλαιο της ηλεκτρονικής μουσικής των 90s, με τις αστικές ιστορίες του να μιλούν για την καταπίεση του CCTV συστήματος στις πόλεις και για το πώς μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν αν είσαι λίγο έξυπνος ή αν ξέρεις πού θέλεις να πας (και τι να ακούσεις).

Thievery Corporation – Sounds From The Thievery Hi-Fi (1996)
Το “Sounds From The Thievery Hi-Fi” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ του αμερικανικού ντουέτου Thievery Corporation, και κυκλοφόρησε το 1996 στην 4AD. Από την πρώτη ακρόαση, ο δίσκος αποκαλύπτει μια μοναδική ηχητική εμπειρία που συνδυάζει στοιχεία dub, reggae, bossa nova και acid jazz, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά στο κοινό το «κοσμοπολίτικο» και χαλαρωτικό τους μουσικό περιβάλλον. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι εξαιρετικά προσεγμένη, με κάθε κομμάτι να λειτουργεί ως μια ηχητική εξερεύνηση. Οι Thievery Corporation χρησιμοποιούν δείγματα και μελωδίες που αναμειγνύονται με ρυθμούς, προσφέροντας μια αίσθηση οικειότητας και καινοτομίας ταυτόχρονα. Κομμάτια όπως το “Shaolin Satellite” και το “The Glass and Bead Game” ξεχωρίζουν με τις μελωδικές γραμμές τους και τις ατμοσφαιρικές ενορχηστρώσεις, μεταφέροντας τον ακροατή σε εξωτικούς προορισμούς. Οι ήχοι αναδύονται και υποχωρούν, δημιουργώντας μια αίσθηση ροής που κρατά τον ακροατή σε μια γλυκιά εγρήγορση. Η ικανότητα του ντουέτου να συνδυάζει διαφορετικά μουσικά στοιχεία με τόση αρμονία και φρεσκάδα το καθιστά ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της ηλεκτρονικής μουσικής και παραμένει μια αναλλοίωτη κλασική επιλογή για τους λάτρεις της ηλεκτρονικής μουσικής που αναζητούν κάτι πιο διαφορετικά «αθώο» και εμπνευσμένο.

Larry Heard – Alien (1996)
Με κομμάτια όπως τα “Distant Planet”, “Mystery of Love”, “Washing Machine” και “Can U Feel it”, που κυκλοφόρησαν με ψευδώνυμα όπως Mr. Fingers, Gherkin Jerks, Disco-D, The It, Blakk Society, Fingers, Inc. και αμέτρητα άλλα, ο Larry Heard έθεσε πολύ γερά θεμάλια για τη house, την techno, και την deep house αλλά και για πολλές γενιές παραγωγών ηλεκτρονικής μουσικής που ακολούθησαν, είτε στο Σικάγο ή το Ντιτρόιτ, είτε στο εξωτερικό, στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Το “Alien” βέβαια δεν είναι ακριβώς ένα house άλμπουμ με τα beats να έχουν (σχεδόν) αφαιρεθεί, ούτε είναι αποκλειστικά ένα chill-out soundtrack. Με ένα sequence (που φέρνει στο μυαλό έντονα το “Tubular Bells” του Mike Oldfield) να ανοίγει το άλμπουμ και με μπόλικο τζαζ προσανατολισμό προς τους ενήλικες househeads ή όσους μπορεί να αναζητούν μια χαλαρωτική ambient εκδοχή του πραγματικού “Alien” soundtrack, παραμένει μια κορυφαία προσθήκη στον επιδραστικό κατάλογο του Heard, με τον ίδιο να συνθέτει ολόκληρο το άλμπουμ σε ένα Korg O1/W workstation, ένα Roland D-550 και ένα Oberheim Matrix 1000.

Faithless – Reverence (1996)
Το “Reverence” των Faithless, που κυκλοφόρησε το 1996, δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής· είναι μια κοινωνικοπολιτική δήλωση που συνδυάζει την dance κουλτούρα με την πνευματική αναζήτηση και την κοινωνική αφύπνιση. Σε μια εποχή όπου η Βρετανία έβραζε από κοινωνικές αλλαγές, τα τραγούδια του άλμπουμ αποτυπώνουν την αποξένωση και την αβεβαιότητα που ένιωθε μια ολόκληρη γενιά. Το κομμάτι “Insomnia”, ένα από τα πιο εμβληματικά του δίσκου, γίνεται ύμνος για όσους βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν κόσμο όπου η νύχτα προσφέρει την μόνη διαφυγή από την ανησυχία της καθημερινότητας. Τα λόγια του Maxi Jazz, με τη βαθειά, επιβλητική φωνή του, εξερευνούν θέματα εσωτερικής σύγκρουσης και κοινωνικής αποξένωσης. Η μουσική, με τον μοναδικό συνδυασμό house, trip hop και ambient, αντικατοπτρίζει το χάος και την εσωτερική πάλη που βίωναν πολλοί νέοι στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Τα θέματα της πίστης, της πνευματικότητας και της αμφισβήτησης των κατεστημένων αξιών διαπερνούν τον δίσκο, με κομμάτια όπως το “Salva Mea” να φέρνουν στο προσκήνιο την ανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση σε μια περίοδο κοινωνικών ανισοτήτων και πολιτικών αναταραχών. Οι Faithless, με την ευρηματική χρήση στίχων που συνδυάζουν προσωπικές ανησυχίες με ευρύτερες κοινωνικές αλήθειες, δίνουν φωνή σε μια γενιά που αναζητά νόημα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας. Δεν είναι απλώς ένας τολμηρός (ναι, και πολύ εμπορικός) δίσκος που έβαλε τους Faithless στον χάρτη της ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και μια ηχητική αντανάκλαση των κοινωνικοπολιτικών ανησυχιών της εποχής του. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή, καθώς το άλμπουμ συνεχίζει να αντηχεί σε όσους αναζητούν απαντήσεις στα διαχρονικά ερωτήματα της πίστης, της ελευθερίας και της ανθρώπινης ύπαρξης.

DJ Spooky That Subliminal Kid – Songs Of A Dead Dreamer (1996)
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς αυτό το άλμπουμ. Είναι απολύτως φουτουριστικό, αλλά όχι με έναν τρόπο που να θυμίζει τόσο επιστημονική φαντασία, όσο απλά ξερή επιστήμη και τεχνολογία – ακούγεται έξυπνο και φουτουριστικό συνάμα, και τόσο “subliminal” όσο και το όνομα που επέλεξε ο DJ Spooky. Σε αυτό το αξέχαστο άλμπουμ χτίζει τόσο ωραία ηχητικά τοπία ξανά και ξανά, που είναι τόσο οδυνηρά αργοκίνητα μερικές φορές που απλά πρέπει να αφεθείς χωρίς περιορισμούς και να περιμένεις την επόμενη έκρηξη που θα σε ταράξει.

Underworld – Second Toughest In The Infants (1996)
Το “Second Toughest In The Infants” των Underworld μοιάζει με ένα μυστηριώδες και βαθύ ποτάμι που κυλάει αδιάκοπα, γεμάτο στροβιλισμούς, υπόγεια ρεύματα και κρυμμένους θησαυρούς. Αυτό το άλμπουμ, με την πολυεπίπεδη δομή του και την αινιγματική του φύση, καλεί τον ακροατή να το εξερευνήσει αργά και υπομονετικά, σαν να διασχίζει ένα πυκνό δάσος όπου κάθε μονοπάτι οδηγεί σε νέα, απρόβλεπτα τοπία. Το “Juanita : Kiteless : To Dream Of Love”, αυτό το 16λεπτο ηλεκτρονικό έπος, είναι σαν ένα ξαφνικό ξέσπασμα καταιγίδας. Οι ρυθμοί του χτυπούν σαν σταγόνες βροχής πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες, με την ενέργεια να αυξάνεται σταδιακά και να απογειώνεται, καθώς ο Karl Hyde ψιθυρίζει μέσα από το vocoder του, τραγουδά και μιλάει, σαν ένας περιπλανώμενος αφηγητής σε έναν κόσμο που βρίσκεται ένα βήμα πριν την τρέλα. Οι μελωδίες ξεδιπλώνονται σαν στρώματα από σύννεφα που αποκαλύπτουν και κρύβουν το φως ταυτόχρονα. Καθώς προχωράμε στο “Banstyle/Sappys Curry”, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Εδώ, το ταξίδι γίνεται πιο εσωτερικό, σαν να κατεβαίνουμε σε μια υποβρύχια σπηλιά γεμάτη με ηχώ και ανεξερεύνητους θορύβους. Είναι ένας κόσμος γεμάτος αντιθέσεις, όπου η οικειότητα του καθημερινού συναντά την αποξένωση του αστικού τοπίου. Η αλληγορία αυτού του δίσκου έγκειται στη συνεχή πάλη ανάμεσα στη στατικότητα και την κίνηση. Κάθε κομμάτι μοιάζει να αιωρείται σε ένα όριο ανάμεσα στην έκρηξη και την κατάρρευση, σαν ένα εκκρεμές που δεν σταματά ποτέ, αν και περνά στιγμιαία πάνω από το σημείο ισορροπίας. Το “Pearl’s Girl”, με την ωμή του ενέργεια, μοιάζει με έναν χείμαρρο που κατεβαίνει από τα βουνά, άγριος αλλά και εντυπωσιακά όμορφος. Η μουσική του δονεί τα βράχια, τη γη, τη βλάστηση και σμιλεύει τον χώρο γύρω του, αφήνοντας ανεξίτηλο αποτύπωμα στην πορεία του. Το άλμπουμ κλείνει με έναν πιο στοχαστικό τόνο, σαν το ταξίδι να μας φέρνει τελικά σε έναν πανέμορφο ήσυχο κόλπο όπου μπορούμε να σταθούμε και να κοιτάξουμε πίσω, και βασικά, να αναλογιστούμε την πορεία που διανύσαμε. Το “Stagger” είναι αυτή η στιγμή παύσης, ένας καθρέφτης που αντανακλά τις εμπειρίες και τα συναισθήματα που ζει ο ακροατής μέσα από το άλμπουμ. Το “Second Toughest In The Infants” δεν είναι απλώς μια συλλογή από ηλεκτρονικά κομμάτια· είναι ένα διαλογιστικό ταξίδι σε έναν κόσμο που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, όπου οι νόμοι της φύσης συναντούν τις ανθρώπινες σκέψεις, δημιουργώντας μια σύγχρονη μουσική φιλοσοφική πρόταση για την αέναη αναζήτηση του νοήματος μέσα στο χάος της ζωής.

Deep Space Network Meets Higher Intelligence Agency – Deep Space Network Meets Higher Intelligence Agency (1996)
Οι David Moufang (Move D) και Jonas Grossman των Deep Space Network και ιδρυτές μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες γερμανικές δισκογραφικές, της Source Records (από τη Χαϊδελβέργη, γιατί υπάρχει και η πιο γνωστή γαλλική Source) συνεργάζονται με το ambient δίδυμο των Higher Intelligence Agency (Bobby Bird και Dave Wheels) από το Μπέρμιγχαμ για μια παραληρηματικά funky εξόρμηση στην deep space ambient electro φόρμα. Όπως και η συνάντηση κορυφής των HIA με τον Νορβηγό σολίστα της techno Biosphere, έτσι και αυτό το άλμπουμ είναι βαρύ στις συνθετικές υφές, με bleeps, bloops και τόσο επεξεργασμένα ηλεκτρονικά που υποστηρίζουν το πιο (πραγματικά) ψυχεδελικό μπαράζ αφηρημένων, κυρίως breakbeat κρουστών που γεννήθηκε ποτέ από συνθετικές μηχανές.

Bowery Electric – Beat (1996)
Το “Beat” των Bowery Electric είναι ένας αργός, υποβλητικός σφυγμός που διαπερνά το σκοτάδι και την απόκοσμη ησυχία της αστικής νύχτας. Με τη σύμπραξη της shoegaze αιθέριας ατμόσφαιρας και της trip-hop υπνωτικής ροής, το άλμπουμ αιχμαλωτίζει την αποξένωση και την εσωτερικότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Τα παραμορφωμένα μπάσα και τα ρυθμικά layers ξετυλίγονται με στοχαστικό τρόπο, σαν βήματα που αντηχούν σε άδεια σοκάκια, ενώ η φωνή της Martha Schwendener αιωρείται σαν φάντασμα πάνω από την πόλη. Ένα άλμπουμ που σε καλεί να το αισθανθείς παρά να το ακούσεις, χτίζοντας έναν κόσμο όπου η ακινησία γίνεται ηχητικός καμβάς για σκέψεις και συναισθήματα που σπάνια εκφράζονται.

LTJ Bukem – Earth Volume One (1996)
Δεν πρόκειται για προσωπικό άλμπουμ αλλά για μια συλλογή που επιμελήθηκε ο μεγάλος μαέστρος του drum ‘n’ bass είδους με καλλιτέχνες από την δισκογραφική του Good Looking. Το “Earth” είναι το πρώτο μέρος μιας σειράς επιτυχημένων κυκλοφοριών με κομμάτια που είτε δεν είχαν βρει ακόμα το δρόμο τους σε άλμπουμ, είτε ήθελαν να σπάσουν τα όρια της jungle και να την ξαναπαντρέψουν με lounge, τζαζ, ακόμα και trance στοιχεία. Η ιδέα της σειράς “Earth” βασίζεται σε εκείνη της μουσικής συνειδητοποίησης και του πειραματισμού, σπρώχνοντας τα όρια του είδους μέσα από τη συγχώνευση των στυλ για τη δημιουργία κάτι καινούργιου. Εκείνη την εποχή χρησίμευσε επίσης ως ένα εξαιρετικό θεμέλιο για τους ανερχόμενους παραγωγούς ώστε να κερδίσουν την αναγνώριση της δουλειάς τους και άνοιξε το δρόμο για το νέο κύμα της πολυρυθμικότητας του drum ‘n’ bass είδους.

Etienne De Crécy – Super Discount (1997)
Το “Super Discount” του Étienne de Crécy αποτελεί έναν ακρογωνιαίο λίθο της γαλλικής ηλεκτρονικής μουσικής και του κινήματος της French House. Σε μια εποχή όπου η Γαλλία ξεκινούσε να αναδεικνύεται ως παγκόσμια δύναμη στην ηλεκτρονική σκηνή, το άλμπουμ αυτό καθόρισε τη μουσική ταυτότητα του είδους με την απλότητα και την αυθεντικότητά του. Το “Super Discount” είναι γεμάτο funky μπασογραμμές, disco samples και house beats που αναμειγνύονται με απόλυτη ισορροπία, δημιουργώντας έναν μοναδικό ήχο που ήταν ταυτόχρονα χορευτικός αλλά και ραφιναρισμένος. Το άλμπουμ διακατέχεται από έναν παιχνιδιάρικο, σχεδόν ειρωνικό τόνο, καθώς ο De Crécy προσέγγισε την παραγωγή με μια «κάν’ το μόνος σου» αισθητική, συνδυάζοντας χαλαρούς ήχους με έξυπνες μουσικές λύσεις. Κομμάτια όπως το “Prix Choc” και το “Super Disco” ξεχωρίζουν για τη δημιουργικότητά τους, ενώ παραμένουν διαχρονικά στις πίστες και στα setlists DJs παγκοσμίως. Το “Super Discount” ήταν το άλμπουμ που έθεσε τα θεμέλια για την έκρηξη της γαλλικής ηλεκτρονικής σκηνής που ακολούθησε, με καλλιτέχνες όπως οι Daft Punk και Cassius να αντλούν έμπνευση από αυτό. Περισσότερο από ένα άλμπουμ, το “Super Discount” ήταν μια μουσική επανάσταση, με τον Étienne de Crécy να επιβεβαιώνει το status του ως πρωτοπόρος της γαλλικής ηλεκτρονικής σκηνής, δημιουργώντας έναν δίσκο που καθόρισε μια ολόκληρη γενιά και παρέμεινε κλασικός για τους λάτρεις της dance μουσικής.

Daft Punk – Homework (1997)
Το εμβληματικό ντεμπούτο Homework των Daft Punk, που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1997 και ηχογραφήθηκε σε διάστημα 2 ετών (1994-96), αποτέλεσε πρωτοπόρο βήμα για την ανοδική πορεία της γαλλικής house μουσικής. Ενώ βέβαια παραμένει πρωτοποριακό για αυτό το είδος, το “Homework” έχει επίσης ένα μείγμα techno και disco, από δύο τύπους που καταφέρνουν κυρίως να μεταδώσουν πολλά καλά vibes παντού. Με διάρκεια 74 λεπτά, οι Daft Punk καταφέρνουν να δώσουν στον ακροατή ό,τι θα μπορούσε να ζητήσει από την άποψη ενός εθιστικού dance άλμπουμ γεμάτου ενέργεια, σπίθα & χάρισμα.

Plaid – Not For Threes (1997)
Ένα από τα καλύτερα έργα των Plaid, που περιέχει όμορφα διαστρωματωμένο και δομημένο IDM, μαεστρική δειγματοληψία για μια φουτουριστική σουρεαλιστική εμπειρία που ρέει όμορφα μέσα στα κομμάτια για μια εμπειρία που κόβει την ανάσα. Μαζί με μερικά απροσδόκητα αλλά καταπληκτικά χαρακτηριστικά, ειδικά σαν αυτό το κομμάτι της Björk, και έχετε ένα απίστευτα αριστουργηματικό άλμπουμ.

Laika – Sounds of the Satellites (1997)
Ο πυρήνας του γκρουπ είναι η Margaret Fiedler και ο Guy Fixsen, μουσικοί πολυπράγμονες που μοιράζονται τη διαχείριση των φωνητικών, της κιθάρας, του μπάσου, του minimoog, της τρομπέτας και του sampling. Ο πρώην ντράμερ της PJ Harvey, Rob Ellis, συμμετέχει επίσης, μαζί με προσκεκλημένους φλαουτίστες και βιμπραφωνίστες για να εμπλουτίσουν τις ονειρικά περιφερόμενες συνθέσεις του ζεύγους. Αναμειγνύοντας επιδέξια την dub και με hip-hop και μετά με μια ζωντανή ενορχήστρωση που παραπέμπει στην τζαζ, το trip-hop και την ονειρική ποπ, η προγραμματισμένη σύντηξη οργανικών grooves σε ένα ζεστό ηλεκτρονικό μπάνιο είναι τόσο επικίνδυνα εθιστική. Τι εννοούμε ζεστό: το μεγαλύτερο κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής λένε ότι στερείται ψυχής, αφήνοντας τους ακροατές σε μια κρύα συνθετική κατάσταση, αλλά ο ήχος των Laika είναι τόσο αξιαγάπητος όσο και ο σκύλος από τον οποίο πήραν το όνομά τους, το πρώτο ζώο που εκτοξεύτηκε σε τροχιά. Βοηθάει επίσης το γεγονός ότι το γκρουπ γράφει πραγματικά φοβερά τραγούδια, κι όχι απλώς επαναλαμβανόμενα χορευτικά κομμάτια.

Photek – Modus Operandi (1997)
Ένα εκπληκτικό, αξεπέραστο και υπερβατικό drum ‘n’ bass άλμπουμ που άλλαξε τη γλώσσα και το τοπίο του είδους. Ο Rupert Parkes, ευρύτερα γνωστός ως ο διάσημος σοφός μάγος της drum ‘n’ bass, Photek, 24 χρονών τότε, πειραματίστηκε με δείγματα που θυμίζουν βιβλιοθήκες εφέ: σταγόνες νερού, κελαηδίσματα πουλιών, ατμόσφαιρες που προέρχονται από γρατζουνιές σε μέταλλο και τριμμένο γυαλί. Και η αντικειμενική αλήθεια είναι ότι μπόρεσε να γίνει εξαιρετικά εφευρετικός: Μιμήθηκε τον ήχο ενός κομήτη που διασχίζει το διάστημα χτυπώντας μια αλυσίδα ποδηλάτου πάνω από το κεφάλι του. Για το “Rings Around Saturn”, ηχογράφησε τον ήχο της βροχής και του ανέμου έξω από το σπίτι του. Αλλού έτριψε τον δίσκο που ήθελε να δειγματίσει πάνω στο χαλί για να δημιουργήσει ένα ηλεκτροστατικό φορτίο που θα έτριζε στο πικάπ. Και μετά είπε στο The Wire: «Μου αρέσει αυτός ο παλιός, βρώμικος ήχος. Το άλμπουμ μου πιθανότατα θα βγει σε CD και θα ακούγεται σαν δίσκος 78 στροφών». (Και κάπου εκεί ένας πολύ νεαρός Burial κρατούσε σημειώσεις).

GusGus – Polydistortion (1997)
Το “Polydistortion” είναι πάνω απ’ όλα ένα δυναμικό funk άλμπουμ. Έστω, ένα διαστημικό funk άλμπουμ, γεννημένο στην ισλανδική τούνδρα, αλλά ένα γενναίο, χορευτικό, ονειρικό funk άλμπουμ παρ’ όλα αυτά. Η κολλεκτίβα είχε τις ρίζες της πολύ γερά ριζωμένες στη χορευτική μουσική, και όχι μόνο στη σύγχρονη techno – τα πάντα, από την exotica (το πρώτο κομμάτι “Oh” έχει δείγματα από τον Arthur Lyman) μέχρι τα βρώμικα hip-hop breaks που αποτέλεσαν τη βάση του τεράστιου “Polyesterday”. Mε την πολύτιμη βοήθεια της 4AD οι τρελοί Ισλανδοί βουτήξαν στη θάλασσα της σύγχρονης ρυθμολογίας, με μια τόσο παιχνιδιάρικη δροσιά που εύκολα μπορεί να παρασύρει τις αισθήσεις κάθε ακροατή στο υγρό στοιχείο της μουσικής τους.

Air – Moon Safari (1997)
Σε αυτό το εμβληματικό ντεμπούτο οι Air μας βάζουν σε ένα διαστημόπλοιο που μας μεταφέρει σε γαλήνιες ηλιόλουστες παραλίες και μυστικούς τόπους, όπου οι ήχοι γίνονται χρώματα και οι μελωδίες, εικόνες. Το άλμπουμ ακούγεται μέχρι σήμερα σαν ένα μαγικό blend που κρύβει μέσα του την ηλεκτρονική μουσική με στοιχεία της ambient και της downtempo, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που μας ταξιδεύει πέρα από όρια μουσικής ταυτότητας. Κάθε κομμάτι του “Moon Safari” είναι σαν ένα κεφάλαιο σε ένα παραμύθι, όπου οι ήχοι των synthesizer και οι μελωδίες του πιάνου πλέκονται σε ένα χαλί ηχητικών υφών. Το εναρκτήριο κομμάτι, “La Femme D’Argent”, μας υποδέχεται με μια απαλή μελωδία που μοιάζει να ξεπροβάλλει από το βάθος ενός ονείρου, καλώντας μας να αφήσουμε πίσω όσα ξέρουμε και να αφεθούμε σε έναν κόσμο όπου το φως παίζει συνεχώς παιχνίδια με τις σκιές, χορεύοντας μαζί. Η μουσική των Air χτίζει πολλές γέφυρες, ενώνει πολλές τελείες στο μεγάλο μαγικό παιχνίδι της μουσικής.  Στο κλασικό “Sexy Boy”, το vocoder μας ταξιδεύει σε έναν πλανήτη όπου οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι φτιαγμένοι από ήχους και αναμνήσεις, και μας προσκαλούν μας να αναρωτηθούμε για την ταυτότητα και την ερωτική επιθυμία. Κομμάτια όπως το “Kelly Watch the Stars” και το “Talisman” σε αφήνουν να αιωρείσαι στο διάστημα που σε μετέφερε το διαστημόπλοιο τους, ενώ το ντουέτο, σαν σύγχρονοι αλχημιστές, μεταμορφώνουν τις νότες τους σε πολύτιμα μαγικά βότανα και φίλτρα, που θέλεις να τα γεύεσαι ξανά και ξανά. Ένα άλμπουμ που αντέχει στον χρόνο, σαν ένα παλιό βιβλίο που ανοίγουμε κάθε τόσο, για να ανακαλύψουμε κάθε φορά και κάτι νέο. Ένα αριστούργημα που μας συντροφεύει και συνεχώς θα μας υπενθυμίζει να μην σταματήσουμε ποτέ να ονειρευόμαστε.

Roni Size / Reprazent – New Forms (1997)
Το “New Forms”, το οποίο κέρδισε το Mercury εκείνης της χρονιάς, αποκρούοντας τον ανταγωνισμό του “OK Computer” των Radiohead έγινε ένα από τα καθοριστικά άλμπουμ της εποχής του, πουλώντας περισσότερα από 300.000 αντίτυπα μέσω της εταιρείας Talkin’ Loud του Gilles Peterson. Ένα πραγματικό κλασικό άλμπουμ, τολμηρό, πρωτοπόρο, γεμάτο ενέργεια, ψυχή και τόσες πολλές αξέχαστες στιγμές σε όλο το άλμπουμ, ιδανικές για οποιαδήποτε διάθεση ή στιγμή. Ένα από τα πιο μεγάλα άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν ποτέ στο Μπρίστολ, ένα γιγαντιαίο μουσικό έργο που από τη στιγμή που θα το βάλεις να παίξει, πρέπει να ξέρεις ότι αυτά που έχεις μέσα στο κεφάλι σου (αντιλήψεις, σκέψεις, ιδέες, πιστεύω) δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια.

Kid Loco – A Grand Love Story (1997)
Ένα ακόμη μεγάλο σουξέ στα ερτζιανά κύματα της εποχής του, μια ακόμη γαλλική καλειδοσκοπική πρόταση αισθήσεων, όπου η trip-hop ατμόσφαιρα συναντά την ηδονική χαλαρότητα της lounge μουσικής. Οι μελωδίες αιωρούνται σαν μαγικός καπνός, ενώ τα beats χτυπούν αργά, σχεδόν νωχελικά, φέρνοντας την αίσθηση ενός ρομαντικού ταξιδιού μέσα από χαρούμενα ηχοτοπία, φυσικά γεμάτα vintage νοσταλγία και μυστήριο. Ένα άλμπουμ που ακόμα και σήμερα κυλάει σαν μια νυχτερινή βόλτα σε μια πόλη γεμάτη ψιθύρους.

Monolake – Hongkong (1997)
Στο “Hongkong”, ο Robert Henke (ένας από τους μουσικούς και προγραμματιστές που σχεδίασαν το Ableton Live) μας ταξιδεύει σε μια dub-techno διαδρομή που θυμίζει νυχτερινές εξερευνήσεις σε μια άγνωστη πόλη. Mια ατμοσφαιρική περιπλάνηση μέσα από την μαγεία του θολού ηλεκτρονικού ήχου, όπου οι ήχοι συνδυάζονται με την dub αισθητική, την τεχνολογία και τη φύση. Γεμάτο μουσικές φωτογραφίες που αποτυπώνουν μια στιγμή στον χρόνο, με το “Cyan” να ανοίγει την αυλαία με ήχους που θυμίζουν την αίσθηση της βροχής και των εντόμων, δημιουργώντας μια αίσθηση ηρεμίας και αναμονής. Οι περίπλοκοι ρυθμοί γίνονται, όσο προχωρούν, ακόμα πιο περίπλοκοι, σαν να ανακαλύπτουμε κρυμμένα μονοπάτια μέσα σε έναν λαβύρινθο από ήχους. Για άλλη μια φορά η μουσική εδώ λειτουργεί ως ένα μέσο φυγής από την πραγματικότητα, με tracks όπως το “Lantau”, το “Occam” και το “Macau” να μας οδηγούν σε υπνωτικά ηχοτοπία όπου οι ήχοι γίνονται αναμνήσεις που δύσκολα ξεχνάς.

μ-Ziq – Lunatic Harness (1997)
Παρακάμπτοντας την ισορροπία μεταξύ του πιο έντονου IDM και της drum ‘n’ bass φόρμας, η κύρια ανάμνηση που μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που ακούω το “Lunatic Harness” είναι η ισχυρή μελωδική γραμμή στην οποία βασίζεται – κάτι που κάνει θαύματα, όχι μόνο για να μεταμορφώσει το άλμπουμ σε κάτι πιο προσιτό, αλλά επειδή καταφέρνει να το φέρει ως μια πραγματικά σπουδαία προσθήκη στα άλμπουμ ηλεκτρονικών ηχοτοπίων. Αν και οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ του Richard D. James και του Mike Paradinas, είναι αναπόφευκτη (οι ήχοι και των δύο είναι αρκετά παρόμοιοι και οι δυό τους έχουν επίσης συνεργαστεί στο παρελθόν) το ομώνυμο “Lunatic Harness” ξεκινάει με μια αξιοσημείωτη διαφορά στον ήχο, στο οποίο ο Mike Paradinas κόβει και κολλάει και πειράζει ένα δείγμα από το “Human Beat Box” των Fat Boys από το 1984 για ένα ολόκληρο λεπτό, με αξιοσημείωτο σημείο να παραμένει το απίστευτα «γκλιτσαρισμένο» τμήμα του (επίτευγμα μεγάλο για την εποχή του). Όλο το άλμπουμ αυτοπροσδιορίζεται ως ένα αληθινό και πολύπλοκο ηλεκτρονικό έργο, αποφεύγοντας να γίνει υπερβολικά ambient και χαλαρό, και αυτό το κάνει χωρίς να επαναπαύεται υπερβολικά στη drum ‘n’ bass αισθητική. Και αυτή, θεωρώ, είναι μια ισορροπία μάλλον δύσκολο να ρυθμιστεί, που όπως φαίνεται στις μεταγενέστερες δουλειές του συναδέλφου και φίλου Aphex Twin, ο οποίος επιχείρησε το ανακάτεμα της συνταγής, αλλά το πέτυχε μόνο πολύ σποραδικά.

Sad Rockets – Plays (1997)
Ο Andrew Pekler έφτασε στη Χαϊδελβέργη τον Σεπτέμβριο του 1995 για να ξεκινήσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Χωρίς καθόλου αυτοπειθαρχία, και μη έχοντας να πληρώσει ούτε τα δίδακτρα, άρχισε πολύ σύντομα να περνάει τον περισσότερο χρόνο του στο φοιτητικό του δωμάτιο μαζί με το τετρακάναλο κασετόφωνό του προσπαθώντας να ενσωματώσει όλες τις νέες επιρροές που απορροφούσε μέσω της δουλειάς που είχε κατά κάποιο τρόπο βρει στο δισκάδικο Vinyl Only – ένα από τα λίγα δισκοπωλεία που λειτουργούσαν στη Χαϊδελβέργη εκείνη την εποχή. Ο ίδιος δεν θυμάται πώς ακριβώς, μια από τις κασέτες με αυτά τα τετρακάναλα πειράματα (κάτω από το όνομα Sad Rockets) που έδινε στον κύκλο των φίλων του βρήκε το δρόμο της στον David Moufang και τον Jonas Grossman, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή και προσφέρθηκαν να βγάλουν κάποιο από το υλικό στην Source Records. Kαι κάπως έτσι, αυτό το πραγματικά αληθινό διαμάντι άνοιξε το δρόμο για το μεγάλο ταλέντο ενός πολύ σπουδαίου σύγχρονου συνθέτη.

Cornelius – Fantasma (1997)
Στο “Fantasma”, ο Cornelius μας προσκαλεί σε μια ηχητική περιπέτεια που αγγίζει τα όρια της τρέλας. Αυτό το άλμπουμ είναι ένα αριστούργημα της Shibuya-kei σκηνής, όπου οι ήχοι συνδυάζονται με την τεχνολογία και την τέχνη, δημιουργώντας ένα μοναδικό ηχητικό αποτέλεσμα. Κάθε κομμάτι του “Fantasma” είναι γεμάτο από πειραματισμούς και ανατροπές. Ο Cornelius, με την ικανότητά του να συνδυάζει διαφορετικά μουσικά στοιχεία, από ηλεκτρονικούς ρυθμούς μέχρι jazzy μελωδίες, μας μεταφέρει σε έναν κόσμο όπου οι ήχοι και οι εικόνες του συγχωνεύονται. Το “Mic Check” ανοίγει το άλμπουμ με μια παιχνιδιάρικη διάθεση, ενώ κομμάτια όπως το “Star Fruits Surf Rider” μας ταξιδεύουν σε ρομαντικές και εξωτικές διαδρομές. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι απίθανη, με κάθε ήχο να είναι προσεκτικά τοποθετημένος, δημιουργώντας μια αίσθηση βάθους και πλούτου στον συνθετικό καμβά. Ο Cornelius δεν φοβάται να πειραματιστεί, χρησιμοποιώντας δείγματα και ηχητικά εφέ που ανατρέπουν τις προσδοκίες. Η ικανότητά του να μεταμορφώνει απλές ιδέες σε σύνθετες ηχητικές εμπειρίες είναι εντυπωσιακή. Ωστόσο, το “Fantasma” δεν είναι απλώς μια τεχνική επίδειξη. Είναι μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία που προκαλεί αμέτρητες σκέψεις και συναισθήματα. Ένα ακόμη αριστούργημα που αντέχει στο χρόνο, ένα έργο που συνεχίζει να εμπνέει και να συναρπάζει, μια μουσική εμπειρία που μας υπενθυμίζει ότι η τέχνη μπορεί να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστική και βαθιά.

Atari Teenage Riot – The Future Of War (1997)
Το “The Future of War” των Atari Teenage Riot είναι μια οργισμένη κραυγή αντίστασης ενάντια στην κοινωνική αδικία και τον πολιτικό έλεγχο. Σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές εντάσεις βράζουν, αυτό το άλμπουμ του 1997 είναι μια καταιγίδα ψηφιακού χάους και σκληρών, βιομηχανικών ήχων, συνδυάζοντας το πνεύμα του punk με την ωμή ενέργεια της techno και του hardcore. Μέσα από τους παραμορφωμένους ήχους και τις πολεμικές ιαχές, το συγκρότημα του Alec Empire αναδεικνύει την αποξένωση των νέων, την αυξανόμενη κρατική καταπίεση και την ανάγκη για ριζοσπαστική αλλαγή. Το “The Future of War” δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ· είναι μια αλληγορική προειδοποίηση για ένα δυστοπικό μέλλον, καλώντας σε εξέγερση και αμφισβήτηση της εξουσίας. (Για τις απαιτήσεις του streaming βάζουμε τη συλλογή “Burn, Berlin, Burn!” που κυκλοφόρησε στην Grand Royal των Beastie Boys και περιέχει τα καλύτερα κομμάτια του “The Future of War”, μιας και το τελευταίο δεν είναι διαθέσιμο).

 

 

➳ Διαβάστε ακόμα: 30 κορυφαία άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής από τα 90s (1993-1995)